«Η νοσταλγία σου έχει πλάσει μία χώρα ανύπαρκτη…»
(«Παλιέ μου φίλε τι γυρεύεις
χρόνια ξενιτεμένος ήρθες
με εικόνες που έχεις αναθρέψει
κάτω από ξένους ουρανούς
μακριά από τον τόπο το δικό σου…)
(«Παλιέ μου φίλε τι γυρεύεις
χρόνια ξενιτεμένος ήρθες
με εικόνες που έχεις αναθρέψει
κάτω από ξένους ουρανούς
μακριά από τον τόπο το δικό σου…)
Γ. Σεφέρης
Ξεσπιτώθηκαν από τη γενέθλια γη ! Από τον μεγάλο ξεριζωμό, ανακαλώ την ίδια ασπρόμαυρη φωτογραφία, το ντοκουμέντο του ανείπωτου παιδικού πόνου.
«Μία μαυροφορούσα γιαγιά, με πρόσωπο σκαμμένο από τις ρυτίδες, στέκει αγέρωχη στο κάδρο του χρόνου. Στο κουρασμένο στέρνο της, η γερόντισσα πασχίζει να κανακέψει κάποιο ορφανεμένο στερνοπούλι που πλάνταζε στο κλάμα…».
1923, μετά τη γενοκτονία του Ποντιακού ελληνισμού. Στη στερεότυπη λεζάντα της φωτογραφίας, ο ρεπόρτερ ιστορούσε την ακόρεστη μανία που πυρακτώνει τη φλόγα του σπαραγμού και της απώλειας :
«Εικόνα συνηθισμένη… αφού πολλοί από τους γονείς είτε σκοτώθηκαν είτε χάθηκαν στο μακρύ ταξίδι της προσφυγιάς !».
«Γυρεύω τον παλιό μου κήπο ...
κι’ όμως σαν ήμουνα παιδί
έπαιζα πάνω στο χορτάρι
κάτω από τους μεγάλους ίσκιους
κι’ έτρεχα πάνω στις πλαγιές
ώρα πολλή λαχανιασμένος…»
κι’ όμως σαν ήμουνα παιδί
έπαιζα πάνω στο χορτάρι
κάτω από τους μεγάλους ίσκιους
κι’ έτρεχα πάνω στις πλαγιές
ώρα πολλή λαχανιασμένος…»
Κάπου στα όρια δύο εκκλησιών. Μητρόπολη Νεοκαισάρειας και Αμασείας. Κάτω από τους άφθαρτους ίσκιους και τις βαθυπράσινες πλαγιές του Πόντου. Στους βράχους τους άπαρτους και τις βραχοσπηλιές που, μόνο γεράκια και αετοί, στεριώνουν τις φωλιές τους. Δίπλα στα βουνά που κόπηκαν με κεραυνούς και τυλίχθηκαν με τα αιθέρια πέπλα της ομίχλης ! Όταν στις ευλογημένες μέρες της ειρήνης, αντηχούσαν ανέμελα τα παιδικά τρεχαλητά…
Ήταν τα περήφανα θρέμματα της Τραπεζούντας, τα τέκνα που ρίζωσαν «κάτω από τους μεγάλους ίσκιους» και τις πανύψηλες ρομπόλες. Ήταν οι μελλοντικοί λυράρηδες της Ρωμιοσύνης, που δεν πρόλαβαν – στη γη των μαχητών – ν’ αντρωθούν στο Πυρρίχειο χορό της φωτιάς.
Ήταν τα περήφανα θρέμματα της Τραπεζούντας, τα τέκνα που ρίζωσαν «κάτω από τους μεγάλους ίσκιους» και τις πανύψηλες ρομπόλες. Ήταν οι μελλοντικοί λυράρηδες της Ρωμιοσύνης, που δεν πρόλαβαν – στη γη των μαχητών – ν’ αντρωθούν στο Πυρρίχειο χορό της φωτιάς.
«Γυρεύω το παλιό μου σπίτι
Με τ’ αψηλά τα παραθύρια
…πώς θες να ριζώσω σ’ αυτή τη στάνη ;
οι στέγες μου έρχονται ως τους ώμους
κι’ όσο μακριά να κοιτάξω
βλέπω γονατιστούς ανθρώπους
λες κάνουνε την προσευχή τους…»
Τα προσφυγόπουλα του Πόντου κατάφεραν και ρίζωσαν «στις δύο μαύρες συμπληγάδες». Όμως, για 88 χρόνια και σε καιρούς άνυδρους, το προαιώνιο δένδρο της μνήμης θρεφόταν απ’ το αγίασμα της πίστης, τα νάματα της ελπίδας. Αυτά που αρκούν, για να καρπίσουν «μία χώρα ανύπαρκτη, με νόμους έξω απ’ της γης κι’ απ’ τους ανθρώπους».
Πάντως – και κάπως έτσι φρονώ πως η ιστορία γίνεται ανθρώπινο βίωμα - οι περήφανοι γέροντες, την ίδια μεγαλόχαρη εικόνα λάτρευαν: «Σουμελά μας Παναγία, την εικόνα σου εγώ τη σεπτή και την αγία έρθα (ήρθα) για να προσκυνώ…».
Στου χρόνου τα ανάστροφα γυρίσματα, κάποιοι απ’ αυτούς έμειναν με άσβεστη τη νοσταλγία… Αυτός, εξάλλου, είναι ο τραγικός και αδυσώπητος νόμος που εξουσιάζει τους ανθρώπους : πολλά από τα προσφυγόπουλα πέρασαν τις όχθες του Αχέροντα, κουβαλώντας βαρύ, το τίμημα της μισαλλοδοξίας. Όμως, ακόμη και μετά από έναν αιώνα «ληθάργου και σιωπής – όπως γλαφυρά τονίστηκε από τον ποιμενάρχη της Ορθοδοξίας - η ακοίμητος καντήλα της μνήμης και της ευλάβειας προς την Σουμελιώτισσα έκαιε και επότιζε και καθοδηγούσε την πορεία όλων…». Μα κυρίως «επότιζε και καθοδηγούσε» το δρόμο των Ποντίων.
Μετά από έναν αιώνα, φαίνεται πως πολλές προσευχές συναθροίστηκαν ! Στην κορυφή του βουνού στη Μάτσκα, ατόφιος διασαλπίστηκε ο λόγος ο Αληθινός. Μπροστά στο αγίασμα που αναβλύζει για 16 αιώνες από έναν γρανιτώδη (!) βράχο… οι απειλές, οι άναρθρες κραυγές - όλες αυτές οι αθλιότητες της παραφροσύνης, δε βρήκαν ρίζα να θραφούν.
Σε μία ανθρωπότητα καθημαγμένη, ο Βαρθολομαίος στάθηκε αταλάντευτος, ενώπιον του ιερού Θυσιαστηρίου. Μπροστά στο ύψος των ιστορικών προκλήσεων, αναλογίστηκε σοφά, το βάθος των υπαρξιακών διλημμάτων που ταλανίζουν την οικουμένη! Ο λόγος του διαυγής, νηφάλιος ορθώθηκε - σε πείσμα των καιρών – σαν διάκονος του προαιώνιου Φωτός :
«Σήμερα ο Πόντος (το απροσμέτρητο έρεβος της «Μαύρης θάλασσας») γίνεται πραγματικά Εύξεινος (φιλόξενος, καλοτάξιδος), καθώς δέχεται καραβάνια ολόκληρα προσκυνητών που γεμίζουν τις ανηφοριές των βουνών που οδηγούν στον ιερό βράχο της Παναγίας…». «Το προσκύνημα αυτό…είναι μία επιπλέον γέφυρα επικοινωνίας ανάμεσα εις τους δύο λαούς» !
«Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγά – σιγά θα συνηθίσεις
θ’ ανηφορίσουμε μαζί
στα γνώριμά σου μονοπάτια
θα ξαποστάσουμε μαζί
κάτω απ’ το θόλο των πλατάνων
σιγά – σιγά θα ’ρθουν κοντά σου
το περιβόλι κι’ οι πλαγιές σου»
Και το περιβόλι της Παναγίας και των ανθρώπων άνθισε και ευωδίασε. «Του Κυρίου δεηθώμεν»… «Υπέρ της άνωθεν ειρήνης». «Υπέρ της των πάντων ενώσεως». «Υπέρ της ευκαρπίας των καρπών της γης».
Πολλές οι γέφυρες που ανυψώθηκαν στον ουρανό του Πόντου, το Δεκαπενταύγουστο. Εξάλλου, κάπως έτσι συμβαίνει, όταν το ανθρώπινο βίωμα μετουσιώνεται σε ιστορικό ορόσημο. Οι Γέφυρες χτίζονται με έργα ακλόνητα, απέναντι στην ανθρώπινη μικρότητα … Σαν και τις γέφυρες που μια ζωή οραματιζόταν ο L.da Vinci. Σαν και τις γέφυρες που οραματιζόταν ο Νίκος Καζαντζάκης, όταν έγραφε στην «Ασκητική»: «Ερχόμαστε από μία σκοτεινή άβυσσο · καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο · το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή».
Το κορυφαίο - για τους συμβολισμούς του – ιστορικό παράδειγμα της Τραπεζούντας, μάς προκαλεί να αρθούμε στο ύψος των προσωπικών μας ευθυνών. Φτάνει και μόνο να διδαχθούμε από την παρακαταθήκη αυτού του πολιτισμού που έχει σαν γνώμονα της Ύπαρξης… το Μέτρο, τη Δικαιοσύνη, την Ανθρωπιά !
Όπως, λοιπόν, τα «πετεινά» της Πλάσης δέονται … «υπέρ της ευταξίας του σύμπαντος κόσμου», ας προσέλθουμε σαν ικέτες, στ’ άδυτα του ασφυκτικού μικρόκοσμού μας. Υποθέτω πως κάπου εκεί, υπάρχει χώρος αρκετός, για ν’ αποκαλύψουμε ή έστω να ψηλαφίσουμε «μία χώρα ανύπαρκτη…με νόμους έξω απ’ της γης κι’ απ’ τους ανθρώπους» !
88 ολόκληρα χρόνια πέρασαν, από τις μέρες που «δύο γείτονες» μοιράστηκαν τις σάρκες τους και όχι «το σώμα και το αίμα» της ψυχής τους. Όμως, για όλα τα προσφυγόπουλα του Πόντου και της Μικρασίας που ταξίδεψαν στο νόστο του Θανάτου τον ανεπίστρεπτο · για όλες εκείνες τις αναρίθμητες ανθρώπινες σκιές που περιπλανούνται στο «παγκοσμιοποιημένο μας χωριό», επί ματαίω, …μπορούμε, επιτέλους, να κάνουμε ένα βήμα.
Το «Πάτερ ημών» που ακούστηκε από τα χείλη του Πατριάρχη Βαρθολομαίου στα απόκρημνα βουνά της Τραπεζούντας, ελπίζω να χαράξει στη μικρή μας ανηφόρα, μιαν αρχή!
Ιωάννης Γ. Δημογιάννης, φιλόλογος
1 σχόλιο:
Μήπως είδατε το εξής άρθρο; http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ell_100002_18/08/2010_411706
Δημοσίευση σχολίου