Του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου
Ο «εθνικός μας σχολιαστής» κ. Μάνος Λαμπράκης ενοχλήθηκε σφόδρα από την αντίδρασή μου για την ανάρτηση του που αφορούσε στην Πατριαρχική Μεγάλη του Γένους Σχολή και με μία οργίλη ανάρτηση του με «περιποιήθηκε» δεόντως.
Παραθέτω το κείμενό του ως μνημείο ρηχού λόγου.
«Το πρωί μου κοινοποιήθηκε μια ανάρτηση κάποιου κυρίου, ο οποίος αποφάσισε να υπερασπιστεί έναν θεσμό αιώνων – όπως δήλωσε με επισημότητα – από την απειλή μιας φράσης, ενός σχολίου, μιας αράδας που τόλμησε να θέσει ερωτήματα και όχι να ψάλλει ύμνους. Ο εν λόγω κύριος, με ύφος βαθιά προσβεβλημένο, επιτέθηκε όχι μόνο στο περιεχόμενο, αλλά και σε εμένα προσωπικά, κατηγορώντας με, μεταξύ άλλων, για «φιλοσοφική σαντιγί», «γοητευτική απελπισία» και – το κορυφαίο – για το ότι έχω γίνει «εθνικός σχολιαστής».
Πρότεινε μάλιστα και «μονομαχία». Όχι στον δημόσιο διάλογο, αλλά σε κάτι πιο δραματικό, πιο προσωπικό, πιο τιμητικό: «πρόσωπο με πρόσωπο», για να λυθούν τα… θεολογικά ζητήματα με τον τρόπο της καφενειακής ιπποσύνης. Δεν ενοχλήθηκε λοιπόν από την κατάσταση της Πόλης, ούτε από την απουσία μαθητών από τη Σχολή, ούτε από τη σιωπή των θεσμών. Ενοχλήθηκε από το ότι κάποιος τόλμησε να το πει. Και μάλιστα το είπε χωρίς να του έχει δοθεί η άδεια να μιλά. Δεν ήταν «θεολόγος», δεν ήταν Κωνσταντινουπολίτης, δεν ήταν «εκ των έσω». Δεν ήταν δικός τους.
Αυτό είναι που πονάει.
Δεν είναι η ανάρτηση που τους ενοχλεί. Είναι η απήχηση. Είναι ότι ο λόγος αυτός κυκλοφορεί χωρίς σφραγίδες. Ότι δεν ανήκει σε κανένα κώδικα. Ότι δημιουργεί ρωγμές εκεί όπου οι άλλοι προσπαθούν να χτίσουν μουσειακή σιωπή. Δεν μπορούν να ανεχθούν πως κάποιος, χωρίς να υπηρετεί θεσμό, νομίζουν ότι ασκεί επιρροή. Πως κάποιος μπορεί να πει κάτι που αγγίζει τη μορφή της εποχής.
Τι σημαίνει, άραγε, «εθνικός σχολιαστής»; Σημαίνει ίσως κάποιον που ακούγεται ευρέως; Που μιλά με εσωτερική ακρίβεια για θέματα που όλοι αποφεύγουν; Που δεν έχει ανάγκη από οπαδούς, γιατί ο λόγος του δεν στηρίζεται στη μαζικότητα, αλλά στη διαύγεια; Είναι παράξενο: όταν συμφωνούν μαζί σου οι πολλοί, είσαι λαϊκιστής, όταν σε αγνοούν, είσαι ασήμαντος, όταν σε μιμούνται, είσαι επικίνδυνος.
Δεν θέλουν, λοιπόν, «σχολιαστές». Θέλουν μόνο ελεγχόμενες φωνές. Να λένε αυτό που αρμόζει. Να νουθετούν τον λαό, όχι να σπάνε την εικόνα. Να ψιθυρίζουν ότι όλα είναι δύσκολα, αλλά όλα πάνε καλά. Ότι χάνουμε παιδιά, χάνουμε σχολεία, χάνουμε την Ιστορία – αλλά δεν φταίει κανείς. Είναι οι καιροί. Είναι το κλίμα. Είναι η Τουρκία. Είναι η μοίρα μας.
Κι όταν κάποιος λέει ότι ίσως φταίμε κι εμείς; Ότι ίσως έχουμε παραιτηθεί από την επιθυμία, από τη μορφή, από τη γλώσσα; Τότε τον καταγγέλλουν ως «εξυπνάκια». Γιατί τους ενοχλεί όχι η πρόθεση, αλλά η ακρίβεια. Όχι το ύφος, αλλά η στόχευση. Γιατί είπε την απώλεια με τρόπο που δεν μπορεί να διαψευστεί. Και γιατί τόλμησε να ονομάσει την αποτυχία ως αυτό που είναι: μεταφυσική παραίτηση και όχι γραφειοκρατική δυσκολία.
Κι ύστερα, βέβαια, η «μονομαχία». Ο συμβολισμός ενός σώμα με σώμα – τάχα δημοκρατικός – στην ουσία βαθιά ελιτίστικος. Δεν ζητούν διάλογο. Ζητούν υποταγή. Θέλουν να επιβεβαιώσουν την πατρωνία τους. Να αποφανθούν αν «δικαιούσαι» να γράφεις. Αν «γνωρίζεις». Αν «ανήκεις». Αν είσαι εν τέλει ένας από αυτούς που έχουν το δικαίωμα να θρηνούν.
Μα ο θρήνος για τη Μεγάλη του Γένους Σχολή δεν είναι ζήτημα γνώσης. Είναι ζήτημα ευαισθησίας. Είναι αντανακλαστικό μορφής. Και είναι πιο έντιμος από τη σιωπή όσων επί δεκαετίες φωτογραφίζονταν μπροστά στην πύλη, χωρίς να ρωτούν πού είναι οι μαθητές.
Οπότε, όχι, δεν θα γίνει «μονομαχία». Γιατί η Ιστορία δεν είναι άθροισμα «ανδρισμών». Και η σκέψη δεν είναι αρένα. Είναι μορφή ευθύνης. Κι όποιος τη χλευάζει, επειδή τον ξεπερνά, δεν επιτίθεται στον σχολιαστή. Επιτίθεται στο πρόσωπο του μέλλοντος – στο παιδί που δεν εγγράφηκε. Και τελικά, επιτίθεται στη δική του αντανάκλαση στον καθρέφτη.
Κι ασφαλώς —για όσους δεν αρκούνται στις λέξεις— υπάρχει πάντοτε και η άλλη οδός, η νομική. Δεν είναι του παρόντος, αλλά δεν είναι και εκτός ορίων».
Και τώρα ο ημέτερος σχολιασμός.
Τι νόμιζε ο κ. Μάνος Λαμπράκης ότι θα γράφει πάντοτε ανενόχλητος;
Το επιχείρημα του επιστρέφεται. Γράφει ότι ενοχλήθηκα «από το ότι κάποιος τόλμησε να το πει. Και μάλιστα το είπε χωρίς να του έχει δοθεί η άδεια να μιλά».
Ε, ο κ. Λαμπράκης εταράχθη ως η Ηρωδιάς διότι βρέθηκε κάποιος να τον αμφισβητήσει. Ο ίδιος λέει ότι τάχα «δεν έχει ανάγκη από οπαδούς, γιατί ο λόγος του δεν στηρίζεται στη μαζικότητα, αλλά στη διαύγεια». Τότε γιατί αντέδρασε μαινόμενος; Αφού έχει τέτοια αυτάρκεια θα έπρεπε να με προσπεράσει. Να μη με δει καν! Κι όμως ξεσήκωσε αντάρα γιατί ακριβώς βρέθηκε ΕΝΑΣ, μόνον ΕΝΑΣ, που τον αμφισβήτησε δημοσίως.
Μέσα στη δόξα των χιλιάδων likes και κοινοποιήσεων, δεν άντεξε ο κ. Λαμπράκης την αμφισβήτηση του ΕΝΟΣ!
Και φυσικά απέρριψε τον διάλογο πρόσωπο με πρόσωπο, με διάφορα φληναφήματα και πομφόλυγες, επειδή – δυστυχώς για τον ίδιο- δεν δύναται να αντέξει το βάρος του αληθινού διαλόγου. «Η σκέψη δεν είναι αρένα. Είναι μορφή ευθύνης», μας κραδαίνει ο κ. Λαμπράκης. Κι εμείς του λέμε το περίφημο του Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρου: «Ελάτε να κοιταχτούμε». Δεύτε και διαλεχθώμεν κ. Λαμπράκη.
Λυπάμαι που δεν ανταποκρίνεστε. Αν και γράφετε διάφορες μεγαλοστομίες περί προσώπου. Φαίνεται πως σας αρέσει να δοξάζεστε κρυπτόμενος και με προσωπείο!
Ένα είναι το σίγουρο πάντως. Δημόσια και πληθωρικά γράφετε και δημοσίως θα κρίνεστε. Όσο πιο σύντομα το συνηθίσετε τόσο καλύτερα για σας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου