|
Χειρόγραφο σχεδίασμα του ποιήματος "Αθανάσιος" |
Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ
Ἀθανάσιος
Μέσα σὲ βάρκα ἐπάνω στὸν μεγάλο Νεῖλο,
μὲ δυὸ πιστοὺς συντρόφους μοναχούς,
φυγὰς καὶ ταλαιπωρημένος ὁ Ἀθανάσιος
-ὁ ἐνάρετος, ὁ ευσεβής, ὁ τὴν ὀρθὴν πίστιν τηρῶν
προσεύχονταν. Τὸν καταδίωκαν οἱ ἐχθροὶ
καὶ λίγη ἐλπὶς ὑπῆρχε νὰ σωθεῖ.
Ἦταν ὁ ἄνεμος ἐνάντιος·
καὶ δύσκολα ἡ σαθρὴ βάρκα τους προχώρει.
Σὰν ἐτελείωσε τὴν προσευχή,
ἔστρεψε τὸ θλιμμένο βλέμμα του
πρὸς τοὺς συντρόφους του –κι ἀπόρησε
βλέποντας τὸ παράξενο μειδίαμά τους.
Οἱ μοναχοί, ἐνῶ προσεύχονταν ἐκεῖνος,
εἶχαν συναισθανθεῖ τί ἐγίνονταν
στὴν Μεσοποταμία· οἱ μοναχοὶ
ἐγνώρισαν ποὺ ἐκείνη τὴν στιγμὴ
τὸ κάθαρμα ὁ Ἰουλιανός εἶχεν ἐκπνεύσει.
Άννα Δοϊρανλή
Από την εργασία:
ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ:
Ο ΚΑΤΑ ΚΑΒΑΦΗN ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ
Θεσσαλονίκη 2016
Σημ.: Το κείμενο εδώ δημοσιεύεται χωρίς τις παραπομπές.
Γενικά – Πηγές
Το ποίημα Ἀθανάσιος είναι γραμμένο τον Απρίλιο του 1920 και ανήκει στα
Ατελή του ποιητή. Αναφέρεται στο διπλό γεγονός της δίωξης του Πατριάρχη
Αλεξανδρείας Αθανασίου και του θανάτου του Ιουλιανού. Ωστόσο, το κεντρικό
πρόσωπο του ποιήματος είναι ο Αθανάσιος, ενώ ο Ιουλιανός βρίσκεται στις παρυφές
του θέματος · η αναφορά στο όνομά του ορίζει το χρόνο κατά τον οποίο συνέβη το
κεντρικό περιστατικό.
Η Lavagnini μάς πληροφορεί πως βασική πηγή του ποιήματος είναι η E.L.
Butcher, από το βιβλίο της οποίας ο Καβάφης αντιγράφει στις σημειώσεις του μία
περικοπή. Παράλληλα, από άλλη σημείωση του ποιητή, που χρονολογείται το
Νοέμβριο του 1929, φαίνεται πως ο Καβάφης αναζητά στοιχεία και στην Πατρολογία
του Migne. Συνεπώς, όπως ήδη αναφέρθηκε στο Α΄ μέρος της παρούσας εργασίας,
η επιβεβαίωση μέσω παλαιότερων πηγών ενός περιστατικού που ο ποιητής εντόπισε
σε σύγχρονή του πηγή και η σημείωσή του πως αν δεν βρεθεί αλλού η πληροφορία
που διασώζει η Butcher, το ποίημα δεν έχει λόγο ύπαρξης, φανερώνουν την
προσπάθειά του για απόλυτη ευθυγράμμιση με την ακριβή καταγραφή των ιστορικών
πληροφοριών. Το ατελές του ποιήματος ενισχύει την παραπάνω άποψη, καθώς δεν
αποκλείεται το ποίημα να το «απέρριψε» η ιστορική συνείδηση του ίδιου τού
δημιουργού.
Για τη δεύτερη στροφή του ποιήματος εκτιμούμε πως πηγή του Καβάφη είναι ο
Σωζομενός. Η σημείωση του ποιητή στην οποία αναφέρεται ότι «Στὸν Migne 67
(Σωζομενὸς καὶ Σωκράτης) και 82 (Θεοδώρητος) δὲν ὑπάρχει ἡ παράδοσις τῆς
Butcher», πέραν της πληροφορίας αυτής καθ’ εαυτής, (πως δηλαδή στους τόμους
αυτούς δεν γίνεται λόγος για τη φυγή του Αθανασίου στο Νείλο), μας επιτρέπει τη
βεβαιότητα πως ο ποιητής ανέτρεξε στον τόμο 67. Κι ενώ δεν βρήκε την πληροφορία
που αναζητούσε, προφανώς βρήκε την αναφορά του Σωζομενού (PG 67) σχετικά με
την πληροφόρηση του Αθανασίου για το θάνατο του Ιουλιανού.
Στο ποίημα Ἀθανάσιος ορίζονται τα κεντρικά και δευτερεύοντα πρόσωπα, ο
τόπος και ο χρόνος. Κεντρικό πρόσωπο είναι ο Αθανάσιος, δευτερεύοντα οι δύο
μοναχοί σύντροφοί του, ενώ στο ποίημα γίνεται αναφορά και στον Ιουλιανό. Ο τόπος
που εκτυλίσσεται το περιστατικό είναι ο Νείλος, ενώ ο θάνατος του Ιουλιανού
συμβαίνει στη Μεσοποταμία. Ως προς το χρόνο, στην πρώτη στροφή, αυτός δίνεται
μόνο εμμέσως και ασαφώς, καθώς γίνεται απλώς αναφορά σε κάποια καταδίωξη του Αθανασίου από τους εχθρούς του, χωρίς όμως να είναι σαφώς προσδιορισμένο για
ποια από τις πέντε διώξεις του Αθανασίου γίνεται λόγος. Στη δεύτερη στροφή, όμως,
ενώ ο χρόνος δεν κατονομάζεται, είναι εφικτό να προσδιοριστεί επακριβώς, καθώς
διευκρινίζεται πως πρόκειται για τη στιγμή του θανάτου του Ιουλιανού, γεγονός που
συνέβη στις 26 Ιουνίου του 363. Από αυτό επίσης συμπεραίνουμε πως πρόκειται για
την τέταρτη δίωξη του επισκόπου Αθανασίου, η οποία συνέβη επί Ιουλιανού.
Διερεύνηση: Αθανάσιος και Ιουλιανός – ιστορικό πλαίσιο
Ο Μέγας Αθανάσιος διετέλεσε Πατριάρχης Αλεξανδρείας από το 328 έως το
373. Από τα 46 περίπου χρόνια που παρέμεινε στον επισκοπικό θρόνο, τα 20 τα
έκανε εξόριστος – τόσο κράτησαν οι πέντε συνολικά εξορίες του. Η πρώτη εξορία
του επιβλήθηκε επί Κωνσταντίνου, η δεύτερη και η τρίτη επί Κωνσταντίου, η τέταρτη
επί Ιουλιανού και η πέμπτη επί Ουάλεντος.
Το ποίημα, δηλαδή, αναφέρεται στην τέταρτη εξορία του Αθανασίου, αυτή που
του επιβλήθηκε επί Ιουλιανού. Θα ερευνήσουμε αρχικά τη σχέση Αθανασίου
Ιουλιανού, δεδομένου ότι η δράση του Ιουλιανού φαίνεται αντιφατική, καθώς αφενός
εκδίδει διάταγμα με το οποίο ορίζει την επιστροφή των εξόριστων επισκόπων,
αφετέρου διατάσσει την εκ νέου εξορία του Αθανασίου.
Ο θάνατος του προκατόχου του Ιουλιανού, αρειανού αυτοκράτορα
Κωνσταντίου, (361), κατά το Vasiliev, δεν συνοδεύτηκε από ειλικρινές πένθος ούτε
από την πλευρά των Χριστιανών οπαδών της Νίκαιας ούτε από την πλευρά των
ειδωλολατρών. Για τους δεύτερους αυτό γίνεται εύκολα αντιληπτό, καθώς την
εξουσία αναλάμβανε ο ειδωλολάτρης Ιουλιανός. Για τους πρώτους, ερμηνεύεται,
καθώς, κατά τη γνώμη τους, η απουσία του αρειανού Κωνσταντίου θα σηματοδοτούσε
το τέλος των πιέσεων από μέρους του και θα τους άφηνε το περιθώριο να
αναπνεύσουν. Ήλπιζαν πως η άνοδος του Ιουλιανού στο θρόνο θα επέτρεπε ελευθερία στις κινήσεις τους, καθώς ο Ιουλιανός ως εθνικός θα ήταν αμερόληπτος
απέναντι στις χριστιανικές έριδες. Και πράγματι ο Ιουλιανός αρχικά κήρυξε
ανεξιθρησκία. Με διάταγμα επέτρεψε την επιστροφή των εξόριστων επισκόπων και
επέστρεψε τις περιουσίες τους. Ο Σωκράτης εκτιμά ότι οι ενέργειες αυτές ήταν
απόρροια της προσπάθειας του Ιουλιανού να κερδίσει την εύνοια των πολιτών, μετά
το θάνατο του Κωνσταντίου. Ο Αμμιανός, από την πλευρά του, θεωρεί ότι ο
διορατικός Ιουλιανός είχε προβλέψει ότι η θρησκευτική ανοχή θα επέτρεπε την
εκδήλωση ερίδων και κατά συνέπεια το διχασμό του πλήθους, ενώ και σύγχρονοι
ιστορικοί θεωρούν πως η πρόθεση του Ιουλιανού ήταν «να δημιουργήσει σύγχυση
στην εκκλησία».
Ανεξάρτητα από την πρόθεση του Ιουλιανού, από την έκδοση του σχετικού
διατάγματος ευνοήθηκε και ο Αθανάσιος. Αφού επέστρεψε από την εξορία, ανέλαβε
και πάλι τα καθήκοντά του, χωρίς ωστόσο να περιμένει την ανάλογη έγκριση. Στα
πλαίσια της δράσης του, συγκάλεσε σύνοδο στην Αλεξάνδρεια το 362. Ωστόσο,
αντίθετα με ό,τι περίμενε ο Ιουλιανός, ο Αθανάσιος έδειξε συμφιλιωτική διάθεση
απέναντι στους Αρειανούς και εχθρική απέναντι στους ειδωλολάτρες. Τότε ήταν
που με διαταγή του ο Ιουλιανός όρισε την έξοδό του Αθανασίου από την πόλη, με
την αιτιολογία ότι ανέλαβε τον επισκοπικό θρόνο, χωρίς πρότερη βασιλική έγκριση
και με την παράλληλη διευκρίνιση ότι η αμνηστία που δόθηκε στους επισκόπους αφορούσε την επάνοδό τους στην πατρίδα τους κι όχι στις εκκλησίες τους. Σημειωτέον ότι η σκληρή αυτή στάση του Ιουλιανού προέκυψε μετά τη συμπεριφορά
των κατοίκων της Αντιόχειας.
Η νέα αυτή διαταγή που αφορά τον Αθανάσιο μεταβιβάζεται με τον Πυθιόδωρο
στην Αλεξάνδρεια, αλλά οι κάτοικοι της πόλης στέλνουν παρακλήσεις στον
αυτοκράτορα να επιτραπεί η επιστροφή του Αθανασίου. Ο Ιουλιανός απαντά με
επιστολή του προς τους Αλεξανδρείς, στην οποία δηλώνει μεν την εύνοιά τους προς
αυτούς αλλά ως προς τον Αθανάσιο σκληραίνει τη στάση του και διατάσσει την εξορία
του όχι μόνο από την πόλη αλλά και από το αιγυπτιακό έδαφος. Βλέποντας μάλιστα
πως ο έπαρχος της πόλης δεν τηρεί την εντολή του για εκδίωξη του Αθανασίου, ο
Ιουλιανός με νέα επιστολή (Ἐκδικίῳ ἐπάρχῳ Αἰγύπτῳ) και σε αυστηρότερο ύφος
διατάσσει την εξορία του Αθανασίου πριν τις καλένδες του Δεκεμβρίου. Απειλεί δε με
πρόστιμο εκατό λίτρα χρυσού την επαρχία, αν δεν τηρηθεί η εντολή του. Παράλληλα
από την επιστολή πληροφορούμαστε ότι μια από τις ενέργειες του Αθανασίου που
εξόργισαν τον αυτοκράτορα ήταν ότι προσηλύτιζε επίσημες γυναίκες από την
ειδωλολατρία στην Ορθοδοξία. Και η επιστολή προς τον έπαρχο καταλήγει:
«Διωκέσθω».
Ο Αθανάσιος, όμως, ήδη το φθινόπωρο του 362, είχε εγκαταλείψει την
Αλεξάνδρεια και κρυβόταν στην έρημο Θηβαΐδα, ενώ τα όργανα του Ιουλιανού τον
κατεδίωκαν για να τον σκοτώσουν. Δεν κατάφεραν όμως να τον βρουν. Κι είναι
αυτή η καταδίωξη του Αθανασίου, στην οποία αναφέρεται και το ποίημα.
Το λεκτικό του ποιήματος
Στη συνέχεια, θα εντοπίσουμε τον τρόπο με τον οποίο ο ποιητής παρουσιάζει
στο ποίημά του τα δύο πρόσωπα, Αθανάσιο και Ιουλιανό.
Ξεχωριστής μνείας χρήζει το υπερβατό που χρησιμοποιεί ο ποιητής για τον
Αθανάσιο: «ὁ τὴν ὀρθὴν πίστιν τηρῶν», καθώς πράγματι η μεγάλη προσφορά του
Αθανασίου αφορά τον αγώνα του για την «ορθή» πίστη μέσω της αντιμετώπισης της
αίρεσης του Αρειανισμού και την οριοθέτηση του «ορθού» δόγματος της
ομοουσιότητας του Πατρός και του Υιού μέσω του Συμβόλου της Πίστεως.
Ο ποιητής, όπως προκύπτει από το λεκτικό του ποιήματος, εστιάζει στην
συναισθηματική-ανθρώπινη κατάσταση του Μεγάλου Αθανασίου και στη δυσχερή
θέση στην οποία βρίσκεται. Ο Αθανάσιος «ὁ ἐνάρετος, ὁ ευσεβής, ὁ τὴν ὀρθὴν πίστιν
τηρῶν» παρουσιάζεται καταδιωκόμενος («Τὸν καταδίωκαν»), «φυγὰς καὶ
ταλαιπωρημένος», μέσα σε μία «σαθρὴ βάρκα», με άνεμο αντίθετο («ὁ ἄνεμος
ἐνάντιος»), να προσεύχεται («προσεύχονταν»), με «θλιμμένο βλέμμα», ενώ «λίγη
ἐλπὶς ὑπῆρχε νὰ σωθεῖ». Από την άλλη, ο ποιητής χρησιμοποιεί μόνο μία λέξη και
μάλιστα αρνητικά φορτισμένη για τον Ιουλιανό, «τὸ κάθαρμα», και αφιερώνει σ’
αυτόν μόνο ένα στίχο, αυτόν που αναγγέλλει τον θάνατό του.
Ο θάνατος του Ιουλιανού – Η σωτηρία του Αθανασίου
Η οικονομία του ποιήματος συνδέει δύο άσχετα μεταξύ τους περιστατικά, τα
οποία συμβαίνουν σε διαφορετικούς τόπους, τη σωτηρία του Αθανασίου και το θάνατο
του Ιουλιανού. Παράλληλα, η ίδια την πλοκή του ποιήματος αποκαλύπτει τη
λανθάνουσα ειρωνεία που υπάρχει στους στίχους του. Αυτό που φαίνεται ότι θα
συμβεί είναι αντίθετο από αυτό που τελικά συμβαίνει και αυτή η «ειρωνική» ανατροπή
δειλά μόνο υποδηλώνεται μέσα από το «παράξενο μειδίαμα» των συντρόφων του
Αθανασίου. Η ασυμφωνία ανάμεσα στο φαίνεσθαι και στο είναι προκύπτει καθώς το
φαινομενικό όσον αφορά το μέλλον του Αθανασίου δηλώνεται με το στίχο «καὶ λίγη ἐλπὶς ὑπῆρχε νὰ σωθεῖ», ενώ το πραγματικό δηλώνεται με το στίχο «τὸ κάθαρμα ὁ
Ἰουλιανός εἶχεν ἐκπνεύσει». Και έτσι, ενώ ο Αθανάσιος φαίνεται πως δεν έχει ελπίδα
σωτηρίας, εν τέλει σώζεται λόγω του θανάτου του Ιουλιανού.
Επειδή ωστόσο στο ποίημα δεν υπάρχει καμία εκ των προτέρων ένδειξη
σωτηρίας του Αθανασίου, αναρωτιέται ο αναγνώστης μήπως η σωτηρία του
Αθανασίου «αποδίδεται» στο «ἐνῶ προσεύχονταν ἐκεῖνος». Μια τέτοια θεολογική
προσέγγιση των πραγμάτων δεν φαίνεται εκτός των προθέσεων του ποιητή, αν
συνεκτιμήσουμε τον τρόπο με τον οποίο γνωστοποιείται στους συντρόφους του
Αθανασίου ο θάνατος του Ιουλιανού: «Αποκαλύπτεται» στους μοναχούς μέσω
ενόρασης ∙ «εἶχαν συναισθανθεῖ», γράφει ο ποιητής.
Η «μεταφυσική» αυτή προσέγγιση από την πλευρά του ποιητή ως προς το θέμα
της μετάδοσης της είδησης του θανάτου του Ιουλιανού μάς παραπέμπει σε μία
ανάλογη «μεταφυσική» αναφορά για το ίδιο θέμα στο Σωζομενό. Ο ιστορικός κάνει
λόγο για κάποιο όνειρο που είδε ο εκκλησιαστικός φιλόσοφος της Αλεξάνδρειας
Δίδυμος, μέσω του οποίου πληροφορήθηκε το θάνατο του Αθανασίου. Ο Σωζομενός
αναφέρει πως ο Δίδυμος, λυπημένος για την κατάσταση της εκκλησίας επί Ιουλιανού,
μετά από νηστεία και προσευχή, είδε στον ύπνο του λευκά άλογα να τρέχουν στον
αέρα και αναβάτες να λένε: «Ἀγγείλατε Διδύμῳ, σήμερον περὶ τήνδε τὴν ὥραν
Ἰουλιανὸν ἀνῃρῆσθαι» ∙ και καταλήγει «καὶ Ἀθανασίῳ τῷ ἐπισκόπῳ τοῦτο
μηνυσάτω». Στην πηγή δηλαδή δεν εντοπίζουμε μόνο το «μεταφυσικό» τρόπο
μετάδοσης της είδησης του θανάτου του Ιουλιανού, αλλά έχουμε επιπρόσθετα και
συγκεκριμένη αναφορά στο πρόσωπο του Αθανασίου, που επίσης με «μεταφυσικό»
τρόπο θα πληροφορηθεί το θάνατο του Ιουλιανού
Πρόθεση – Θέση του ποιητή
Αναρωτιόμαστε όμως ποια η ειδικότερη πρόθεση του ποιητή, δεδομένου ότι
επιλέγει να μην αναφερθεί ευθέως στο θάνατο του Ιουλιανού, αλλά να αναφερθεί σ’
αυτόν μέσω ενός ποιήματος αφιερωμένου στον Αθανάσιο.
Κατ’ αρχάς, ο επίσκοπος Αλεξανδρείας Αθανάσιος, ο Μέγας Αθανάσιος, ήταν
εξέχουσα προσωπικότητα με μεγάλη συμβολή στον αγώνα κατά του Αρειανισμού και
στη διατύπωση άρθρων του Συμβόλου της Πίστεως. Ως τέτοια προσωπικότητα
δύναται να άσκησε γοητεία στον ποιητή. Επιπλέον, τα τρία πρόσωπα, ο Μέγας
Αθανάσιος, ο Άρειος και ο ίδιος ο ποιητής σχετίζονται με την Αλεξάνδρεια της
Αιγύπτου. Η συνάφεια των ιστορικών προσώπων και ο ρόλος τους στην ιστορία της
γενέτειρας του ποιητή προφανώς δελέασε τον Καβάφη. Από την άλλη, η σχέση του
Αθανασίου με τον Ιουλιανό αποτελεί τμήμα της μεταβατικής ιστορικής περιόδου που
απασχολεί τον ποιητή. Δεν θα ήταν λοιπόν δυνατό ο ποιητής, ενώ αφιερώνει ένα
ολόκληρο κεφάλαιο στις αρχές του Χριστιανισμού, να προσπεράσει το θέμα της
δογματικής διαμάχης που τόσο ταλάνιζε τους κόλπους της εκκλησίας. Κυρίως, όμως,
θεωρούμε πως είναι η πρόθεση του ποιητή που «εξυπηρετείται» μέσω του προσώπου
του Αθανασίου.
Και εξηγούμε: Στο Ἀθανάσιος ο Καβάφης οδηγεί τον αναγνώστη αβίαστα στο
συμπέρασμα πως ο θάνατος του διώκτη οδηγεί στη σωτηρία του θύματος. Και
πράγματι, μετά το θάνατο του Ιουλιανού, ο Αθανάσιος και γλύτωσε και «τῆς
Ἐκκλησίας τῶν Ἀλεξανδρέων ἐγκρατὴς ἐγένετο». Δίνει λοιπόν ο ποιητής ένα δείγμα
των συνεπειών του θανάτου του Ιουλιανού ιδωμένων από την πλευρά των Χριστιανών
και κυρίως από την πλευρά ενός προσώπου το οποίο είχε εκδιωχθεί. Με ένα λόγο, ο
θάνατος του Ιουλιανού σηματοδοτεί τη σωτηρία των Χριστιανών. Έτσι, ο ποιητής,
«χρησιμοποιεί» τον Αθανάσιο, για να φωτίσει το ιστορικό γεγονός του θανάτου του
κεντρικού προσώπου της σειράς των «Ιουλιανών» ποιημάτων του, επιλέγει δηλαδή το
«δευτερεύον» - ποιητικά - προσώπου, για να φωτίσει το «κύριο».