Κόντογλου και Τσαρούχης στη Μονή Βαρλαάμ των Μετεώρων, με καλογερική αμφίεση, πλαισιώνοντας ένα κληρικό και πλαισιωμένοι από λαϊκούς |
Του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου
Στις αρχές του 1932 το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών προέβη σε επίσημη, έμμισθη πρόσληψη του Φώτη Κόντογλου, για να αναλάβει τη συντήρηση βυζαντινών εικόνων και την κατασκευή αντιγράφων. Σχετικά έγγραφα φυλάσσονται στα Ιστορικά Αρχεία του Μουσείου. Όσα έχουν εντοπισθεί πιστοποιούν την σχετική απασχόληση του Κόντογλου στο Μουσείο από το 1930-1932 και πιο αραιά, με ολιγόμηνες προσλήψεις, το 1933 και το 1934.
Το 1932 ο Κόντογλου, κατά την έμμισθη σχέση εργασίας του στο Μουσείο, φιλοτέχνησε διάφορα αντίγραφα. Δύο από αυτά αντιγράφουν τοιχογραφίες από μοναστήρια των Μετεώρων - το Μαρτύριο του αγίου Μάμαντα από τη Μονή Βαρλαάμ και τον άγιο Ιάκωβο τον Πέρση σε προτομή από τη Μονή της Υπαπαντής - και είναι ζωγραφισμένα στη διάρκεια ταξιδιού που πραγματοποίησε ο καλλιτέχνης μαζί με τον μαθητή του Γιάννη Τσαρούχη στα Μετέωρα.
Ο Δημήτρης Παυλόπουλος, Αναπληρωτής Καθηγητής
Ιστορίας της Τέχνης στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, επισήμανε ότι ο ίδιος ο Γιάννης Τσαρούχης είχε αντιγράψει έναν Άγιο Γεώργιο στα Μετέωρα, του Φράγκου Κατελάνου, μια νωπογραφία του 1548, στο καθολικό της Μονής
Βαρλαάμ. Αυτό το έργο το οικειοποιήθηκε ο Κόντογλου και το υπέγραψε εκείνος. Παραθέτουμε στη συνέχεια σχετικό άρθρο αλλά και βίντεο με συνέντευξη του καθηγητή Δημήτρη Παυλόπουλου, όπου αναφέρεται τόσο στην εικόνα αυτή όσο και στη γενικότερη σχέση Τσαρούχη και Κόντογλου.
Δημοσιεύουμε εδώ δύο φωτογραφίες από εκείνο το ταξίδι στα Μετέωρα, το 1932. Κόντογλου και Τσαρούχης φωτογραφίζονται με ράσα – κάτι σαν δόκιμοι μοναχοί, θα λέγαμε - και κρατώντας τα αντίγραφα που φιλοτέχνησαν.
Όμως, παραθέτουμε και μία φωτογραφία του Φώτη Κόντογλου με τον Νίκο Εγγονόπουλο, που είναι επίσης ρασοφορούντες και μάλιστα ως μοναχοί.
Κόντογλου και Εγγονόπουλος |
Φαίνεται ότι ο μοναχισμός εκείνης της δεκαετίας (1930-1940) ασκούσε μια ιδιαίτερη γοητεία στους μεγάλους ζωγράφους που ανακάλυπταν την βυζαντινή τέχνη και την ελληνικότητα.
Ο Εγγονόπουλος, σε διάλεξή του που έδωσε με ευκαιρία την αναδρομική του έκθεση στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο (1963), διακήρυσσε ότι: «Η βυζαντινή τέχνη είναι η πιο κοντινή σε μάς μορφή της ελληνικής τέχνης. Είναι καθήκον, ιδιαίτερα για κάθε Έλληνα καλλιτέχνη, να υπακούσει στα κελεύσματά της και να πειθαρχήσει στις υποδείξεις της. Καθήκον, αλλά και μεγάλη βοήθεια». Κι ακόμα, θυμάται: «Τη βυζαντινή τέχνη σπούδασα κοντά σε δυο άξιους διδασκάλους, τον μεγάλο επιστήμονα, τον καθηγητή Ανδρέα Ξυγγόπουλο, τον υπερεξαίρετο γνώστη της βυζαντινής ζωγραφικής, και τον πασίγνωστο Φώτη Κόντογλου, τον ζωγράφο και τον συγγραφέα με τη γενναία ψυχή». Θα προσθέσει όμως αργότερα (1975) κάποιες εξηγήσεις για την προσέγγισή του στη βυζαντινή ζωγραφική: «Σκέφθηκα παράλληλα να σπουδάσω και βυζαντινή ζωγραφική. Όχι πως θεωρώ ότι είναι ποτέ δυνατό να ξαναζήση μια παρωχημένη τεχνοτροπία. Αλλά πιστεύω ότι είναι απαραίτητο στον σημερινό Έλληνα καλλιτέχνη να είναι ενήμερος όλων των παραδόσεων της Φυλής».
Γιάννης Τσαρούχης: Άγιος Ιάκωβος ο Πέρσης,
από τα Μετέωρα (1931) - Ακουαρέλλα σε χαρτί, 34 x 23,8 εκ. |