Η θεσμική πώρωση του ιδρυματικού χριστιανισμού και ο φόβος της θεολογίας
Χαράλαμπος Βέντης
Διδάκτωρ θεολογίας και φιλοσοφίας
Κάποτε, ο χριστιανισμός κέρδισε τον κόσμο, επειδή έκανε την έκπληξη. Στην πορεία τον έχασε, γιατί σταδιακά η έκπληξη αμβλύνθηκε θανάσιμα, ηττημένη από την αποπνικτική τυπολατρεία και την ολέθρια ώσμωση του Ευαγγελίου με τις εκάστοτε συντηρητικές κοινωνικές δομές, που ανέστειλαν τη φυσική εξέλιξή του. Μοιραία, λοιπόν, μετήλθαμε στη μετα-χριστιανική εποχή, σέρνοντας ως θρησκευτική βακτηρία τη δογματική μανιέρα: τον μακρινό απόηχο ενός αρχικά καινοτόμου αγγέλματος, ιδεολογικά πια σκληρυμένου σε αυτοαναφορική φόρμουλα, αποστραγγισμένη από τους χυμούς της και προκλητικά αδιάφορη για τον ανεξερεύνητο ωκεανό της πέραν κι εκτός των ιερών κειμένων πραγματικότητας, που επιφυλάσσει εκπλήξεις και επιμένει να εκδικείται, χαμογελώντας σαρδόνια, τους ιδεοληπτικούς αρνητές της. Ο ίδιος ο Χριστός είχε προειδοποιήσει εγκαίρως για τον κίνδυνο του εκφυλισμού των καλών νέων, δηλ. του ευ-αγγελίου σε ανούσιο σύστημα, αφυδατωμένο υπαρξιακά και ξένο προς τη χαρά του κορμιού και της ζωής, συνεπώς αδιάφορο για τον διψασμένο για ζωή άνθρωπο, όπως ανούσιο και άχρηστο είναι και το αλάτι που έχει χάσει τη γεύση του και καταλήγει να ποδοπατηθεί ανελέητα στο χώμα από τους περαστικούς.
Πάνε κάμποσα χρόνια από τότε που ο ποιητής Νίκος Καρούζος προέβη σ’ ένα «βλάσφημο» στιχουργικό ξέσπασμα, στηλιτεύοντας μια κουρασμένη μεγαλοβδομαδιάτικη ακολουθία ως «νεκροφιλικό σύμπτωμα», αδιάφορη ακόμη και για τον ίδιο τον Χριστό, που τον βάζει να την προσπερνά βιαστικά, σε αναζήτηση (εικάζουμε) μιας άλλης ομήγυρης, δεκτικότερης της δικής Του ξενικότητας και λαχτάρας για ανθρώπινη κοινωνία χωρίς περιχαρακώσεις και αποκλεισμούς: της συντροφιάς των θρησκευτικά και κοινωνικά ανέστιων, που δεν χώρεσαν στο καθιερωμένο εκκλησιαστικό σχήμα. Αναμφίβολα βαρύς και ανεπίτρεπτος ο χαρακτηρισμός για τους ευλαβείς φιλακόλουθους• παρά ταύτα, η «βλάσφημη» αγανάκτηση του εικονοκλάστη ποιητή, που δεν λαϊκίζει και δεν χαϊδεύει αυτιά, θυμίζει έντονα την προκλητική ορολογία κάποιων μορφών της Παλαιάς Διαθήκης, οι οποίοι κλήθηκαν να προκαλέσουν ρωγμές στο παχύ στρώμα της συμβατικότητας και της τυπολατρίας που κατά κανόνα επικάθεται στο συλλογικό ιερό, για να υποκαταστήσει σταδιακά την αλήθεια και τη γνησιότητα της ζωής με το πρόσχημα, την ανθρώπινη εμπάθεια και το ανέξοδο ξέπλυμα της συνείδησης.
Οι πρώτοι διδάξαντες στην αιχμηρή κριτική της αυτάρεσκης θρησκοληψίας ήταν λοιπόν οι Προφήτες, από τις αρχαιότερες ανεξάρτητες προσωπικότητες που αποτυπώνονται στον γραπτό λόγο. «Εμίσησα, απεστράφην τας Εορτάς σας, και δεν θέλω οσφρυνθή εν ταις πανηγύρεσιν υμών … Αλλ’ η κρίσις ας καταρρέη ως ύδωρ, και η δικαιοσύνη ως αένναος ποταμός», έγραψε ο Αμώς (5: 21-24), · «Διότι έλεος θέλω, και ουχί θυσίαν και επίγνωσιν Θεού μάλλον παρά ολοκαυτώματα», συμπληρώνει ο Ωσηέ (6:6)· πρβλ. Ματ. 9:13: «πορευθέντες δε μάθετε τι εστιν έλεον θέλω και ου θυσίαν». Δεν έχουν λοιπόν κανένα αντίκρισμα στα μάτια του βιβλικού τουλάχιστον Θεού τα θρησκευτικά φεστιβάλ και οι ακολουθίες, αν δεν συνοδεύονται από ευαισθησία για τον αναγκεμένο, τον ξένο, τον φυλακισμένο. Αναγκεμένος, όμως, δεν είναι μονάχα ο φτωχός και πεινασμένος, ο άστεγος. Είναι και ο παρίας: ο ανεπιθύμητος συνάνθρωπος, ο κοινωνικά άστεγος που προκαλεί με την παρουσία του και μόνο τα όρια και τις ανοχές του κοινωνικού μας υπερεγώ, καθώς δεν υπόκειται στις αναγνωρίσιμες συντεταγμένες του κανονικού ρου της ζωής. Οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι απλά πολύτιμοι στα μάτια του Χριστού. Είναι αναντικατάστατοι, όχι σε πείσμα της όποιας διαφορετικότητάς τους, αλλά εξαιτίας της ακριβώς. Το Ευαγγέλιο είναι μια κλήση για διάνοιξη στον «άλλον» και μέσω αυτού, στον «όντως Άλλον».
Παρά ταύτα, η φωνή της ιδρυματικής Εκκλησίας υψώνεται σήμερα δικανικότερη και πιο αφιλόξενη από ποτέ, ιδίως προς τους «άλλους». Αλήθεια, πόσο εύκολο είναι να αυτονομηθεί ένας αρχικά καλών προθέσεων θεσμός από τις ιδρυτικές του αρχές και να εκφυλιστεί σε αυτοδίκαιο μόρφωμα που διατηρεί το κέλυφος και μόνο των αρχικών του διακηρύξεων; Πολύ εύκολα δυστυχώς, εξ’ όσων βεβαιώνει η αδιάψευστη ιστορική μαρτυρία. Το διαπιστώσαμε επώδυνα στην απανθρωπία των σοβιετικών καθεστώτων, αλλά και κάθε συστήματος και ιδεολογίας που διαιρεί απλουστευτικά και στο όνομα ενός αφελούς μανιχαϊσμού τον κόσμο σε ασπρόμαυρα στρατόπεδα, υποσχόμενο ό,τι ελκυστικότερο στους ανθρώπους: τις απόλυτες βεβαιότητες που προσφέρουν πλέρια ψυχολογική ασφάλεια και απαλλάσσουν από το βάσανο της κριτικής σκέψης και της αμφισβήτησης (χωρίς φυσικά να αποκλείεται το ενδεχόμενο και η ίδια η αμφισβήτηση να εκφυλιστεί με τη σειρά της σε προγραμματικό δόγμα και αυτοσκοπό). Το διαπιστώσαμε και το βλέπουμε επιπλέον καθημερινά στη ζωή της ελλαδικής Εκκλησίας (όσοι επιμένουμε ακόμη να ασκούμε τα λατρευτικά μας δικαιώματα ως πολίτες της), οποτεδήποτε η φιλάνθρωπη αίσθηση διακονίας του ανθρώπου και των αναγκών του παραμερίζεται χάριν ενός άθλιου δημόσιου λόγου, πατερναλιστικού και γραφειοκρατικού στον απρόσωπο δικανισμό του. Πιο επώδυνα, το αντιληφθήκαμε τα τελευταία χρόνια με το ξέσπασμα της κρίσης, όταν η επέλαση του καρκινικού νεοναζιστικού μορφώματος και των ορμέφυτων που το πυροδοτούν (με κυριότερα από αυτά την ενστικτώδη και ανακλαστική απέχθεια προς οτιδήποτε το ξένο και διαφορετικό, τον μακροχρόνια πληγωμένο εθνικισμό, αλλά και την κουτοπόνηρη ροπή του νεοέλληνα προς τον πολιτικό και οικονομικό μεσσιανισμό) βρήκαν την ελληνική κοινωνία, όπως δυστυχώς και την Ελλαδική Εκκλησία, ως συγκοινωνούντα δοχεία, απροετοίμαστες και χωρίς ουσιαστικά αναχώματα.
Σε ό,τι αφορά μεν στην περιχαρακωμένη και αποκομμένη από τις μείζονες διεθνείς εξελίξεις του 20ου αιώνα Ελλάδα, παρά την απατηλή εντύπωση εκσυγχρονισμού που δημιουργούσε η πλασματική ευμάρεια και ο νεοπλουτίστικος καταναλωτισμός που περνούσε για «άποψη», δεν είναι να εκπλήσσεται κανείς για την πολυεπίπεδη ηθική ένδεια που βγήκε στην επιφάνεια με θρασύτητα στον πρώτο κιόλας κλυδωνισμό που επέφερε η οικονομική κρίση – μία ένδεια κριτικού πνεύματος, πολιτικής και κοινωνικής συνείδησης και παιδείας η οποία υπέβοσκε δεκαετίες ολόκληρες ανά την ελληνική επικράτεια αλλά περνούσε κατά κανόνα απαρατήρητη σε μια κοινωνία η οποία είχε μάθει να εξαργυρώνει τις αναπηρίες της ως αρετές και να κρύβει όλα της τα προβλήματα κάτω από το χαλί.
Εδώ όμως έχουμε μία Εκκλησία η οποία επιθυμεί να αυτοπροσδιορίζεται ως «το άλας της γης» και το «φως του κόσμου», ενώ στην πραγματικότητα πολλοί κληρικοί της (Μητροπολίτες και ιερείς) επιμένουν σε επίπεδο νοοτροπίας και κηρύγματος να προτάσσουν ένα αντι-Ευαγγέλιο κομμένο και ραμμένο στο ακατέργαστο θυμικό του λαϊκιστή και ακροδεξιού πιστού (ενίοτε και του ακροαριστερού). Η επί δεκαετίες καθήλωση του μέσου έλληνα χριστιανού σε μια στενωπό βλέμματος στραμμένου στο (φαντασιακά εξωραϊσμένο) παρελθόν και τις προδιαγραφές μιας κλειστής αγροτικής κοινωνίας, περιχαρακωμένης και αγοραφοβικής, δεν είναι δυσερμήνευτη εάν αναλογιστούμε το διαχρονικό ρόλο της Εκκλησίας ως θεματοφύλακα μιας Βυζαντινής κοσμοθεωρίας που δεν εξελίσσεται και δεν διαλέγεται με τον κόσμο, αλλά αρκείται στο ρόλο του παντογνώστη Κατηχητή. Έχοντας λησμονήσει τον υπερεθνικό της χαρακτήρα, ότι δηλαδή οι χριστιανοί αποτελούν τον νέο, πνευματικό και όχι φυλετικό Ισραήλ, υπεράνω έθνους, φυλής, χρώματος και καταγωγής, η ελλαδική Εκκλησία φιλοδοξεί να ασκεί εθναρχικό ρόλο, ταυτίζοντας μάλιστα τα όρια των πιστών της με εκείνα των ελλήνων υπηκόων και παρεπιδημούντων στη χώρα, σε κραυγαλέα αντίθεση με την κατηγορηματική άρνηση του Ιδρυτή της να ταυτίσει την επικράτειά Του με τα επίγεια Βασίλεια. Οι ιεράρχες και πολλοί κληρικοί της αναλαμβάνουν αυτόκλητοι τον ρόλο των υπουργών Εξωτερικών, Εθνικής Άμυνας, Δημόσιας Διοίκησης, Εκπαίδευσης και Δικαιοσύνης, αντί να κηρύττουν Ιησού Χριστόν Εσταυρωμένο και Αναστημένο, σαδιστικά κακοποιημένο από τις αρχές και εξουσίες του κόσμου τούτου και σύντροφο των φυλακισμένων, των ξένων και των κάθε λογής αναγκεμένων απανταχού της γης. Ακόμη χειρότερα, πολλοί εκκλησιαστικοί ταγοί επιθυμούν την ποινικοποίηση όσων πρακτικών και συμπεριφορών θεωρούν «αμαρτήματα», όπως ακριβώς αντιτάχθηκαν στη θέσπιση του πολιτικού γάμου όταν πριν από λίγες δεκαετίες τέθηκε σοβαρά το ζήτημα, προφανώς γιατί θεωρούσαν και θεωρούν ακόμη σωστό να σέρνουν δια της βίας τους πιστούς στα Μυστήρια, σε ριζική αντίθεση με το «όστις θέλει οπίσω μου ελθείν» του Χριστού και την «ελευθερία των τέκνων του Θεού».
Σε αυτή τη λογική εντάσσεται και η αντίδραση ορισμένων Μητροπολιτών (αλλά και ουκ ολίγων πιστών) στο «αντιρατσιστικό νομοσχέδιο» για το οποίο γίνεται πολύς λόγος, τελευταία. Μια μεγάλη μερίδα της Εκκλησίας, δυστυχώς ίσως η πλειοψηφία, θεωρώντας ότι κινδυνεύει να φιμωθεί θεσμικά από το εν λόγω νομοσχέδιο, αντιδρά λυσσαλέα και κωμικώ τω τρόπω σε μια προσπάθεια να διασωθεί κάτι από το παλαιό καθεστώς όπου ο κλήρος ασκούσε δικαιοσύνη και έκρινε τι πρέπει να είναι αποδεκτό και τι όχι. Στην πραγματικότητα, ο φόβος των ιεραρχών είναι ότι θα ποινικοποιηθεί η καταδίκη της ομοφυλοφιλίας (για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας) κι έτσι δεν θα μπορούν πλέον να καταδικάζουν από τον άμβωνα την ελεύθερη ομόφυλη αυτοέκφραση, η οποία στις δυτικές χώρες κατοχυρώνεται πλέον νομικά αλλά και συνειδησιακά, από τους πολίτες. Η αντίδραση είναι εξοργιστικά άτοπη, καταρχάς διότι το νομοσχέδιο δεν επιβάλλει στην Εκκλησία την τέλεση gay γάμων, όπως δεν της επιβάλλει και την αρειανική ή τη νεστοριανική χριστολογία, την απομάκρυνση των εικόνων από τους ναούς ή την κατάργηση του βαπτίσματος. Οι κανονιστικές λεγόμενες αρχές της Εκκλησίας δεν θίγονται νομικά ή άλλως πώς, οπότε η τελευταία ουσιαστικά δεν έχει λόγο να διαμαρτύρεται, εκτός κι αν δεν αποδέχεται το πλαίσιο της συνταγματικής δημοκρατίας, το οποίο σέβεται και διασφαλίζει μεν το αυτοκέφαλο και αυτοδιοίκητο της ελλαδικής Εκκλησίας (μάλιστα με μια σειρά σκανδαλωδών προνομίων υπέρ της), αλλά ταυτόχρονα διασφαλίζει τις δημοκρατικές ελευθερίες και τα πολιτικά δικαιώματα των πολιτών. Η Ελλάδα ανήκει στην Ευρώπη και δεν είναι ούτε επιτρέπεται να μετατραπεί σε θεοκρατία τύπου «Ιράν», όπου η εμφάνιση, η σκέψη, η συμπεριφορά και οι προσωπική ζωή του καθενός θα πρέπει να περνάει από την έγκριση του κλήρου.
Θα περίμενε κανείς ένα νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, όπως η Εκκλησία, να είναι προσεκτικότερη σε ό,τι αφορά στους διακριτούς ρόλους της από την Πολιτεία, αλλά και να τιμά τη θεμελιώδη, στο πλαίσιο του δυτικού δικαίου, διάκριση ανάμεσα στον δημόσιο και τον ιδιωτικό βίο των πολιτών και την προστασία τους από ρατσιστικές επιθέσεις, σωματικές και/ή λεκτικές, που θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή των ανθρώπων και προσβάλουν την αξιοπρέπειά τους. Σε ένα ακόμη βαθύτερο επίπεδο, θεολογικό αυτή τη φορά, θα πρέπει η Εκκλησία (αν εξακολουθεί να πιστεύει ότι οι κανονιστικές της αρχές όντως διαμορφώνονται με θεολογικά κριτήρια και όχι τροφοδοτούμενες από τις πολιτιστικές προκαταλήψεις παρελθόντων εποχών, που παρεισέφρησαν στη ζωή της αλλά και στα ιερά της κείμενα), να αναστοχαστεί γύρω από το θέμα της ομοφυλοφιλίας, το οποίο θα είναι και το Βατερλό της, αν εξακολουθήσει να δαιμονοποιεί εκατομμύρια ανθρώπων ανά τον κόσμο, των οποίων το μόνο έγκλημα είναι ότι γεννήθηκαν (και θα πεθάνουν) με προϋποθέσεις διαφορετικές από εκείνες της πλειοψηφίας και οι οποίοι μπορούν να είναι και όντως είναι (όσο και οι υπόλοιποι συνάνθρωποί τους) ανιδιοτελείς, σκληρά εργαζόμενοι, νομοταγείς πολίτες, πατριώτες, φιλάνθρωποι, μονογαμικοί, τίμιοι, μορφωμένοι (ή όχι) και αξιοπρεπέστατοι.
Είναι κρίμα που οι σκληρυμένοι προϊδεασμοί και η κραυγαλέα άγνοια (που περνά μάλιστα για «ευσέβεια») συσκοτίζουν τα στιβαρά εκείνα θεολογικά κριτήρια που θα μπορούσαν να δώσουν μια εκκλησιαστική διέξοδο στο δράμα τόσων εκατομμυρίων ανθρώπων, συχνά με πολλαπλά άτομα μέσα στην ίδια οικογένεια, και να τους εντάξουν στην Εκκλησία ως πρόσωπα με τις δικές τους ανάγκες όχι για … ηδονοθηρία αλλά για συντροφικότητα και μια διασφάλιση στα γηρατειά, αλλά και με προστασία από τον έκδηλο και φονικό ρατσισμό των ανεγκέφαλων. Ουσιαστικά, το λεγόμενο «σύμφωνο συμβίωσης», το οποίο τέτοια κατακραυγή σήκωσε στην υποκριτική κοινωνία μας όπου ελλοχεύει άγρυπνα η «δικτατορία του διπλανού», αποσκοπεί στο να επιτρέψει να γεράσουν μαζί δυο άνθρωποι, οι οποίοι διαφορετικά θα παρέμεναν καταδικασμένοι στην αφόρητη μοναξιά και στον φόβο να αρρωστήσουν ολομόναχοι και να τους βρουν νεκρούς στο σπίτι τους μέρες μετά θάνατον, από την μπόχα -- χωρίς τον δικό τους άνθρωπο να γιορτάσουν μαζί Χριστούγεννα, πρωτοχρονιά, Πάσχα, μια εκδρομή, την ίδια στιγμή που θα είναι αναγκασμένοι να παρευρίσκονται στους γάμους των συγγενών και γνωστών τους και να είναι και υποχρεωμένοι να ακούν και τα αστυνομικού τύπου σχόλια, του στυλ, "εσύ γιατί δεν παντρεύεσαι;"
Όσοι διαμαρτύρονται επικαλούμενοι την Παράδοση της Εκκλησίας, καλό θα ήταν να γνωρίζουν ότι η Παράδοση ούτε τετελεσμένη είναι, ούτε στατική και ότι θα είναι σε συνεχή διαμόρφωση και εξέλιξη μέχρι και το τέλος της Ιστορίας, οπότε και εκκλησιαστική ναυς θα έχει φτάσει στο οριστικό της τέρμα. Μέχρι τότε, η χριστιανική εσχατολογία μας υποχρεώνει να είμαστε προσεκτικότεροι και πιο ανοικτοί στην απροσδιοριστία του μέλλοντος, το οποίο μπορεί κάλλιστα να περιλαμβάνει απροσδόκητες μορφές θείας χάριτος. Σε κάθε περίπτωση, οφείλουμε να τείνουμε ευήκοον ους στο Άγιο Πνεύμα, τον Παράκλητο, ο οποίος ανανεώνει την φύση, την κοινωνία και τον κόσμο δημιουργώντας νέες βιολογικές και κοινωνικές πραγματικότητες, χωρίς να ζητήσει ποτέ την άδειά μας, Προηγείται των προϊδεασμών μας και τους θραύει, σε αντίθεση με το είδωλα (κυρίως τα θρησκευτικά) που είναι πάντοτε στατικά και μονοδιάστατα και απευθύνονται στον άνθρωπο από το παρελθόν.
Σε αντίθεση με τα είδωλα, το χριστιανικό όραμα είναι εσχατολογικό, έχει δηλαδή τα μάτια στραμμένα στο μέλλον, σε ένα όραμα "καινού ουρανού και καινής γης" και όχι στο παρελθόν. Η προσκόλληση στο παρελθόν αποτελεί, θεολογικά τουλάχιστον, βαρύτατο ατόπημα ήδη από την Παλαιά Διαθήκη, όπου ο Αβραάμ καλείται από τον Γιαχβέ να εγκαταλείψει την πατρογονική του εστία (τη βολή του γνώριμου και οικείου) και να ξανοιχτεί στο άγνωστο μέλλον της αναζήτησης μιας νέας πατρίδας, να ανοιχθεί δηλ. στην απροσδιοριστία. Το ίδιο (μεταφορικά μιλώντας) με τη γυναίκα του Λωτ, που τιμωρήθηκε επειδή κοίταξε πίσω και όχι εμπρός, το ίδιο και ακόμη περισσότερο με την Έξοδο των Εβραίων από την Αίγυπτο και τη σαραντάχρονη περιπλάνησή τους στην έρημο, η οποία παρά την ταλαιπωρία, τους ελευθέρωσε από τη στατικότητα και τη δουλεία-περιχαράκωση σε μια δεδομένη γη. Το ίδιο και στην Καινή Διαθήκη, όπου ο Χριστός παρότρυνε αυστηρά να αφήσουμε τους νεκρούς [τα νεκρά ιδεολογήματα και τη θανατίλα του παρελθόντος] να θάψουν τους δικούς τους νεκρούς και να τον ακολούθησουμε σε ένα αβέβαιο μέλλον, το ίδιο και στο βιβλίο της Αποκάλυψης, όπου προβάλλεται το όραμα ενός νέου ουρανού και μιας νέας γης. Δυστυχώς, ούτε το ιουδαϊκό, ούτε το χριστιανικό ιερατείο απέφυγαν ποτέ τον πειρασμό της παρελθοντολαγνείας, γι' αυτό ίσως και ο Θεός (μια ερμηνεία προτείνω) επιτρέπει σε κάθε στροφή της Ιστορίας να συμβεί το "αδιανόητο" κάθε φορά: η πτώση της ιερής πόλης (της Ιερουσαλήμ, της Κωνσταντινούπολης κλπ), έτσι ώστε να καταστεί σαφές ότι κανένα ανθρώπινο ιστορικό επίτευγμα δεν αποτελεί την εγκαθίδρυση της επικράτειας του Θεού στη γη, καθώς όλα ανεξαιρέτως τα επίγεια βασίλεια είναι στην καλύτερη περίπτωση ατελή, πωρώνονται και καταντούν είδωλα που πρέπει να πέσουν, για να απεγκλωβιστεί ο άνθρωπος από αυτό που τον κρατά προσκολλημένο σε ένα εξιδανικευμένο παρελθόν ή και παρόν (αλήθεια, τι απέγιναν οι εμπνευσμένες υπομνήσεις του μακαριστού π. Φλωρόφσκυ, ότι «τα Μεγαλεία του Θεού δεν περιορίζονται στο παρελθόν», ότι «η θεολογία είναι πάντοτε στην πορεία του σχηματισμού» και ακόμη περισσότερο, ότι «τα έσχατα της αποκαλύψεως δεν έχουν ακόμη συντελεσθή»;) Όπως θαυμάσια παρατηρεί σχετικά ο αείμνηστος καθηγητής Αγουρίδης, «ο Θεός της Βίβλου δημιουργεί νέες ευκαιρίες και δυνατότητες μέσα στην ιστορία για το άτομο και την ανθρώπινη κοινότητα». Ας μην ξεχνάμε ποτέ ότι ο βιβλικός Θεός (σε αντίθεση με τα απειράριθμα είδωλα-κακέκτυπά Του), όπως πολύ ωραία επεσήμανε κάποτε ο Αλβανίας Αναστάσιος, είναι Θεός εκπλήξεων, Θεός ανατροπών – ένας Θεός, ο οποίος μας γνωρίζει όπως ακριβώς μας μνημονεύει η Εκκλησία, δηλ. με τα κύρια βαφτιστικά μας ονόματα, αδιάφορα από τα φυσικά μας χαρακτηριστικά: εθνικότητα, φυλή, φύλο, χρώμα, ακόμη και σεξουαλικό προσανατολισμό. Κάποια στιγμή ρώτησαν τον Μάξιμο τον Ομολογητή αν ο Θεός μας γνωρίζει από τη φύση μας και η απάντηση που έδωσε είναι εκπληκτική: Όχι! Ο Θεός είναι πρόσωπο και σχετίζεται με πρόσωπα, όχι με "φύσεις¨". Γιατί αν μας γνώριζε με βάση τα φυσικά μας χαρακτηριστικά, θα μετατρεπόμασταν σε αντικείμενα και θα χάναμε το κατ' εικόνα. Εάν η Εκκλησία θέλει να παραμείνει πιστή στην προφητική της αποστολή, οφείλει να θυμάται ότι παλαιοδιαθηκικός Προφήτης, όπως και ο Έλληνας τραγωδός, αλλά και ο άγιος, για να κάνουμε χρήση μιας εύστοχης περιγραφής της Edith Hamilton, είναι «ένας ποιητής … που δεν αρκείται στα αρχαία ιερά έθιμα, ένας ποιητής με μια ψυχή τόσο μεγάλη που αντέχει την καινούργια και δυσβάσταχτη αλήθεια».
Όπως διορατικότατα και κατ’ επανάληψη έχει επισημάνει ο Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας, η συμμετοχή στη Θεία Ευχαριστία δεν συνεπάγεται ομοιομορφία και ισοπέδωση των ιδιαιτεροτήτων, αφού η ετερότητα, ένεκα του ότι ενυπάρχει στην καρδιά του ίδιου του Θεού, είναι συστατική του Μυστηρίου. Με τα λόγια του ίδιου του Μητροπολίτη Περγάμου, «Το πρόσωπο δεν κρίνεται από τις ιδιότητές του αλλά από την απλή κατάφαση της ταυτότητάς του ως μοναδικού και αναντικατάστατου όντος … το πρόσωπο είναι ελεύθερο από ιδιότητες και δεν κρίνεται από αυτές … [κατά συνέπεια] Η Εκκλησία είναι ο χώρος στον οποίο ο άνθρωπος δεν κρίνεται από τις ιδιότητές του αλλά από το ότι είναι αυτός που είναι», «ο χώρος μέσα στον οποίον μαθαίνουμε να αγαπούμε εξίσου αυτούς που δεν είναι όπως θα τους θέλαμε ως προς τα φυσικά χαρακτηριστικά τους». Εάν κάποτε η ιδρυματική Εκκλησία στοχαστεί σοβαρά στους λόγους αυτούς και τους ενσωματώσει στις κανονιστικές της αρχές, θα μπορούμε και να ελπίζουμε ότι θα κάνει μια μέρα την έκπληξη και θα αναστατώσει εκ νέου τον κόσμο.
___________________________________________
1. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Θέματα Ορθοδόξου Θεολογίας, Αθήνα, Άρτος Ζωής, 1989, σσ. 52-53, (οι υπογραμμίσεις δικές μας).
2. Σάββας Αγουρίδης, Ερμηνευτική των Ιερών Κειμένων: Προβλήματα--Μέθοδοι Εργασίας στην Ερμηνεία των Γραφών (Β΄ Έκδοση βελτιωμένη, Αθήνα, Άρτος Ζωής, 2000), σ. 378.
3. Edith Hamilton, Ο Ελληνικός Τρόπος, μετ. Ειρήνη Ραζή, Σταυρούλα Μεταξά, Ιωάννα Γαγλία, Αθήνα, Ανατολικός, 2004, σ. 203 (η έμφαση στο παράθεμα είναι δική μας).
4. Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας, Ορθοδοξία και Σύγχρονος Κόσμος, Λευκωσία, Κέντρο Μελετών Ιεράς μονής Κύκκου, 2006, σσ. 78-79.
5. Όπ. π. σ. 118. Αυτά όλα βέβαια ισχύουν ιδεατά, σε επίπεδο αρχών, γιατί στην πράξη, η ιστορική διαδρομή της Εκκλησίας, όπως καταμαρτυρείται από την συνήθη ενοριακή ζωή και νοοτροπία και τα εξ άμβωνος κηρύγματα, παραπέμπει δυστυχώς συχνά στο ακριβώς αντίθετο!