Μια φορά κι’ έναν καιρό εκεί κάτω στην ελληνική "Παταγωνία", στα πανέμορφα και δαντελωτά ακρογιάλια του Μωριά, κατοικοέδρευε μια γνήσια ντόπια κυρά.
Εκεί όπου εκμετρούν τη ζωή οι "περιβόητοι" Παλαιοελλαδίτες, τους οποίους οι Βορειοελλαδίτες ονοματοκοσμούν ως χαμουτζήδες (από το χάμω = κάτω), με όλη την περί τον όρο αυτό "περιβαλλοντολογία".
Κοντά κάπως στα ύδατα της Στυγός, τα μυθικά νερά, στα οποία ορκίζονταν οι Ολύμπιοι θεοί. Εκεί που η Θέτις έλουσε το γιό της Αχιλλέα και έγινε άτρωτος. Εμείς όμως, "οι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων" με τους σύγχρονους Αλβανούς, Ρώσους, Ρουμάνους, Βούλγαρους και τους λαθρομετανάστες, μείναμε ως "σουρρεαλιστές" αδύναμοι και τρωτοί. Τί κρίμα!...
Εκεί ξεμπούκαρε λοιπόν προ ετών σ’ ένα γοητευτικό δειλινό, απλά και ανεπιτήδευτα η μάγισσα αυτή, με τα πρασινόχρωμα μπιγκουντιά, πούχε τυλίξει στα μελένια μαλλιά της για να τα περιποιηθεί εν οίκω.
Ήταν συμπαθής, ιδιαίτερα φαίνεται στα νειάτα της, με φιδίσιο κάπως κορμί, γλυκοκάστανα και αμυγδαλωτά αετομάτια, από τα οποία δεν της σκαπούλαρε ουδέν, λίγο τεθλασμένη γερακομύτη - κάτι όχι πολύ αισθητικό, αντίθετα προς την αναληπτική τοιαύτη (Himmelfahrtsnase), με "διαβολική" γυναικοεξυπνάδα και "ηθικές" αρχές, κοινωνική, παστρικιά νοικοκυρά, ανοιχτή καρδιά και φυσικά στοργική "κότα".
Και το σπουδαιότερο: Είχε ένα οργανωτικό μυαλό, ήταν ένα "ζώον της δουλειάς" (Arbeitstier) και διέθετε μια "ανδρογυνία της ψυχής" (Meret Oppenheim), που την γάντζωνε επί μακρόν στη ζωή, παρά τα τραυματώδη ατυχήματα και τις αρρώστιες που την είχαν αφάνταστα ταρακουνήσει.
Δούλεψε σκληρά στο βιό της για να φτιάξει κάποια περιουσία "πλοηγώντας" ένα σουπερμάρκετ της εποχής με σάρκες και άλλα τερψιλαρύγγια και μη αγαθά. Μια φορά διηγόταν – για να τεκμάρει την εμπειρία της - πως κάποτε αργότερα πήγε σ’ ένα χασάπη για ν’ αγοράσει λίγο βεργάδι, και για να προφυλαχθεί από την νεοελληνική μπαγαμποντιά, τούπε: Θέλω να δω την ουρίτσα, οπότε εκείνος εν απορία την ερώτησε: Ποιά είσαι εσύ; και κείνη τούριξε: Τί σε νοιάζει;
Έτσι έχτισε δυό σπιτάκια που με δίκες προσπάθησαν τμηματικά να σμικρύνουν οι "φίλοι", ως συνήθως , γείτονές της, στα οποία καθόταν και τα νοίκιαζε στους παραθεριστές. Και φυσικά πολλά ήταν τα γραφικά και τραγελαφικά περιστατικά που έζησε με δ’ αύτους. Να κι’ ένα γουστόζικο απ’ αυτά: Κάποτε ένοικός τις ευφυέστατος και γνήσιος απόγονος του αρχαίου Προκρούστη – τι κι’ αν κλάδευε ετούτος τα πόδια - εργένης δε, έσπανε τους γλόμπους του δωματίου που έμενε για να τους αντικαταστήσει φυσικά με το σκαλί η νοικοκυρά, ενώ αυτός Θεού θέλοντος, διαβόλου ευδοκούντος και καιρού επιτρέποντος, ονειρεύετο ειδυλλιακώς τη γοητεία της αρχαιοελληνικής γλυπτικής μορφολογίας. Ως που διαπιστωθέντος του γεγονότος, "ανεχώρησε δι’ άλλης οδού εις την χώραν αυτού"!
Αμήν.
Έτσι κάπως αγνάντευε η κυρία όχι με τις καμελίες αλλά με τα μπιγκουντιά, σαν μία περίπου από τις υπομονετικές και ανεκτικές μάνες της παλιάς καλής εποχής (Gute alte Zeit), που σήμερα διαρκώς λιγοστεύουν, ανήκουσαι πλέον στην αρχαιολογία της ιστορίας και της κοινωνικής θέσης της γυναικός, με όλες τις ριζοσπαστικές εκτροπές της παραδοσιακής οικογένειας, τα διαζύγια, την διάλυση των θεσμών, απότοκα των δήθεν ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ισότητος των δύο φύλων, του φεμινισμού και άλλων, ων ουκ εστι αριθμός. Χωρίς βέβαια τούτο να σημαίνει, ότι είναι σωστό ν’ αρνηθεί κανείς, ότι ζούμε σε μια τελείως διαφορετική εποχή, που γέννησε ο βικτωριανισμός και ο ρωμαντισμός.
Είχε δε παντρευτεί ένα όμορφο και γεροδεμένο λεβέντη, πούταν κι’ αυτός δουλευταράς πρώτα σαν ράφτης στο πολεμικό ναυτικό και μετά σε μια υπηρεσία ενός γκαράζ, όπου κατάπινε σαν κατάδικος των κατέργων επί χρόνια τα "μεθυστικά αρώματα του παραδείσου", τα φαρμακερά κατάλοιπα των καυσίμων και της βενζίνης των σκοτώστρων (φονικών κουρσών), ενώ συχνά εργαζόταν με βάρδιες σε τρεις συγχρόνως δουλειές. Χώρια οι ενασχολήσεις στα κτήματα.
Ήταν όμως, ως μη ώφελε, συν τοις άλλοις, και πολύ τσαχπίνης αφού "αρραβωνιάστηκε" τρεις φορές, τη μια μάλιστα με το μασκάρωμα του αξιωματικού του ναυτικού - αφού τέτοιον επιθυμούσε η προκομμένη - ως που από φόβο μην αποκαλυφθεί έγινε καπνός το "παιδί" (γαμπρός).
Το ζευγάρι απέκτησε τρία όμορφα και πανέξυπνα κορίτσια, ένα εκ των οποίων ήταν σχεδιάστρια ρούχων κ. α., το δεύτερο δεξί του χέρι και όχι τυχαία νοικοκυρά και το τρίτο αξιωματικός του ναυτικού - μια νέα συνήθως επαγγελματική και προβληματική παράμετρος - (αυτές θα φυλάνε τα παραμεθόρια φυλάκια;!). Καλύτερα να "προφυλαχθούν". Τα παιδιά ήταν κατά το μάλλον ή ήττον καλά αποκατεστημένα, και χαιρόταν τα πολλά και πολύμορφα κουτσούβελά τους.
Η κυρά ετούτη με τα μπιγκουντιά άθελα έσπρωξε τον γράφοντα σε ανάλογο έργο του Β. Παπαδαντωνάκη με τίτλο "Φιλαρέσκεια", σ’ ένα γύψινο δηλαδή εκμαγείο του κεφαλιού της θεάς Υγείας του Σκόπα με τα μπιγκουντιά, και το οποίο δίδει το μήνυμα: "Μήπως είναι ένας πλειότερος εξανθρωπισμός της "θεανδρικότητας" της Υγείας, ή ότι, όπως λέγει ο Παπαδαντωνάκης, κάτι που δείχνει ακριβώς πόσον άσχημες γίνονται οι γυναίκες στην αιώνια προσπάθειά τους να ομορφαίνουν για να αρέσουν, ειδικότερα μάλιστα με τις σύγχρονες καταπληκτικές μεθόδους της πλαστικοχειρουργικής (Lifting), της οποίας οι δυσάρεστες συνέπειες εμφανίζονται συνήθως αργότερα". 1
Αν λοιπόν αυτό είναι έτσι, τότε δεν θα μπορούσε να εξαιρεθεί ούτε η κυρά.
_____________________
1- Δρος. Αθανασίου Παπά
Βαρθολομαίος Παπαδαντωνάκης.
Ένας υπερβατικός και πολυδιάστατος καλλιτέχνης, Θεσσαλονίκη 2008. σ. 14 (εικ. 4. σ. 42)
Αναδημοσίευση κειμένου από την Απογευματινή Κωνσταντινουπόλεως (29-7-2009)