«Στώμεν καλώς»...
Απάντηση της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών σε πρόσφατα δημοσιεύματα
Η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών εξ αφορμής του συνεχιζόμενου θορύβου, των δημοσιευμάτων, ανακοινώσεων και καταγγελιών σχετικά με το πρόσφατο συνέδριό της καθώς και με τη γενικότερη δράση της, θεωρεί υποχρέωσή της με το παρόν κείμενο να απαντήσει στα ποικίλα σχόλια, άρθρα και απόψεις που εμφανίζονται, κυρίως στο διαδίκτυο, με τελευταίες στη σειρά την Ανοιχτή Επιστολή των 15 «νέων» της Μητροπόλεως Δημητριάδος στον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη κ. Ιγνάτιο, και το «Υπόμνημα»-καταγγελία Μητροπολίτη της Εκκλησίας της Ελλάδος προς την Ιερά Σύνοδο που ζητά τη λήψη μέτρων.
Ι.
Η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών από την ίδρυση της (2000) μέχρι σήμερα λειτουργεί ως ένα ανοικτό εργαστήρι διαλόγου και σπουδής στην ορθόδοξη θεολογία, διερευνώντας το ρόλο και την παρουσία της Ορθοδοξίας στη σύγχρονη πραγματικότητα. Με σειρά διεθνών και διεπιστημονικών συνεδρίων, σεμιναρίων, ημερίδων και εκδόσεων συμβάλλει στην ενημέρωση, επιμόρφωση και προβληματισμό των ελλήνων θεολόγων και όλων όσοι τρέφουν ερευνητικό, επιστημονικό ή και προσωπικό ενδιαφέρον για το χώρο της θεολογίας, ενώ παράλληλα επιζητεί το διάλογο της Ορθοδοξίας με τη διανόηση και την κοινωνία. Οι καλεσμένοι ομιλητές που συμμετέχουν στις εκδηλώσεις της Ακαδημίας είναι επιστήμονες διεθνούς κύρους, που έχουν πολλαπλώς συμβάλει στην πρόοδο της θεολογικής επιστήμης, ενώ από το βήμα της Ακαδημίας έχουν μιλήσει διαπρεπείς ιεράρχες και κληρικοί προερχόμενοι από όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες. Η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών αναγνωρίζεται σήμερα διεθνώς ως ένα σημαντικό στο είδος του κέντρο διαλόγου και ορθόδοξου προβληματισμού, ενώ πολλές Θεολογικές Σχολές και Σεμινάρια από όλο τον Ορθόδοξο κόσμο επιζητούν τη συνεργασία μαζί της, όπως συνέβη πρόσφατα με την Ορθόδοξη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου του Cluj-Napoca από τη Ρουμανία και με το Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου Παρισίων, και όπως συνέβη παλιότερα με πλήθος άλλες συνδιοργανώσεις ή συμπράξεις.
Όπως πολλές φορές έχει τονιστεί, η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών δεν διεκδίκησε ποτέ για τον εαυτό της κανενός είδους αλάθητο ούτε έχει την αξίωση ότι εκπροσωπεί την επίσημη θεολογική γραμμή της τοπικής ή της κατά την οικουμένη Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπως μερικοί επίμονα ισχυρίζονται. Λειτουργεί μάλλον ως ένα forum ελεύθερου, πρωτίστως θεολογικού, επιστημονικού διαλόγου και ως μια άτυπη δεξαμενή σκέψης της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ενώ ταπεινά πιστεύει ότι με τις μικρές της δυνάμεις προσφέρει σημαντική υπηρεσία στην Εκκλησία και την ορθόδοξη θεολογία διακονώντας το διάλογο της Ορθοδοξίας με τις προκλήσεις του σύγχρονου κόσμου, φέρνοντας σε επαφή και επικοινωνία ορθόδοξους θεολόγους από όλο τον κόσμο με τη θύραθεν διανόηση, αλλά και με ανθρώπους από διαφορετικά πολιτισμικά και κοινωνικά περιβάλλοντα, ή προσκαλώντας ακόμη το λαό του Θεού να ξανασκεφτεί κριτικά και υπό το φως της Παράδοσης που σαρκώνεται κατεξοχήν στο πρόσωπο Χριστός τις διάφορες εθνοπολιτισμικές παραδόσεις, έθιμα, συνήθειες, κλπ.
Υπό το φως των ανωτέρω διευκρινήσεων θεωρεί εντελώς κακόβουλο και ανέντιμο να βάζουν κάποιοι στο στόμα του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Δημητριάδος κ. Ιγνατίου λόγια και φράσεις που ποτέ δεν είπε ούτε έγραψε, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για επιστημονικές/προσωπικές απόψεις επιμέρους εισηγητών και συνέδρων. Προφανώς κάποιοι προτιμούν σκοπίμως να συγχέουν τις απόψεις που κατατίθενται σε μια ελεύθερη και απροκατάληπτη συζήτηση, με την όντως πρωτόγνωρη για τα ελληνικά δεδομένα ελευθερία λόγου που υπάρχει στην Ακαδημία του Βόλου, χάρις στην ευρύτητα πνεύματος και στην διακονούσα αγάπη που διακρίνει τον κ. Ιγνάτιο. Ο σκοπός και η στρατηγική σκόπευση αυτής της σκόπιμης σύγχυσης είναι ορατοί δια γυμνού οφθαλμού: να πιεστεί ασφυκτικά ο Μητροπολίτης Δημητριάδος με τα κακόβουλα, δυσφημιστικά και σχεδόν υβριστικά δημοσιεύματα (που πολλές φορές καλύπτονται είτε από την ανωνυμία του internet είτε από την αίσθηση ατιμωρησίας και ασυδοσίας που παρέχει η παραμονή και εγκαταβίωση κάποιων σχολιογράφων-αρθρογράφων στην αλλοδαπή), ώστε αυτός με τη σειρά του, προκειμένου να γλιτώσει από τις συνεχείς επιθέσεις και το διασυρμό, να μεταβάλλει το χαρακτήρα της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών. Παρατηρείται έτσι το φαινόμενο, όψιμοι, δήθεν υπερασπιστές της ελευθερίας, προερχόμενοι από φονταμενταλιστικούς κύκλους, που κατά συρροή ασχημονούν, συκοφαντούν και τρομοκρατούν είτε δια του τύπου είτε, κυρίως, μέσα από το internet, να επιζητούν χωρίς σοβαρά και θεολογικά θεμελιωμένα επιχειρήματα παντί τρόπω να πνίξουν και να φιμώσουν την ενοχλητική γι’ αυτούς φωνή της Ακαδημίας του Βόλου.
ΙΙ.
Η πιο πρόσφατη, αλλά όχι η μόνη, ευκαιρία για την ενορχηστρωμένη επίθεση εναντίον της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών στάθηκε το πρόσφατο συνέδριο της με θέμα: «Νεο-πατερική Σύνθεση ή μετα-πατερική θεολογία; το αίτημα της θεολογίας της συνάφειας στην Ορθοδοξία». Το συνέδριο αυτό που συνδιοργανώθηκε από κοινού με την Έδρα Ορθοδόξου Θεολογίας του Πανεπιστημίου του Münster, το Πρόγραμμα Ορθοδόξων Χριστιανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Fordham της Νέας Υόρκης και το Ρουμανικό Ινστιτούτο Διορθοδόξων, Διαχριστιανικών και Διαθρησκειακών Σπουδών (INTER), σημείωσε εξαιρετική επιτυχία και χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως συνέδριο-σταθμός που άνοιξε νέους ορίζοντες για τη σύγχρονη ορθόδοξη θεολογία. Συμμετείχαν ως εισηγητές και προεδρεύοντες περισσότεροι από 40 ορθόδοξοι κοσμήτορες, καθηγητές και ερευνητές Θεολογικών Σχολών και Ινστιτούτων, κληρικοί και λαϊκοί, από όλο τον ορθόδοξο κόσμο. Εκτός από τους εγγεγραμμένους συνέδρους που ξεπέρασαν τους 100 και προέρχονταν από διάφορα μέρη της Ελλάδος, αλλά και από πολλές χώρες της Ανατολικής και Δυτικής Ευρώπης, το συνέδριο παρακολούθησαν πολλοί ακόμη ακροατές χάρις στην αναμετάδοσή του μέσω του Ραδιοφωνικού Σταθμού «Ορθόδοξη Μαρτυρία 104 FM», και πάνω από 12.000 τηλεθεατές από 33 χώρες από όλο τον κόσμο, χάρις στην απευθείας αναμετάδοσή του που εξασφάλισε το ηλεκτρονικό τηλεοπτικό δίκτυο in.tv. Το συνέδριο προσέφερε τη δυνατότητα για έναν ώριμο και σοβαρό επιστημονικό διορθόδοξο διάλογο για το ρόλο που καλείται να παίξει η Ορθοδοξία στον 21ο αιώνα. Αναδύθηκαν τα ποικίλης φύσεως προβλήματα και δυσκολίες που αντιμετωπίζει η Ορθόδοξη Εκκλησία στην επαφή της με τη σύγχρονη πραγματικότητα, όπως επίσης και οι συνέπειες των προβλημάτων και των προκλήσεων αυτών στο ιεραποστολικό έργο της, στη διάδοση δηλαδή του λόγου του Θεού σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο, με τρόπους και μέσα που να αγγίζουν το σύγχρονο άνθρωπο.
Ο όρος «μετα-πατερική» θεολογία, που τόσο πολύ σχολιάστηκε και έδωσε αφορμή για ανοίκειες και συκοφαντικές επιθέσεις (όχι από θεολογικούς επιστημονικούς κύκλους, οφείλουμε να ομολογήσουμε, αλλά κυρίως από εκκλησιαστικής και κατηχητικής φύσεως fora) δε χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει την άρνηση ή απαξίωση της πατερικής παράδοσης, αλλά την ανάγκη για διαρκή και ζωντανή κριτική πρόσληψή της και εξάπαντος όχι μονολιθική αξιοποίησή της. Γιατί το πρόθεμα «μετά» δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ακύρωση και απαξίωση αυτού που προηγήθηκε, αλλά μάλλον τη δημιουργική επαναξιολόγησή του, και μάλιστα υπό το φως των προβλημάτων που έφερε μαζί της η περίφημη «επιστροφή στους Πατέρες» (υποτίμηση βιβλικών σπουδών, ανιστορική προσέγγιση της πατερικής θεολογίας, απουσία της ορθόδοξης θεολογίας από τις μεγάλες θεολογικές ζυμώσεις του 20ου αιώνα, έξαρση του αντιθετικού άξονα Ανατολή-Δύση και καλλιέργεια αντιοικουμενικού πνεύματος, συντήρηση της ιστορικής εκκρεμότητας μεταξύ Ορθοδοξίας και νεωτερικότητας, κ. ά.). Προτάθηκε, με άλλα λόγια, η αναγκαιότητα της κριτικής (με την έννοια της προφητικής διάκρισης, της εξέτασης και της αποτίμησης) επιστημονικής ανάγνωσης των Πατέρων, και όχι η συνήθης —και με πλείστους όσους κινδύνους και συνέπειες— αν-ιστορική προσέγγιση τους, που μπορεί ως ένα βαθμό να αξιοποιηθεί ίσως για ποιμαντικούς και άλλους λόγους (π. χ. κηρυκτικούς), αλλά όχι για ερευνητικούς κι επιστημονικούς σκοπούς. Πρέπει επίσης να γίνει κατανοητό ότι ο επίμαχος όρος τέθηκε ως ένα ανοιχτό ερώτημα προς συζήτηση και διερεύνηση, και δεν προβλήθηκε από καμία πλευρά ως πρόγραμμα ή υπόδειγμα που όφειλαν όλοι να ασπαστούν και να ακολουθήσουν. Σε κάθε περίπτωση καλό είναι να θυμούνται όλοι ότι στο υπό κρίση συνέδριο δεν θίχτηκε κάποιο εκκλησιαστικό δόγμα ή Σύμβολο της Πίστεως, όπως ψευδώς διατείνονται οι καθ' έξιν συκοφάντες που έχουν αναλάβει εργολαβικά τη σπίλωση και κατασυκοφάντηση του έργου της Ακαδημίας, αλλά απλώς τέθηκε προς συζήτηση το ζήτημα των προϋποθέσεων και κριτηρίων για έναν εκκλησιακό τρόπο του θεολογείν. Προφανώς οι συντάκτες των επικριτικών προς το συνέδριο κειμένων αδυνατούν να κατανοήσουν ότι σε ένα συνέδριο όπου διεξάγεται μια ελεύθερη και απροκατάληπτη συζήτηση μπορούν να συνυπάρχουν και να αναδεικνύονται διαφορετικές τάσεις και απόψεις. Επιπλέον, δεδομένου του στενότατου συνδέσμου μεταξύ πατερικής θεολογίας, αρχαίας ελληνικής σκέψης και οντολογικά προσανατολισμένης φιλοσοφίας, η διερώτηση περί την «μετα-πατερική» θεολογία ετέθη προς συζήτηση —από ορισμένους μόνον ομιλητές— στη βάση της διαπίστωσης ότι ζούμε πλέον σε έναν μάλλον μετα-ελληνικό κόσμο, όπου μπορεί επίσης να ανθίσει και να αναπτυχθεί η Ορθοδοξία και όπου η φιλοσοφία, και μάλιστα η οντολογία, έχει πάψει προ πολλού να αποτελεί τη μοναδική μορφή διαμεσολάβησης μεταξύ Εκκλησίας και κόσμου, θεολογίας και θύραθεν σκέψης.
Όπως εξάλλου ρητώς τονίστηκε σε μία από τις επίμαχες εισηγήσεις «το ζητούμενο δεν είναι ο αναδρομικός αφελληνισμός της θεολογίας ή η άρνηση των κεκτημένων της πατερικής σκέψης που συνδέονται με την γένεση και διαμόρφωση του ορθοδόξου δόγματος. Πράγματι, κανείς δεν είναι τόσο ανόητος για να αφελληνίσει προγραμματικά τη θεία λατρεία ή να αφήσει πίσω του τις δογματικές κορυφώσεις του “χριστιανικού Ελληνισμού” όπως το “Πιστεύω” και τα συνοδικά και πατερικά κείμενα για το τριαδολογικό και χριστολογικό ζήτημα. Τα συγκεκριμένα κείμενα έχουν ανεξίτηλα σημαδέψει την πορεία της Εκκλησίας και της θεολογίας και εκ των πραγμάτων δεν τίθεται ζήτημα ακύρωσής τους. Τίθεται όμως σαφώς και επειγόντως ζήτημα επανερμηνείας και συσχέτισής τους με την εκάστοτε συνάφεια, ένα νέο “καινοτομείν τα ονόματα”, για να θυμηθούμε τον Θεολόγο Γρηγόριο».
Όπως είναι φανερό, όλα τα παραπάνω θέτουν προς συζήτηση το μεγάλο θέμα της σημασίας και του περιεχομένου της παράδοσης, αλλά και των κριτηρίων με βάση τα οποία την προσεγγίζουμε (λ. χ ο Χριστός και η αποστολική παράδοση αποτελούν το κριτήριο μας ή οι κάθε λογής πολιτισμικές αποχρώσεις της παράδοσης;). Στη συζήτηση αυτή αξιοποιήθηκαν τα λόγια του μεγάλου ρώσου θεολόγου της διασποράς π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, για την «ερμηνευτική» θεολογία του οποίου έγινε εκτενής αναφορά στο συνέδριο: «η παράδοση δεν είναι μόνο μια προστατευτική, συντηρητική αρχή, αλλά πρωτίστως είναι η αρχή της αύξησης και της αναγέννησης. Η παράδοση δεν είναι η αρχή η οποία αγωνίζεται να αναστηλώσει το παρελθόν, χρησιμοποιώντας το παρελθόν ως κριτήριο για το παρόν. Μια τέτοια αντίληψη-ιδέα για την παράδοση απορρίπτεται από την ίδια την ιστορία και τη συνείδηση της Εκκλησίας» (Γ. Φλωρόφσκυ «Η καθολικότητα της Εκκλησίας», Αγία Γραφή, Εκκλησία Παράδοσις, Έργα 1, μτφρ. Δημ. Τσάμη, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 1976, σσ. 64-65). Η ίδια, όμως, προοπτική επιβεβαιώνεται και με τα όσα πολύ χαρακτηριστικά σημειώνει και ο έτερος μεγάλος ορθόδοξος θεολόγος του 20ου αιώνα, ο κατά πολύ συντηρητικότερος Vladimir Lossky: «εάν η Παράδοσις είναι εν χάρισμα του να κρίνη τις εν τω φωτί του Αγίου Πνεύματος, υποχρεώνει τους θέλοντας να γνωρίσουν την Αλήθειαν εν τη Παραδόσει να υποβάλλωνται εις ακαταπαύστους προσπαθείας: δεν παραμένει τις εν τη Παραδόσει δια μιας ιστορικής αδρανείας φυλάττων ως “παράδοσιν ληφθείσαν εκ των Πατέρων” παν ό,τι δια της δυνάμεως της συνηθείας κολακεύει θεοσεβή τινά συναισθηματισμόν. Αντιθέτως, τότε είναι που τας πλείστας φοράς κινδυνεύει τις να ευρεθή τελικώς εκτός του Σώματος του Χριστού, όταν υποκαταστήση την Παράδοσιν του ζώντος εν τη Εκκλησία Αγίου Πνεύματος με το είδος αυτό των “παραδόσεων”. Δεν πρέπει να πιστεύωμεν ότι μόνη η συντηρητική στάσις είναι σωτηριώδης, ούτε ότι οι αιρετικοί υπήρξαν πάντοτε “νεωτερισταί”». Ο Lossky μάλιστα δεν θα διστάσει να υποστηρίξει ότι «η Παράδοσις αντιπροσωπεύει το κριτικόν πνεύμα της Εκκλησίας», διευκρινίζοντας ωστόσο ότι «αντιθέτως προς το “κριτικόν πνεύμα” της ανθρωπίνης επιστήμης, η κριτική απόφανσις της Εκκλησίας προκαλείται υπό του Αγίου Πνεύματος» (Βλ. Λόσκι, Κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού, μτφρ. Μ. Γ. Μιχαηλίδη, Ρηγόπουλος, Θεσσαλονίκη, 1974, σ. 148). Η Παράδοση, λοιπόν, από αυτή τη σκοπιά ειδωμένη, δεν είναι νεκρό γράμμα, νοσταλγική επανάληψη ή άκριτη αποδοχή και συνέχιση του παρελθόντος, αλλά δημιουργική εν Αγίω Πνεύματι συνέχεια και άνοιγμα στο μέλλον. Η μελέτη, μάλιστα, της παράδοσης, των βιβλικών και λοιπών θεολογικών κειμένων είναι, κατά την παρατήρηση του Μ. Βασιλείου, απαραίτητη και πρέπει: «το γαρ μη παρέργως ακούειν των θεολογικών φωνών, αλλά πειράσθαι τον εν εκάστη λέξει και εν εκάστη συλλαβή κεκρυμμένον νουν εξιχνεύειν, ουκ αργών εις ευσέβειαν, αλλά γνωριζόντων τον σκοπόν της κλήσεως ημών. ότι πρόκειται ημίν ομοιωθήναι τω Θεώ, κατά το δυνατόν ανθρώπου φύσει. Ομοίωσις δε, ουκ άνευ γνώσεως. η δε γνώσις, εκ διδαγμάτων. Λόγος δε, διδασκαλίας αρχή· Λόγου δε μέρη, συλλαβαί και λέξεις. Ώστε ου έξω σκοπού γέγονε συλλαβών εξέτασις» (Βασιλείου Καισαρείας, Περί Αγίου Πνεύματος, κεφ. 1, 2 PG 32, 69).
Άλλο πράγμα είναι, λοιπόν, η επεξεργασία των ιστορικών φιλολογικών δεδομένων, η οποία γίνεται με το λόγο και άλλο η επικοινωνία της ύπαρξης με το περιεχόμενο του δόγματος, η οποία συντελείται με όλες τις λειτουργίες: του νου, του λόγου, της καρδιάς, της βούλησης κ.λπ. Δυστυχώς η δημοσιογραφικού επιπέδου και η ζηλωτικού τύπου ερμηνεία και κατανόηση της πατερικής θεολογίας που σε μεγάλο βαθμό (ευτυχώς όχι πάντα) επικράτησε στον τόπο μας, δαιμονοποίησε κάθε απόπειρα κριτικής ανάγνωσης και γόνιμης προσέγγισης των Πατέρων, ενώ η πλατύτερη διάδοση, εκλαΐκευση και «υποχρεωτικότητα» της επιταγής για «επιστροφή στους Πατέρες» όχι μόνο κατέστησε τους Πατέρες αναπόσπαστο στοιχείο ενός ορθόδοξου «συρμού» και ενός κυρίαρχου ορθόδοξου «κατεστημένου», αλλά έφτασε να χαρακτηρίζει και να συνοδεύει κάθε είδους νεο-συντηρητική και φονταμενταλιστική εκδοχή ορθόδοξης θεολογίας. Θρησκευτικά έντυπα που τον καιρό της παντοδυναμίας τους εκδήλωναν μεγάλη δυσκολία ή και άρνηση στο να φιλοξενήσουν κείμενα του π. Γ. Φλωρόφσκυ ή άλλων θεολόγων της ρωσικής διασποράς, βρήκαν την ευκαιρία, με αφορμή τον θόρυβο που ξέσπασε για το πρόσφατο συνέδριο της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών, να αποπλύνουν στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ την προηγούμενη στάση τους, δημοσιεύοντας εγκώμια για τον Φλωρόφσκυ (το έργο του οποίου στο σύνολό του και σε όλες τις εκφάνσεις του παραμένει κατά βάση άγνωστο σε όλους αυτούς τους κύκλους) και κείμενο του μεγάλου αυτού θεολόγου για την επικαιρότητα της πατερικής θεολογίας, υπερασπιζόμενοι έτσι τη διαχρονικότητα της πατερικής θεολογίας που υποτίθεται πως κινδυνεύει από επικίνδυνους θεολογικούς νεωτερισμούς. Άλλοι, πάλι, διαπρεπείς θεολόγοι και ιεράρχες, μοιάζει να αρνούνται ακόμη και τη δυνατότητα μιας νεοπατερικής θεολογίας κατά το πρότυπο του Φλωρόφσκυ —τη δυνατότητα, δηλαδή, επανερμηνείας των Πατέρων υπό το φως των σύγχρονων προκλήσεων— με το επιχείρημα ότι οι θεολόγοι της νεο-πατερικής σύνθεσης, «όντας εμπαθείς άνθρωποι (sic) προσπαθούν να μεταφέρουν το “πνεύμα” των Πατέρων στην εποχή τους, ενώ η αυθεντική μεταφορά προϋποθέτει ανθρώπους που έχουν την ίδια εμπειρική γνώση ή τουλάχιστον την προσεγγίζουν». Πιο πρόσφατα, επίσκοπος της Εκκλησίας της Ελλάδος, επαληθεύοντας τις αυτοεκπληρούμενες προφητείες περί επέμβασης των εκκλησιαστικών αρχών εναντίον της Ακαδημίας του Βόλου, έσπευσε να διαμαρτυρηθεί «εντόνως δια τας τοποθετήσεις ομιλητών τινών περί Ορθοδόξου Θεολογίας, τας ανακοινωθείσας εν τω πραγματοποιηθέντι Συνεδρίω του Ιουνίου τρ. έ., εν τη “Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών” της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος» και να αποστείλει στην Ιερά Σύνοδο “ενημερωτικόν Υπόμνημα” (με αλιευμένα φρασίδια και απομονωμένα, ή και αλλοιωμένα, ορισμένες φορές, από τη συνάφεια και το νόημά τους αποσπάσματα από τις εισηγήσεις του εν λόγω συνεδρίου που κατέβασε (;) από το διαδίκτυο), ζητώντας ουσιαστικά τη λήψη μέτρων. Ήταν τόση η βιασύνη και η σπουδή του εν λόγω Μητροπολίτη να δει καταδικαζόμενο το εν λόγω συνέδριο, ώστε παρέβη μια θεμελιώδη δικονομική και μεθοδολογική αρχή: προκειμένου για κρίση επί θεολογικών ζητημάτων, στηριζόμαστε σε γραπτά κείμενα, κατά το δυνατόν τεκμηριωμένα και ολοκληρωμένα, και όχι σε προφορικά ακούσματα που ο ιεροεξεταστικός ζήλος κάποιων κατέβασε από το διαδίκτυο. Ο σεβάσμιος αυτός επίσκοπος μοιάζει να αγνοεί ότι η προφορική ανακοίνωση αποτελεί πάντα την πρώτη μορφή μιας εισήγησης ή μιας θέσης, και ποτέ την οριστική, γι’ αυτό και πολλές φορές στα έντυπα εισηγήσεων που διανέμονται σε συνέδρια υπάρχει η ένδειξη draft (πρόχειρο), καθώς από αυτή τη μορφή του κειμένου απουσιάζει η τεκμηρίωση σε κείμενα και πηγές, καθώς και οι σχετικές βιβλικές, πατερικές και βιβλιογραφικές αναφορές. Ας κάνει λίγη υπομονή ο Σεβασμιώτατος να εκδοθεί ο σχετικός τόμος των πρακτικών του υπό συζήτηση συνεδρίου και ας κρίνει τότε αν θέλει τους διαπρεπείς ορθόδοξους εισηγητές του συνεδρίου επί τη βάσει των γραπτών τους κειμένων και θέσεων. Η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών αρκούμενη, προς το παρόν, σε αυτές τις μεθοδολογικού τύπου πρώτες παρατηρήσεις, επιφυλάσσεται να απαντήσει θεολογικά και επί της ουσίας στον εν λόγω Μητροπολίτη (η καταγγελία του οποίου περιήλθε σε γνώση της όταν ολοκληρωνόταν η παρούσα απάντηση).
III.
Το υπό συζήτηση συνέδριο ανέδειξε, επίσης, το θέμα της διαλεκτικής διαχρονικότητας αλλά και ανοικτότητας της ορθόδοξης θεολογίας. Ο χριστιανισμός από τα πρώτα του στάδια ήρθε αντιμέτωπος με το μεγάλο δίλημμα της απομόνωσης και της περιθωριοποίησης ή του ανοίγματος στον κόσμο. Και επέλεξε το δεύτερο! Δεν φοβήθηκε ούτε κρύφτηκε πίσω από μια υποτιθέμενη αυτάρκεια ορθόδοξης πίστης και εμπειρίας, αλλά βγήκε προς τα έξω στο τότε εθνικό περιβάλλον για να κηρύξει «Ιησούν Χριστόν και τούτον εσταυρωμένον». Έτσι επιτελεί μια δημιουργική συνάντηση με τους πέριξ πολιτισμούς και κυρίως τον ελληνικό, ο οποίος χαρακτηρίζεται πρωτίστως από την οικουμενικότητά του. Η συνάντηση αυτή ούτε τυχαία ούτε αυτονόητη, πολύ δε περισσότερο, ούτε αναγκαστική υπήρξε. Ήταν μια συνάντηση μέσα στο ιστορικό πλαίσιο. Η υιοθέτηση της κοινής ελληνικής σε πρώτο στάδιο από τον Παύλο και τους ευαγγελιστές, η χρήση ποικίλων τρόπων παρουσίασης της χριστιανικής πίστης στο ευρύτερο κοινωνικό της περιβάλλον από τους πρώτους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, χριστιανούς απολογητές και αποστολικούς Πατέρες και στη συνέχεια η αξιοποίηση και τελειοποίηση, ιδιαίτερα από τους Καππαδόκες, των ελληνικών λογοτεχνικών και φιλοσοφικών σχημάτων δηλώνουν και υπογραμμίζουν τη δυναμική συνάντηση του χριστιανισμού με τον κόσμο, τα μέσα και τα σχήματα του. Η συνάντηση αυτή οφείλει να λειτουργεί για την Εκκλησία και τη θεολογία ως το διαχρονικό παράδειγμα της σχέσης Εκκλησίας-κόσμου, αλλά επ’ ουδενί δεν θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο δουλικής μίμησης και επανάληψης. Ο σεβασμός στους τοπικούς πολιτισμούς και τις γλώσσες, ουσιαστικό στοιχείο της ιεραποστολής στο Βυζάντιο, όπως για παράδειγμα στους Σλάβους και του Ρώσους, αποτελεί ένα ακόμη παράδειγμα της συνάντησης με τη συνάφεια. Παράλληλα θυμίζει ότι η βυζαντινή αυτοκρατορία θυσιάζει τις αξιώσεις παγκοσμιότητας της ελληνικής γλώσσας για να διατηρήσει την οικουμενικότητα του χριστιανικού μηνύματος. Θα μπορούσαν ν’ αναφερθούν πλείστα όσα παραδείγματα από την εκκλησιαστική ιστορία που βεβαιώνουν το σεβασμό προς την ιστορική συγκυρία και τις ανάγκες της, για την επιτυχή μεταφορά του μηνύματος του Ευαγγελίου. Η σχέση Θεού και κόσμου για την ορθόδοξη παράδοση, ξεκινώντας από τις θεοφάνειες της Π.Δ., την ενσάρκωση του Θεού Λόγου και φθάνοντας μέχρι το σήμερα, δεν στηρίζεται σε ηθική ή δικανική βάση, αλλά πρώτιστα στη συνάντηση, την κοινωνική δηλαδή διάσταση για τη μεταμόρφωση της ζωής και του κόσμου. Όπως παρατηρεί, εξάλλου, και ο αείμνηστος καθηγητής Νίκος Ματσούκας, η αποκάλυψη «δεν υπόσχεται ούτε παρέχει έναν κόσμο στατικό, “ηθικό”, δικανικό, τυποποιημένο και απολιθωμένο αλλά μια πορεία επώδυνα δημιουργική και μεταμορφωτική» (Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 1985, σ.75).
Η Ορθοδοξία, όμως, σήμερα παρουσιάζει ορισμένα προβλήματα στη σχέση της με τον κόσμο και την Ιστορία. Η ιστορική της συνείδηση είναι πολύ ζωντανή σε ό,τι αφορά το παρελθόν και τη συντήρησή του, φαίνεται όμως λιγότερο ευαίσθητη σε ό,τι αφορά το παρόν και το μέλλον. Η συντήρηση, ίσως, εμποδίσει την Εκκλησία να δει την ανάγκη που όντως έχει για εσωτερική αναγέννηση, για διαρκή σάρκωσή της στο εκάστοτε ιστορικό παρόν καθώς και τις μεγάλες αλλαγές που συντελούνται όχι μόνο γύρω της αλλά και στη ζωή των ίδιων των μελών της. Η παρατηρούμενη στις μέρες μας, εκτός συνάφειας και εκτός ιστορικού πλαισίου, θα λέγαμε «ταλμουδική» προσέγγιση της πατερικής θεολογίας, συνιστά στην πραγματικότητα «προδοσία» του πνεύματος των Πατέρων στο μέτρο που αγνοεί ή και προδίδει ένα ουσιώδες χαρακτηριστικό και συστατικό της σκέψης τους, το συνεχή διάλογο δηλαδή με τον κόσμο, τη συνάντηση και πρόσληψη του ιστορικού, κοινωνικού, πολιτισμικού και επιστημονικού συμφραζόμενου της εποχής τους, όπως τούτο χαρακτηριστικά εικονογραφείται από το παράδειγμα της υποδοχής και χρήσης των, παντελώς ξένων προς τον αρχέγονο χριστιανισμό, ελληνικών φιλοσοφικών και οντολογικών κατηγοριών στη θεολογία των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας και ιδιαίτερα των Καππαδοκών (φύσις, ουσία, ομοούσιον, υπόστασις, πρόσωπον, λόγος, διάνοια, νους, νόησις, αιτία, δύναμις, συμβεβηκός, ενέργεια, καθόλου, κόσμος, κ. ά.).
IV.
Η συμμετοχή της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών σε θεολογικές εταιρείες και οικουμενικούς οργανισμούς σκοπό και στόχο έχει: α) την ενημέρωση των φίλων θεολόγων και όσων συμμετέχουν στις δράσεις της για τα όσα λαμβάνουν χώρα στο ευρύτερο διεθνές επιστημονικό θεολογικό στερέωμα, αφού έτσι οφείλει να κάνει κάθε επιστημονικός φορέας ή οργανισμός που σέβεται τον εαυτό του και το ρόλο του και β) να συμβάλει, με τα ελάχιστα μέσα και το δυναμικό που διαθέτει, στην πρόοδο του διαλόγου και στο όραμα της των «πάντων ενώσεως», που άραγε δεν αποτελεί και το κατεξοχήν «αίτημα» της λειτουργικής και ευχαριστιακής ζωής της Εκκλησίας μας; Η δράση αυτή όχι μόνο δεν αντιτάσσεται, αλλά είναι σύμφωνη και συνεπής με την ιστορική διαδρομή της Ορθοδοξίας. Είναι γνωστός ο ρόλος και οι πρωτοβουλίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, ώστε οι χριστιανοί να προσεγγίσουν ο ένας τον άλλον, να συζητήσουν σοβαρά τις θεολογικές τους διαφορές αλλά και τα κοινά σημεία συνάντησης. Το ίδιο είναι γνωστός και ο πρωταγωνιστικός ρόλος του θεμελιωτή της κίνησης για την «επιστροφή στους Πατέρες», του π. Γ. Φλωρόφσκυ, στην ίδρυση και διαμόρφωση της φυσιογνωμίας του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών (ΠΣΕ), το οποίο οι ακραίες ζηλωτικές υπερορθόδοξες ομάδες επιχειρούν να περιγράψουν με τα μελανότερα χρώματα, χαρακτηρίζοντάς το «συγκρητιστικό» και άντρο της «παναίρεσης του Οικουμενισμού». Ο ίδιος ο π. Φλωρόφσκυ, ενάντια στο διαχρονικά κυρίαρχο πνεύμα της «ορθόδοξης» αυτάρκειας και εσωστρέφειας, και παράλληλα με το κήρυγμά του για την επιστροφή στους Πατέρες, δεν θα διστάσει να κάνει λόγο για την Εκκλησία που αναπνέει με δύο πνεύμονες, τον ανατολικό και τον δυτικό, για την καθολικότητα της Εκκλησίας που προϋποθέτει αξεχώριστα τόσο τη Δυτική όσο και την Ανατολική Εκκλησία, και που σύμφωνα με την ορολογία του ίδιου του Φλωρόφσκυ θεωρούνται ως «δύο σιαμαίες αδελφές» που είναι αδύνατο να τις ξεχωρίσουμε χωρίς να τις καταστρέψουμε (βλ. G. Florovsky, “The Legacy and the Task of Orthodox Theology”, Anglican Theological Review, 31/1949, σ. 65-71). Σήμερα οι πιο νηφάλιοι και αντικειμενικοί παρατηρητές αναγνωρίζουν ότι η Ορθοδοξία όχι μόνο δεν έχασε, αλλά κέρδισε από τον οικουμενικό διάλογο. Εκτός από το πλήθος των δυτικών προσηλύτων που πύκνωσαν τις τάξεις της (και μερικοί από τους οποίους αποτελούν σήμερα τους πιο επιφανείς εκπροσώπους της στο δυτικό κόσμο), αρκεί να σκεφτούμε, μόνο, τι ήταν η ορθόδοξη θεολογία πριν τη συμμετοχή της στην οικουμενική κίνηση και το διάλογο της ορθόδοξης διασποράς με τη Δύση: μια επαρχιακού τύπου απομίμηση του δυτικού σχολαστικισμού και πιετισμού, που δανειζόταν κατά περίπτωση την επιχειρηματολογία και τα θεολογικά σχήματα είτε του Ρωμαιοκαθολικισμού είτε του Προτεσταντισμού.
Διάλογος, πάντως, δε σημαίνει διάβρωση της ταυτότητας των ανθρώπων που συμμετέχουν ούτε προδοσία της οικείας πίστης. Αυτή είναι μια προσέγγιση που προδίδει ανασφαλή ταυτότητα και έλλειψη σιγουριάς για την πίστη. Διάλογος σημαίνει άνοιγμα και συνάντηση, σημαίνει κατάρριψη των στερεοτύπων, ώστε ο άλλος από εχθρός και ξένος, σύμφωνα με την παραβολή του Καλού Σαμαρείτη, να γίνει αδελφός. Στο διάλογο με τους ετεροδόξους οι ορθόδοξοι δεν μετέχουν ανεξάρτητα ή εκτός των Εκκλησιών τους. Αντιθέτως! Λαμβάνουν μέρος και διαλέγονται με την ευλογία τους και στη βάση ομόφωνων Πανορθόδοξων αποφάσεων. Στους διαλόγους αυτούς, που κατά καιρούς έχουν λάβει μέρος και συντηρητικοί ορθόδοξοι θεολόγοι, όπως ο Π. Τρεμπέλας ή ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, μαρτυρούν περί της Ορθοδοξίας, της θεολογίας, της παράδοσης και του βιώματος της. Η δε επαφή με ανθρώπους που προέρχονται από άλλες χριστιανικές παραδόσεις και θρησκείες δημιουργεί ταυτόχρονα προϋποθέσεις για αυτοκριτική και αυτογνωσία. Ο «άλλος» λειτουργεί ως ο καθρέφτης της δικής μας πνευματικής ωριμότητας και της προόδου μας στην πνευματική ζωή, και υπ’ αυτήν την έννοια ο διάλογος δεν αποτελεί απειλή αλλά ευκαιρία και πρόκληση. Είναι, λοιπόν, απαραίτητο να παραμείνουμε ανοιχτοί απέναντι στο διάλογο «αληθεύοντες εν αγάπη» (Εφεσ. 4:15). Ολόκληρη η ορθόδοξη λειτουργική και λατρευτική ζωή κινείται προς αυτήν την κατεύθυνση, το άνοιγμα δηλαδή προς την οικουμένη. Λέμε και επαναλαμβάνουμε στην Κυριακή προσευχή: «ελθέτω η Βασιλεία σου, ως εν ουρανώ και επί της γης», αλλά μάλλον αγνοούμε τα όσα χαρακτηριστικά σχολιάζει ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος (Υπόμνημα εις τον Άγιον Ματθαίον τον Ευαγγελιστήν, Ομιλία 19,5, PG 57, στ. 280): «ουδέ γαρ είπε, γενηθήτω το θέλημά σου εν εμοί ή εν ημίν, αλλά πανταχού της γης»· ή τα όσα αναφέρονται στην ευχή της αναφοράς της θείας Λειτουργίας του Αποστόλου Μάρκου, όταν ο λειτουργός δεόμενος λέει: «Μνήσθητι, Κύριε, της αγίας και μόνης καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας της από γης περάτων μέχρι των περάτων αυτής, πάντων των λαών και πάντων των ποιμνίων σου» (Ι. Φουντούλη, Θεία Λειτουργία του Αποστόλου Μάρκου, Θεσσαλονίκη, 21977, σ. 45-46. Πρβλ. του ιδίου, Θεία Λειτουργία των «Αποστολικών Διαταγών», Θεσσαλονίκη, 1978, σ. 34: «υπέρ της αγίας καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας της από περάτων έως περάτων δεηθώμεν»). Γιατί σε τελευταία ανάλυση το μυστήριο της Εκκλησίας είναι συνυφασμένο με το μυστήριο της εν Χριστώ ενότητος και την υπέρβαση των κάθε λογής χωρισμών και διαιρέσεων: «Εκκλησία δε καλείται φερωνύμως, δια το πάντας εκκαλείσθαι και ομού συνάγειν» (Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατηχήσεις 18, 24, PG 33, 1044Β), ενώ καθώς σημειώνει και πάλι ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος: «το γαρ της Εκκλησίας όνομα ου χωρισμού, αλλ’ ενώσεως εστί και συμφωνίας όνομα» (Ομιλία Α΄, PG 61, 13).
Ίσως γι’ αυτό και ο γνωστός για την ανθενωτική του δράση Γεννάδιος Σχολάριος, μαθητής του αγίου Μάρκου Ευγενικού και μετά ταύτα πρώτος Πατριάρχης του υπόδουλου Γένους, στο φλέγον θέμα της συμπροσευχής με τους ετεροδόξους και της εν γένει επικοινωνίας μαζί τους —που τόσο σκανδαλίζει και ενοχλεί τους καθ’ ημάς υπερορθόδοξους, σε σημείο να καθυβρίζουν και να διασύρουν ορθόδοξους Πατριάρχες και επισκόπους που αγίασαν στην άσκηση και στην σταυρική αγάπη, όπως ο πρόσφατα αποβιώσας μακαριστός Πατριάρχης Σερβίας Παύλος— δεν θα διστάσει στην Επιστολή του προς τον Μάξιμο Σοφιανό, ηγούμενο της Μονής Σινά, να υποστηρίξει τα εξής άκρως σημαντικά (και για πολλούς μη αναμενόμενα): «Έτι ηρώτησαν οι μοναχοί ει ένι συγκεχωρημένον, ίνα διδώτε τοις Αρμενίοις ή Λατίνοις την παναγίαν τοις προσκυνηταίς. Ημείς δε λέγομεν ίνα διδώτε αυτοίς και το αντίδωρον· χριστιανοί γαρ είσί και δια τούτο έρχονται εκ τοσούτων διαστημάτων εις προσκύνησιν του δεσποτικού τάφου. Ει γουν και εσχισμένοι εισίν αφ’ ημών δια τίνα ζητήματα της πίστεως και εισίν ετερόδοξοι, αλλά ως χριστιανοί μετά πίστεως και ευλαβείας ζητούσι τον αγιασμόν ημών, και ημείς οφείλομεν διδόναι· [...] Το μέγα μυστήριον της κοινωνίας μόνον μη δίδοτε αυτοίς, ου μόνον δια την του μυστηρίου υπεροχήν, αλλά δια το μυστήριον τούτο παριστάν μεν όλην την θείαν οικονομίαν, προηγουμένης δε της ομολογίας του συμβόλου της αληθούς πίστεως τελειούσθαι, και δια τούτο τοις εις την θείαν οικονομίαν ή εις την θεολογίαν ψευδοδοξούσι και τη καθολική αντιλέγουσιν εκκλησία ου δει αυτό δίδοσθαι. Eι δε τις απ’ αυτών βουληθείς προσμείναι αυτόθι ή νοσήσας αρνήσεται μεν την πάτριον δόξαν, ομολογήσει δε την δόξαν της καθολικής εκκλησίας, αξιούτε αυτόν και της τοιαύτης κοινωνίας. Τούτό εστιν η συνήθεια της καθολικής των χριστιανών εκκλησίας. Διό και oι αγιώτατοι πατριάρχαι, ότε ελειτούργουν εορτασίμως, ερχόμενους και Αρμενίους και Λατίνους και ισταμένους μετά πάσης ευλαβείας εις την λειτουργίαν, ουκ εδίωκον, αλλά και απερχομένους μετά των ορθοδόξων και προσκυνούντας και ασπαζομένους την πατριαρχικήν χείρα και ευλόγουν και εδίδουν αυτοίς το αντίδωρον· ως γαρ μαθηταίς του Χριστού ουκ εξέβαλον έξω τους εις αυτούς ερχομένους. Αρκετόν ούν εστιν ότι υμείς ου ζητείτε ουδέ λαμβάνετε αγιασμόν παρ’ αυτών, διότι εισίν ετερόδοξοι και κεχωρισμένοι αλλά εάν ζητώσιν αυτοί τον αγιασμόν αφ’ υμών, οφείλετε μη αποπέμπειν αυτούς, ως προείπομεν» (βλ. L. Petit-X. Siderides-M. Jugie, Oeuvres complètes de Georges-Gennade Scholarios, t. IV, Paris, 1935, σ. 201-202). Την ίδια ακριβώς τάξη αποδέχεται αργότερα και ο Δοσίθεος Ιεροσολύμων, ο γνωστός για τους μεγάλους αγώνες του υπέρ της Ορθοδοξίας, σε επιστολή του προς τον Μιχαήλ Βελιγραδίου (1706), μια τάξη που υιοθετούσε και ακολουθούσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο και οι Αρχιερείς του, ενώ ακόμη και ο άγιος Μάρκος Εφέσου ο Ευγενικός, ο υπερασπιστής της Ορθοδοξίας κατά τη σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439) παρευρίσκετο στις κοινές προσευχές των διαλεγομένων πλευρών (Ορθοδόξων καί Λατίνων). Εάν λοιπόν οι σπουδαίοι αυτοί άγιοι και θεολόγοι της Ορθοδοξίας χειρίζονταν με αυτόν τον τρόπο δύσκολα ζητήματα όπως αυτά της συμπροσευχής και της εν γένει εκκλησιαστικής κοινωνίας με τους ετεροδόξους (τους οποίους πουθενά στο κείμενό του ο Γεννάδιος Σχολάριος δεν χαρακτηρίζει ως «αιρετικούς», αλλά ρητώς τους κατονομάζει ως «εσχισμένους» [αποσχισθέντες], «χριστιανούς», και τους οποίους δέχεται στην εκκλησιαστική κοινωνία και την θεία Ευχαριστία με απλή ομολογία πίστεως, χωρίς αναβαπτισμό, ούτε καν χρίσμα, λέγοντας μάλιστα ρητά ότι αυτή είναι «η συνήθεια της καθολικής των χριστιανών εκκλησίας [της Ορθόδοξης]), μπορούμε τότε εύλογα να συμπεράνουμε ποια θα ήταν η στάση τους σε θέματα οικουμενικού ή θεολογικού διαλόγου!
Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν μπορεί να αρνηθεί το διαλογικό και φιλάνθρωπο ήθος της, υποκύπτοντας στις αθεολόγητες κορώνες και τις φωνασκούσες και θορυβώδεις ζηλωτικές μειοψηφίες που εναρμονιζόμενες άριστα και ταχύτατα με το πνεύμα της εποχής μας (την οποία κατά τα άλλα καταγγέλλουν και ελεεινολογούν!) άφησαν τα πεζοδρόμια και προσπαθούν με κάθε μέσο να κυριαρχήσουν στο διαδίκτυο, απειλώντας και τρομοκρατώντας τόσο τις μεμονωμένες θεολογικές φωνές που δεν ελέγχουν, όσο και διακεκριμένους ιεράρχες και ανύστακτους ποιμένες της Εκκλησίας μας. Η Ορθοδοξία οφείλει να παραμείνει πιστή στο διαλογικό της ήθος που απορρέει τόσο από τη θεολογική της αυτοσυνειδησία όσο και από τη φύση της Τριαδικής Θεότητας, αφού ως γνωστόν η πίστη μας στον Τριαδικό Θεό είναι η πίστη όχι σε μία μονάδα κλεισμένη στον εαυτό της, αλλά σε μία κοινωνία αιώνιας αγάπης, ελευθερίας και αλληλοπεριχώρησης. Σε μία κοινωνία, δηλαδή, αγαπώμενων και διαλεγόμενων θείων προσώπων, καθώς τo ίδιο το θείο Είναι, ο Τριαδικός τρόπος υπάρξεως, κατανοείται από την πατερική θεολογία αλλά και από τη σύγχρονη ορθόδοξη θεολογία, και μάλιστα την ελληνόφωνη, ως «Είναι εν κοινωνία», ως «Είναι εν διαλόγω».
Προσπαθούμε με «παροξυσμόν αγάπης» (Εβρ. 10:24) να κατανοήσουμε τις βαθύτερες αιτίες για τις φωνασκίες, τις κραυγές και τις αγωνίες όσων αδελφών μας «εν τη πίστει» βλέπουν παντού και πάντα προδότες και προδοσίες της Ορθοδοξίας. Το πρόβλημα, όμως, αυτό χρήζει ποιμαντικής μέριμνας εκ μέρους της ποιμένουσας Εκκλησίας, και δεν είναι δυνατόν ούτε να μετατραπεί σε υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα της Εκκλησίας μας ούτε να καθορίσει την επίσημη θέση και στάση της σε παρόμοια ζητήματα. Αυτό, όμως, που θα πρέπει οπωσδήποτε να αποκρουσθεί και να καταγγελθεί, είναι η εκμετάλλευση, για ίδιον όφελος, αυτών των φόβων από τους παντοδαπούς επιδέξιους σωτήρες και αμύντορες της «Ορθοδοξίας» που ψαρεύουν στα θολά νερά του διαδικτύου. Αυτούς που αντί για την ακαδημαϊκή έδρα και τη σοβαρή σπουδή ή τον κανόνα της νήψης, της ησυχίας και της προσευχής, γινόμενοι πιο κοσμικοί και από τους κοσμικούς, παραδόθηκαν στην τύρβη και τις μέριμνες του αιώνος τούτου, «υπερασπιζόμενοι, υποτίθεται, την Ορθοδοξία», ή που υπέκυψαν στο δέλεαρ της δημοσιογραφικής και πολεμικής γραφής.
V.
Στην παρούσα φάση της ιστορικής πορείας της ανθρωπότητας δημιουργούνται νέας μορφής προβλήματα και αιτήματα και αναμοχλεύονται παλαιά. Χρέος των ορθοδόξων είναι, αντλώντας από τον πλούτο της παράδοσης και του βιώματος τους, να συμμετέχουν στην οικουμενική προσπάθεια προτείνοντας «πράξεις και δράσεις ζωής», που θα προκύψουν μέσα από δημιουργικό ζωντανό θεολογικό στοχασμό. Ο καρπός του πνεύματος είναι εξάλλου: «αγάπη, χαρά, αγαθοσύνη, πίστις, πραότης και εγκράτεια» (Γαλ. 5:22). Αυτοί οι καρποί είναι αντίθετοι σε οποιαδήποτε μονομέρεια και φανατισμό: «Ου μαίνομαι, αλλ’ αληθείας και σωφροσύνης ρήματα αποφθέγγομαι» (Πραξ. 25:24) λέει ο Απόστολος Παύλος, ενώ ο σύγχρονος άγιος της Ορθοδοξίας γέρων Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης δεν θα διστάσει να διακηρύξει: «Ο φανατισμός δεν έχει σχέση με το Χριστό. Να είσαι χριστιανός αληθινός. Τότε κανένα δεν θα παρεξηγείς, αλλά “η αγάπη σου πάντα θα στέγει”. Και στον αλλόθρησκο, χριστιανός. Δηλαδή να τον τιμάεις άσχετα με τη θρησκεία του με έναν ευγενικό τρόπο» (Γέροντος Πορφυρίου, Βίος και Λόγοι, έκδ. Ι. Μονής Χρυσοπηγής, Χανιά, 2003, σ. 394). Η θέση της Ορθοδοξίας δεν είναι στο περιθώριο της ζωής και της Ιστορίας, αλλά στο κέντρο των ζυμώσεων, της πρωτοπορίας, της προόδου, της αλλαγής και τελικώς της μεταμόρφωσης του ανθρώπου και του κόσμου ολόκληρου σε εικόνα της βασιλείας του Θεού. Αυτό το κεφαλαιώδους σημασίας έργο σκοπεύει να συνεχίσει να διακονεί με τις μικρές της δυνάμεις και με τη χάρη του Θεού η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών, χωρίς να πτοείται από τις ιεροεξεταστικού τύπου επιθέσεις και συκοφαντίες ή από τις φοβικές αντιδράσεις και την συντηρητική αναδίπλωση που προδίδει ημιμάθεια και ανασφάλεια, και που αν τυχόν επιτρέψουμε να επικρατήσουν στον δημόσιο χώρο της Εκκλησίας μας, θα οδηγήσουν με μαθηματική ακρίβεια τόσο στην ιστορική περιθωριοποίηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας στον απαιτητικό 21ο αιώνα, όσο και στην περαιτέρω πνευματική και πολιτισμική συρρίκνωση του Ελληνισμού.