Κατά Νεοζηλωτισμού Λόγος Πρώτος
(μια απάντηση στην πρόσφατη για το άτομό μου ανακοίνωση της Μητρόπολης του Πειραιά)
Του θεολόγου - φιλολόγου Κώστα Νούση
O αγαπητός και φιλόξενος ιστολόγος Παναγιώτης μπορεί να συμμαρτυρήσει του λόγου μου το αληθές αναφορικά με την επικείμενη δημοσίευση του κειμένου μου «η πλάνη του Νεοζηλωτισμού και το φάρμακο της ταπείνωσης», αλλά με πρόλαβαν οι εξελίξεις, τουτέστιν η εκτενέστατη απάντηση του γραφείου επί αιρέσεων της Μητρόπολης Πειραιώς αφορώσα στο πρόσωπό μου. Αν και το προαναφερθέν άρθρο μου – που ευελπιστώ ότι μετά το παρόν θα δημοσιεύσει κάποια στιγμή ο φίλος Παναγιώτης – αποτελεί την καλύτερη απόκριση στην όλως παραδόξως έμμεση τούτη ανταπάντηση του σεβασμιωτάτου Σεραφείμ προς την ελαχιστότητά μου, ωστόσο θα αναφερθώ εν ολίγοις στο ανακοινωθέν του γραφείου της Μητρόπολης, έχοντας υπ’ όψιν την προτροπή του Παναγιώτη να είμαι όσο πιο λακωνικός γίνεται, πράγμα ωστόσο που δε νομίζω ότι θα επιτευχθεί σε ικανό βαθμό όχι λόγω των προθέσεών μου, όσο εκ της μακροσκελέστατης (!) φύσεως του πράγματος.
Το ίδιο το κείμενό τους είναι τωόντι υπεραρκετό να εκθέσει την εκκλησιολογική ακαταστασία που εκπέμπεται - διαταράσσουσα πολυτρόπως και πολυμερώς - από την εν λόγω Ελλαδική Επισκοπή και από μόνο του αποτελεί στοιχείο επαρκές να κινητοποιήσει τα αρμόδια εκκλησιαστικά όργανα, τόσο εν Ελλάδι όσο και εν Φαναρίω, προς θεραπεία της νοσογόνου εκκλησιολογικής πραγματικότητας που γεννάται εκείθεν με καρκινικές επεκτατικές διαθέσεις, μάλλον δε προς πρόληψη μελλόντων σχισματικών τάσεων, οι οποίες ολοένα και αισθητοποιούνται και σωματοποιούνται διακρινόμενες ευκρινέστερα και πλέον καθημερινά. Την ίδια ώρα διακατέχομαι από ανάμικτα συναισθήματα, αφενός νιώθοντας υπεύθυνος για την ανακίνηση ενός θέματος που η προβληματική του φέρνει εδώ και καιρό σε δύσκολη θέση τη Μητέρα Εκκλησία αναφορικά με τον χειρισμό της, αφετέρου, όμως, χαίρων για την προώθηση της επίλυσης μιας επιθετικής ασθενείας, η εξέλιξη της οποίας δεν μπορεί να είναι εύκολα προβλέψιμη. Προς τούτοις, όμως, και όσον ανήκει στο επ’ εμοί ελάχιστο μερίδιο, θα κάνω μερικές συνοπτικές επισημάνσεις προς αποκατάσταση της προσβαλλομένης βαναύσως αληθείας και θα παραβλέψω, το κατά δύναμιν, τα πράγματι επουσιώδη και μεστά εμπαθείας και όχι φιλάδελφης διαλογικής και παραινετικής διάθεσης σημεία.
Αρχίζω με την ιδιαζόντως σημειωτικής και συμβολικής διαστάσεως έκδοση του ανακοινωθέντος τούτου από το Γραφείο των Αιρέσεων. Η νοηματοδοτική πρόθεση λίαν εμφανής και τραγική. Αυτή, εξάλλου, διατρέχει όλο το ‘σεντόνι’ με το οποίο με προικοδότησαν από την αντιαιρετική τούτη εμπροσθοφυλακή – αξιωματική θέση και όνομα που εκουσίως και τεχνηέντως προσλαμβάνει αφ’ εαυτής δια των ενεργειών της η εν λόγω Μητρόπολη – και στο οποίο αναγράφεται η βαπτισματική μου ετικέτα: οικουμενιστής. Τους ευχαριστώ, διότι ούτε αισθάνομαι κάτι τέτοιο ούτε και είμαι, τουλάχιστον επί του παρόντος. Άλλωστε, δε θεωρώ τυχαίο ότι προ δυο ημερών από το εν λόγω «αφοριστικό μου φιρμάνι», συνομιλώντας με έναν εκ των κορυφαίων ορθοδόξων δογματολόγων της εποχής μας, μού κατέθεσε πως και στον ίδιο «σέρνουν» τέτοια ακριβώς στο ίντερνετ και αλλού τώρα τελευταία. Ας είναι ο ευλογημένος σταυρός της συκοφαντίας και της λάσπης καθαρτικός των πολλών μας αμαρτιών και στέφανος δόξης στη μέλλουσα ζωή, εφόσον ισχύει το αναληθές των λοιδοριών, έστω και ακουσίως ή εξ αγνοίας και παρερμηνείας προσαπτομένων. Ωστόσο, αν όντως ο σεβασμιώτατος έχει στοιχεία ή έστω υποψίες για την αιρετική μου διολίσθηση σε οικουμενιστικές ή ‘μεταπατερικές’ κακοδοξίες, μπορεί να με οδηγήσει στην εκκλησιαστική δικαιοσύνη επί επιπλήξει ή και αφορισμώ. Τις διαδικασίες τις γνωρίζει. Δεν φοβάμαι. Λέω μόνο για την ιστορία ότι εγώ επισήμανα δικές του παρεκτροπές, αλλά ποτέ δεν τον χαρακτήρισα αιρετικό, σχισματικό ή κάτι σχετικό, ως έπραξαν οι δικοί του για μένα και μάλιστα εν θεολογική ημιμαθεία, κακότητι και ελαφρά τη καρδία, ως θα προσπαθήσω να καταδείξω στη συνέχεια του παρόντος.
Ακολουθούντες τα ίχνη του πνευματικού τους πατέρα (και προϊσταμένου μήπως;) οι ανώνυμοι τούτοι συντάκτες – περισσότεροι του ενός προφανώς και εν χρονοβόρα, επισταμένη και οργανωμένη συνεργασία, χαρά στο κουράγιο τους – προκαταλαμβάνουν το ήθος μου, την ορθοδοξία μου, την επιστημονική και γνωστική μου θεολογική ακεραιότητα και κατάρτιση, δυστυχώς για εκείνους, όσον αφορά σε κάθε σοβαρό αναγνώστη, τραγικότατα και θλιβερότατα αστοχούντες και αποτυχόντες. Ειλικρινά το λέω, αν πιαστεί το κείμενό τους λέξη προς λέξη, όπως εκείνοι έπραξαν με το δικό μου, θα πρέπει, έχοντες λίγο φιλότιμο, ή να κρυφτούν ή να ζητήσουν συγγνώμη. Μα ούτε και η δική μου πρόθεσή είναι η «μωρά συζήτησις», κάτι που και ο «αθωότατος και εξόχως ειρηνοποιός» Επίσκοπός τους διατείνονται ότι θέλει να αποφύγει. Απλώς θα παραθέσω εν προκειμένω δυο τρία δικά τους σχετικά λεγόμενα και θα αφήσω να εκτεθούν όντες αυτοκατάκριτοι: «να διαπιστώσει ορισμένες ουσιαστικές ελλείψεις του και κενά σε βασικά θεολογικά ζητήματα και ιδίως σε θέματα Κανονικού Δικαίου… με αποτέλεσμα να εκθέτη τον εαυτό του δημοσίως και να ντροπιάζεται… στην οποία μάλιστα δίκην ανακριτού και δικαστού… τα πνευματικά του αισθητήρια είναι αρρωστημένα, αφού αδυνατούν πλέον να συλλάβουν την ευωδία και την αύρα του αγίου Πνεύματος… Εκείνο το οποίο λοιπόν χρειάζεται, ο αγαπητός κ.Κ.Ν., είναι να θεραπεύση τα πνευματικά του αισθητήρια διά της μετανοίας, να βγάλει τα οικουμενιστικά «γυαλιά» που φοράει… ως άλλος δικαιοκρίτης εισαγγελεύς…». Επίσης, μια μικρή ακόμα φιλοκαλικού τύπου παρατήρηση: ένα κείμενο που δημοσιεύεται επισήμως από μια Μητρόπολη, καλό είναι να αποφεύγει το πεζολογικό έως πεζοδρομιακό ύφος και επίπεδο, που πολλές φορές αγγίζει τα όρια της αργκό (βλ. ενδεικτικά: «οι ισχυρισμοί του αγαπητού κ. Κ.Ν. καταρρίπτονται και σωριάζονται κάτω σε ερείπεια ως ετοιμόρροπος μιναρές… να φουντάρη στη θάλασσα… τα κατάπιε άραγε, ή τα έκανε γαργάρες;»). Ο αυτοευτελισμός είναι πολλές φορές ενδεικτικός και άλλων ουσιωδέστερων πραγματικοτήτων, που οι προσεκτικοί μελετητές δεν αφήνουν σε μια εική και ως έτυχε διαγνωστική παρατήρηση.
Λένε: «ενώ δε ο ίδιος ομολογεί στη πρώτη απάντηση του ότι «δεν προσδιορίζομαι σαν φιλόλογος–θεολογος» (σελ.2), ωστόσο με πολλή επιπολαιότητα καταπιάνεται με θεολογικά και άλλα εκκλησιαστικά θέματα, χωρίς να διαθέτει ένα βασικό θεολογικό εξοπλισμό». Το ότι δεν υπογράφω έτσι για λόγους απλής σοβαρότητας και το σημειώνω για να αποφευχθεί η όποια υποψία περί ψωνίσματος του υποφαινομένου, δε σημαίνει ότι αρνούμαι τη διττή μου αυτή ιδιότητα, αλλά εκείνοι το αδράχνουν και λένε αστήρικτα ότι καταπιάνομαι με θέματα, ων άσχετος. Εννοείται σαφέστατα πως ασχολούμαι με τούτα και έχων μια σεβαστή (ει και ολίγη) γνώση των πραγμάτων και ex officio, όμως αυτοί με ακυρώνουν ύπουλα και αναιδώς προκαταβολικά, αυτόχρημα θεωρούντες εαυτούς αρμόδιους να ασχοληθούν με τα εν λόγω ζητήματα, χωρίς βέβαια ποτέ να μας αποκαλύπτουν αν έχουν τουλάχιστον μια πανεπιστημιακή επικύρωση στοιχειώδους ορθόδοξου θεολογικού υπόβαθρου. Το αναφέρω απλά για να καταδείξω την ελλιπή σοβαρότητα και αφέλεια του επακολουθούντος επιχειρηματολογικού τους σχεδιασμού και περιεχομένου, όσο και την επιπολαιότητα της ανάγνωσης και συνεπόμενης ερμηνείας των γραπτών μου.
Το πιο αντιαισθητικό, εξάπαντος, και απεχθές είναι η εκπορευόμενη φασιστόχροη επισκοποκεντρική ιεροεξεταστική και κληρικαλιστική διάθεση και αρχομανία, ισοπεδωτική κάθε λογικής, πνευματικότητας και υπολήψεων υπαρκτών προσώπων. Οι Επίσκοποι δε φείδονται ουδενός μπροστά στην όποια προσβολή του κύρους και της αυθεντίας τους, ομιλούντες από καθέδρας σαν Πάπες και τρέμοντες στην ιδέα του λάθους και της συγγνώμης, έστω και επ’ ελάχιστον. Παραμένει στον γράφοντα η απορία αν η πρόθεση του Επισκόπου και των συνεργατών του είναι η ανεύρεση και θεραπεία της αλήθειας, της πνευματικής ακριβείας και της θεολογικής ορθότητας ή το ατσαλάκωτο της επισκοπικής εικόνας και του δεσποτικού κράτους. Η διακονική διάσταση του μέγιστου τούτου εκκλησιαστικού λειτουργήματος υποχωρεί εμφανώς και καταθλιπτικότατα για τους αγαπώντες, ενασχολουμένους και γνωρίζοντες τα εκκλησιαστικά πράγματα.
Κατέληξα ότι ένας διάλογος τέτοιος, φύσει εκκλησιαστικός και θεολογικός, αξίζει ως μια ευκαιρία πραγματικής και ευγενούς διαπάλης τάσεων μεταξύ Ορθοδόξων και όχι σαν εμπαθής και άγονη αντιπαράθεση μεταξύ προσώπων. Δυστυχώς, στην εν Ελλάδι ορθοδοξία ο διάλογος είναι κάτι άγνωστο και ενοχλητικό για τους περισσότερους. Όμως η εποχή της ταχύτατης πληροφόρησης και της μετανεωτερικότητας δεν επιτρέπει πια στρουθοκαμηλισμούς και μεσαιωνισμούς. Η μαγική αντίληψη της επισκοπικής εξουσίας και χάριτος δεν μπορεί να μας πείθει πάντα και όλους αυτοματικά, αλλά μονάχα ως ταπεινή και αγαπητική διακονική διαλεκτική. Αυτό, όμως, είναι κάτι το ξεχασμένο ή πάντη ανύπαρκτο στους ψυχισμούς της ελλαδικής των ορθοδόξων πλειοψηφίας. Πολλοί, σχεδόν όλοι οι φίλοι, με συμβούλευσαν ή να είμαι νηφάλιος και λακωνικός ή να σιωπήσω παντελώς, εφόσον σε μια ‘κόντρα’ με έναν Επίσκοπο είμαι χαμένος από χέρι! Είτε λόγω ευσεβιστικών καταβολών είτε για ποικίλα άλλα αίτια, δεν μπορούν να κατανοήσουν πως πραγματικά είμαι ήρεμος και νηφάλιος και πλέον δε συζητώ επί προσωπικού περισσότερο, όσο για την ορθοδοξότερη αντιμετώπιση των πραγμάτων, τουλάχιστον κατά την ημετέρα θεώρησή τους. Οπότε, τα ίδια μας τα γραφόμενα ας μας κρίνουν και ας αφήσουν να διαφανεί το δίκαιο και άδικο αμφοτέρων. Για τους λόγους αυτούς και να θέλω δεν μπορώ παρά να αναλύσω πιο διεξοδικά τα γραπτά των «αυλικών» της παραθαλάσσιας Μητρόπολης. Καλό θα ήταν να μου πουν τουλάχιστον ποιοι είναι, διότι εν Εκκλησία διαλεγόμεθα εν προσώποις, ενώπιος ενωπίω ή, το ελάχιστον, θέλω να δω αν μιλάω με θεολόγους εμβριθείς ή ερασιτέχνες, θεολογούντες ή ασκητές πνευματέμφορους, κληρικούς ή ό,τι τελοσπάντων απαρτίζει την αόρατη τούτη ομάδα. Είναι άξιο, προς τούτοις, ενδελεχούς ανάλυσης με ποια πρόφαση ακυρούται υπ’ αυτών και απαξιούται ο λόγος ενός λαϊκού θεολόγου συγκριτικά με έναν αντίστοιχο επισκοπικό και γιατί δεν μπαίνουν καν στη διαδικασία στοιχειώδους σεβασμού και προσοχής του πρώτου. Ή μήπως μπαίνουν και ας μην το εξωτερικεύουν; Για αυτήν και μόνον την υπόθεση αξίζει να ανοίξει κάποιος το στόμα του κι ας παρεξηγηθεί, όπερ αναπόφευκτον σε κάθε περίπτωση.
«Η απάντηση του Σεβασμιωτάτου θα ήταν, πιστεύουμε, υπεραρκετή, αν διαβαζόταν με την δέουσα προσοχή και, προ πάντων, με πνεύμα μαθητείας και ταπεινώσεως από τον αγαπητό κ. Κ.Ν., να τον βοηθήσει να συνειδητοποιήσει κάποια βασικά λάθη και σφάλματά του». Το πνεύμα της μαθητείας είναι αδιανόητο για Επισκόπους, ως φαίνεται, αλλά μονόδρομος εκκλησιολογικής στάσης των Λαϊκών. Πιο τρανά το στρεβλό πνεύμα τούτο του αδιόρατου και υποφώσκοντος παπισμού – ον εγκαλούν επί αιρέσει παρακάτω οι ίδιοι – φαίνεται στη φράση: «και αντί, μετά την απάντηση του Σεβασμιωτάτου, να προσγειωθή και να ταπεινωθή, να κάνη μιά αυστηρή αυτοκριτική στον εαυτό του, ύψωσε το ανάστημά του». Ω της αυθαδείας του νέου και αμετροεπούς! Τα σχόλια δικά σας (η υπογράμμιση δική μου).
Το ψεύδος προδίδεται στην κατακλείδα του εισαγωγικού τους κεφαλαίου: «επειδή λοιπόν ο Σεβασμιώτατος διέκρινε, έχοντας υπ’ όψιν του και την αποστολική προτροπή «μωράς δε συζητήσεις και γενεαλογίας και μάχας νομικάς περιΐστασο, εισί γαρ ανωφελείς και μάταιοι» (Τιτ.3,9), ότι δεν ωφελεί σε τίποτε η περαιτέρω συνέχιση μιάς άκαρπης και ανώφελης αντιπαραθέσεως, μας παρεκάλεσε να δώσουμε στον αγαπητό αδελφό κ. Κ.Ν. με την παρούσα απάντηση μια δευτέρα και τελευταία ευκαιρία νουθεσίας, με την ευχή και προσευχή, να διανοίξη ο Θεός τον νούν και φωτίσει την ψυχήν του εις επίγνωσιν της αληθείας Αυτού». Αναρωτιέσαι με περισσή απορία και αθυμική έκπληξη αν στον νου μας, μηδενός του Επισκόπου εξαιρουμένου, υπάρχει χώρος για ισότιμο διάλογο, διάθεση αυτοκριτικής και ένθεης υποψίας μιας έστω και μικρής πιθανότητας να υπάρχει το λάθος από τη δική του πλευρά. Επίσης, δεν κατανοώ για ποιον λόγο με «αγαπούν» τόσο και με «καθυβρίζουν» ταυτόχρονα, όπως και γιατί συνεχίζουν τον ψευδεπίγραφο τούτο διάλογο, ενώ ξέρουν a priori πως πρόκειται για ανώφελη και ανόητη κουβέντα. Εγώ, παρ’ όλα αυτά, θα προσπαθήσω να πω δυο λόγια επί της ουσίας και ο έχων ώτα καλής προαιρέσεως ακουέτω.
Περί Εισπήδησης, Πηδαλίου και Ιερών Κανόνων: αρχίζουν με την παράδοξη παρατήρηση πως επικαλούμαι, χωρίς να το αντιλαμβάνομαι, το Πηδάλιο. Μα εγώ ποτέ δεν είπα κάτι διαφορετικό. Το πρόβλημά μου δεν είναι οι Κανόνες, αλλά η ερμηνεία τους. Με εγκαλούν για εσφαλμένη επανερμηνεία του Πηδαλίου: «το ότι βέβαια όλα τα παρά πάνω «μετανεωτερικά, εξαμβλωματικά και καινοφανή μορφώματα» (σελ.1 της δεύτερης απαντήσεως) της σκέψεώς του είναι τελείως ξένα προς την Κανονική και Εκκλησιαστική μας Παράδοση, μόλις είναι ανάγκη να υπογραμμιστή». Πέρα από τη χυδαία και ειρωνικότατη μεταφορά μιας φράσης δικής μου πάνω σε φαινόμενα, την οποία στρέφουν κατά των απόψεών μου και δι’ αυτών στο πρόσωπό μου – το κάνουν σχεδόν σε όλο το κείμενό τους δυστυχώς, δηλωτικό πτωχότατου ήθους – δεν πρόσεξαν μια σημαντική λεπτομέρεια: όλα τα περί «μεταλλαγμένης και καινοφανούς εισπήδησης της εποχής μας», που συχνά πυκνά επικαλούμαι και ανέλυσα ήδη δαψιλώς, είναι ξένα και καινοφανή, διότι απλούστατα δεν υπήρχε τότε που κατεγράφησαν οι Κανόνες η αλματώδης τεχνολογική επανάσταση και η παράδοξη ταχύτητα διάδοσης πληροφοριών και δεδομένων μέσω διαδικτύου, όπως σήμερα! Στοιχειωδώς άσχετοι με το γράμμα και το πνεύμα των Κανόνων δε γνωρίζουν πως οι Κανόνες συνετάχθησαν εν Πνεύματι με βάση τα ανακύπτοντα προβλήματα της τότε καθημερινότητας. Έτσι πολλοί «αχρηστεύθηκαν», μετηλλάγησαν, επανερμηνεύθησαν ή ακυρώθηκαν εν τοις πράγμασι. Το τονίζω, διότι παρουσίασαν μια σχεδόν κατά γράμμα προτεσταντική διάθεση ερμηνείας και θεώρησης του Πηδαλίου, επόμενοι, ως φαίνεται, τω πνεύματι του πατρός αυτών.
«Επί πλέον με την απόπειρα συμπληρώσεως αυτών, τους οποίους με θείο φωτισμό συνέγραψαν οι άγιοι Πατέρες, ανυψώνοντας έτσι εαυτόν υπεράνω Συνόδων και Πατέρων». Ούτε συμπλήρωσα ούτε είμαι υπεράνω Συνόδων (τούτο το τελευταίο κλεμμένο από τα συναφή λόγια του Πειραιώς στην τελευταία του σε μένα απάντηση). Πραγματικά αστείο να απαγορεύεις ερμηνείες και βλάσφημο για το Πνεύμα, που το παρουσιάζουν να πνέει στην Εκκλησία μόνο σε παρελθοντικές εποχές. Πλήρης, δηλαδή, και επικίνδυνη αδαημοσύνη περί τα θεολογικά γράμματα και πράγματα. Επίσης, αμέσως πιο κάτω θεωρούν την υποτιθέμενη «καινή» μου ερμηνεία αυτόχρημα παραχάραξη των Κανόνων, απαγορεύοντας και πάλι εμμέσως πλην σαφώς την όποια «επανάγνωσή» τους, όπερ εστί φασισμός και μαγεία εν ταυτώ (!), ερμηνεύοντας, ωστόσο, εμένα οι ίδιοι ως κιβδηλοποιό και παραπέμποντας παράλληλα στον μεταγενέστερο της καταγραφής των Ιερών Κανόνων ερμηνευτή του Πηδαλίου άγιο Νικόδημο!
«Με τις ενέργειές του αυτές ο αγαπητός κ. Κ.Ν., χωρίς ίσως να το αντιλαμβάνεται, προκαλεί «από απλή ταραχή και σκανδαλισμό μέχρι και σοβαρότερες παρενέργειες στην Εκκλησία», και πάντως «σίγουρα κάνει την δουλειά του και διασκεδάζει ο αρχαίος όφις» (σελ.1 του πρώτου δημοσιεύματος της 25ης.11.2012). Αυτή η περίπτωση «τω όντι ανήκει στο φαινόμενο της ευρύτερης θεολογικής μας σχιζοείδειας» (σελ.3 της πρώτης απαντήσεως». Μου αντιστρέφουν ξεκάθαρα δικολαβίστικα αυτά που τους είπα πρώτος, χωρίς όμως ουσία, αλλά σαν πυροτεχνήματα κενά. Φοβάμαι, ωστόσο, πως αυτά που λένε τόσο ανοήτως και απερίσκεπτα για μένα, ταιριάζουν γάντι σε ένα πολύ κοντινό τους πρόσωπο.
Αλλά μια που αναφέρθηκαν στον Άγιο Νικόδημο και επειδή συγχέουν το θέμα της εισπήδησης με τη διαφύλαξη της πίστης (: «τέλος, (για να κλείσουμε το θέμα αυτό), όταν πρόκειται για δογματικά θέματα, για θέματα πίστεως, δεν υπάρχει εισπήδηση, διότι ο θησαυρός της πίστεως είναι κοινό κτήμα όλων, και όλοι έχουμε ευθύνη, κληρικοί και λαϊκοί, για την διαφύλαξή της από κάθε αίρεση και πλάνη»), για να δούμε κάτι σχετικό με την προκειμένη περίπτωση, του ιδίου ερμηνεύοντος τον ΙΑ’ Κανόνα της εν Σαρδική Τοπικής Συνόδου: «εάν τινάς Επίσκοπος υπάγη εις πόλιν ή επαρχίαν άλλην, κόμπου χάριν, ήγουν δια να εγκωμιασθή ως λόγιος, ή δια ζήτησιν της ευσεβείας και πίστεως, και θέλη να ευρίσκεται εκεί πολύν καιρόν… η συνεχής γαρ αύτη του ξένου επισκόπου διδασκαλία και ταραχάς προξενεί και υποψίαν γεννά, ότι αυτός σπουδάζει με τούτον τον τρόπον να ελκύση τον λαόν εις την αγάπην του…». Φυσικά, αν και φωτογραφίζονται αμυδρά οι εν γένει ενέργειες του Πειραιώς, ο οποίος δια του διαδικτύου και άλλων τρόπων «υπάγει σε έτερες επαρχίες», λ.χ. στο Φανάρι, ακυρώνοντας ως πεπτωκότες εν τη πίστει πολλούς Αρχιερείς της εποχής μας, το αξιοσημείωτο στον Κανόνα είναι το «μὴ καταφρονῇ ἐκείνου καὶ συνεχέστερον ὁμιλῇ, καταισχύνειν και κατευτελίζειν τὸ πρόσωπον τοῦ αὐτόθι ἐπισκόπου σπουδάζων». Ο Κανών συνεχίζει με την όλο νόημα επισημείωση ότι αυτή «ἡ πρόφασις» προκαλεί ταραχές. Θα συμφωνήσω με το γεγονός ότι σε θέματα προδοσίας πίστεως οφείλουμε να μιλάμε. Αλλά πόσο εύκολα βρίσκουμε ή εφευρίσκουμε τέτοιες προδοσίες «προφάσει» και πόσο πιο ωραίο είναι και θεαρέστως νόμιμο να το πράττουμε σύμφωνα με τη γνώμη του Πρώτου και της οικείας Συνόδου (εδώ Αρχιεπισκόπου Αθηνών και της Ελλαδικής Συνόδου – Αποστολικός Κανών ΛΔ’)! Παρά ταύτα, το πιο αξιοπρόσεκτο εδώ είναι και πάλι πως οι ανώνυμοι συντάκτες επανέρχονται υπόρρητα υποσημειώνοντες ότι δήθεν ο Πατριάρχης είναι πεπτωκώς εν τη πίστει και αυτοί εμφανίζονται ωσάν η ελεγκτική και προφητική φωνή του Θεού.
«Στο σημείο αυτό θα θέλαμε να ερωτήσουμε: Με τα νέα όρια, που έδωσε στους Ιερούς Κανόνες, δεν περιέπεσε άραγε και αυτός στο παράπτωμα της εισπηδήσεως; Με ποιό δικαίωμα ανακατεύεται σε θέματα άλλης Μητροπόλεως, στο ποίμνιο της οποίας δεν ανήκει»; Αν και ανάξιο σχολιασμού, σημειώνω παρενθετικά πως εδώ είναι εμφανής και κακόβουλη (μάλλον κακότεχνη) η σύγχυση της απαθούς, αντικειμενικής και αναγκαιότατης θεολογικής κρίσης με συγκεκριμένες ενέργειες «εισπήδησης» Επισκόπου, γεγονότα δηλαδή που έχουμε αποδείξει πολλαπλώς ότι βαρύνουν τον Σεραφείμ. Επίσης, ας προσθέσω πως όσα ανέφερα για καινοφανείς μορφές εισπήδησης σήμερα δεν είναι δικές μου πρωτότυπες ανακαλύψεις και αποκλειστικώς ημέτερα εφευρήματα. Άκρως ενδεικτικά παραπέμπω σε βιβλία και μελέτες των Κονιδάρη, Μπούμη και άλλων με τη σχετική προβληματική, τα οποία αν χρειαστεί και με την πρώτη ευκαιρία θα τα παραθέσω σε πληρέστερη βιβλιογραφική μορφή.
«Κατηγορήθηκε επίσης ο Σεβασμιώτατος για «τυπολατρική προσκόλληση στο Κανονικό Δίκαιο» (σελ.1 της δεύτερης απαντήσεως) και άρα και στο Πηδάλιο, «το απειλητικό κράδασμα» του οποίου «μαζί με την κανονιοβολιστική χρήση των Ιερών Κανόνων» (σελ.1,ο.π.) προκαλούν προφανώς στην ψυχή του συγγραφέως αίσθηση τρόμου και πολέμου». Τους θυμίζω ότι η εύστοχη αυτή κρίση περί κανονιοβολισμού δια των Ιερών Κανόνων δεν ανήκει σε μένα, αλλά στον άγιο γέροντα Παΐσιο – καταγεγραμμένη πληθωρικά μάλιστα.
«Πριν από όλα, εκείνο που πρέπει να τονίσουμε και να υπογραμμίσουμε είναι, ότι οι Ιεροί Κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων και όσοι εκ των τοπικών Συνόδων και των αγίων Πατέρων έχουν επικυρωθεί από τις Οικουμενικές, δεν είναι απλές απόψεις κάποιων εκκλησιαστικών συγγραφέων ή και μεμονομένων αγίων, που επιδέχονται αναθεώρηση και τροποποίηση – σημείωση ημετέρα: το είπα ή το υπονόησα εγώ αυτό κάπου; Μη μου βάζετε στο στόμα λόγια εκ του πονηρού - αλλά κείμενα θεόπνευστα με καθολικό και διαχρονικό κύρος – εγώ πάλι: και τότε πώς εξηγείται η έκπτωση ή παραθεώρηση πολλών εξ αυτών στην πράξη;». Ποσώς δεν αμφισβητώ τη διαχρονικότητα και θεοπνευστία τους με το τελευταίο μου τούτο σχόλιο, απλά θέλω να υπογραμμίσω το πνεύμα και το γράμμα των Κανόνων που εμπαίζουν εκείνοι συγχέοντες αυτά – αν ισχύει τούτη η διάκριση στη Γραφή, πολλώ δε μάλλον γιατί όχι και στο Πηδάλιο; Ομολογώ δεν τους καταλαβαίνω. Ο ίδιος ο Μ. Βασίλειος, εξάλλου, που τον επικαλούνται επί εκκλησιαστική ακριβεία, εισάγει τον χαρισματικό τούτο ερμηνευτικό «διαχωρισμό» πνεύματος και γράμματος, τύπου και ουσίας, στον ΠΔ΄ Κανόνα του.
Συνεχίζουν αμετανόητα εντέχνως (εν πονηρία) να εξυπονοούν μέσω του Λόσσκυ – ο μεγάλος ρώσος θεολόγος, όπως λένε, αγνοούντες, ως φαίνεται, πως έπεσε και εκείνος σε σοβαρά ατοπήματα στο ίδιο ακριβώς βιβλίο που επικαλούνται εδώ και αναφέρομαι συγκεκριμένα στην ξέχωρη Οικονομία του Πνεύματος. Να είναι άραγε ο ρώσος στην ίδια μοίρα με την αφεντιά μου, δηλονότι αιρετικός; Ας μας το απαντήσουν οι μικροί τούτοι «ιεροεξεταστές» – ότι χωρίζω τους Κανόνες από τα Δόγματα. Τους παραδίδω απλά στη χλεύη της θεολογικής τους αγνοίας, δια της οποίας αυτογελοιοποιούμενοι και την οποία αυτοπροσλαμβάνοντες με καταμηνύουν.
«Κατά συνέπεια η προσπάθεια ορισμένων Οικουμενιστών συγχρόνων θεολογούντων, να επανερμηνεύσουν, ή να καινοτομήσουν στους Ιερούς Κανόνες, με βάση τα δεδομένα της σύγχρονης εκκλησιαστικής ζωής και πραγματικότητος, αποδεικνύεται, εσφαλμένη και μετέωρη θεολογικά». Θα το σχολιάσω επιγραμματικά: καθυβριστικός και πάλι υπαινιγμός περί ‘οικουμενιστικής’ μου πλάνης, σύγχυση ζώσης Θεολογίας και αναμάσησης της Παράδοσης, φονταμενταλισμός, αστειότητα, θεολογική αγνωσία και αφασία εμφανέστατες και επικινδυνότατες. Άκοντες, προφανώς εκ θεολογικής απειρίας, καταργούν το δικαίωμα και τη δυνατότητα σύγκλησης νέων Συνόδων προς επανερμηνεία παλαιών και σύνταξη νέων Κανόνων. Κατ’ αυτούς η Εκκλησία έκλεισε στο Πηδάλιο και στην προνεωτερική εποχή, όπερ αθεολόγητον έως βλάσφημον. Κι όμως, διαστρέφουν αυτήν την πραγματικότητα λέγοντες ότι «εάν, όπως ισχυρίζεται ο κ. Κ.Ν., ο Σεβασμιώτατος κατέχεται από πνεύμα «δικανικό και νομικίστικο» (σελ.1,ο.π.), επειδή απλώς και μόνον επικαλέστηκε κάποιους Ιερούς Κανόνες, για να διαλευκάνη το θέμα της εισπηδήσεως, τότε πολύ περισσότερο οι άγιοι και θεοφόροι Πατέρες, οι οποίοι εν Πνεύματι αγίω συνέγραψαν τους εν λόγω Κανόνες κατέχονται από παρόμοιο πνεύμα, πράγμα το οποίο αποτελεί σε τελική ανάλυση βλασφημία προς τους αγίους Πατέρες και προς αυτό το άγιο Πνεύμα». Να παρενθέσω εδώ πως ο τρόπος του Επισκόπου είναι που με ενόχλησε και όχι η επίκληση των Κανόνων.
«Το γεγονός δε ότι κ. Κ.Ν. … αισθάνεται να αποπνέει το Πηδάλιο – σημ. δική μου: όχι αυτό, ο Πειραιώς - ένα παγερό, άχρωμο, δύσγευστο, άκαμπτο και ανάλγητο, δικανικό και νομικίστικο πνεύμα», όπως επίσης «απέχθεια και απώθηση (σελ.2,ο.π.), αυτό οφείλεται, στο ότι τα πνευματικά του αισθητήρια είναι αρρωστημένα, αφού αδυνατούν πλέον να συλλάβουν την ευωδία και την αύρα του αγίου Πνεύματος, την οποία μεταδίδουν οι Ιεροί Κανόνες και την οποίαν αισθάνονται όσοι έχουν υγιή τα πνευματικά τους αισθητήρια – πάλι δικό μου σχόλιο: τουτέστιν οι ίδιοι !». Η χυδαιότητα συνεχίζεται χωρίς όρια αμέσως πιο κάτω: «εκείνο το οποίο λοιπόν χρειάζεται, ο αγαπητός κ. Κ.Ν., είναι να θεραπεύση τα πνευματικά του αισθητήρια διά της μετανοίας, να βγάλει τα οικουμενιστικά «γυαλιά» που φοράει». Τους προτρέπω να βγάλουν πρώτα εκείνοι τα δικά τους μυωπικά εκ της αυθαιρεσίας, αμετροέπειας και της μισθάρνου θέσεώς τους. Το πνεύμα τους γέμει από συστάσεις κατάργησης του σκέπτεσθαι φυσικώς και εν Πνεύματι: πηγή αθεϊσμού, ιεροεξεταστική νοοτροπία, μονοπώληση δι’ εαυτούς και τον ποιμενάρχη τους της επαρκούς διαχείρισης της αλήθειας και της ορθοδοξίας.
«Σύμφωνα με την καινοφανή αυτή αντίληψη, ευρύτατα διαδεδομένη μεταξύ των Οικουμενιστών – σημείωση εμή: και εγώ εκεί μέσα! - οι Ιεροί Κανόνες έχουν τύπο και ουσία ή γράμμα και πνεύμα και ότι ο μεν τύπος πρέπει να παραμεριστεί, ενώ η ουσία να εφαρμοστεί, δεν έχει κανένα θεολογικό έρεισμα. Ποτέ κανένας Πατέρας ή άγιος της Εκκλησίας μέχρι σήμερα δεν κάνει αυτή την διάκριση στους Ιερούς Κανόνες, αλλά όλοι τους ομιλούν για αυστηρή και ακριβή τήρηση αυτών, όπως σαφέστατα φαίνεται από τις παρά πάνω μαρτυρίες των αγίων Πατέρων, που μνημονεύσαμε»: ξεχνάνε τουλάχιστον τον Μ. Βασίλειο που μόλις προανέφερα. Λησμονούν (ή απλά δε γνωρίζουν για) τον πατέρα Παΐσιο και τον γερο Πορφύριο και τον γέροντα Ιάκωβο, για τους οποίους έχω πλείστα όσα παραδείγματα να τους αναφέρω. Αλλά πού να κάτσεις τώρα να ακούσεις και να διαλεχθείς με έναν αιρετικό, ε;
Ανακεφαλαιώνοντας επί του επιμέρους τούτου ζητήματος, θέλω να επισημάνω τον αναμηρυκασμό του σχολαστικισμού και νομικισμού, που έχουμε δει ήδη στα κείμενα του ίδιου του Σεβασμιωτάτου. Τραγελαφικές «ομολογίες» μιας πίστεως των βιβλίων και όχι της ζωής και της πραγματικότητας. Γι’ αυτό και, «χάριτος απούσης», κλείνουν με τη μομφή μιας ακόμα αίρεσης για μένα: μεταπατερικός. Σίγουρα ούτε τον όρο ακριβώς δύνανται να προσδιορίσουν ούτε έχουν κάποιο αποδεικτικό σχετικό στοιχείο αναφορικά με την περίπτωσή μου. Εκτός και αν παραδεχτούν ότι αναφέρουν σε άλλους τα περί μεταπατερισμού και οικουμενισμού και όχι στον γράφοντα. Ωστόσο, η απάντησή μου στο θέμα της Εισπήδησης και των Κανόνων θα ολοκληρωθεί λίγο πιο κάτω. Κοντός ψαλμός αλληλούια.
Περί Η΄ και Θ΄ Οικουμενικής Συνόδου: «Κατά συνέπεια είναι μείζονος σημασίας σε σχέση με το θέμα της μεταλλαγμένης εισπήδησης, διότι πάνω απ’ όλα είναι η πίστη, το δόγμα και έπονται όλα τα άλλα». Δηλαδή η Εκκλησιολογία τι είναι, δεν είναι δογματικό θέμα; Και τι ακριβώς εννοούν με όλα τ’ άλλα;
Περί των δύο Ιερέων: «στην πρώτη του κατηγορία, ως άλλος δικαιοκρίτης εισαγγελεύς, αφού έστησε στο εδώλιο τον Σεβασμιώτατο»: πώς και δε βλέπουν το ίδιο στον Δεσπότη τους και «τη λένε» μόνο σε μένα; «Έπειτα οι παρεμβάσεις δεν αφορούσαν τα πρόσωπα των Πατριαρχών, αλλά τις βλάσφημες και αντορθόδοξες δηλώσεις και ενέργειές των, οι οποίες, επειδή έγιναν δημοσίως, προκάλεσαν βαρύτατο και ευρύτατο σκανδαλισμό και σάλο στον πιστό λαό του Θεού»: εδώ είναι η πεμπτουσία. Άρα οι εν λόγω Οικουμενικοί είναι οικουμενιστές. Απλά, ρητά, καθαρά, απροκάλυπτα. Παρά ταύτα η έγκλησή μου στον Πειραιώς επί του προκειμένου, πλέον όχι απλά παραμένει, αλλά και επαυξάνει: ας θυμίσω στον μεγάλο αυτό και εμβριθέστατο κάτοχο των Κανόνων, όπως τον χαρακτήρισαν οι δικοί του στο υπό εξέτασιν, τον ΛΘ΄ Αποστολικό Κανόνα. Νομίζω πως εδώ σταματάει κάθε υποκρισία και εμπαιγμός και ήρθε η ώρα των αληθινών και αντρίκιων απαντήσεων και όχι των σοφιστικών υπεκφυγών.
Και ένα τελευταίο: «εξ άλλου τα όσα έγραψαν οι δύο κληρικοί σχετικά με τις παρά πάνω βλασφημίες, δεν αποτελούν ιδικές τους εκτιμήσεις και απόψεις, αλλά στηρίζονται εξ’ ολοκλήρου σε μαρτυρίες αγίων και καταξιωμένων ανδρών, όπως ο γέροντας Παΐσιος, κ.α.». Να τους υπενθυμίσω ότι τότε μάλλον ο πατήρ Παΐσιος θα έσφαλε που φωτογραφήθηκε με τον νυν Οικουμενικό προ της κοίμησής του, όπως και ο γέρων Ιάκωβος Τσαλίκης που προσευχόταν θερμά για την εκλογή του Βαρθολομαίου. Εκτός και αν δεν ήταν προορατικοί και χαρισματικοί πατέρες…
Περί του Σεβ. πρώην Ράτσκας Αρτεμίου: «ο τα πάντα ανακρίνων και εξετάζων κ. Κ.Ν.»: κλεμμένο από τον ίδιο τον Σεραφείμ. Άκομψη και άτεχνη επανάληψη. Μπορούσε κάλλιστα να αποφευχθεί. Ολόκληρος μήνας προπαρασκευής ήταν αυτός άλλωστε. Στην ουσία τώρα: η υπεροχική διάκριση του Πειραιώς από την εκκλησιαστική συνοδική συλλογικότητα και πάλι στο προσκήνιο. Ήρθε να επισημάνει και διορθώσει το «λάθος» της Σερβικής Ιεραρχίας. Δε θα εξετάσω εδώ αν έχει δίκιο, αλλά θα σημειώσω εμφαντικά πως είχε μεν το δικαίωμα να διαφωνεί με επιχειρήματα, διάκριση και ταπείνωση ως άνθρωπος και Επίσκοπος, αλλά και ορθότατα παρά ταύτα δεν είχε καμιά εκκλησιαστική κοινωνία με τον καθαιρεθέντα, όπως απερίφραστα ομολογούν οι ‘αντιαιρετικοί’ συντάκτες – υπερασπιστές του. Το σωστό να λέγεται.
Περί του κ. Νικολάου Σωτηροπούλου: εδώ όμως χαλάει το πράγμα. Ναι μεν, ορθώς ή λαθεμένα αδιάφορο προς το παρόν, εξισώνονται ως αδικούμενοι Αρτέμιος και Νικόλαος, ωστόσο στην περίπτωση του τελευταίου έχουμε κενά: δεν μας απαντούν – τεχνήεσσα και ένοχη αποσιώπηση - αν κοινώνησε στη Μητρόπολη Πειραιά, αν μίλησε - κήρυξε επίσημα σε Ναό της και αν ευλογήθηκε ή επηνέθη δημοσία και ενώπιον εκκλησιάσματος μετά τον αφορισμό του, πράγματα όλως αντικανονικώς επιλήψιμα και εκ διαμέτρου αντίθετα με την προαναφερθείσα εκκλησιολογικά σωστή στάση έναντι του Αρτεμίου.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το πρόβλημα έγκειται ουσιωδώς στο γεγονός ότι πάλιν και πολλάκις αυτονομείται ο Σεραφείμ και εξαίρεται υπεροχικώς από την ενότητα του σώματος και εν προκειμένω από τρεις τουλάχιστον «αμαρτάνουσες και πλανηθείσες» Εκκλησίες (Κωνσταντινούπολης, Σερβίας και της Ελλάδος συνηγορούσης δια λειτουργικής συγκοινωνίας, μην πω και της Μείζονος και Υπερτελούς Συνόδου). Ας ελπίσουμε πως την επόμενη φορά θα μας τα διευκρινίσει ο ίδιος επαρκέστερα όλα τούτα, απαντώντας μας ρητά και συγκεκριμένα, καθώς και εκφέροντας πιο ξεκαθαρισμένες θέσεις.
Περί των Αναθεμάτων: προκαταλαμβάνω μια απάντηση που υποστηρίζω προσωπικά εδώ και καιρό: καλό είναι το καλό να γίνεται με καλό τρόπο, εν προκειμένω με Πατριαρχική, Αρχιεπισκοπική ή Συνοδική ευλογία. Αυτό δε συνέβη εκ μέρους του Πειραιώς. Αυτονομήθηκε, ως είθισται. Οι συντάκτες μάς μιλάνε για μια Συνοδική απάντηση στον Πατριάρχη, την οποία δεν παραθέτουν αφήνοντάς μας να μαντέψουμε το περιεχόμενο, και εξακολουθούν στο ίδιο μαγικό μοτίβο λέγοντας πως «η συνέχεια των γεγονότων απέδειξε, ότι η Δ.Ι.Σ. δεν εθεώρησε αναγκαίον να εκφράση την αποδοκιμασία της, ή έστω απλήν τινά μέμψιν, επισήμως και γραπτώς, προς τις εν λόγω ενέργειες του Σεβασμιωτάτου». Τούτο, φυσικά, δε σημαίνει ότι η εξέλιξη της κατάστασης είναι κατ΄ ανάγκην υπέρ του Πειραιώς, αλλά μάλλον εξ αναγκαιότητος προήλθε τοιουτοτρόπως χάριν της εκκλησιαστικής ειρήνης και ευταξίας δια της εν τη παρασιωπήσει κατασίγασης των παθών και της πρόληψης αντιδράσεων και πρόκλησης σκανδαλισμού και σκανδάλου, όπερ συνιστά την ημετέρα ερμηνευτική προσέγγιση.
Δε θα διαφωνήσω με τη θέση των αόρατων συντακτών ότι η εκκλησιαστική ελευθερία μπορεί να συμπληρώνει πάντα το Συνοδικό της Ορθοδοξίας, γιατί όχι και τα Συμβολικά κείμενα (δική μου η πρόσθεση τούτη). Φοβάμαι, όμως, ότι πιο κάτω αστοχούν: «ἄρα, ὁ Σεβαμιώτατος οὔτε πρωτοτύπησε, οὔτε ἔθεσε τόν ἑαυτό του ὑπεράνω Συνόδων καί Ἐκκλησίας, ἀλλά ἁπλῶς ἀκολούθησε ταπεινῶς τήν συνήθη ἐκκλησιαστική τακτική, καί τήρησε τήν τάξη τοῦ λειτουργικοῦ βιβλίου τοῦ Τριωδίου». Πώς είναι τώρα δυνατό να μην πρωτοτύπησε και να έγιναν όλα τόσο «ταπεινώς», ώστε την ίδια ώρα να προκληθούν αναταράξεις στις σχέσεις Φαναρίου και Ελλάδας, τούτο ομολογουμένως μένει από ανεπαρκώς απαντημένο έως ανεξήγητο. Σε αυτό συνηγορούν και τα πραγματικά γεγονότα, που έρχονται σε χαρακτηριστική αντίθεση με τον ισχυρισμό εκείνων. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η ενόχληση του Φαναρίου λέει πολλά.
Περί της υπογραφής στην «Ομολογία Πίστεως»: ισχύει εν προκειμένω ό,τι είπα για το προαπαιτούμενο της συνοδικής διαγνώμης που συνάδει και προς το αμέσως προηγούμενο. Εδώ, όμως, έρχεται ο μέγας κανονολόγος άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης - τον οποίο σημειωτέον με όχι καθαρό τρόπο επικαλούνται εκείνοι - να καταρρίψει σαν χάρτινο πύργο την κάθε εκκλησιολογική ανταρσία, μηδέ της εκ του Πειραιώς αρξαμένης εξαιρουμένης. Καταγράφω αυτολεξεί την ερμηνεία εκ του Πηδαλίου στον ΛΔ΄ Αποστολικό Κανόνα: «ότι όλοι οι Επίσκοποι της κάθε επαρχίας πρέπει να γνωρίζουν εκείνον, όπου είναι πρώτος ανάμεσα εις αυτούς, ήτοι τον Μητροπολίτην (δική μου διευκρίνιση: εδώ μιλάμε για τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών). Και να νομίζωσιν αυτόν ως κεφαλήν ιδικήν των, και χωρίς την αυτού γνώμην να μη κάμνουσι κανένα πράγμα περιττόν: οπού δεν ανήκει δηλαδή εις τας ενορίας των Επισκοπών τους (βλ. εδώ τις εν Ελλάδι νυν Μητροπόλεις), αλλ’ υπερβαίνον αυτάς, αποβλέπει εις την κοινήν όλης της επαρχίας κατάστασιν. Καθώς, λόγου χάριν, είναι τα περί δογμάτων ζητήματα, αι οικονομίαι και διορθώσεις των κοινών σφαλμάτων… αλλά να συνάγωνται εις τον Μητροπολίτην, και μαζί με αυτόν να συμβουλεύωνται δια τα τοιαύτα κοινά πράγματα, και εκείνο όπου ήθελε φανή περί αυτών καλλίτερον, κοινώς να αποφασίζηται…. Δια τι με τούτον τον τρόπον θέλει είναι ομόνοια και αγάπη», όπως σημειώνει εμφατικά ο ερμηνευτής και ο ίδιος ο Κανόνας, ανάμεσα σε κληρικούς και λαϊκούς και εξ αυτής μόνον της εν ομονοία αγάπης δοξάζεται το όνομα του Θεού. Δε θέλω να το σχολιάσω πιο πολύ, πέρα από τις μικρές δικές μου υπογραμμίσεις. Είναι, εξάλλου, από μόνο του καταπέλτης το χωρίο τούτο και αποδομεί κάθε πρόφαση αυτονόμησης, ενδεδυμένης ακόμα και με τον μανδύα της εύλογης προστασίας της Πίστης. Ένα εδάφιο που αρμόζει και για τα θέματα της Εισπήδησης και για όλα τα παραπάνω ιεροκανονικά ζητήματα.
Αναφορικά τώρα με το «εκ περισσού» της ανακοίνωσης της Δ.Ι.Σ., θυμίζει κάλλιστα το «μηδέν τι πράττειν περιττόν» του εν λόγω Αποστολικού Κανόνα. Εγώ - όπως νομίζω και κάθε εχέφρων άνθρωπος και πολύ περισσότερο ένας κάτοχος της στοιχειώδους θεολογικής παιδείας και πνευματικής ζωής - το ερμηνεύω ως εκ του πονηρού. Τα περιττά, τα άκρα, θεωρώ πως τείνουν προς τα εκεί. Το λέει και η πατερική μας γραμματεία. Αν, τώρα, οι αγαπητοί μου ανώνυμοι επικριτές θέλουν να προκαταλάβουν την κρίση μας λέγοντας πως «όσοι στη συνοδική φράση «ως εκ περισσού» βλέπουν θεολογικό χαρακτηρισμό και μάλιστα απαξιωτικό για την «Ομολογία», είναι πρόδηλο, ότι εκφράζουν τους ανεκπλήρωτους πόθους και τις ανικανοποίητες επιθυμίες τους», μάλλον φωτογραφίζονται και «αυτοκαρφώνονται» κρίνοντες τα αλλότρια εξ ιδίων ή και παραδεχόμενοι ασύνειδα δι΄ εντόνου προκαταλαμβάνουσας αρνήσεως τη σχετική αλήθεια.
Ερμηνεύουν επίσης κατά το δοκούν και αυθαίρετα, λέγοντας ότι «από το ανακοινωθέν (παραγρ. 6) προκύπτει, ότι η Ιεραρχία προφανώς δεν συμμερίζεται τις Πατριαρχικές ανησυχίες και δεν τις βρίσκει δικαιολογημένες… Για το λόγο αυτό η Ιεραρχία δεν την αποκήρυξε, ούτε ως προς το περιεχόμενο, ούτε ως προς τη διαδικασία (συγκέντρωση υπογραφών κλπ)! Και ασφαλώς δεν επέβαλε εκκλησιαστικά επιτίμια στους υπογράψαντες κληρικούς, ούτε καν επίπληξη, ή έστω απλή σύσταση! Αλλά, ούτε και οι υπογραφές των πιστών χαρακτηρίστηκαν ως εκκλησιολογικά απαράδεκτες! Άλλωστε πώς ήταν δυνατόν να καταδικάσει τέτοιο κείμενο, όταν είναι πρόδηλο από το ανακοινωθέν, ότι οι ίδιοι οι Ιεράρχες συμμερίζονται τις ανησυχίες των συντακτών της; Πώς να καταδικάσουν Αρχιερείς, αλλά και σεβασμίους καθηγουμένους με ολόκληρες Αδελφότητες και λοιπούς κληρικούς από πολλές Ορθόδοξες χώρες». Νομίζω μέσα από τα λόγια τους προκύπτει αβίαστα η εξήγηση της στάσης του Πατριάρχη και της Δ.Ι.Σ.: λόγοι Οικονομίας, για αποφυγή πρόκλησης χάους και σάλου. Όντως, δεν ήταν ένας και δυο, παρεσύρθησαν τόσοι πολλοί στο «ως εκ περισσού» (όπερ μεταφράζεται σε εκ του πονηρού), οπότε ο νοών νοείτω.
Η Δ.Ι.Σ. δεν απαρτίζεται από άσχετους και ανόητους. Διακριτικότατα με το «εκ περισσού» ακύρωσε την Ομολογία, έδειξε υπακοή στον Πατριάρχη, συμμερίστηκε τις ανησυχίες του και έκλεισε το ζήτημα πολύ έξυπνα. Τώρα, αν θέλουν οι πειραιώτες «αντιαιρετικοί» να την παρουσιάσουν ως σύνοδο κρετίνων που «η υπογραφή τους στην «Ομολογία» στάθηκε αφορμή, για να λάβη η Ιεραρχία μία πρώτη ενημέρωση σχετικά με την Παναίρεση του Οικουμενισμού και του Θεολογικούς διαλόγους; Όπως εδήλωσε Αρχιερέας εκ των μη υπογραψάντων «τελικά η Ομολογία μας βγήκε σε καλό. Ενημερώθηκε η Ιεραρχία για τα θέματα αυτά, στα οποία είχε μεσάνυκτα!», είναι δικό τους θέμα και ανεπέρειστο παντελώς επιχείρημα, που πείθει όντως ολίγους μωρούς τω πνεύματι. Αλλ’ όμως δεν παύει ο λόγος τους να είναι προσβλητικός για μια «νήπια» Ελλαδική Ιεραρχία που χρειάζεται χειραγωγήσεις. Έλεος... Τέλος, ας μου συγχωρήσουν που εγώ μετέφρασα το «εκ περισσού» μέσα από το Πηδάλιο και την ασκητική μας γραμματεία και όχι μέσα από τον Μπαμπινιώτη, όπως αυτοί.
Περί συνοδείας μελών της «Χρυσής Αυγής» στην μήνυση κατά του Corpus Christi: θα το πω για μυριοστή φορά. Δεν κρίνω εδώ τη Χ.Α. πολιτικά. Απλά είπα ότι ο Σεραφείμ θα μπορούσε να τους κρατήσει μακριά από την κάμερα για αποφυγή παροχής αφορμών δυσφήμησης της Εκκλησίας – όπερ και εγένετο τελικά αναποδράστως – και τον παρεκάλεσα να μας εξηγήσει το εν προκειμένω σκεπτικό του και την καθ’ όλα ύποπτη τυχαιότητα της συνάντησής τους, όπως θέλει αθωότατα να μας την παρουσιάσει. Αντ’ αυτών είδα την επανάληψη ενός κατεβατού από τα ήδη δημοσιευθέντα επισκοπικά λεγόμενα, που απλά δεν εξηγούν τίποτε από τις απορίες μας. Προς τι, το λοιπόν, επανελήφθησαν; Το ερώτημα, επομένως, παραμένει ανοιχτό και αναπάντητο. Για του λόγου το αληθές, ας διαβάσει κάποιος τα κείμενά του εκείνα ξανά και, αν πειστεί, με γεια του με χαρά του. Εγώ, πάντως, δεν είμαι σε αυτήν την των ευπίστων κατηγορία, αν και καλοπροαίρετος.
«Άραγε ο αγαπητός κ. Κ.Ν. έπραξε το καθήκον του απέναντι στο «επαίσχυντο θεατρικό δρώμενο;». Κατάθεσε δηλαδή και αυτός παρόμοια μήνυση, ή έστω, καυτηρίασε αυτή την φοβερή βλασφημία κατά του παναγίου προσώπου του Κυρίου μας Ιησού Χριστού με κάποιο άρθρο του στο διαδύκτιο ή σε εφημερίδα; Ας μας δώσει «μια ειλικρινή και αντρίκεια απάντηση». Όχι, δεν το έπραξα έτσι όπως τίθεται. Συγγνώμη, σεβαστοί αδελφοί και πατέρες. Όμως, για να σοβαρευτούμε λιγάκι, αντί να μου απαντήσετε, μη έχοντες ουδέν ελαφρυντικό, ως φαίνεται, μου πετάτε το μπαλάκι. Η απάντησή μου, λοιπόν, είναι όχι, είμαι το ίδιο ένοχος, όσο και όλα τα εκατομμύρια των Ορθοδόξων που δεν κατέθεσαν μήνυση ή δεν αρθρογράφησαν. Και ο μόνος ακατηγόρητος εν προκειμένω παραμένει ο εν λόγω Δεσπότης…
Περί σεξουαλικών θεμάτων: πάλι η επανάληψη των γνωστών κατεβατών του Επισκόπου. Μα δεν υπήρχε λόγος να μπουν στον κόπο. Άλλο είπα εγώ, αλλά το παρέκαμψαν, ομολογουμένως αυτοεκτιθέμενοι. Να προσθέσω απλά κάτι που θα τους βοηθήσει σε μια μελλοντική τους, πιο ικανοποιητική απάντηση: οι άλλοι Μητροπολίτες γιατί αποφεύγουν αυτήν την ποιμαντική εμμονή περί τα σεξουαλικά; Ζούνε σε άλλο κόσμο ή μήπως έχουν λιγότερη ευθύνη και αγωνία; Ας αφήσουμε, λοιπόν, έξω τους Πατέρες και την Παράδοσή μας, που επικαλέστηκα εξαρχής και για τους οποίους ουδέν σχόλιον έγινε από το «αντιαιρετικό κονκλάβιο», αγνοηθέντες εσκεμμένα υπ’ εκείνου. Ικανόν εστί, επομένως, και τούτο προς το παρόν.
Περί της μέσης οδού μεταξύ νεοζηλωτισμού και νηφαλιότητας: εδώ θα απαντήσω (απήντησα μάλλον) με το άρθρο που δεν πρόλαβε να δημοσιευθεί λόγω της αιφνίδιας αρθρογράφησης εκ Πειραιώς, αλλά έρχεται οσονούπω.
Επιλογικώς: «τέλος απόλυτη απόδειξη της ελευθερίας που επικρατεί στην Μητρόπολη μας αποτελεί η εφετεινή εορτή της μνήμης του Αγίου Ιερομάρτυρος Σεραφείμ επισκόπου Φαναρίου και Νεοχωρίου κατά την οποία εορτάζει τα ονομαστήρια του και ο Σεβ. Μητροπολίτης μας κατά την τελεσθείσα Θ. Λειτουργία στον Καθεδρικό Ι. Ναό Αγ. Τριάδος ο ορισθείς υπό του Σεβ. Μητροπολίτου κ. Σεραφείμ ομιλητής Αἰδεσιμ. Γ.Δ. εξ ιδίας πρωτοβουλίας του δεν ανέφερε κατά την ομιλία του ούτε μία λέξη για τον εορτάζοντα Σεβ. Μητροπολίτη ούτε μία ευχή. Και όμως ο Σεβ. τον συνεχάρη δημοσίᾳ και τον ευχαρίστησε δια την ομιλία του. Αν αυτό δεν ικανοποιεί τον κ. Κ.Ν. και εξακολουθεί να αμφιβάλλει για την επικρατούσα ελευθερία στην Μητρόπολη μας τότε δεν έχουμε να πούμε τίποτε άλλο». Καλύτερα, πατέρες μου, να μη λέγατε ούτε και τούτο το τελευταίο. Αλήθεια, δε φείδεσθε καθόλου εαυτών; Θα έλεγα παρεμπιπτόντως ότι υπάρχει στο όλο κείμενό τους ένα κάποιο επίπεδο, έστω και τεθλασμένο θεολογικά (και λογικά ενίοτε). Εδώ πια τι είναι τούτο; Τι επιχείρημα βαρύγδουπο έπεσε περί ελευθερίας; Δυστυχώς, αφρόνως οι συντάκτες και εμμέσως αποκαλύπτουν τον προχωρημένο και σεσηπότα ελλαδικό δεσποτοκρατικό ολοκληρωτισμό, υπό το κράτος του οποίου και τις νοσηρές επισκοπικές προσωπολατρίες καταγράφονται και γίνονται τα πάντα σήμερα στις ορθόδοξες εν Ελλάδι επαρχίες (μήπως άραγε και το παρόν;). Πού, όμως, να βρεθεί έτσι χώρος για αληθινή ελευθέρια, μέσα στην οποία θα φανεί το θέλημα του Θεού και θα Του δοθεί η δυνατότητα να μιλήσει; Εύχομαι πραγματικά τις μέρες τούτες να μη μας διαβάσουν άθεοι και αστήριχτοι στην πίστη, διότι εύλογα θα μας πουν: αν είναι έτσι ο Θεός και η Εκκλησία σας, τότε να μας λείπουν κι αυτοί κι εσείς. Ημείς δε οι περιλειπόμενοι, αυτοδικαιωμένοι στην καλλίκομη πλάνη μας, θα αποχωρήσουμε ολόχαροι με το Πηδάλιο υπό μάλης, οιόμενοι ότι ανήκουμε στο εκλεκτό λείμμα. Καλή χρονιά, παιδιά… Προς τούτοις, για να το κλείσω, θα παραθέσω ένα εύστοχο σχόλιο ενός ανωνύμου επί του θέματος: «''...απόλυτη απόδειξη της ελευθερίας που επικρατεί στην Μητρόπολη μας...''Ερώτηση: Αυτά που γράφουν τα πιστεύουν; Από Μακεδονία μεριά».
Ανακεφαλαίωση και δυσθυμικά συμπεράσματα: συνοψίζοντας, στεκόμαστε σε λίγες, μα περιεκτικές λέξεις: ανεπίγνωστος ζηλωτισμός και σχεδιασμένη - γέμουσα ουκ ολίγων διαβλητών προσκομμάτων και μομφών τάση αυτονόμησης του Επισκόπου. Επίσης ιστάμεθα και σε μια απορία: γατί κρύφτηκε ο Πειραιώς πίσω από ένα αστοχούν ανώνυμο συνέδριο; Την επόμενη φορά, αν υπάρξει, θα ήτο πιο όμορφο, κομψό, ευγενικό και γενναίο οι απαντήσεις του να δίνονται ευθέως και όχι δι’ αντιπροσώπων, οι οποίοι, ως θα κατέστη πληθωρικά προφανές, πολλές φορές μας αδικούν, μας εκθέτουν και μας απογοητεύουν παρά τις περί του αντιθέτου εμφανέστατες προθέσεις τους. Με λύπησε, πράγματι, αρκετά η στάση του Σεβασμιωτάτου, που παρά τα ατοπήματά του δε μας συνήθισε στο να κρύπτεται. Ανοίγω εδώ μια φαινομενικά άσχετη παρένθεση: ισχύει πάντα το αρχαίο γνωμικό «οὐκ έν τῷ πολλῷ τὸ εὖ». Όμως εδώ το κείμενο προέκυψε κάπως μεγάλο. Έτσι βγήκε, δεν έγινε ανταγωνιστικά ή εσκεμμένα, προλαμβάνων έτσι άδικες και βιαστικές επικρίσεις. Ωστόσο, θεωρώ πως τα πιο πολλά σημεία του είναι ουσιώδη.
Πολλοί συγχέομε μέσα μας την έννοια της ταπείνωσης και της σιωπής. Θα το ξαναπώ κι ας ακουστεί εγωιστικό. Λίγο με νοιάζει που άκουσα φαιδρότητες του τύπου αιρετικός και τα τοιαύτα εκ στόματος νηπιαζόντων τω τρόπω και τη γνώσει του πράγματος – η απουσία της στοιχειώδους νηφαλιότητας, σοβαρότητας και αβρότητας φάνηκε στο γεγονός ότι χαρακτηρίστηκα ευθέως οικουμενιστής• θα μπορούσαν κάλλιστα να με πουν φιλοοικουμενιστή• εκτός και αν σε κείμενά μου ή σε λειτουργικές μου συμμετοχές είδαν ξεκάθαρο οικουμενισμό. Τους προκαλώ όλους να τα φέρουν στη δημοσιότητα. Ίσα ίσα, λοιπόν, που με διασκεδάζουν οι θυμηδικές τούτες διαστροφές και συκοφαντίες. Το αν, τώρα, είμαι αιρετικός ή όχι και ποιος είναι πράγματι σε προβληματική κατάσταση, μονάχα ο Θεός το ξέρει. Οι εν λόγω (δι)ορισθέντες σε διατεταγμένη υπηρεσία κυρίες και κύριοι, τουλάχιστον από μένα, είναι συγχωρημένοι λόγω αγνοίας, εμπαθείας και «προσπαθείας» (όρος ειλημμένος εκ της Κλίμακος) στον οικείο Επίσκοπο. Μάλιστα, μου είναι λίαν συμπαθείς συνιστώντες ένα κονκλάβιο εξηρτημένο εκ της εξουσιολειχίας και του δημοσιοϋπαλληλισμού, καταστάσεις που εν μέρει τους δικαιολογούν και απενοχοποιούν. Ως εκ τούτου, επομένως, καθίστανται ανίκανοι και αναρμόδιοι αναζητητές της αλήθειας και κατ’ επέκταση αδέκαστοι και έντιμοι κριτές των άλλων. Κρυμμένοι ανωνύμως οι ίδιοι όπισθεν του βαρύγδουπου επισκοπικού ονόματος και γραφείου της εκεί Μητρόπολης, το μόνο που κατορθώνουν είναι να γίνονται γραφικοί, εντός, ωστόσο, γεγραμμένων αηθείας. Αλλ’ όμως, γελοιότητες του τύπου «ο Σεβασμιώτατος μας παρεκάλεσε να δώσουμε στον αγαπητό αδελφό κ. Κ.Ν. με την παρούσα απάντηση μια δευτέρα και τελευταία ευκαιρία νουθεσίας, με την ευχή και προσευχή, να διανοίξη ο Θεός τον νούν και φωτίσει την ψυχήν του εις επίγνωσιν της αληθείας Αυτού», ακολουθώντας υποκριτικά, θλιβεροί, την αποστολική προτροπή να «παραιτηθούν» μετά τη δεύτερη σε μένα νουθεσία ως δήθεν σε αιρετίζοντα, πέρα από το αστείον της υποθέσεως που θα με ωθούσε να τους ευχαριστήσω για τη μεγαλοψυχία τους σε μένα τον ταλαίπωρο (!), στην ουσία αποτελούν την κορύφωση μιας ψυχοπαθολογικής κατάστασης που φαίνεται να ενυπάρχει σ’ αυτούς και έτσι δεν μπορώ παρά να τους επιστρέψω όχι τις ίδιες προτροπές, αλλά μια απλή συμβουλή για επάνοδο στη σοβαρότητα καταρχήν και μετά ξανασυζητάμε ό, τι χρειαστεί. Θύματα, ως απεδείχθη εκ των πραγμάτων, όντες των διατεταγμένων, προδιαγεγραμμένων επαίνων και των προκατειλημμένων συμφωνιών με την εκάστοτε προϊσταμένη αρχή σε ανάλογα περιβάλλοντα – ίνα αρέσκωσι τω Επισκόπω εδώ ή μη δυνάμενοι αντιταχθήναι – τυγχάνουν και νομοτελειακά της συγγνώμης μας, πολλώ δε μάλλον χριστιανικά.
Σε όλα τα θέματα μπορούν να κατασκευαστούν επιχειρήματα –επερείσματα όλων των θέσεων και των αντιθέσεων. Το ζητούμενο, όμως, σε μια θεολογική αντιπαράθεση είναι πως η αλήθεια, ανήκουσα στον χώρο του Προσώπου, διαφεύγει των γραμμάτων, των νόμων, των κανόνων, των ιδεών. Γέμει σχετικών παραδειγμάτων η ίδια η ένσαρκη πολιτεία του «Κυρίου του σαββάτου». Αυτός έβλεπε πέρα από τον νομικισμό, στον άνθρωπο. Και αυτό καταγγέλλω επίσης εδώ. Το ερώτημα που εκκρεμεί αδιάπτωτα είναι: quo vadis, Άγιε Πειραιώς; Σας θεωρώ τίμιο και θαρραλέο μαχητή, αλλά εισήλθατε σε «τριπάκια» επικίνδυνα από τα οποία δύσκολα απεγκλωβίζεται κάποιος. Σας θαυμάζουν και επικροτούν άνθρωποι αλλόφρονες και δαιμονιώντες – ρίξτε απλά μια ματιά σε ιστολόγια – και ερωτοτροπούντες με επαναστάσεις και αποτειχίσεις. Συμφωνείτε με αυτά; Σας ευχαριστούν; Δε νομίζω, δε θέλω να το φανταστώ.
Για όλους τους λόγους αυτούς δεν μπορώ και δεν πρέπει να σιωπήσω, διότι και δεν εθίγην σε καμιά περίπτωση προσωπικά, όσο και αν τούτο σε πολλούς ηχεί ψευδές ή παράδοξο, αλλά και διότι το κακό στην ελλαδική ορθοδοξία παράγινε και πρέπει η θεολογία να είναι ανεπηρέαστη ανθρωπαρέσκειας και ανανδρίας (και της εξ αυτών προσχηματικής χρήσης μιας ψευτοταπείνωσης). Το πρόβλημα που διαφαίνεται, έστω και μέσα σε όμορφα περιτυλίγματα, είναι η πλάνη του Νεοζηλωτισμού, που είναι και αυτή άκρο, τουτέστιν δαιμονική. Αυτήν, λοιπόν, και μόνον καταγγέλλω. Στην αντίθετη περίπτωση θα ήμουν τουλάχιστον μεμπτός ως προς τη θεολογική αλήθεια. Θέλω, επομένως, να υπομνήσω προς πάσα κατεύθυνση ότι όλα τούτα τα φαινόμενα μού θυμίζουν έντονα παλαιοερτολογισμό και η ιστορία έδειξε πως δεν έχουν καλή κατάληξη. Και τότε οι «ζηλωτές» εκείνοι επικαλούνταν την υποταγή μας στον Πάπα (και δη με πιο ορατές και απτές αφορμές, ως το νέο ημερολόγιο), όπως το πράττουν και οι σύγχρονοι «αντιοικουμενιστές». Τελικά, ούτε ενωθήκαμε με τους Δυτικούς ούτε οι αποσχισθέντες γύρισαν στην Εκκλησία. Τουναντίον, πολλοί απώλεσαν και χάνουν ακόμα και σήμερα την ψυχή τους στις σχισματικές παρασυναγωγές και με τις ανάλογες εκκλησιολογικά άθεσμες στάσεις και διαθέσεις τους και, στην τελική, μάλλον θόρυβος γίνεται παρά αποκάθαρση πλανών και αιρετιζόντων.
Έγινα καυστικός και δηκτικός σε αρκετά σημεία, εν πολλοίς όμως δικαίως αναλογικά με όσα άκουσα. Θα επαναλάβω ότι ο Μητροπολίτης του Πειραιά μπορεί να προσφέρει πολλά στην Εκκλησία ως ικανός και μη διεφθαρμένος. Φοβάμαι ότι αδικήθηκε από την πρόσφατη ανακοίνωση των δικών του, χωρίς κατά βάθος να συμφωνεί σε όλα όσα γράφηκαν. Η ευγένεια προς τους συνεργάτες του άφησε, φαντάζομαι, το κείμενο ως μας παρεδόθη. Ας μας κρίνει όλους το πνεύμα μας και τα κείμενά μας. Τα συνθήματα και οι ύβρεις ας πάνε σε άλλους χώρους, όχι σε εκκλησιαστικούς διαλόγους. Άλλωστε, όπως ορθά μου σημείωσε φίλος και συνάδελφος τελευταία, όλες οι σχετικές απόψεις και τάσεις μπορούν να συνδιαλεχθούν, συνδιαλλαγούν και συντεθούν εν Χριστώ, ο εστί μεθερμηνευόμενον να «εκκλησιασθούν».
Κ.Ν.
30-12-2012
Αγίου Γεδεών του εν Τυρνάβω, του δια Χριστόν σαλού και νεομάρτυρος