Παναγιώτης Αντ. Ανδριόπουλος
Εισήγηση στον κύκλο "Μικρασιατικά" του 6ου Φεστιβάλ Μούσα Ελληνική Χίου (3-7-2022)
Ο Γιώργος Σεφέρης είναι αναμφίβολα ο διασημότερος Έλληνας Σμυρνιός των Γραμμάτων.
Η γλώσσα του Σεφέρη, πυκνή και καίρια, συμπυκνώνει στην ποίησή του αυτό που ο ίδιος ονόμασε επιγραμματικά «καημό της ρωμιοσύνης». Η ζωντανή, γηγενής παράδοση συμπορεύεται με τη σύγχρονη ευρωπαϊκή παιδεία. Στο πρόσωπό του, στην ποιητική, δοκιμιακή και μεταφραστική του εργασία, η νεοελληνική γραμματεία αναγνωρίζει έναν από τους κλασικούς του 20ού αιώνα.
Τον Ιούλιο του 1950 και για ένα τριήμερο, ο Γιώργος Σεφέρης περιδιαβαίνει μαζί με τη σύζυγό του Μαρώ τα λαξεμένα, μονόπετρα ξωκλήσια, μοναστήρια και εκκλησίες του 10ου και 11ου αιώνα της Καππαδοκίας. Στις περιοχές Προκόπι, Κόραμα και Σαγανλί ανακαλύπτει μοναδικά ζωγραφικά ίχνη της μεσοβυζαντινής Χριστιανοσύνης της Ανατολής και τα ενσωματώνει με «στοχαστική προσέγγιση» μέσα στην ελληνική παράδοση, τη λόγια και τη δημώδη. Ανακαλύπτει «μια νέα επαρχία της βυζαντινής τέχνης» στην περίοδο της «Μακεδονικής Αναγέννησης».
Σε αυτό το τριήμερο της περιήγησης στον συναρπαστικό κόσμο της βυζαντινής μνήμης της Ανατολής, του προσκυνήματος στα «πετροκομμένα» μοναστήρια και τις υπόσκαφες τοιχογραφημένες εκκλησιές των Σπαθιών, των Στεφάνων, της Σκοτεινής, των Σανδάλων, του δίνεται μια μοναδική ευκαιρία «ν’ αναμετρηθεί με τον χρόνο, την ιστορία, την αίσθηση της απώλειας ενός οικείου πολιτισμού». Η «χαμένη πατρίδα» της Μικράς Ασίας γίνεται γι’ αυτόν «μια άσκηση πνευματική, μια πρόκληση ανάκτησης του χαμένου κόσμου μέσα στη γνώση, την κατανόηση, τη μέθεξη, τη γοητεία του».
Όντας ο ίδιος «μια ψυχή εκ γενετής ξενιτεμένη», ο Σεφέρης –με καταβολές και από την Καππαδοκία– μοιάζει να εμπνέεται τόσο από μια συνηθισμένη ανορθόγραφη επιγραφή στα μοναστήρια «ΚΥΡΙΕ ΒΟΥΗΘΗ ΤΟ ΔΥΛΟ ΣΥ …» όσο και από τον βυζαντινολάτρη Κωστή Παλαμά και τον καβαφικό «ένδοξό μας Βυζαντινισμό».
Αποτέλεσμα του σεφερικού οδοιπορικού και μαρτυρίας με τ’ «αφιερώματα στο θεό ενός σβησμένου κόσμου» ήταν το έργο του Τρεις μέρες στα Μοναστήρια της Καππαδοκίας. Την 1η έκδοση του έργου (1953) επιμελήθηκε ο διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών και αγνός φιλέλληνας Οκτάβιος Μερλιέ και η Ελληνίδα γυναίκα του Μέλπω Μερλιέ, στους οποίους και την αφιέρωσε. Την ίδια χρονιά ο «οδηγός» κυκλοφόρησε και στα γαλλικά.
