Του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου
«Οι μισές απόκριες ανήκουν στους νεκρούς», λέει ο ποιητής, παραπέμποντας ίσα στα συναξάρια: Το Σαββάτο προ της Απόκρεω «μνήμην επιτελούμεν πάντων των απ’ αιώνος κεκοιμημένων» και το Σάββατο της Τυρινής «μνήμην επιτελούμεν πάντων των εν ασκήσει λαμψάντων». Οι νεκροί μάς καλούν σ’ ένα «διπλό ταξίδι». Σε μια εσχατολογική προοπτική όπου ο υλικός κόσμος χάνει τη συνοχή του και ο χρόνος τη διάρκειά του καθώς «παγιδευμένοι είμαστε στην αβεβαιότητα…».
Η «μελέτη θανάτου» των αρχαίων και η «μνήμη θανάτου» των χριστιανών, συναντώνται εκεί όπου «ξαφνικά πρόσωπο ζωντανό φορά μάσκα θανάτου». Και ζει το πρόσωπο ζώντας τον θάνατό του. Χωρίς, ίσως, να το ξέρει.
«Κι όποια μνήμη κρύβεται στο κρυφτό
φοβάται πως για πάντα θα χαθεί
κι όποια κρύβεται νεκρή
φοβάται πως ζωντανή θα τη βρούν».
Η μνήμη που κρύβεται στο κρυφτό γεννάει λήθη. Η άλλη που κρύβεται νεκρή τίκτει αιωνιότητα. Τα πάντα, στην ποίηση του Β. Αρφάνη, διηγούμενα φθορά, θάνατο και ματαιότητα, υποδηλώνουν την αναζήτηση και τα βάθη κάποιου άλλου Είναι. Το Είναι του Ενός Καθολικού Προσώπου που ανακαλύπτεται διά της αγνωσίας:
«Χωρίς να ξέρω το ένα πρόσωπό μου
το ένα και μοναδικό που σε μια μόνο πόλη ζει
σε ένα σπίτι μόνο επιστρέφει
μόνο μια πόρτα ανοίγει».
Η αιωνιότητα, δια της μνήμης θανάτου, κρούει την θύρα της ψυχής, που είναι κλειστή από το φόβο. Την ανοίγει και κατοικεί μόνιμα πια εκεί ο «άφοβος φόβος» που φέρνει η τελεία συναίσθησις του θανάτου.
Το Καρναβάλι του Β. Αρφάνη είναι, λοιπόν, τα παιδικά χρόνια, τα παιχνίδια στον κήπο, χορός με τους αθέατους, οδυνηρή εναλλαγή προσώπου και μάσκας, «σώματα που είναι άφαντα από χρόνια», σπίτια μνήμης, μνήμες που με δείπνο μοιάζουν, η εικόνα της μάνας του που χορεύει κοκέτα, δυο ερωτευμένοι που δεν γνωρίζονται, ο χαρταετός στον ουρανό μαζί με το πέταγμα του εαυτού, ένας καφές μοναχικός – συνομιλία με το χρόνο, προσκλητήριο νεκρών, μνήμη θανάτου.
Το Καρναβάλι του Β. Αρφάνη είναι ένα φιλί. Ένα φιλί ηδονικό που δίνει στο Χάρο «ο ωραίος της παρέας που μοιραία γυναίκα είχε ντυθεί», ένα
«φιλί ειρηνικό
που έκανε ύστερα τον γύρω της παρέας
σαν το κοινό ποτήρι το κρασί
στα μυστικά μας δείπνα».
Στο Καρναβάλι του Β. Αρφάνη η Κυριακή βάφεται Κόκκινη. Συναντάς ζευγάρια που γλίτωσαν από τους κεραυνούς, μικροπωλητές που στους πάγκους στεγνώνουν τα μάγια, παλιούς θεούς ανάμεσα στα τραπεζάκια, ζητιάνους που γλίτωσαν από τις κατολισθήσεις και φοράνε τα καλά τους γάντια. Και για φινάλε: «Η πόλη επέζησε χάρις στο Θεό».
Και ο Θεός ζει δια της μνήμης θανάτου. Η μνήμη του θανάτου δίνεται στον άνθρωπο από τον Θεό, για να τον σώσει από τον θάνατο, λένε οι Πατέρες. Εδώ ο ποιητής ιστορεί τις δικές του Απόκριες ως γεγονός υπαρξιακό, που προϋποθέτει νηφάλιο μέθη μιας αυξανόμενης μνήμης θανάτου, που πάσχει τα ανθρώπινα και τα θεία.
Από τη συλλογή ΑΠΟΚΡΕΩ του Βασίλη Αρφάνη (φιλολογικό ψευδώνυμο του πατρινού λογοτέχνη Βασίλη Λαδά), η οποία εκδόθηκε στα 2004 (Αθήνα, εκδ. Γαβριηλίδης), επέλεξα και διάβασα στην πρώτη εκδήλωση με τον γενικό τίτλο "Πατρινοί συνθέτες - Πατρινοί ποιητές", που διοργανώσαμε με το Καλλιτεχνικό Σύνολο "Πολύτροπον" στην Αθήνα, το ποίημα "Με κρασί και μύρα".
"Με κρασί, με μύρα, με αρώματα
θα πλύνω τα κόκαλά σου..."
Γιατί όπως λέει ο ποιητής: «Οι μισές απόκριες ανήκουν στους νεκρούς»...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου