Του Αριστείδη Βικέτου
Δύο μεσαιωνικές εκκλησίες ο Τίμιος Σταυρός και η Παναγία Καθολική, στο χωριό Πελέντρι της Λεμεσού, φιλοξενούν μέχρι τις 8 Ιουνίου μια πρωτότυπη έκθεση με σύγχρονες εικαστικές δημιουργίες που φέρουν αναλογίες από την κυπριακή τέχνη της περιόδου της φραγκοκρατίας.
Η έκθεση, την οποία οργανώνει το υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού σε συνεργασία με την Ιερά Μητρόπολη Λεμεσού και το Κοινοτικό Συμβούλιο Πελενδρίου, περιλαμβάνει έργα των ακόλουθων δεκαεπτά καλλιτεχνών: 'Αγγελος Μακρίδης, Παναγιώτης Βίττης, Στέλιος Βότσης, Γεώργιος Πολ. Γεωργίου, Θεόδουλος Γρηγορίου, Γλαύκος Κουμίδης, Φάνος Κυριάκου, Μαριάννα Κωνσταντή, Αντώνης Νεοφύτου, Λευτέρης Ολύμπιος, Χριστόδουλος Παναγιώτου, Στας Παράσκος, Ανδρέας Σαββίδης, Λευτέρης Τάπας, Τατιάνα Φεραχιάν, Νίκος Χαραλαμπίδης, Ανδρέας Χρυσοχός. Πολλοί απ' αυτούς έχουν δημιουργήσει έργα ειδικά για το συγκεκριμένο εικαστικό συμβάν και εννέα συνολικά καλλιτέχνες παρουσιάζουν καινούργια δουλειά τους, που δημιουργήθηκε εντός του 2014, και που πραγματεύεται θέματα όπως οι άγιες μορφές, οι άγγελοι, οι πιστοί-προσκυνητές, τα τάματα κι οι αναθυμιάσεις, οι γραφές κι οι επιγραφές, η εικονομαχία, οι δωρητές, ο σκάμνος και οι γεωμετρικές δομές του εκκλησιαστικού χώρου.
Η επιμελήτρια της έκθεσης δρ. Νάτια Αναξαγόρου, τονίζει ότι αυτή «προσεγγίζει τη σχέση του μοντερνισμού με το Βυζάντιο, η οποία, αν και δεν είναι εκ πρώτης όψεως εμφανής, είναι ωστόσο ουσιαστική και στενή». Οι πτυχές μοντερνισμού, που εμπεριέχει η Βυζαντινή τέχνη έτυχαν το 1924 της προσοχής του Χούλμε για τον οποίο το αφαιρετικό πνεύμα του Βυζαντίου ζει στη μοντέρνα τέχνη, καθώς και του Ρόμπερτ Μπάϊρον το 1930, που υποδεικνύει ότι «ανάμεσα στους πολυάριθμους Ευρωπαϊκούς πολιτισμούς, τα μνημεία των οποίων η αισθητική μας θεωρεί σπουδαία, η Βυζαντινή αναπαραστατική τέχνη υπήρξε η πρώτη που ανακάλυψε την αρχή της ερμηνείας, αντί της αναπαραγωγής των προσλαμβανομένων φαινομένων, πράγμα που στις μέρες μας υπόκειται κάθε καλλιτεχνικής έκφρασης». Η θέση αυτή, σημειώνει η κ. Αναξαγόρου, παγιώθηκε από τον Κλεμάντ Γκρινμπεργκ στο άρθρο του «Βυζαντινές Παραλληλίες».
