Σάββατο 7 Ιουνίου 2025

Όσιος Ανίκητος Σηχμάτωφ ο ελεήμων και εν Αθήναις τελειωθείς την 7η Ιουνίου 1837


Επιμέλεια: Αρχιμ. Μιχαήλ Σταθάκης

1783: Στό Ντέρνωφ τοῦ Κυβερνείου (Νομαρχίας) Σμολένσκ τῆς περιφερείας Βιάζεμσκ γεννήθηκε ὁ πρίγκιπας Σέργιος Ἀλεξάνδροβιτς Σιρήνσκυ-Σηχμάτωφ, ἀπό γονεῖς εὐλαβεῖς, οἱ ὁποῖοι μέ τό παράδειγμα τοῦ ἔντιμου καί ἁρμονικοῦ βίου τους ἐνέπνεαν στό γιό τους τήν ταπεινοφροσύνη καί τό φόβο τοῦ Θεοῦ. 
Σύμφωνα μέ τή συνήθεια τῆς ἐποχῆς, τίς πρώτες γραμματικές του γνώσεις ἔλαβε στό σπίτι, ἀπό τό Ψαλτήριο καί τό Ωρολόγιο. Στή συνέχεια διδάχθηκε τά ἐγκυκλοπαιδικά μαθήματα, ἐπιδεικνύοντας ἐξαιρετική πρόοδο καί ἱκανότητα σέ ὅλα. Εἶχε ἰδιαίτερη εὐχέρεια στήν ἐκμάθηση τῆς γαλλικῆς καί τῆς γερμανικῆς γλώσσας. Ὁ μικρός Σέργιος ἐλάμβανε μέρος σέ ὁλονύκτιες ἀγρυπνίες, πού ἐτελοῦντο στήν οἰκία του στίς παραμονές τῶν μεγάλων ἑορτῶν, καί ἔτσι συνήθιζε ἀφ᾿ ἑνός νά δοξολογεῖ καί νά λατρεύει τό Θεό καί ἀφ᾿ ἑτέρου νά ἐντρυφᾶ στό κάλλος τῶν ἐκκλησιαστικῶν κειμένων τῆς σλαβονικῆς γλώσσας. 
1796: Σέ ἡλικία 13 ἐτῶν ἐστάλη στήν Πετρούπολη, γιά νά ἐγγραφεῖ στή Σχολή Ναυτικῶν Δοκίμων. Στή Σχολή τελειοποίησε τή γνώση τῆς γαλλικῆς καί τῆς γερμανικῆς γλώσσας καί ἔμαθε τήν ἀγγλική, τήν ἑλληνική καί τή λατινινή. 
1800: Τόν Ὀκτώβριο ἀποπεράτωσε ἐπιτυχῶς τίς σπουδές του, ὀνομάστηκε δόκιμος καί διορίστηκε συνεργάτης τοῦ Ἐπιστημονικοῦ Συλλόγου τοῦ Ναυαρχείου. Ὁ πρόεδρος τοῦ Συλλόγου, ἐκτιμώντας τήν προσωπικότητά του, τόν πῆρε ὑπό τήν προστασία του καί ἔκτοτε παρέμεινε στήν Πετρούπολη. Τά καλοκαίρια στελλόταν στό στόλο τῆς Βαλτικῆς καί τῆς Βορείου Θαλάσσης. 
1808: Ἔγινε ἀνθυποπλοίαρχος. 
1809: Ἡ Ρωσική Ἀκαδημία τόν ἐξέλεξε τακτικό μέλος της σέ ἡλικία μόλις 26 ἐτῶν. 
1811: Προσελήφθη στόν παρά τήν Ἀκαδημία Σύλλογο Φίλων τῆς Ρωσικῆς Λογοτεχνίας. 
1813: Ἔγινε πλοίαρχος. Ἀργότερα ἀποσπάστηκε στήν Αὐτοκρατορική Φρουρά, διατηρώντας καί τή θέση τοῦ πλοιάρχου -ἀπόδειξη τῆς εὐμένειας καί τῆς τιμῆς τοῦ αὐτοκράτορα σ' αὐτόν. Σ᾿ ὅλη τή διάρκεια τῆς νεότητός του ὁ πρίγκιπας Σηχμάτωφ καλλιέργησε τό νοῦ του μέ τίς ἐπιστῆμες καί ἀσχολήθηκε μέ ζῆλο μέ τή ρωσική λογοτεχνία, ἔχοντας ἐξαιρετική κλίση πρός τήν ποίηση. Σ᾿ ὅλα του τά ποιήματα διακρίνεται ἡ ψυχική του ἀνωτερότητα καί ἡ πνευματική του ὡριμότητα. Τά θέματά του τά ἐμπνέεται ἀπό τή βαθειά του πίστη καί ἀπό μεγάλα ἱστορικά γεγονότα. Ἡ ποίηση τοῦ πρίγκιπα τιμήθηκε μέ θαυμάσιες κριτικές ἀπό τούς συγχρόνους του καί ἐπέσυρε τήν εὐμενή προσοχή τοῦ αὐτοκράτορα Ἀλεξάνδρου Α΄. Ὁ αὐτοκράτορας τόν παρασημοφόρησε μέ «οὐκάζιο», στό ὁποῖο ἀναγράφεται ὅτι «διά τῶν ἔργων καί τῆς κλίσεως πρός τάς ἐπιστήμας τελειοποιήσας τά φυσικά του πρός τήν ποίησιν χαρίσματα, ἐχρησιμοποίησε ταῦτα μέ τάς μελέτας του ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τῆς λογοτεχνίας καί τῆς ἠθικῆς». 
1817: Ἡ Ἀκαδημία τοῦ ἀπένειμε τό χρυσό μετάλλιο γιά «τάς ἐξαιρέτους ὑπηρεσίας του εἰς τόν Ρωσικόν Λόγον». 
1823: Τιμήθηκε μέ τό παράσημο τοῦ Ἁγίου Βλαδιμήρου γιά τήν ὑπηρεσιακή ἀφοσίωση καί τό ζῆλο του. 
1824: Μέ πρόταση τοῦ Ὑπουργοῦ Ἐθνικῆς Παιδείας ὁ πλοίαρχος Σηχμάτωφ ἔγινε μέλος τῆς Γενικῆς Διευθύνσεως Σχολῶν -δείγμα τῆς αὐτοκρατορικῆς εὔνοιας παραμένοντας καί σέ ὅλες τίς προηγούμενες θέσεις. 
1827: Παρασημοφορήθηκε μέ τό ἀνώτατο στρατιωτικό παράσημο τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου Δ΄ τάξεως. 
1827: Το Νοέμβριο ὑποβάλλει αἴτηση ἀποχωρήσεως ἀπό τήν ὑπηρεσία. Οἱ μισθοί ἀπό τίς πολλές ὑπηρεσιακές του θέσεις τοῦ ἀπέφεραν ποσό μεγαλύτερο τῶν 7.000 ρουβλίων ἐτησίως. Χρησιμοποιοῦσε τά ποσά αὐτά γιά περίθαλψη ἀσθενῶν καί ἐνίσχυση πτωχῶν, ἐνῶ ὁ ἴδιος ζοῦσε μέ ἀπαράμιλλη ἐγκράτεια καί ὑπερβολική άσκηση. 
1836: Ἐπιστρέφοντας, πηγαίνει ἀρχικά στό Ἅγιον Ὄρος, ὅπου τήν 9η Μαΐου κατέλυσε στή Σκήτη τοῦ Προφήτου Ἠλιού. Ἔλαβε μέρος στή θεμελίωση τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Μητροφάνους καί, ἀφοῦ παρέδωσε στούς πατέρες τά ποσά πού τοῦ εἶχαν δώσει Ρώσοι πιστοί γιά τήν ἀνέγερση τοῦ ναοῦ, ἀναχώρησε γιά τήν Ἀθήνα. Ὡς προϊστάμενος τοῦ ναοῦ τῆς Ρωσικῆς Πρεσβείας*, ἐκτός τῶν καθαρῶς ἱερατικῶν καθηκόντων του, ἀνέπτυξε σέ εὐρεία κλίμακα φιλανθρωπική δράση μέ ἐπιδόματα πρός τόν ἑλληνικό κλῆρο, τούς ναούς καί τούς ἀναξιοπαθοῦντες. Πέντε μῆνες μετά τήν ἄφιξή του στήν Ἀθήνα, ἡ ὑγεία του ἄρχισε νά κλονίζεται σοβαρότατα λόγῳ ἀλλεπάλληλων αἱμορροϊδικῶν κρίσεων, ἀπό τίς ὁποῖες χρόνια ὑπέφερε καί πολλές φορές κινδύνεψε. 
1837: Παρά τήν ἐξάντληση τοῦ ὀργανισμοῦ του ἀπό τίς συνεχεῖς αἱμορραγίες, ἐξακολουθοῦσε νά ἱερουργεῖ καί νά ἀσκεῖ τά λοιπά καθήκοντά του στό ναό. Ἔτσι πέρασε μαρτυρικά ἀλλά ἀγόγγυστα τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ἤδη τό καντήλι τῆς ἐπίγειας ζωῆς του τρεμόσβηνε. Οἱ τελευταίες προσπάθειες τῶν γιατρῶν καί τοῦ βασιλικοῦ ἀρχιάτρου ἀποδείχθηκαν ἀνώφελες. 
Τήν 6η Ἰουνίου, παραμονή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δέχθηκε μέ φλογερή πίστη τό Εὐχέλαιο καί τή Θεία Κοινωνία. 
Τήν ἑπομένη τό πρωί, 7η Ἰουνίου, σέ ἡλικία 54 ἐτῶν, ὁ ἱερομόναχος Ἀνίκητος, ἤδη νεκρός γιά τόν κόσμο τοῦτο, μέ πλήρη πνευματική διαύγεια καί ψυχική ἠρεμία, παρέδωσε εἰρηνικά τό πνεῦμα του, ἀναφωνώντας «Καιρός, καιρός γιά τήν Ἱερουσαλήμ». 
Ἡ κηδεία του ἔγινε μεγαλοπρεπῶς ἀπό τόν ἐπίσκοπο Ἀθηνῶν καί τόν ἀθηναϊκό κλῆρο, μέ τή συνοδεία πλήθους ἀνθρώπων πού εἶχαν εὐεργετηθεῖ ἀπό τόν ἐλεήμονα ἱερομόναχο. 
Ἡ εὑρεθεῖσα μετά τόν θάνατό του περιουσία, ἀποτελουμένη ἀπό εἰκόνες, ἄμφια καί βιβλία, παραδόθηκε στή Σκήτη τοῦ Προφήτου Ἠλιού, ὅπως εἶχε παραγγείλει πρίν κοιμηθεῖ. 
1840: Τρία χρόνια μετά τό θάνατό του καί σύμφωνα μέ τήν ἐπιθυμία του, τά ὀστά του μεταφέρθηκαν ἀπό τή Μονή Πετράκη, ὅπου ἐτάφη, στή Σκήτη τοῦ Προφήτου Ἠλιού, στό Ἅγιον Ὄρος, καί ἐναποτέθηκαν στό σηκό τοῦ δεξιοῦ τοίχου τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Μητροφάνους, ὅπου καί ἔκτοτε φυλάσσονται. 
Τό 1875, ὅταν ὁ στρατηγός Νικολάι Βασίλιεβιτς Γιελάκης, συνδεόμενος ἀπό παλαιά μέ τόν μακαριστό ἱερομόναχο Ἀνίκητο, ἐπισκέφθηκε τό Ἅγιον Ὄρος καί πληροφορήθηκε πού βρίσκονται τά ὀστά του, δήλωσε ὅτι στήν Πετρούπολη θεωρεῖται ἅγιος καί ὅτι δέν πρέπει τά ὀστά του νά μείνουν κρυμμένα. Τότε ἀνασήκωσαν τό κάλυμμα τῆς κρύπτης καί τά ἀποκάλυψαν. Ὅλοι οἱ παρόντες αἰσθάνθηκαν γιά ὥρα πολλή εὐωδία νά ἐξέρχεται ἀπό τά ὀστά ἐκείνου, ὁ ὁποῖος προσέφερε τή ζωή του ὡς θυμίαμα εὐῶδες ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. 

 Σημειώσεις π. Μιχαήλ Σταθάκη
* Ἀξίζει στό σημεῖο αὐτό νά θυμηθοῦμε ξανά ὅτι τό 1834 ἐπελέγη ἡ Ἀθήνα ὡς ἡ βασιλικὴ καθέδρα καί νέα πρωτεύουσα τοῦ νεοσυστάτου Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος. Ἡ πρεσβεία τῆς Ρωσίας ἐγκαταστάθηκε πλησίον τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῆς Σώτειρας τοῦ Κοττάκη στήν Πλάκα (Ἀλίκοκκου), τόν ὁποῖο καί ἀρχικῶς ζήτησε νά τῆς παραχωρηθεῖ γιά νά ἐξυπηρετοῦνται οἱ λειτουργικὲς ἀνάγκες τῶν Ρώσων πού διέμεναν στήν Ἀθήνα. Πρός τοῦτο συγκατένευσε ὁ Μητροπολίτης Ἀθηνῶν Νεόφυτος καί ἄρχισαν οἱ ἐπισκευές.
Παραλλήλως εἶχε προκύψει τό ἐκκλησιαστικό πρόβλημα τῆς μονομεροῦς ἀνακηρύξεως τοῦ Αὐτοκεφάλου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Οἱ ὑποστηρικτές τοῦ ἐμπνευστῆ τῆς ἀποσχίσεως Θεοκλήτου Φαρμακίδη κατηγοροῦσαν τόν πολέμιο τοῦ σχίσματος, Κωνσταντῖνο Οἰκονόμου ὡς δάκτυλο τῆς Ρωσίας. Σέ συνδυασμό καί μέ ἄλλες πολιτικές παραμέτρους δημιουργήθηκε ἕνα ἔντονο κλίμα δυσπιστίας πρός τή Ρωσία, τό ὁποῖο δέν ἐπέτρεψε τήν ἱκανοποίηση τοῦ αἰτήματος γιά τήν παραχώρηση ναοῦ καί ξεπεράστηκε μόνο μετά τήν ἔκδοση τοῦ Τόμου τῆς Αὐτοκεφαλίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο τό 1850. 
Τότε καταφθάνει στήν Ἀθήνα ὡς ἱερέας τῆς Ρωσικῆς κοινότητας ὁ σπουδαῖος καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Κιέβου, θεολόγος, ἱστορικός καί ἀρχαιολόγος, ἀρχιμανδρίτης Ἀντωνίνος Καπούστιν, ὁ ὁποῖος τελικά ἔπεισε τήν Ρωσική Κυβέρνηση καί ζήτησε ἐκ νέου νά τῆς παραχωρηθεῖ ναός γιά τίς ἀνάγκες τῶν ἐν Ἀθήναις Ρώσων, ἀλλά αὐτή τή φορά τό αἴτημα ἀφοροῦσε στό ναό τῆς Σώτειρας τοῦ Λυκοδήμου καί ὄχι στόν προαναφερθέντα τοῦ Κοττάκη. 
Ὁ πρεσβευτής τῆς Ρωσίας στήν Ἑλλάδα Ἄλεξανδρος Πετρου Ὀζερώφ διέμενε τό 1857 στά Πατήσια, στό Μέγαρο Μαυροκορδάτου, τό κατόπιν Τρικούπη καί μετέπειτα Ἄσυλο Ἀνιάτων, ὅπως μᾶς διασώζει στά Ἀπομνημονεύματά του ὁ Δημήτριος Καμπούρογλου. Ὁ πρεσβευτής λοιπόν ἀποφάσισε νά ἀνακαινίσει τό γειτονικό τῆς οἰκίας του παρεκκλήσιο γιά νά ἐκκλησιάζεται ἐκεῖ μέ τήν οἰκογένειά του.
Ὁ ναΐσκος πού ἦταν ἀφιερωμένος στήν Ἁγ. Ζώνη διασώζεται ἕως σήμερα πίσω ἀπό τό Ἱερό Βῆμα τοῦ ὁμωνύμου καί περικαλλοῦς Ἐνοριακοῦ Ναοῦ τῶν Ἀθηνῶν. Τῶν ἐργασιῶν τῆς ἀνακαινίσεως προέστη ὁ ἀρχιμανδρίτης Ἀντωνίνος, ὁ ὁποῖος ἐπέλεξε γιά ἁγιογράφο τῶν εἰκόνων τοῦ τέμπλου τόν μοναχό Γεννάδιο Παπαδόπουλο. Πάλι ὁ Καμπούρογλου μᾶς διασώζει περί αὐτοῦ ὅτι «Ἦτο Πελοποννήσιος. Ἡ μήτηρ του φαίνεται ὅτι ἦτο ὑδραία. Ἐσπούδασε τήν ζωγραφικήν εἰς Μόσχαν καί κατόπιν μετέβη εἰς Ἅγιον Ὅρος πρός συμπλήρωσιν τῶν τεχνικῶν γνώσεών του. Κατέκτησε δέ ἀληθῶς τήν γνησίαν βυζαντινήν γραμμήν ἀλλά καί ἐκαλογέρευσεν ἐκεῖ μετονομασθείς εἰς Γεννάδιον. Ἀγνοῶ διατί ἦλθεν εἰς Ἀθήνας περί τό ἔτος 1850, ὅπου ὅμως ἦτο καί ὁ ἀδελφός του ἀξιωματικός τοῦ πεζικοῦ. 
Τότε παρέμεινεν –ἐφιλοξενήθη μᾶλλον– στήν Μονήν τῶν Ἀσωμάτων... Ὁ μακαρίτης Κρής καλόγηρος Πετρακιώτης Καλλιόπρος μοῦ ἔδειξε καί τό κελλί στό ὁποῖον παρέμεινεν ὁ Γεννάδιος». 
Ὁ Ὀζερώφ κατά τή διάρκεια τῆς ἀνακαινίσεως τῆς Ἁγίας Ζώνης ἔμαθε περί τῆς ρωσικῆς παιδείας τοῦ Γενναδίου «Ὡρίσθη τότε καί ὡς ἐφημέριος τοῦ ναΐσκου μισθοδοτούμενος καταλλήλως ἀπό τόν πρεσβευτήν. Μετά τινα χρόνον ὁ ναός τῆς Ἄγίας Ζώνης κατέστη ἐνοριακός καί τότε διωρίσθη ἄλλος ἱερεύς ἀπό τήν ἐκκλησιαστικήν ἀρχήν». 
Ὁ Γεννάδιος τότε περιορίσθηκε στήν τέχνη του καί μάλιστα εἶχε ἱδρύσει σχολή πρός ἐκμάθησή της στά Πατήσια. Ὅμως «...προσβληθεῖς ἀπό ἐρυσίπελας ἀπέθανε κατά τό ἔτος 1864, ὡς ὑποθέτω, ταφεῖς στό προαύλιον τοῦ ναοῦ εἰς θέσιν κατά παράδοσιν γνωστήν. Διότι οὔτε σταυρός οὔτε μάρμαρον ὑπάρχει πού».
Πίσω ἀπό δύο ξεχωριστά καί ἑτεροχρονισμένα περιστατικά πού ἀφηγούμαστε στό ἐν λόγῳ ἄρθρο, δηλαδή γιά τήν ἐκδημία τοῦ Ὁσίου Ἀνίκητου καί γιά τήν ἁγιογράφηση τοῦ Παρεκκλησίου τῆς Ἁγίας Ζώνης στήν Κυψέλη ἀπό τόν μοναχό Γεννάδιο, βρίσκεται ἡ ἐπιστηρικτική, διακριτική καί ἀξιομνημόνευτη παρουσία τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἀσωμάτων Πετράκη, παρά τό γεγονός ὅτι ἐκείνη τήν περίοδο βρισκόταν σέ πολύ δύσκολη κατάσταση καθώς ἔληξε μετά ἀπό αἰῶνες ἡ διαδοχή τῶν Ἡγουμένων ἀπό τήν οἰκογένεια Πετράκη, τό Κράτος ἐχθρικό πολλές φορές πρός αὐτήν προσπάθησε νά ἐπιτύχει τη συνένωσή της μέ τήν Ἱερά Μονή Πεντέλης ἐποφθαλμιόν τά κεκτημένα της ἢ ἀκόμα θέτοντας προσκόμματα στή λειτουργία της, ὅπως ἐπί παραδείγματι ὅταν μεταφέθηκε ἐκεῖ ἡ Κρατική Πυριτιδαποθήκη καί ἔγινε ἔξωση τῶν μοναχῶν ἀπό τά κελλιά τους καί πολλά ἄλλα παρόμοια... 

Το χρονολόγιο της ζωής του οσίου Ανικήτου είναι του μακαριστού π. Τιμοθέου Σακκά διατελέσαντος Ηγουμένου της Ιεράς Μονής Παρακλήτου και εφημερίου του Ιερού Ναού Αγίας Τριάδος οδού Φιλελλήνων. Τη φωτογραφία του οσίου εντόπισε ο π. Συνέσιος Βικτωράτος, πρόεδρος του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του Ιερού Ναού Αγίας Τριάδος οδού Φιλελλήνων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts with Thumbnails