Δημήτρης Μπαλτᾶς
Στό σχολεῖο τῆς τέχνης
Θά ἀναφερθῶ σήμερα σέ δύο ἰδιαίτερους ἐκπροσώπους τῆς ποίησης, στόν Ἕλληνα Γιῶργο Σαραντάρη (1908-1941) καί στήν Ρωσσίδα Ἄννα Ἄχμάτοβα (1889-1966). Μία εἰδική μελέτη θά ἔδειχνε ἴσως ὅτι οἱ δύο ποιητές συναντῶνται μέ τόν λυρικό τόνο καί μέ τήν θρησκευτική τους διάθεση. Ἕνα ἄλλο σημεῖο τῆς συνάντησής τους εἶναι ὅτι καί οἱ δύο ἦσαν ἀναγνῶστες τοῦ μεγάλου Ρώσσου μυθιστοριογράφου Φ. Ντοστογιέφσκι (1821-1881). Πέραν αὐτῶν, οἱ δύο αὐτοί ἐκπρόσωποι τῆς τέχνης ἔδειξαν ὅτι συναντήθηκαν στόν ἀγῶνα τῶν λαῶν τους γιά τήν ἐλευθερία τήν ὁποία ἐπιβουλεύονταν πρίν ἀπό δεκαετίες οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ φασισμοῦ στήν Εὐρώπη.
Ὁ Γιῶργος Σαραντάρης πέρασε ἕνα μεγάλο μέρος τῆς ζωῆς του στήν Ἰταλία ὅπου καί σπούδασε νομικά καί φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο τῆς Μπολόνια.
Παρά τήν ἀσθενική του φύση ὁ Σαραντάρης ἐκλήθη νά πολεμήσει στόν πόλεμο ἐναντίον τῶν Ἰταλῶν, δείχνοντας μία ἰδιαίτερη φιλοπατρία. Ἐπίσης ἀνταποκρίθηκε σ’ αὐτήν τήν κλήση, ἀποπειρώμενος νά συνδυάσει τήν φιλοσοφική θεωρία μέ τήν πράξη. Γράφει ὁ ἴδιος χαρακτηριστικά: «Ἐφ’ ὅσον δέν ἀντιμετώπισες τόν θάνατο, δέν μπορεῖς νά εἶσαι βέβαιος πώς τίποτε δέν ἀναμένεις πιά ἀπό τήν τύχη, καί πώς θέλεις νά ζήσεις χωρίς τίποτε νά ἐλπίζεις ἀπό τήν τύχη … Ἄν κάτι πρέπει νά μᾶς φοβερίζει, δέν εἶναι τόσον ὁ θάνατος, ὅσον ἡ σκέψη πώς μποροῦμε νά πεθάνουμε χωρίς νά ἔχουμε ἀκόμα νικήσει τόν φόβο τοῦ θανάτου» (Γ. Σαραντάρη, Δοκίμια γιά τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, Εὐθύνη, 1999, σσ. 71-73).
Παρά τήν ἀσθενική του φύση ὁ Σαραντάρης ἐκλήθη νά πολεμήσει στόν πόλεμο ἐναντίον τῶν Ἰταλῶν, δείχνοντας μία ἰδιαίτερη φιλοπατρία. Ἐπίσης ἀνταποκρίθηκε σ’ αὐτήν τήν κλήση, ἀποπειρώμενος νά συνδυάσει τήν φιλοσοφική θεωρία μέ τήν πράξη. Γράφει ὁ ἴδιος χαρακτηριστικά: «Ἐφ’ ὅσον δέν ἀντιμετώπισες τόν θάνατο, δέν μπορεῖς νά εἶσαι βέβαιος πώς τίποτε δέν ἀναμένεις πιά ἀπό τήν τύχη, καί πώς θέλεις νά ζήσεις χωρίς τίποτε νά ἐλπίζεις ἀπό τήν τύχη … Ἄν κάτι πρέπει νά μᾶς φοβερίζει, δέν εἶναι τόσον ὁ θάνατος, ὅσον ἡ σκέψη πώς μποροῦμε νά πεθάνουμε χωρίς νά ἔχουμε ἀκόμα νικήσει τόν φόβο τοῦ θανάτου» (Γ. Σαραντάρη, Δοκίμια γιά τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, Εὐθύνη, 1999, σσ. 71-73).
Παρά τά ἀναφερθέντα, ὁ λόγος τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη εἶναι, καί αὐτός, ἱστορικά ἀκριβής: «Θέλω αὐτή τή στιγμή νά καταγγείλω τό ἐπιστρατευτικό σύστημα πού ἐπικρατοῦσε τήν ἐποχή ἐκείνη καί πού, δέν ξέρω πῶς, κατάφερε νά κρατήσει στά Γραφεῖα ὅλα τά χοντρόπετσα θηρία τῶν ἀθηναϊκῶν ζαχαροπλαστείων καί νά ξαποστείλει στήν πρώτη γραμμή τό πιό ἁγνό κι ἀνυπεράσπιστο πλάσμα. Ἕναν εὔθραυστο διανοούμενο. Ἦταν σχεδόν μιά δολοφονία» (Ἀνοιχτά χαρτιά, Ἴκαρος, Ἀθήνα 2004, σ. 392).
Εἶναι λοιπόν βέβαιο ὅτι ὁ Σαραντάρης θά συμμετεῖχε καί στόν ἀγῶνα τῆς ὑπέρ τῆς πατρίδας, ἔστω καί ὑπό τίς συνθῆκες πού παραστατικά περιέγραψε ὁ Ἐλύτης. Αὐτό τό ἀποτυπώνει ποιητικά ὁ Σαραντάρης:
Δέν εἴμαστε ποιητές σημαίνει φεύγουμε
Σημαίνει ἐγκαταλείπουμε τόν ἀγῶνα
Παρατᾶμε τή χαρά στούς ἀνίδεους
Τίς γυναῖκες στά φιλιά τοῦ ἀνέμου
Καί στή σκόνη τοῦ καιροῦ
Σημαίνει πώς φοβούμαστε
Καί ἡ ζωή μᾶς ἔγινε ξένη
Ὁ θάνατος βραχνάς
Ὁπωσδήποτε, πάντοτε μέ τούς χαρακτηριστικούς λόγους τοῦ Ἐλύτη, ὁ Σαραντάρης, «διπλωματοῦχος ἰταλικοῦ πανεπιστημίου- ὁ μόνος ἴσως σε ὁλόκληρο τό στράτευμα, θά’ ναι περιζήτητος σε ὁποιαδήποτε ἀπό τίς Ὑπηρεσίες πού εἶχαν ἀναλάβει τήν ἀντικατασκοπεία ἤ τήν ἀνἀκριση τῶν αἰχμάλώτων». Ὡστόσο, ὁ ποιητής ἐκτός τῶν προβλημάτων τῆς ὑγιείας του, εἶχε νά ἀντιμετωπίσει καί τήν ἀνέντιμη συμπεριφορά τῶν ἑλλήνων συμπολεμιστῶν του, γιά τήν ὁποία προσθέτει ὁ Ἐλύτης: «Τά χοντρά μυωπικά του γυαλιά, πού χωρίς αὐτά δέν μποροῦσε νά κάνει βῆμα, τά’ χασε μέσα στήν παραζάλη. Φώναζε ‘’βοήθεια’’ στούς ἄλλους φαντάρους» …, οἱ ὁποῖοι «τόν κοροϊδεύανε», ἐνῶ «βαλθήκανε νά τοῦ κλέβουνε κουβέρτες». Καί καταλήγει ὁ Ἐλύτης: «Ἔτσι πέθανε ἕνας Ἕλληνας ποιητής, ὅταν οἱ συνάδελφοί του στή Δύση βλαστημούσανε τόν Θεό κι ἐμπιστεύονταν στήν μαριχουάνα» (Ὀδ. Ἐλύτης, Ἀνοιχτά χαρτιά, Ἴκαρος, Ἀθήνα 2004, σ. 393).
Η Άννα Αχμάτοβα του Ρώσου κυβιστή, Νάθαν Αλτμάν (1915) |
Θά ἔρθω τώρα στήν Ἄννα Ἀχμάτοβα, ἡ ποιητική ἀξία τῆς ὁποίας εἶχε ἀναγνωριστεῖ ἀκόμη καί πρίν ἀπό τό 1917. Ὡστόσο, ἡ Ἀχμάτοβα ἔζησε ἀρκετά ἐξόριστη μέσα στήν ἴδια της τήν πατρίδα ἐπί ἀρκετά χρόνια, ἀφοῦ τῆς εἶχε ἀπαγορευτεῖ ὑπό τό σοβιετικό καθεστώς νά ἐκδίδει τά ποιήματα της. Παρά ταῦτα, τούς πρώτους μῆνες τοῦ πολέμου, ἡ Ἀχμάτοβα κατατάχθηκε μέ προθυμία στήν πολιτοφυλακή τῆς πόλης τοῦ Λένινγκραντ, τῆς σημερινῆς Ἁγίας Πετρούπολης. Ὅπως ἀναφέρεται, «ἀπό τόν ὦμο της κρεμόταν μιά ἀντιασφυξιογόνος μάσκα, ἐνῶ φύλαγε σκοπιά σάν κανονικός στρατιώτης».