Και επειδή είμαστε ένα μουσικό φεστιβάλ, δεν μπορούμε να μην υπογραμμίσουμε την τεράστια σχέση του Γιώργου Σεφέρη με τη μουσική. Δεν αναφέρομαι στη μελοποιημένη ποίησή του, που είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο, αλλά στην προσωπική του σχέση με τη μουσική, ως ακονισμένου ακροατή.
Στο Δελτίο κριτικής δισκογραφίας, του 1974-75, που εξέδιδε η Λέσχη του Δίσκου, πρωτοείδαμε αυτή τη δυνατή σχέση, μέσα από τα κείμενα του ίδιου του ποιητή. Στις ευρωπαϊκές αίθουσες συναυλιών, ακούει με μιαν άλλη διάσταση, καταγράφει στη μνήμη, αναλύει εύστοχα τη «μουσική ποιητική» του καιρού του και όχι μόνο.
Σήμερα έχουμε πια αναλυτικές μελέτες για τη μοναδική σχέση του Σεφέρη με την κλασική μουσική. Ενδεικτικά αναφέρω τις «Γυμνοπαιδίες» Γιώργου Σεφέρη – Ερίκ Σατί και τη Μουσική Ποιητική του Γιώργου Σεφέρη, της Πολίνας Ταμπακάκη. Η Ταμπακάκη διερευνά, εν εκτάσει και απολύτως τεκμηριωμένα, τις σχέσεις του αυτοδίδακτου στη μουσική Σεφέρη με το ευρύτερο περιβάλλον της ευρωπαϊκής και εγχώριας μουσικής παραγωγής. Αναβιώνει το καλλιτεχνικό και πνευματικό κλίμα που επικρατούσε κατά τον μεσοπόλεμο σε Παρίσι και Λονδίνο, αποδεικνύοντας ταυτόχρονα και τις ώριμες προτιμήσεις του ποιητή προς πρωτοποριακούς συνθέτες, όπως ο Στραβίνσκι.
Ο μέγας λογοτέχνης, ζωγράφος και αγιογράφος Φώτης Κόντογλου απ’ το Αίβαλί, τις Κυδωνίες, της Μικράς Ασίας, είναι ίσως ο Μικρασιάτης με τη μεγαλύτερη επίδραση στον πνευματικό χώρο της Ελλάδας, αφού έφερε το αίτημα της «ελληνικότητας», το οποίο, βέβαια, ο ίδιος έκανε πράξη.
Μαθητές του υπήρξαν οι σπουδαίοι της γενιάς του ’30 Τσαρούχης και Εγγονόπουλος, καθώς και άλλοι που διέπρεψαν στη συνέχεια, όπως ο Πέτρος Βαμπούλης και ο Κωνσταντίνος Γεωργακόπουλος.
Νίκος Εγγονόπουλος και Φώτης Κόντογλου |
Ο Κόντογλου είναι ίσως από τους Νεοέλληνες καλλιτέχνες ο μόνος που είχε τόσους μαθητές χωρίς να είναι καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών ή έστω να έχει ιδρύσει κάποια ιδιωτική σχολή ή Φροντιστήριο. Η επίδρασή του στη ζωγραφική και την αγιογραφία φτάνει ως τις μέρες μας.
Επιπλέον, ο Κόντογλου είναι και η αιτία πολλών καλών! Ανάμεσά τους το θρυλικό, πλέον, Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν. Οι δεσμοί του Θεάτρου Τέχνης με τον Φώτη Κόντογλου ξεκινούν τη δεκαετία του ’30, όταν ο Κάρολος Κουν γνώρισε τον καλλιτέχνη, ο οποίος τον επηρέασε βαθιά. Θυμίζουμε ότι ο Κουν γεννήθηκε το 1908 στην Προύσα της Μικράς Ασίας και φοίτησε στη Ροβέρτειο Σχολή της Κωνσταντινούπολης. Ουσιαστικά, το ίδιο το Θέατρο Τέχνης έχει τις βάσεις της δημιουργίας του στην επιρροή που άσκησε ο Κόντογλου στον Κουν.
Όπως έλεγε ο τελευταίος, ο Φώτης Κόντογλου τον βοήθησε να «ανακαλύψει» το «ρωμαίικο» και να νιώσει το ξάνοιγμα προς καθετί το ελληνικό. Ο Κάρολος Κουν θεωρούσε τον Κόντογλου δάσκαλό του, λέγοντας πως από εκείνον έμαθε τα «πιο ακριβά και τα καλύτερα». Ο Κουν τόνιζε τον χαρακτηρισμό «αναχωρητής». Ο Κόντογλου, έλεγε, ήταν αναχωρητής, διότι όταν έπιανε το πινέλο «αναχωρούσε».
Σε αυτή τη βάση, ο Κουν δημιούργησε το θεατρικό ύφος που ο ίδιος ονόμασε «λαϊκό εξπρεσιονισμό», ο οποίος αποτέλεσε τον πυρήνα της «Λαϊκής Σκηνής» του πρώτου θεάτρου που ίδρυσε το 1936 και που έμελλε να είναι η απαρχή του Θεάτρου Τέχνης.
Μάλιστα, το 2016 μαθητές της Δραματικής Σχολής του Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν πραγματοποίησαν ένα αφιέρωμα στον Κόντογλου, με τίτλο: «Ταξίδι με Άνθη Μυστικά».
Από την άλλη, λίγοι έχουν παρατηρήσει ότι ο Μάνος Χατζιδάκις, στο βιβλίο του "Ο καθρέφτης και το μαχαίρι", συμπεριλαμβάνει και τον Φώτη Κόντογλου στην προσωπική του μυθολογία. Στο βιβλίο δημοσιεύεται η φωτογραφία του Κόντογλου και ο Χατζιδάκις σημειώνει με τρόπο ποιητικό και… εξωτικό:
«Ένα φθινοπωρινό απόγευμα, το 1949, ο Κόντογλου έπινε καφέ με τον Πέδρο Κάζας στο “Μπραζίλιαν”. Με είδε να πλησιάζω, και τον ακούω να λέει στον Κάζας: – Έλα να σου γνωρίσω ένα λαμπρό νέο μουσικό. Χαιρετιόμαστε. Τον παρατηρώ. Είχε γαλάζια μάτια κι ένα σκαμμένο μελαψό πρόσωπο. Του λέω σε μια στιγμή, εντελώς ξαφνικά: – Θα ’ρθω μαζί σας σ’ ένα ταξίδι που θα κάνετε στην Κίνα. – Είναι επικίνδυνο, μου λέει, θα σκοτωθείτε. – Μη φοβάστε, επιμένω. Θα επιζήσω… Κι έτσι έφυγα μαζί του για το Αϊβαλί και την Προύσα. Όταν επέστρεψε ο Κόντογλου μ’ έκανε ψηφιδωτό στο παρεκκλήσι του Δαφνιού. Δεν θυμάμαι τίποτ’ άλλο απ’ αυτόν. Μόνο ένα γράμμα, που το ’στειλε όταν ήταν άρρωστος. Μου θύμιζε την Προύσα και το Αϊβαλί».
Ο Μάνος Χατζιδάκις διηγείται πως τον πρώτο καιρό της εγκατάστασής του στην Αθήνα, διάβαζε με συγκίνηση τη "Βασάντα" του Κόντογλου. Βασάντα στα σανσκριτικά σημαίνει άνοιξη. Ίσως το πιο παράδοξο βιβλίο του Φώτη Κόντογλου, ένα βιβλίο εκρηκτικά πρωτοποριακό, μοναδικό. Ένα σύνολο παράταιρων κειμένων. Κείμενα δικά του, αφηγηματικά και προσωπικά, καθώς και εντυπώσεις από μοναστήρια, αλλά και κείμενα που μετέφρασε, από τους Ψαλμούς και τον Ιώβ μέχρι τον Σαίξπηρ. Και όλα αυτά με ζωγραφιές και με πλουμίδια απ’ το χέρι του ίδιου του Κόντογλου.
Τέσσερα Ελληνικά Τραγούδια, δύο από αυτά σε ποίηση Αριστοτέλη Βαλαωρίτη και μουσική Πέτρου Πετρίδη.
Του γεννημένου στη Νίγδη της Καππαδοκίας, του νεαρού σπουδαστή μουσικής στην Κωνσταντινούπολη και φοιτητή στη Ροβέρτειο Σχολή, του εθελοντή στους Βαλκανικούς πολέμους, του διευθυντή του Γραφείου Τύπου της Ελληνικής Πρεσβείας στο Λονδίνο, του καθηγητή νεοελληνικής γλώσσας στη Σορβόννη, του αντεπιστέλλοντος μέλους της Γαλλικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών, του τακτικού μέλους της Ακαδημίας Αθηνών, του τιμηθέντος με τον Γαλλικό Ταξιάρχη Γραμμάτων και Τεχνών.
Τα καλλιτεχνικά αλλά και τα γενικότερα ιδανικά του Πετρίδη είναι παρόμοια με του Καλομοίρη. Δεν τον ενδιαφέρει η ιταλικής προέλευσης μουσική (οπερέτες και καντσονέτες) που αρέσει τότε στους Αθηναίους. Πρότυπα και επιρροές για την τεχνοτροπία του ήταν η Βυζαντινή μουσική, η αντίστιξη του Μπαχ, η τροπικότητα του Ντεμπυσύ αλλά όχι ο ιμπρεσιονισμός του, όπως κι εκείνη του Ρίμσκι-Κόρσακοφ και του Μουσόργκσκι. Το Βυζαντινό μέλος, τα παραδοσιακά μοτίβα, ρυθμοί και κλίμακες, οι αρχαίοι τρόποι και ο συνεπακόλουθος πολυτροπισμός –στα οποία βασίστηκε η τεχνοτροπία του Πετρίδη– αίρουν την επιφύλαξη που είχε εκφραστεί για το αν πρέπει ο Πετρίδης να θεωρηθεί μέλος της Εθνικής Μουσικής Σχολής.
Με τον τίτλο Τέσσερις Ελληνικές Μελωδίες για φωνή και πιάνο (Quatre Melodies Grecques pour chant et piano) εκδόθηκαν στις 8 Ιουνίου 1922 αυτά τα τέσσερα τραγούδια του Πετρίδη: η «Αχτίδα» και το «Νανούρισμα» σε ποίηση Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, και τα άλλα δύο, «Το τραγούδι του βοτανίσματος» και το «Ελληνικό Δημοτικό Νανούρισμα», δημοτικά τραγούδια που εναρμόνισε ο συνθέτης.
Το «Τραγούδι του βοτανίσματος / Δεσκαφισκιάτικος» αποτελεί εναρμόνιση του ομώνυμου δημοτικού τραγουδιού της Χίου, το οποίο κατέγραψε ο Πωλ Λε Φλεμ και εκδόθηκε στη συλλογή του Περνώ Τραγούδια της Χίου. Ο Πετρίδης θεωρούσε πολύ σημαντικό αυτό το τραγούδι, καθώς πίστευε ότι αποτελεί δείγμα διτονικής τεχνοτροπίας.
Έλεγε ο ίδιος:
«Ο Δεσκαφισκιάτικος δεν είναι μονάχα ένας ανεχτίμητος μουσικός θησαυρός. Αποτελεί άλλο ένα δείγμα του καταπληκτικού υπερμοντερνισμού ωρισμένων πτυχών του χιώτικου δημοτικού τραγουδιού. Η μελωδία δεν μπορεί να καταταχτή σε καμιά αποκλειστική συγκεκριμένη τονικότητα.
Κυμαίνεται μεταξύ δύο, τουλάχιστον, τονικοτήτων χωρίς να κατασταλάζη σε καμία από τις δύο […]. Η διτονική τούτη μελωδία μας δείχνει καθαρά έναν από τους ασφαλείς δρόμους που οδηγούν στους νέους ορίζοντες της διτονίας».
O Γεώργιος Kαζάσογλου γεννήθηκε στην Aθήνα την 1η Δεκεμβρίου 1908. O πατέρας του Bασίλης είχε καταγωγή από το Πολυδώριο της Μικράς Aσίας, το σημερινό Μπουρντούρ, στην περιοχή της αρχαίας Πισιδίας. Σε ηλικία δέκα ετών ο Γεώργιος πήρε τα πρώτα μαθήματα βιολιού. Τελειώνοντας το Γυμνάσιο γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο Aθηνών, στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, την οποία ωστόσο λίγο αργότερα εγκατέλειψε για το Πάντειο Πανεπιστήμιο και συγκεκριμένα τη Σχολή Πολιτικών Επιστημών. Παράλληλα έκανε μουσικές σπουδές στα σημαντικά Ωδεία της εποχής (Ελληνικό, Εθνικό, Αθηνών) με δασκάλους όλους όσους μεσουρανούσαν στην ελληνική μουσική σκηνή εκείνη την εποχή: Διονύσιο Λαυράγκα, Mανόλη Kαλομοίρη, Mάριο Bάρβογλη, Δημήτρη Mητρόπουλο, Σοφία Σπανούδη.
To 1933 διορίστηκε Kαθηγητής μουσικής στη Mέση Eκπαίδευση και παράλληλα με τις σχολικές του υποχρεώσεις δημιουργούσε, όπου κι αν βρισκόταν, μουσική κίνηση. Tο 1934 παντρεύτηκε την πιανίστα και τραγουδίστρια Φλώρα Παπαχριστοφίλου.
Γράφει πολλή μουσική. Το 1940 συνθέτει και το έργο Αρχαϊκή Μινιατούρα για φωνή και πιάνο σε στίχους Κούλη Ζαμπαθά, που θα ακούσουμε απόψε, ενώ τη δεκαετία 1950-1960 ασχολείται κυρίως με τραγούδια και έργα για φωνή και ορχήστρα. Μελοποιεί τα ποιήματα του Διονυσίου Σολωμού «Του Μαγιού ροδοφαίνεται η μέρα» (από τη «Νεκρική Ωδή»), και «Στη σκιά χειροπιασμένες» (πρόκειται για μελοποίηση των στροφών 83-85 του Ύμνου εις την Ελευθερία), που θα ακούσουμε απόψε.
Να πούμε και για τον «Ολυμπιακό Ύμνο» που συνέθεσε το 1946 σε στίχους Κωστή Παλαμά και πρωτοτραγουδήθηκε στο ποδηλατοδρόμιο του Πειραιά, από χορωδία που διηύθυνε ο ίδιος και που απαρτιζόταν από 3.000 μαθητές των τελευταίων τάξεων όλων των γυμνασίων της περιοχής. Παρά το γεγονός ότι δρομολογήθηκαν κάποιες ενέργειες ώστε να καθιερωθεί ως επίσημος Ολυμπιακός Ύμνος, τελικά η σύνθεσή του δεν επικράτησε.
Γράφει έργα εμπνευσμένα από την Αρχαία Ελλάδα, το Βυζάντιο και το Δημοτικό τραγούδι.
Την τελευταία περίοδο της δημιουργικής του πορείας (1971-1984) γράφει και τα Τραγούδια της Μικράς Ασίας για φωνή και πιάνο.
Το 1952 δόθηκε η μεγάλη ευκαιρία στον συνθέτη να περάσει με τη μουσική του τα ελληνικά σύνορα.
Γράφει μουσική για τις Νεφέλες του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Σωκράτη Καραντινού και σκηνικά Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα και το έργο ανεβαίνει στην Comédie Française, όπου και αποσπά διθυραμβικές κριτικές. Ανάμεσα στους θεατές της παράστασης και ο Ιγκόρ Στραβίνσκι, ο οποίος μετά το τέλος του έργου συγχαίρει τον Καζάσογλου λέγοντάς του: «Στη μουσική σας άκουσα Ελλάδα και στο σφίξιμο των χεριών σας νιώθω Ελλάδα. Σας ευχαριστώ».
Κατοικούσε για αρκετά χρόνια στη Νέα Σμύρνη. Το 1980, σε μια πανηγυρική τελετή στην Εστία Νέας Σμύρνης, ο Δήμος ανακήρυξε τον Γεώργιο Καζάσογλου επίτιμο δημότη και του απένειμε το Χρυσό Μετάλλιο της πόλης.
Γόνος εύπορης οικογένειας που καταγόταν από τη Ζαγορά Πηλίου, ο Γιάννης Κωνσταντινίδης πήρε τα πρώτα μαθήματα πιάνου και αρμονίας στη Σμύρνη από τον Δημοσθένη Μιλανάκη. Τις παραμονές της Μεγάλης Καταστροφής του 1922 κατέφυγε στη Γερμανία με τρόπο που θυμίζει περιπετειώδη ταινία. Σπούδασε αρχικά στη Δρέσδη με τον Γ. Γ. Μράσζεκ και μετά στο Βερολίνο (στην Ανώτατη Μουσική Ακαδημία και στο Ωδείο Στερν) όπου είχε δασκάλους τους Καρλ Ραίσλερ (πιάνο), Πάουλ Γιουόν (ανώτερα θεωρητικά και σύνθεση), Καρλ Έρενμπεργκ (διεύθυνση ορχήστρας) και Κουρτ Βάιλ (ενορχήστρωση). Στο Βερολίνο ένιωσε να ωριμάζει μουσικά, σε αυτό βοήθησε και το γεγονός ότι γνώρισε και συνδέθηκε φιλικά με τον Νίκο Σκαλκώτα. Οι δυσκολίες της καθημερινότητας τον αναγκάζουν να βιοπορίζεται παίζοντας πιάνο σε καμπαρέ του Βερολίνου, στο ραδιόφωνο, σε θέατρα και κινηματογράφους – ας μην ξεχνάμε ότι ήταν η χρυσή εποχή του βωβού σινεμά. Λίγο αργότερα, εντοπίζοντας μέσα του καλά κρυμμένα τα δημοτικά ακούσματα και μέσα από μελέτη των εθνομουσικολογικών συλλογών των Μπω-Μποβύ, του Παχτίκου και άλλων, διαμόρφωσε μια έντεχνη εκδοχή του ελληνικού τραγουδιού με συνοδεία βασισμένη εξ ολοκλήρου στο παραδοσιακό μέλος, αλλά και δομικά πρότυπα για τη δημιουργία έργων για συμφωνική ορχήστρα, μουσικής δωματίου, για πιάνο και για χορωδία.
Ο Γιάννης Κωνσταντινίδης συνέθεσε έργα για ορχήστρα –ανάμεσά τους δύο Δωδεκανησιακές Σουίτες και την περίφημη Μικρασιατική Ραψωδία–, καθώς και μουσική δωματίου – με δημοφιλές έργο τη Μικρή Σουίτα σε δωδεκανησιακά θέματα για βιολί και πιάνο (1947), που θα ακούσουμε απόψε. Συνέθεσε, επίσης, σκηνική μουσική για διάφορα θεατρικά έργα.
Την ελαφρά του μουσική τη δισκογράφησε με το ψευδώνυμο Κώστας Γιαννίδης και είναι βέβαιο ότι τα τραγούδια του αγαπήθηκαν από όλα τα είδη κοινού. Ο Γιαννίδης συνέθεσε περίπου εκατό τραγούδια κι ακόμα μουσική για πενήντα τουλάχιστον μουσικές κωμωδίες-επιθεωρήσεις.
Ο συνθέτης και αρχιμουσικός Μανώλης Καλομοίρης γεννήθηκε στη Σμύρνη στις 14 Δεκεμβρίου 1883. Γόνος αστικής οικογένειας της Σμύρνης, όπου και πήρε τα πρώτα μαθήματα μουσικής. Συνέχισε σπουδάζοντας πιάνο στην Αθήνα και αργότερα στην Κωνσταντινούπολη. Ολοκλήρωσε μουσικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Μουσικής και Παραστατικών Τεχνών της Βιέννης. Μετά την αποφοίτησή του έζησε και εργάστηκε ως καθηγητής πιάνου στο Χάρκοβο της Ρωσίας (σήμερα Ουκρανίας), όπου γνώρισε καλά τη ρωσική μουσική.
Συνδέθηκε στενά με τον λογοτέχνη Γιάννη Ψυχάρη και τον ποιητή Κωστή Παλαμά. Τάχθηκε υπέρ των δημοτικιστών και του Ελευθερίου Βενιζέλου, κινούμενος με πραγματισμό στον γεμάτο ανατροπές εγχώριο ιστορικό περίγυρο.
Αρθρογραφούσε στο περιοδικό Νουμάς και το 1908 δημοσίευσε το διάσημο μανιφέστο του για τη δημιουργία «Εθνικής Σχολής» στην ελληνική μουσική, ερχόμενος σε ρήξη με την προϋπάρχουσα «Επτανησιακή». Με πρότυπα τη γερμανική (βαγκνερική) και τη ρωσική σχολή, δημιούργησε τα πρώτα μεγάλα συμφωνικά έργα στην Ελλάδα. Συνέθεσε πέντε όπερες, μουσική δωματίου και κύκλους τραγουδιών.
Διετέλεσε καθηγητής πιάνου και ανώτερων θεωρητικών στο Ωδείο Αθηνών, Γενικός Επιθεωρητής Στρατιωτικών Μουσικών, αντιπρόεδρος του Διοικητικού Ανώτατου Συμβουλίου Μουσικής, πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Συνθετών, Συγγραφέων και Εκδοτών. Το 1945 ψηφίστηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Συνετέλεσε αποφασιστικά στην οργάνωση της μουσικής παιδείας ιδρύοντας το Ελληνικό Ωδείο (1919) και το Εθνικό Ωδείο (1926), το οποίο διηύθυνε μέχρι το 1948. Ίδρυσε και διηύθυνε τον βραχύβιο Εθνικό Μελοδραματικό Όμιλο (1933-35). Συμμετείχε στην ίδρυση και υπήρξε πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών. Πέθανε στην Αθήνα στις 3 Ιουνίου 1962. Φέτος συμπληρώθηκαν 60 χρόνια από τον θάνατό του.
Διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του μουσικού τοπίου στην Ελλάδα και ειδικότερα στην ίδρυση και εξέλιξη της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, καθώς διετέλεσε Γενικός Διευθυντής και πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της (1950-1952).
Στα απομνημονεύματά του, ο Μανώλης Καλομοίρης αναφέρεται πολύ έντονα και με πολύ μεγάλη νοσταλγία στα παιδικά του χρόνια στη Σμύρνη, στους ανθρώπους που γνώρισε, στους συγγενείς, στην οικογένειά του και φυσικά σε όσα έζησε μέσα στο σπίτι του, που διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα του και αποτυπώνονται στη μουσική του.
Για να κλείσουμε με τον Σεφέρη, με τον οποίο αρχίσαμε. Ταιριάζουν απόλυτα και για τη Μικρασία οι στίχοι του ποιητή από το «Νεόφυτος ο έγκλειστος μιλά»:
«Για μας ήταν άλλο πράγμα ο πόλεμος για την πίστη του Χριστού / και για την ψυχή του ανθρώπου καθισμένη στα γόνατα της Υπερμάχου Στρατηγού, / που είχε στα μάτια ψηφιδωτό τον καημό της Ρωμιοσύνης, / εκείνου του πέλαγου τον καημό σαν ήβρε το ζύγιασμα της καλοσύνης».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου