Μια απάντηση στον σεβασμιότατο Πειραιώς
Του θεολόγου - φιλολόγου ΑΠΘ Κώστα Νούση
«Ἐάν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ…» (Α’ Κορ. ιγ’)• ξεκινώ από την παύλεια πεμπτουσία του χριστιανισμού, όπως εκφράζεται στον υπέροχο ύμνο της αγάπης και την οποία διέγνωσα απούσα, τουλάχιστον, από το κείμενο του σεβασμιοτάτου. Ομολογώ ότι με απογοήτευσαν δύο πράγματα: το άηθες επιθετικό προς την ελαχιστότητά μου επισκοπικό ήθος και η επιχειρηματολογική σαθρότητα και προχειρότητα. Το μόνο ελαφρυντικό που θα του παρείχα είναι μια κάποια πιθανολογούμενη μορφή εγωτικού θιξίματος, επί προσωπικού μάλλον παρά επί εκκλησιαστικού επιπέδου, ως θα ήτο πλέον θεμιτό, αγαστό και δέον, που τον ώθησε σε μια βεβιασμένη και εσπευσμένη, όλως όμως ανεπέρειστη (κατά την προσφιλή του εκ της εμμονικής επαναληπτικότητας στα κείμενά του λέξη τούτη) λογικά και θεολογικά απάντηση. Θα ήθελα να παραπέμψω εκ νέου τον σεβασμιότατο στα ημέτερα γραφόμενα τα αφορώντα στο πρόσωπό του, ώστε να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι πόσο προσεχτικός είμαι στις αναφορές μου προς την προσωπικότητά του, κάτι που δυστυχώς δε συνέβη από τη δική του μεριά αναφορικά με μένα. Και να του αντιστρέψω επιστροφικώς την προκλητική του ερώτηση και ταυτόχρονη έγκληση επί συκοφαντία και εξυβρίσει στην περίπτωση που δεν παραθέσει, από τη δική του τώρα πλευρά, σχετικά αποδεικτικά που θα επαληθεύουν τους καταιγιστικούς του προς εμέ ευτελιστικούς προσδιορισμούς, με τα οποία θα επεστήριζε των χαρακτηρισμών του το αληθές και του σχετικού ισχυρισμού μου το ανακριβές.
Επίσης, καλό θα ήταν να αναγνώσει το επίπεδο των αμυντόρων του σχολιαστών, οι οποίοι άρχισαν να μιλούν για ‘τάπες’ και με άλλους γηπεδικούς όρους, ώστε να κατανοήσει τον χθαμαλότατο πήχη πλείστων εξ όσων εκπροσωπεί, κάτι στο οποίο δε φαντάζομαι να αρέσκεται και να επικροτεί. Ίσως προς τούτοις σκεφτούν πολλοί ότι ο εγωισμός μου με ωθεί στη συγκεκριμένη απάντηση, αλλά αν διαβάσει κάποιος το εκείνου κείμενο, πολύ φοβούμαι πως δε θα αποφύγει παρόμοιες υποψίες. Καλό θα ήταν να επισημανθεί στο σημείο αυτό πως θα πρέπει να επανεξεταστεί τόσο σε προσωπικό, όσο και σε εκκλησιαστικό επίπεδο, η προκαταληπτική φοβία και η εξ αυτής απαγόρευση κρίσης (απαθούς το κατά δύναμιν, μηδαμώς δε η βωμολοχία) κληρικών από λαϊκούς με τη συνεπίφορη ασυδοσία και παπίζουσα νοοτροπία, που με τις δύο τελευταίες τροφοδοτούν τους ιερωμένους συλλήβδην. Η τεθλασμένη τούτη εκκλησιολογία μας, που ενθυμίζει τους δυστυχείς δυτικούς, τους οποίους υποτίθεται ότι πολεμάμε σαν αιρετικούς – και είναι, σπεύδω να επισημάνω προς αποφυγήν παρεξηγήσεων – φαίνεται περίτρανα στη μικρή αυτή «κόντρα» ενός πτωχού λαϊκού μέλους της Εκκλησίας και τριών επιφανών βαθμοφόρων κληρικών – επισκόπου, αρχιμανδρίτου και πρωτοπρεσβυτέρου. Ευκαιρία, λοιπόν και παρεμπιπτόντως, να σημειώσουμε ότι πρέπει επειγόντως να επανευρεθεί η απολεσθείσα αποφατική εκκλησιολογία του ομοουσίου (π. Ν. Λουδοβίκος) προς πνευματικό όφελος απάντων ad intra και ad extra.
Γέμον απείρων επιχειρηματολογικών ακροβασιών και θεολογικών μαργαριτών το κείμενο του σεβασμιοτάτου μού χορηγεί τη δυνατότητα πληθώρας σχολίων, τα οποία όμως θα μετέτρεπαν και τη δική μου απάντηση σε μια άγονη αντιπαράθεση, άνευ ουσίας και χριστιανικού ήθους, το οποίο ποσώς δε θα ήθελα, άσχετο αν τελικά δε θα το καταφέρω σε ικανοποιητικό βαθμό. Εξάλλου, αισθάνομαι τον σεβασμιότατο πατέρα μου (αυτό δεν δηλοί άλλωστε και η προσφώνηση ‘πάτερ Σεραφείμ’;) και, ως ορθά το τόνισε και ο ίδιος, δεν τον γνωρίζω κατ’ όψιν, για να ‘χω κάτι προσωπικό κατ’ αυτού. Στα κείμενά μου, όσο και αν ηχήσει παράδοξο στην ακοή πολλών, προσπαθώ να θίξω πράγματα κι όχι πρόσωπα και υπολήψεις, να διορθώσω καταστάσεις (άπαγε της αυθάδους τολμηρότητάς μου) και όχι να καταρρακώσω αδελφούς εν Χριστώ. Αιτούμενος, επομένως, εν παντί και αδιαλείπτως τις ευχές του μητροπολίτου (εννοών τούτο και ουχί ειρωνευόμενος) θα κάνω μια μικρή αποκατάσταση των ουκ ολίγων αστοχημάτων, διαστρεβλώσεων και παρανοήσεων του σχετικού επισκοπικού λόγου, ιστάμενος στα πλέον αξιομνημόνευτα.
Να διευκρινίσω καταρχήν πως «δεν προσδιορίζομαι» σαν φιλόλογος – θεολόγος, αλλά υπογράφω ως Κ.Ν. και ο φίλος ιστολόγος με τιμά με την προσδιοριστική τούτη υπόμνηση, την οποία εξέλαβα ωσεί προοίμια της κατ’ εμού ανακυκλούμενης στο επισκοπικό κείμενο πολυδιάστατης σκωπτικής απαξίωσης. Το προσπερνώ και διαβάζω ευθύς αμέσως: «ἀναφέρεται ἐπικριτικά καί στήν ἐλαχιστότητά μου καί μάλιστα μέ «ψυχιατρικούς ὅρους» πού καταδεικνύει ὅτι πέραν τῶν γνωστικῶν ἀντικειμένων πού ἐπικαλεῖται ὁ κ. Νούσης πρέπει νά προσθέση καί τήν «ψυχιατρική» του ἰδιότητα καί μάλιστα μέ τήν παγκόσμια πρωτοτυπία νά προβαίνει σέ ψυχιατρική ἀνάλυση συνανθρώπων του, οἱ ὁποῖοι δέν τόν γνωρίζουν οὔτε κατ’ ὄψιν καί μέ τούς ὁποίους δέν ἔχει ἐπιτελέσει οὔτε μία «συνεδρία ψυχιατρικῆς ἀναλύσεως». Η επίκληση της ελαχιστότητας εδώ είναι καθαρά ποιητική και καταχρηστική, διότι δε φαίνεται να συνάδει με το ακολουθούν ύφος του κειμένου. Προσπαθεί σαφώς να με απομειώσει χλευάζοντάς με σαν τσαρλατάνο ψυχίατρο. Φυσικά, αν διαβάσει κάποιος το εν λόγω κείμενό μου θα δει πως μιλάω για εκκλησιολογική «σχιζοφρένεια» σαφέστατα με μεταφορική και όχι κυριολεκτική χρήση του όρου. Το τελευταίο δε σκέλος του επιχειρήματος, αναφορικά με την αδυναμία ψυχογράφησης εξ αποστάσεως ανθρώπων και καταστάσεων λόγω μη επαφής στενότερης μετ’ αυτών, θεωρώ ότι δεν ευσταθεί λογικά και πρακτικά, διότι καταργείται αυτή αύτη η έννοια της ανθρώπινης κρίσης. Το αφήνω κι αυτό ως επουσιώδες, αλλά σταματώ στο επόμενο που είναι – πιθανώς - σοβαρότατο ολίσθημα για έναν φορέα της επισκοπικής χάριτος: «τώρα βέβαια τό πόσης ἀκεραιότητος χριστιανικοῦ ἤθους ἐκδηλώσεις εἶναι οἱ θέσεις τοῦ κ. Νούση παρέλκει κανείς νά τονίση καί τοῦτο διότι ὅπως τουλάχιστον ἡ σύγχρονη ψυχιατρική ἀποφαίνεται ἡ σχιζοφρένεια εἶναι βαρυτάτη ψυχιατρική νόσος διά τήν ὁποίαν δέν εὐθύνεται ἀσφαλῶς ὁ ἀσθενής καί ἑπομένως στό πρόσωπό του δέν ἁρμόζει χριστιανικῶς ἡ κατάκρισις ἀλλά ἡ ἀπόλυτος συμπάθεια καί ἡ ἀπόλυτος συμπαράστασις». Θα ήθελα να απευθύνω στον σεβασμιότατο δυο ερωτήσεις: πρώτον, γιατί δεν είναι χριστιανική εκδήλωση η διατύπωση κρίσεων σε έναν επίσκοπο ή οποιονδήποτε έτερο ιερωμένο; Είναι αυτό, μήπως, μια μορφή φασισμού; Και κάτι ακόμα: επειδή σε πολλά σημεία η ασάφεια των λεγομένων του αρχιερέα – ίσως και δική μου ελλειμματικότητα στην κατανόηση – με εμποδίζει να συλλάβω ορισμένες σημαντικές λεπτομέρειες, θα ήθελα μια ακόμα ουσιαστική διευκρίνιση: ποιος είναι ο ασθενής στον οποίο αναφέρεται; Αν εννοεί εαυτόν με αυτοσαρκασμό για να αποδομήσει την τακτική μου, καλώς. Αν όμως εξυπονοεί τον γράφοντα το παρόν, δε θέλω ούτε καν να το σχολιάσω.
Στη συνέχεια με οδήγησε σε ισχυρή έκπληξη η φράση του «εὐλόγως τίθεται τό ἐρώτημα τά πραγματικά περιστατικά πού ἑρμηνεύει μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ κ. Νούσης συνάδουν πρός τήν πραγματικότητα καί τή λογική;», διότι η συνεπόμενη επιχειρηματολογική αστοχία είναι εμφανέστατη. Ενδεικτικά: χαρακτηρίζει ως σαπουνόφουσκες όσα λέω για τους ιερείς της μητρόπολής του, επειδή τάχα δεν παραθέτω γραφόμενά τους, τη στιγμή που είναι αναρτημένα στο διαδίκτυο εις επόπτευση απάντων. Δηλαδή, αν ανέφερα τη φράση «το μήνυμα, το οποίον επέρασεν ο οικουμενιστής Οικουμενικός Πατριάρχης» και την καταιγιστική απόδοση στον τελευταίο του κοσμητικού τούτου επιθέτου (πρωτοπρ. Άγγελος Αγγελακόπουλος), αυτό θα με καθιστούσε πιο φερέγγυο; Ή μήπως θα ήμην πλέον αξιόπιστος, αν κατέγραφα το απόσπασμα «το παραλήρημα του λιβανωτού των εγκωμίων έφθασε στο αποκορύφωμά του, όταν κάποιοι οικουμενιστικοί κύκλοι της εποχής εκείνης επεχείρησαν, να συντάξουν προσευχή προς αυτόν (ανάλογη με τα τροπάρια, που τολμούν να συντάξουν κάποιοι άφρονες οικουμενιστές της εποχής μας και μάλιστα δυστυχώς και αγιορείτες! απ’ ότι πληροφορούμεθα, προς τον νυν Οικουμενικόν Πατριάρχην κ. Βαρθολομαίον)» (αρχιμ. Παύλος Δημητρακόπουλος), όπου εμμέσως πλην σαφώς εξισώνει τους δυο «οικουμενιστές» Πατριάρχες καλώντας τον πιστό λαό σε σχίσμα τεχνηέντως; Φυσικά, ούτε ο χώρος ούτε η πρόθεσή μου εδώ είναι να προβώ σε εξονυχιστική ανάλυση των κειμένων των δυο υπ’ εκείνον κληρικών. Αξίζει, ωστόσο, να προσθέσω ότι με «στολίζει» σαν «δικαιοκρίτη» ευθύς αμέσως κατόπιν, επικαλούμενος εν ταυτώ την εκ μέρους μου απουσία ορθοδόξου ήθους!
Η σε βάρος του δικού μου, ωστόσο, ήθους και φερεγγυότητος επίθεση δεν έχει, πραγματικά, όριο. Με κατηγορεί για «άγνοια» του κανονικού δικαίου και ότι δήθεν συγχέω την εισπήδηση και την παρ’ ενορίαν πράξη. Πρόκειται στο σημείο αυτό και στα αμέσως επόμενα για την κορύφωση του νομικισμού και του σχολαστικισμού, οι οποίοι διατρέχουν σύμπαν το γραπτό του παράγωγο. Η λέξη «εισπήδηση» είναι προνομιακό αμάρτημα, κατ’ αυτόν, μόνο των επισκόπων και το πρόβλημα εστιάζεται στη λέξη και όχι στην ουσία της. Η ελαφρότητα της ερμηνευτικής προσέγγισης των ημετέρων λόγων φαίνεται στο ότι δεν ενοχλείται από τις μυριοστές καινές μορφές εισπήδησης στο εκκλησιαστικό γίγνεσθαι και από τη βαθύτερη δομή τους, αλλά τη σμικρύνει στη «σωματική παρουσία Ἐπισκόπου στήν ἑτέρα δικαιοδοσία». Δε χρειαζόταν να κατεβάσει το Πηδάλιο ο σεβασμιότατος, για να μας το πει αυτό. Η δικανική αυτή λογική φτάνει στο απόγειό της μέσω της «ἐγνωσμένης δικαιϊκῆς ἀρχῆς πού ἐπικαλεῖται καί ὁ θεῖος Παῦλος nulum crimen, nula poena sine lege». Αρκεί, ως φαίνεται, στον ιεράρχη το γράμμα του νόμου και όχι το πνεύμα και η δυσειδής πραγματικότητα για το αξιόποινο μιας πράξης. Κατά τα άλλα μάχεται εμφατικά την πεπτωκυία Δύση… Τούτο, τωόντι, ανήκει στο φαινόμενο της ευρύτερης θεολογικής μας σχιζοείδειας, όπως πολλάκις έχει αναλυθεί και δεν είναι της παρούσης να επεκταθούμε εξηγητικώς επ’ αυτού.
Το τραγελαφικό, συν τοις άλλοις, είναι ότι με καθυβρίζει διαρκώς και χειμαρρωδώς συκοφαντώντας τον υποφαινόμενο με το γάντι, ενώ με ενάγει απειλητικά για τα ίδια ακριβώς αμαρτήματα, στην περίπτωση που δεν του αναφέρω «μία ἀπό τίς «ἀπανωτές» προσωπικές μας «τρομοκρατικές δηλώσεις» διότι ἄλλως δυστυχῶς δι΄ αὐτόν μέ τούς λόγους του «προσπορίζεται» τόν εὐγενῆ τίτλο τοῦ συκοφάντου καί τοῦ ὑβριστοῦ», τουτέστιν λαγαρότατα με τρομοκρατεί. Δε νομίζω πως χρειάζεται να παραθέσω ‘τρομοκρατικές’ δηλώσεις και αντίστοιχα υπονοούμενά του, διότι το διαδίκτυο βρίθει εκ των κειμένων του που είναι ευκόλως προσβάσιμα στον καθένα. Αρκεί εν προκειμένω, θεωρώ, να μελετήσει κάποιος το υπό εξέτασιν κείμενό του, που είναι καθαρότατα ‘τρομοκρατικό’. Στην εκφοβιστική, άλλωστε, αυτή πρόθεση και ατμόσφαιρα δεν συμβάλλουν φράσεις του τύπου «ἐκτός καί ἄν ὁ Ἐλλογιμώτατος κ. Νούσης «ἀναγορευθῆ» σέ Οἰκουμενική Σύνοδο καί νομοθετήση σχετικῶς» και «ἐτάζων καρδίας καί νεφρούς» κ. Νούσης»; Εκτός αν έτσι το βλέπω μονάχα εγώ…
«Καί τέλος γράφοντας ὁ κ. Νούσης: «Πώς γίνεται στον ίδιο χώρο να ευλογείς συνάμα και να καταράσαι το ίδιο πρόσωπο (αυτοπροσώπως ή δι’ εκπροσώπων άσχετο και αδιάφορο) και εν ταυτώ να αυτοδικαιώνεσαι μέσα σε έναν κυκεώνα κατασκευής συνηγορούντων λογισμών (προφανέστατα) πως ενεργείς με αγιοπνευματική διάκριση, τούτο σαφώς δεν εμπίπτει στις εξηγητικές αρμοδιότητες και ικανότητες του παρόντος», φαίνεται διακατεχόμενος ἀπό τήν ἐξωχριστιανική ἀντίληψη τοῦ Βεδισμοῦ, Βραχμανισμοῦ, Βουδισμοῦ περί μετενσαρκώσεως ἐφ’ ὅσον ἐνεργοῦμαι τήν ἴδια στιγμή διά τῶν ἀναφερομένων προσώπων «εὐλογῶν»-«καταρόμενος» τό ἴδιο πρόσωπο». Ίσως δεν έγινα επαρκώς καταληπτός, κάτι που συνάδει, και από τη δική μου θέση, προς τον ανωτέρω συλλογισμό του ιεράρχη. Μιλάω, λοιπόν, για έναν φιλοξενούμενο επίσκοπο στη μητρόπολη του Πειραιά, ο οποίος εγκωμιάζει τον Πατριάρχη με τις ευλογίες του Σεραφείμ (προφανώς έμμεσες) και την ίδια ώρα ο τελευταίος ευκαίρως ακαίρως υποσκάπτει το κύρος του Οικουμενικού. Δεν ήταν τούτο κάτι τόσο δύσκολο στην ερμηνευτική αποκρυπτογράφηση, ώστε να χρήζει της σιβυλλικής δήλωσης περί βουδισμού και βραχμανισμού, η οποία ακυρώνει καταφανέστατα τη σοβαρότητα της τεκμηριωτικής του μεθοδολογίας και του σχετικού της περιεχομένου.
«Τόν παρακαλοῦμε νά μᾶς διευκρινήσει ἐάν νομίζει ὅτι ὁ Ἱ. Ἀθανάσιος ἤ ὁ Ἁγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος θά προσέφεραν ποτέ τήν Θάλεια τοῦ Ἀρείου ὡς δῶρο ἤ ἐάν μπορεῖ σήμερα ἕνας Ἐπίσκοπος νά προσφέρει ὡς δῶρο τήν «Σκοπιά» τῆς ἑταιρείας τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ». Η αμέσως προηγούμενη παρατήρησή μας ισχύει και για το προκείμενο, με τον επιπρόσθετο σχολιασμό πως πιθανότατα αναφέρεται στη διαβόητη ιστορία με το Κοράνι και τον Πατριάρχη. Ομολογώ πως δεν καταλαβαίνω γιατί ο σεβασμιότατος απευθύνει σε μένα και στη συγκεκριμένη συνάφεια του λόγου αυτήν την ερώτηση και τι απάντηση θα περίμενε, ταυτό δε και για τη ληστρική σύνοδο της Ιερείας. Έπεα πτερόεντα…
Με όλα τα παραπάνω ευελπιστώ ότι θα κατέστη προφανές πως δεν αδίκησε τόσο εμένα ο σεβασμιότατος, όσο υπονόμευσε εαυτόν. Προσωπικά με στενοχώρησε εν τη απογοητεύσει μου, διότι δεν περίμενα τέτοιο επίπεδο και τόσο ταπεινό - κατ’ ουσίαν – περιεχόμενο. Το ίδιο το λογύδριό του θα αρκούσε στο να τον εκθέσει περισσότερο από τις δικές μου επεξηγήσεις. «Ἐκτός καί ἄν ὁ ἐλλογιμώτατος κ. Νούσης νομοθετήσει, ὡς Οἰκουμενική σύνοδος». Η κατακλείδα τούτη φράση προσμαρτυρεί του όλου λόγου (εκείνου) το αληθές: ένα κείμενο ανερμήνευτης προοπτικής και δυσδιάκριτης δόμησης και σκόπευσης. Πραγματικά, δεν ξέρω σε ποιον απευθύνεται (απαντητικά, ομολογιακά ή απολογητικά;) ουσιαστικά ο μητροπολίτης. Σε μένα; Στον εαυτό του; Στους επικριτές του ή στους λάτρεις του; Αυτό μόνον εκείνος δύναται να το προσδιορίσει επακριβώς. Εγώ μονάχα περί εμαυτού μπορώ να μιλήσω. Θεωρώ, πάντως, πως η ποιμαντική εκ μέρους του χωράει (καλόπιστες εννοείται) κριτικές αμφισβητήσεις, χωρίς τούτο να εκληφθεί ως παροχή υπαινιγμών ότι ακυρούται συλλήβδην. Εγώ προσωπικά σαν μπούσουλα στα σχετικά γραφόμενά μου έχω κυρίως την εκκλησιολογία σύγχρονων ηγιασμένων μορφών, που έχω κατ’ επανάληψιν και κόρον εκθέσει. Εκείνος; Σεβασμιότατε, ειλικρινά θα ήθελα μιαν απάντηση.
Ευχαριστώ.
Κ.Ν
30/11/2012
Αποστόλου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου
Θρονικής εορτής του Οικουμενικού Πατριαρχείου μας
Υ.Γ. Το χάρισμα της διάκρισης συνιστά διαχρονικά το ποιμαντικό ερμηνευτικό κλειδί της εκκλησιαστικής σωτηρίας του κόσμου, πολλώ δε μάλλον στις πονηρές μέρες της μεταχριστιανικής μας κοινωνίας. Η διολίσθηση στην εκκλησιολογική υποχονδρία είναι ορατή και ευχερέστατη και κατ’ αυτής είθισται να είμαι καταγγελτικός. Θα έλεγα, αναφορικά με τα πνευματικά αυτά προβλήματα και παραφράζοντας ελαφρώς τον Παύλο, νυνί δε μένει ορθοδοξία (ορθοπραξία), παρρησία (ομολογία), αγάπη• μείζων δε τούτων η αγάπη.