Αναλογίες ανάμεσα στη Βυζαντινή τέχνη και τον μοντερνισμό μπορούν να ανιχνευθούν και στη γλυπτική. Όπως ακριβώς η κατασκευή στον μοντερνισμό έτσι και το σμίλευμα στο Βυζάντιο έτεινε προς ένα εικονογραφικό, «μη απτό» αποτέλεσμα και επικεντρώθηκε στο ανάγλυφο, το οποίο έκανε διάτρητο, χαμηλότερο και λιγότερο στρογγυλεμένο, σε σχέση με την Ελληνορωμαϊκή πρακτική. Εντός του ερμηνευτικού αυτού πλαισίου, αναφέρει η κ. Αναξαγόρου, τυγχάνουν πραγμάτευσης τα ανάγλυφα από μικτά υλικά του 'Αγγελου Μακρίδη, οι πιο επίπεδες ανάμεσα στις γεωμετρικές κατασκευές του Θεόδουλου Γρηγορίου, οι αρχιτεκτονικές σχηματοποιήσεις του Γλαύκου Κουμίδη, οι παραμορφωτικές συναρμολογήσεις του Φάνου Κυριάκου, οι εγχάρακτες επιφάνειες του Αντώνη Νεοφύτου και οι μινιμαλιστικές μεταλλικές δομές του Ανδρέα Σαββίδη.
Παρόλον, συνεχίζει η επιμελήτρια της έκθεσης, ότι οι Βυζαντινοί ουδέποτε, κατ' ουσίαν, αποκήρυξαν την αναπαραστατική τέχνη, μπορούμε ωστόσο να διακρίνουμε στην Εικονομαχία, παρά τα αμιγώς θεολογικά της κίνητρα, τον απόηχο δεδομένων αισθητικών αντιρρήσεων και ιδεολογικών αντιπαραθέσεων ως προς τον ανθρωπομορφισμό, και είναι εδώ που η αφαίρεση στις «Χρυσές Μονοχρωμίες» του Χριστόδουλου Παναγιώτου έχει τη θέση της, ενώ παράλληλα η εννοιολογική γλυπτική του Νίκου Χαραλαμπίδη, προσλαμβάνει ενδιαφέρουσες διαστάσεις.
Στην προσπάθειά τους να αναπαραστήσουν την υπέρβαση, οι Βυζαντινοί απέβαλαν τη γλυπτική ψευδαίσθηση, μέσα από την εξαΰλωση της απτής και την επίκληση μιας μεταφυσικής πραγματικότητας. Η οσφρητική δουλειά της Μαριάννας Κωνσταντή, τα διάτρητα και φωτοφόρα πλέγματα, σε χαρτί και δέρμα, του Λευτέρη Τάπα και της Τατιάνας Φεραχιάν, αντίστοιχα, λειτουργούν ως εικαστικές αντιστοιχίες στο «Μη μου άπτου», που αποτελεί το θέμα τοιχογραφίας και δύο εικόνων, στις εκκλησίες του Πελενδρίου, τον Τίμιο Σταυρό και την Παναγία Καθολική, όπου ο Χριστός εμφανίζεται μετά θάνατον στην Μαρία Μαγδαληνή λέγοντάς της «μη μου άπτου, ούπω γαρ αναβέβηκα προς τον πατέρα μου».
Η Εκκλησία του Τιμίου Σταυρού στο Πελένδρι, κατατάσσεται ανάμεσα στις δέκα Βυζαντινές εκκλησίες της οροσειράς του Τροόδους, που έχουν ανακηρυχθεί από την ΟΥΝΕΣΚΟ Μνημεία Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς, γιατί αποτελούν εξαίρετες μαρτυρίες του Βυζαντινού πολιτισμού, διασώζοντας την αρχιτεκτονική της υπαίθρου και παράλληλα σημαντικές τοιχογραφίες. Η Εκκλησία του Τιμίου Σταυρού, αρχικά μονόκλιτη με τρούλο, ανήκει κατά πάσα πιθανότητα στον 12ο αιώνα, καθώς υποδεικνύεται από την επιγραφή του 1178 αλλά και από τις τοιχογραφίες με τους έξι Αγίους Πατέρες και τη Δέηση, που ανακαλύφθηκαν μετά την αφαίρεση μιας μεταγενέστερης επίστρωσης, στο ιερό. Τον 14ο αιώνα με την προσθήκη θολωτού κλίτους, επεκτάθηκε προς βορρά, και ανακαινίσθηκε με καινούργιες διακοσμήσεις, πιθανόν μέσω κοινής χορηγίας καθώς διαφαίνεται αφ' ενός από τη χρήση του πληθυντικού στην αφιερωματική επιγραφή και αφ' ετέρου από τα πορτραίτα διαφόρων δωρητών στους τοίχους της. Τοιχογραφίες της περιόδου αυτής διατηρούνται τόσο στο βόρειο όσο και στο κεντρικό κλίτος, το οποίο διασώζει και επιτοίχιες παραστάσεις του 15ου αιώνα.
Κτισμένη στο μέσο του παλιού χωριού, η Εκκλησία της Παναγίας Καθολικής με την οξυκόρυφη ξύλινη στέγη και τα τοπικά αγκιστρωτά κεραμίδια, χωρίζεται από ξύλινη τοξοστοιχία στον κυρίως ναό και σε δύο κλίτη. Αποτελεί ένα από τα λιγοστά ιστορικά μνημεία της επισκοπικής περιφέρειας Λεμεσού που διατηρεί το αρχικό της εικονοστάσι και τις εικόνες του, καθώς και μια ξεχωριστή Ιταλο-Βυζαντινή τοιχογραφία της Μελλούσης Κρίσεως στον δυτικό τοίχο, με χρονολόγηση γύρω στο 1500. Φιλοξενεί ακόμη μεγάλο αριθμό εικόνων, από τον 13ο έως τον 17ο αιώνα, από την παραπλήσια Εκκλησία του Τιμίου Σταυρού και το Μοναστήρι του Αγίου Μάμα Κουρεμένου, στο γειτονικό χωριό του Αμιάντου.
ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΟΡΙΣΜΕΝΩΝ ΕΡΓΩΝ
Οι τέσσερις σκιώδεις φόρμες του 'Αγγελου Μακρίδη, σε πρόσθια κατά το ήμισυ αποτύπωση του κορμού τους, απολήγουν επίπεδες και ανάγλυφες επιφάνειες μέσα από μια ανάμειξη στοιχείων ή αφιερωματικών καταθέσεων, όπως χαρτί, δέρμα, πέτρα και ξύλο.
Θα μπορούσαν να αποτελούν μορφές των όποιων αγίων, τόσο αυτών με ασαφή ιστορικότητα για τους οποίους οι Βυζαντινοί ανέπτυξαν τοπικές λατρείες, συνδεδεμένες με τις θαυματουργικές τους ιδιότητες, όσο και εκείνων με δράση, πρωταρχικής σημασίας, για τη διάδοση του Χριστιανισμού, όπως οι Τέσσερις Ευαγγελιστές, Ματθαίος, Μάρκος, Λουκάς και Ιωάννης, συγγραφείς των ιερών Ευαγγελίων. Το γλυπτικό «Έμβρυο» του 'Αγγελου Μακρίδη, φτιαγμένο από μικτά υλικά και τοποθετημένο σε θέση αιώρησης εντός πλαισίου, εναποτίθεται στον κυρίως ναό του Τιμίου Σταυρού, όπου η σκηνή του Ασπασμού αποτελεί τμήμα του κύκλου τοιχογραφιών που απεικονίζουν τον Βίο της Παναγίας, στη βόρεια πλευρά του θόλου. Εδώ, καθώς η Παναγία και η Ελισάβετ εναγκαλίζονται, τα έμβρυα στην κοιλιά τους είναι ορατά, με τον Ιωάννη τον Πρόδρομο να υποκλίνεται και να χαιρετά τον Χριστό. Αυτό αποτελεί σπανιότατο στοιχείο και ο Ασπασμός του τύπου εμβρύων στο Πελένδρι, που φαίνεται να έχει επηρεαστεί από Αρμενικά χειρόγραφα του 13ου αιώνα, κινείται παράλληλα με τη σύγχρονη δημιουργία του 'Αγγελου Μακρίδη ανάμεσα στο γνωστό και το άγνωστο, το αρχετυπικό και το αυτοσχεδιαστικό, το μυθικό και το μεταφυσικό.
Ο Στας Παράσκος αρέσκεται ιδιαίτερα να ανατρέπει καθιερωμένα αγιογραφικά σχήματα, ακολουθώντας ανανεωτικές πρακτικές του μοντερνισμού. Στην «Αποκαθήλωσή» του, καταργεί τη Βυζαντινή νόρμα της απόδοσης πιο σκουρόχρωμων μορφών σε φωτεινές, χρυσές επιφάνειες. Εδώ, οι πενθούσες φιγούρες, που μεταφέρουν το πεσμένο, νεκρό σώμα του Χριστού μετατρέπονται σε φωτοφόρες και φωτοδόχες οντότητες, που ξεπροβάλλουν μέσα από το σκούρο φόντο ως η συλλογική συνείδηση πίστης και δέους.
Η «Αποκαθήλωση» του Γεωργίου Πολ. Γεωργίου είναι ένα πυκνοδομημένο, χωρίς βάθος πλαίσιο, όπου τυποποιημένες μακρόστενες γυναικείες φιγούρες του χωριού αναδιπλώνονται με τη ρυθμική κίνηση της πρωτόγονης και της λαϊκής τέχνης, ως κυανές αγγελικές οντότητες που κατεβάζουν το νεκρό σώμα του Χριστού από τον σταυρό. Προσεγγίζοντας αγιογραφικά θέματα, ο Γεώργιος Πολ. Γεωργίου αντλεί τις μορφές του από τη σύγχρονη αγροτική ζωή της Κύπρου.
Σε μια διαλεκτική αναζήτηση του απόλυτου και του θεϊκού που κρύβεται σ' αυτό, ο Στέλιος Βότσης εμβαπτίζει το έργο του σε μια υπερβατικότητα, που φέρει αναλογίες με τη Βυζαντινή ζωγραφική ως προς τον εξοστρακισμό της σκιάς, της προοπτικής και του τρισδιάστατου σχεδιαστικού πεδίου. Στη «Συνομιλία με τον Χριστό», η γεωμετρική καθαρότητα συνυπάρχει με ένα χρωματικό μινιμαλισμό, ισοδύναμο με μερικά αγγίγματα από τα πρωταρχικά χρώματα, κόκκινο, μπλε και κίτρινο, εν είδει μικροσκοπικών καρδιών, που μαζί με ανεπαίσθητες σχεδόν παρεμβολές σε μεταφυσικό μωβ και γήινο πορτοκαλί, διαχέουν μια παιγνιδιάρικη διάθεση στη δομική λιτότητα και τον αυστηρό περιορισμό στα ουσιώδη.
Με κομμάτια υαλοβάμβακα σε λεπτές σιδερένιες ράβδους, ο Ανδρέας Σαββίδης, έχει δημιουργήσει, μέσα από συγκολλημένα πλέγματα, μια απλή σχεδιαστική φόρμα στον χώρο, που αποδίδει τον ακάνθινο στέφανο, τη λόγχη και τον σπόγγο σε μια μινιμαλιστική επιτομή της Σταύρωσης. Ο Ανδρέας Σαββίδης αποφεύγει τον ανθρωπομορφισμό ακόμη και όταν η θεματική του αφορά στο ανθρώπινο σώμα, το «Εσταυρωμένο» σώμα του Χριστού, διανοίγοντας έτσι μεταφορικές προεκτάσεις ως προς το διαμελισμένο σώμα της εσταυρωμένης Κύπρου του 1974. Η γλυπτική αυτή κατασκευή παραπέμπει στην έννοια του «Μη μου άπτου», καθώς λειτουργεί ως υπόμνηση της Σταύρωσης μέσα από την ενεργοποίηση νοητικών διεργασιών.
Ο Παναγιώτης Βίττης κτίζει το δικό του εικαστικό πεδίο ανάμεσα σε ρεύματα του μοντερνισμού και της τοπικής εικονογραφικής παράδοσης της υπαίθρου, της Maniera Cypria, που άνθισε στην Κύπρο κατά τον 13ο αιώνα ως αποτέλεσμα της πολιτισμικής πρόσμειξης από επιδράσεις της κομνήνειας Βυζαντινής τεχνοτροπίας με συροπαλαιστινιακές και δυτικές τάσεις. Διατηρώντας τη γραμμικότητα και τον περιορισμό στις αντιπαραθέσεις του κόκκινου και του πράσινου, αποδίδει την εικόνα της Σταύρωσης, στην Εκκλησία της Παναγίας Καθολικής, μέσω μιας αναπαραστατικής αφαίρεσης, σκεπάζοντας σχεδόν τις φιγούρες πίσω από ένα πέπλο χρωματικής βροχής από ακρυλικές βαφές που ρέοντας, καταλαμβάνουν όλη την επιφάνεια, διαχέοντας μεταφυσικό ρυθμό, αποκαθιστώντας την έλλειψη βάθους στο πρωτότυπο και μετατρέποντας τη σύνθεση σε διαμεσολαβητικό πέρασμα μεταξύ του ορατού και του αοράτου.
Το σχεδιαστικό μοτίβο του Λευτέρη Τάπα, που επικρέμαται από μια ξύλινη, οριζόντια δοκό κάτω από το θόλο και δίπλα στη ζώνη όπου οι ταξιαρχίες αυτές αγγέλων εικονίζονται στην Εκκλησία του Τιμίου Σταυρού. Το έργο του αποτελεί μιαν ακατάπαυστη διαδοχή περιγραμμάτων Σεραφείμ, που μέσα από τα λεπτεπίλεπτά τους ανοίγματα σε χαρτί, γίνονται δίοδοι διάχυσης του ουράνιου φωτός στη γη. Φτερουγίζοντας από το υλικό στο άυλο, από το ορατό στο αόρατο, από το απτό στο άπιαστο, τα «Σεραφείμ» του Λευτέρη Τάπα δημιουργούν ένα ενδιάμεσο πεδίο ανάμεσα στο γήινο και το αιθέριο ως η πλησιέστερη αναλογία στο ‘Μη μου άπτου'.
Ο «Τρίτος 'Αγγελος» του Ανδρέα Χρυσοχού αποτελεί έναν τολμηρό στοχαστικό πειραματισμό πάνω στον τρίτο άγγελο από την εικόνα του 15ου αιώνα, γνωστή ως «Αγία Τριάδα» και ως «Φιλοξενία του Αβραάμ» του Αντρέι Ρουμπλιόφ, που μαθήτευσε κοντά στον μεγάλο Κωνσταντινουπολίτη δάσκαλο και μετανάστη στη Μόσχα, Θεοφάνη τον Έλληνα.
Η γλυπτική κατασκευή του Νίκου Χαραλαμπίδη συνίσταται σε δύο κατασκευασμένα αντικείμενα, μια αρχιεπισκοπική μίτρα τοποθετημένη σ' ένα στρατιωτικό σάκο. Αποβαίνει μια κατεξοχήν μεταφορά της κυρίαρχης πνευματικής πάλης των Βυζαντινών, που αντιλαμβάνονταν τη ζωή τους ως αγώνα ανάμεσα στις ορδές του καλού και του κακού.
Η έκθεση συνοδεύεται από βιβλίο- στα ελληνικά και αγγλικά- της Νάτιας Αναξαγόρου με τίτλο «Μη μου άπτου: Βυζαντινές αναλογίες στη σύγχρονη κυπριακή τέχνη».
Το βιβλίο, έκδοση του Κυπριακού Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού περιλαμβάνει μια σύντομη εισαγωγή στη σχέση Βυζαντίου και μοντερνισμού, καθώς και αναλυτικά κείμενα για τα έργα που περιλαμβάνονται στην έκθεση, για τις βυζαντινές αναλογίες που το κάθε ένα απ' αυτά εμπεριέχει και για την συνομιλία που αναπτύσσει με τις τοιχογραφίες, τις εικόνες και την όλη εκκλησιαστική ατμόσφαιρα, τόσο θεματικά όσο και υφολογικά. Η έκδοση έχει διαστάσεις 17x24 εκ., περιλαμβάνει στις 116 σελίδες της πλούσιο οπτικό υλικό, με επιτόπια φωτογράφιση των έργων εντός των δύο εκκλησιών και φέρει στο εξώφυλλό της την πρόσφατη δημιουργία του 'Αγγελου Μακρίδη «Πιστοί-Προσκυνητές» του 2014.