Τό 1942 ἐπετράπη στήν Ἀχμάτοβα νά δημοσιεύσει τό ποίημά της μέ τίτλο «Κουράγιο», ὁ πατριωτικός τόνος τοῦ ὁποίου εἶναι ἐμφανής.
Σκίτσο της Αχμάτοβα από τον Μοντιλιάνι (1911) |
Ξέρουμε πιά τί δείχνει ἡ ζυγαριά
ξέρουμε τί συμβαίνει.
Χτυπᾶνε τά ρολόγια λεβεντιά
καί τό κουράγιο ἀτρόμητο προβαίνει.
Δέν μᾶς τρομάζει τό μολύβι,
πού πέφτει σαν βροχή
καί δίχως σκέπη θα’ μαστε
τό ἴδιο ὀδυνηροί.
Λαλιά τῶν Ρώσων δυνατή,
λόγε μεγάλε τῆς Ρωσίας,
τά ἐγγόνια μας σε καρτεροῦν,
πηγή ἀθανασίας!
Θά σέ κρατήσουμε ἁγνό,
ἀμόλυντο
ἀπό τή σκλαβιά,
ἐλεύθερο καί ζωντανό
παντοτινά!
Ὅταν πιά οἱ Γερμανοί εἶχαν περικυκλώσει τήν πόλη τοῦ Λένινγκραντ, ἕνας κριτικός τῆς λογοτεχνίας τῆς ζήτησε «ν’ ἀπευθύνει ἕνα ραδιοφωνικό μήνυμα γιά νά τονώσει τό ἠθικό τῶν κατοίκων». Ἐπειδή ἦταν ἄρρωστη, τό μήνυμα ἠχογραφήθηκε στο σπίτι της. Ἡ Ἀχμάτοβα ἀναφέρθηκε ἰδιαίτερα «στίς προσωπικότητες πού σφράγισαν τήν ἱστορία τῆς πόλης, στόν Λένιν, ἀλλά καί στόν Μεγάλο Πέτρο, στόν Πούσκιν καί στόν Ντοστογιέφσκι». Στό τέλος τοῦ ραδιοφωνικοῦ μηνύματος λέγει ἡ Ἀχμάτοβα μέ μία ἐμψυχωτική διάθεση: «Οἱ ἀπόγονοί μας θά τιμήσουν κάθε μάνα πού ἔζησε τήν περίοδο τοῦ πολέμου, ἀλλά τό βλέμμα τους θά σταθεῖ στήν εἰκόνα τῆς γυναίκας τοῦ Λένινγκραντ, πού φυλοῦσε σκοπιά στη στέγη ἑνός σπιτοῦ τήν ὥρα τῆς ἀεροπορικῆς ἐπιδρομῆς προστατεύοντας τήν πόλη ἀπό τή φωτιά. Τά κορίτσια τοῦ Λένινγκραντ ἔτρεχαν νά προσφέρουν βοήθεια στους λαβωμένους πού κείτονταν ἀνάμεσα στά ἐρείπια τῶν κτιρίων … ὄχι, μιά πόλη πού ἀνέθρεψε γυναῖκες σαν αὐτές δέν μπορεῖ νά κατακτηθεῖ» (Οἱ ἀναφορές στήν Ἀχμάτοβα ἔχουν ληφθεῖ ἀπό τό ἔργο τοῦ Orl. Figes, Ὁ χορός τῆς Νατάσας, τ. Β΄, μετ. Χρ. Οἰκονόμου, Ἐκδόσεις Ἠλέκτρα, Ἀθήνα 2006, σσ. 258-259).
Στό σχολεῖο λοιπόν τῆς τέχνης δέν μαθαίνεις ἁπλῶς, ἀλλά πολεμᾶς. Αὐτό σημαίνει ὅτι πολεμᾶ κανείς ὄχι μόνον μέ τά ὅπλα ἀλλά καί μέ τόν λόγο καί μέ τήν τέχνη. Διότι ὁ καλλιτέχνης, ὅπως οἱ ἀναφερθέντες, ποιεῖ καί γι’ αὐτό διδάσκει. Ἔτσι οἱ ἀνά τόν κόσμο ἐκπρόσωποι τῆς τέχνης δείχνουν, καί τήν ἐποχή τοῦ 1940, τόν δρόμο τῆς ἀντίστασης στήν ἀνελευθερία.
(Τό παρόν δημοσιεύθηκε στήν ἐφημ. Ρήξη)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου