Του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου
Ο 20ός αιώνας υπήρξε αναμφισβήτητα σημαντικός αιώνας και για τον Χριστιανισμό.
Το σπουδαιότερο γεγονός ήταν η επαναπροσέγγιση Ανατολής και Δύσης, χίλια χρόνια, σχεδόν, μετά το Σχίσμα.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο με πολλές ενέργειές του κάνει ένα άνοιγμα στην οικουμένη, για την συνάντηση των Εκκλησιών, και μετά την άρση των αναθεμάτων επί του μεγάλου Πατριάρχου Αθηναγόρα, έχουμε την έναρξη επίσημου διαλόγου Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, αλλά και διαλόγου με τους άλλους χριστιανούς (Αρχαίους χριστιανούς της Ανατολής, Προτεστάντες, Αγγλικανούς κ.α.).
Παράλληλα, το Οικουμενικό Πατριαρχείο κινείται δυναμικά, ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα, και προς την κατεύθυνση μιας Πανορθόδοξης Συνόδου, της πρώτης μετά τις Οικουμενικές Συνόδους της πρώτης χιλιετίας του Χριστιανισμού.
Τα εμπόδια είναι πολλά και οι ιστορικές συγκυρίες (Παγκόσμιοι πόλεμοι, κομμουνιστικά καθεστώτα σε πολλές Ορθόδοξες χώρες) δεν ευνοούν την προώθηση αυτού του οράματος.
Και πάλι ο Πατριάρχης Αθηναγόρας δίνει ζωή στη συνοδική διαδικασία, με διορθόδοξες συναντήσεις την δεκαετία του 1950 και τελικά με τις περίφημες Πανορθόδοξες Διασκέψεις στη Ρόδο, στις αρχές της δεκαετίας του ’60.
Έτσι, αρχίζει η εντατική προετοιμασία για την σύγκληση της Πανορθόδοξης Συνόδου, η οποία διαρκεί εξήντα χρόνια, δηλαδή ως τις μέρες μας.
Από 18 – 27 Ιουνίου 2016 θα συγκληθεί στην Ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης στο Κολυμπάρι Χανίων, η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδοξίας, υπό την προεδρία του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου.
Η Σύνοδος είχε προγραμματιστεί να γίνει στην περίφημη Αγία Ειρήνη Κωνσταντινουπόλεως, αλλά η ένταση στις Ρωσοτουρκικές σχέσεις ανάγκασε την Εκκλησία της Ρωσίας να θέσει θέμα τόπου συγκλήσεως της Συνόδου και επελέγη τελικά η Κρήτη, η οποία αποτελεί κανονικό έδαφος του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Θα προσέλθουν οι Προκαθήμενοι και οι αντιπροσωπείες των 14 Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, προκειμένου να δώσουν την μαρτυρία της ενότητας της Ορθοδοξίας στον σύγχρονο κόσμο και να καθορίσουν – κατά το δυνατόν - την θέση της Ορθοδοξίας σ’ αυτόν τον κόσμο.
Η στιγμή είναι ιστορική και το βάρος της ευθύνης των Ορθοδόξων Εκκλησιών μεγάλο.
Τον περασμένο Ιανουάριο, στο Κέντρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Σαμπεζύ της Γενεύης, πραγματοποιήθηκε Προσυνοδική Διάσκεψη, σε επίπεδο Προακθημένων, και οριστικοποιήθηκε η θεματολογία, που αφορά στην αποστολή της Ορθοδοξίας στον σύγχρονο κόσμο, στην Ορθόδοξη Διασπορά, στο θέμα της Νηστείας, στο μυστήριο του Γάμου, στον τρόπο ανακήρυξης του Αυτόνομου (δηλ. πώς μια Εκκλησία μπορεί να ζητήσει την Αυτονομία της από την Αυτοκέφαλο Εκκλησία στην οποία υπάγεται) και στις σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο.
Αναμφισβήτητα η θεματολογία δεν είναι η ιδανική σε σχέση με τα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου, όμως είναι πολύ σημαντική για τον αυτοπροσδιορισμό της Ορθοδοξίας, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για να συγκαλούνται ευκολότερα στο μέλλον Πανορθόδοξες Σύνοδοι, οι οποίες να ασχολούνται με τα μείζονα προβλήματα της ανθρωπότητας.
Άλλωστε μοιάζει αδιανόητο η Ορθοδοξία, η Εκκλησία της Συνοδικότητας, να μην μπορεί να συγκαλέσει μια Πανορθόδοξη Σύνοδο στις μέρες μας και να χρειάζεται εξήντα χρόνια προετοιμασίας!
Όμως, η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος έχει μπει για τα καλά στο στόχαστρο μερίδας κληρικών και λαϊκών, τόσο στην Ελλάδα, όσο και σε άλλες Ορθόδοξες χώρες.
Αιτία είναι - κυρίως και κατ’ εξοχήν – το κείμενο που αποφασίστηκε ομόφωνα στην Ε’ Προσυνοδική διάσκεψη του Σαμπεζύ (Οκτώβριος 2015) για τις Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν Κόσμον. Το κείμενο καθορίζει αυτές τις σχέσεις και τον τρόπο διαλόγου μεταξύ των Εκκλησιών.
Χαρακτηριστικά αναφέρεται:
«Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει κοινήν τήν συνείδησιν περί τῆς ἀναγκαιότητος τοῦ διαχριστιανικοῦ θεολογικοῦ διαλόγου, διό καί κρίνει ἀναγκαῖον νά συνοδεύηται οὗτος πάντοτε ὑπό τῆς ἐν τῷ κόσμῳ μαρτυρίας διά πράξεων ἀμοιβαίας κατανοήσεως καί ἀγάπης, αἱ ὁποῖαι ἐκφράζουν τήν «ἀνεκλάλητον χαράν» τοῦ Εὐαγγελίου (Α' Πετρ. 1, 8), ἀποκλειομένης πάσης πράξεως προσηλυτισμοῦ ἤ ἄλλης προκλητικῆς ἐνεργείας ὁμολογιακοῦ ἀνταγωνισμοῦ.»
Μια τέτοια λογική είναι, φυσικά, αδιανόητη για τον Μητροπολίτη Πειραιώς Σεραφείμ και τους ομόφρονές του. Αυτή η λογική είναι «οικουμενιστική», δηλαδή αλλοιώνει την αλήθεια της Ορθοδοξίας και όπως αναφέρεται στο πόρισμα – ψήφισμα Ημερίδας που οργάνωσε ο Πειραιώς τον περασμένο Μάρτιο «οι όποιες αποφάσεις της με οικουμενιστικό πνεύμα είμαστε απολύτως βέβαιοι, ότι δεν θα γίνουν δεκτές από τον κλήρο και τον πιστό λαό του Θεού, ενώ η ίδια θα καταγραφεί στην εκκλησιαστική ιστορία ως ψευδοσύνοδος.»
Ο πόλεμος που υφίσταται η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος από τους «καθαρούς» της Ορθοδοξίας έχει γίνει ανελέητος. Η Σύνοδος, πριν ακόμα γίνει, χαρακτηρίζεται «ληστρική» και οι «καθαροί» …προσεύχονται να μην συγκληθεί τελικά, γιατί θα «προδώσει την Ορθόδοξη πίστη».
Το διαδίκτυο έχει κατακλυσθεί από χιλιάδες σχετικές αναφορές, Μητροπόλεις και χριστιανικοί σύλλογοι διοργανώνουν ημερίδες εναντίον της Συνόδου, ο Οικουμενικός Πατριάρχης χαρακτηρίζεται «αιρετικός», ένα πολεμικό κλίμα κυριαρχεί, το οποίο σαφέστατα επηρεάζει την Εκκλησία της Ελλάδος.
Σκοπός των πιέσεων ήταν να μη συμμετάσχει η Εκκλησία της Ελλάδος στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, και αυτό φαίνεται και από τις παραιτήσεις των αρχιερέων (Πειραιώς και οι συν αυτώ), από την συμμετοχή τους στην Σύνοδο.
Δεν θέλουν να πάνε φοβούμενοι την «νομιμοποίηση» των σχέσεων της Ορθοδοξίας με τους υπόλοιπους χριστιανούς.
Τελικά η Εκκλησία της Ελλάδος θα συμμετάσχει στην Σύνοδο, αλλά όπως προέκυψε από την τελευταία συνεδρία της Ιεραρχίας, δεν έχει σκοπό να αναγνωρίσει καμία εκκλησιαστικότητα σε άλλες Εκκλησίες. Όλοι οι άλλοι χριστιανοί δεν μπορεί να είναι παρά αιρετικοί!
Κατά τον Πειραιώς Σεραφείμ η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος θα έπρεπε να τερματίσει τους Διαλόγους με όλους τους χριστιανούς και να εκλέξει νέο Ορθόδοξο Πάπα Ρώμης (sic)!
Άρα, οι αντιδρώντες στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο αντιπροσωπεύουν μια φοβερή ενδοστρέφεια, διακατέχονται, αναμφισβήτητα, από φοβικά σύνδρομα και στην ουσία πρόκειται για λόγο μίσους, αφού αυτό που θέλουν από την Σύνοδο είναι να «καταδικάσει» τους άλλους και όχι να προσπαθήσει να συνυπάρξει με αυτούς.
Για τον σύγχρονο κόσμο αυτά τα πράγματα είναι αδιανόητα, αλλά για την Ελλάδα της κρίσης όπου υπερπερισσεύουν η ενδοστρέφεια, ο αντιδυτικισμός και το σύνδρομο του Ελληναρά «Ορθόδοξου», μοιάζουν αυτονόητα.
Οι υγιείς φωνές δεν ακούγονται, καθώς υπερκαλύπτονται από τον αχό των θορυβούντων, οι οποίοι απολαμβάνουν εξαιρετικής ανοχής, έχοντας ως όπλο τους και την απειλή να στιγματίσουν τον οιονδήποτε τους ασκεί κριτική, με οποιοδήποτε τρόπο.
Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος θα πρέπει με αποφασιστικότητα να υπερασπιστεί τα κείμενα της, τα οποία, έτσι κι αλλιώς, έχουν εγκριθεί ομόφωνα στις Προσυνοδικές διασκέψεις. Ειδικά για τις σχέσεις με τον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο, τα πράγματα πρέπει να είναι απολύτως σαφή: Ο διάλογος με όλους πρέπει να γίνει τρόπος ζωής της Ορθοδοξίας και η λογική των εύκολων αποκλεισμών πρέπει να αποκλειστεί ρητά και κατηγορηματικά. Όπως επισημαίνεται και στο σχετικό προσυνοδικό κείμενο:
«Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ καταδικαστέαν πᾶσαν διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ὑπό ἀτόμων ἤ ὁμάδων, ἐπί προφάσει τηρήσεως ἤ δῆθεν προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας.»
Οι αυτόκλητοι υπερασπιστές της Ορθοδοξίας στο όνομα της «καθαρότητος» μπορούν κάλλιστα να κάνουν την δική τους «Εκκλησία», για να προασπίσουν με την συνέπεια που τους διακρίνει αυτό που εκείνοι θεωρούν «πίστη», δηλαδή τις μανικές εμμονές τους και τις νοσηρές ιδεοληψίες τους. Να ζήσουν ανενόχλητα στον δικό τους κόσμο, μακριά από την σύγχρονη πραγματικότητα.
Γιατί η λογική της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου είναι εντελώς άλλη:
«…ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ σημαντικόν ὅπως ὅλοι οἱ χριστιανοί, ἐμπνεόμενοι ὑπό τῶν κοινῶν θεμελιωδῶν ἀρχῶν τῆς πίστεως ἡμῶν, προσπαθήσωμεν νά δώσωμεν εἰς τά ἀκανθώδη προβλήματα, διά τῶν ὁποίων προκαλεῖ ἡμᾶς ὁ σύγχρονος κόσμος, μίαν ὁλοπρόθυμον καί ἀλληλέγγυον ἀπάντησιν, βασιζομένην εἰς τό ἰδανικόν πρότυπον τοῦ ἐν Χριστῷ καινοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει συνείδησιν τοῦ γεγονότος, ὅτι ἡ κίνησις πρός ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν λαμβάνει νέας μορφάς, ἵνα ἀνταποκριθῇ εἰς τάς νέας συνθήκας καί ἀντιμετωπίσῃ τάς νέας προκλήσεις τοῦ συγχρόνου κόσμου. Εἶναι ἀπαραίτητος ἡ συνέχισις τῆς μαρτυρίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν διῃρημένον χριστιανικόν κόσμον ἐπί τῇ βάσει τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως καί πίστεώς της.»