Με αφορμή τις κατά καιρούς δηλώσεις του μακαριστού Αρχιεπισκόπου κ. Χριστοδούλου και τις καθημερινές σχεδόν παρεμβάσεις του Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κ. Ανθίμου για τα «εθνικά μας θέματα», έχουν διατυπωθεί πολλές και ποικίλες απόψεις σχετικά με το δικαίωμα της Εκκλησίας να εκφράζει «άποψη» για ζητήματα που χειρίζεται η Πολιτεία.
Άλλοι, κυρίως πολιτικοί και δημοσιογράφοι, αμφισβητούν ευθέως την ανάμειξη της Εκκλησίας σε θέματα της Πολιτείας και μάλιστα σε όσα αφορούν στην εξωτερική πολιτική. Δεν είναι όμως λίγοι και εκείνοι οι οποίοι θέλουν την Εκκλησία «παρούσα» σε όλους τους τομείς του δημοσίου βίου. Αρέσκονται, λοιπόν, σ’ ένα λόγο «εθνικό», «πατριωτικό», ακόμα κι αν εκφράζεται με τρόπο παραληρηματικό.
Στους θεολογικούς κύκλους η συζήτηση αυτή καλά κρατεί. Με την άποψη μιας Εκκλησίας που πρωτίστως πρέπει να θεολογεί, να επικρατεί. Όμως, η πλειοψηφία του κόσμου δεν γνωρίζει την θεολογική προβληματική, η οποία έχει ως προτεραιότητα τον άνθρωπο ως «ζώον θεούμενον» και όχι ως «ζώον πολιτικόν».
Η Εκκλησία προτάσσει πολλές φορές την ιδέα του «Έθνους» τόσο έντονα, ώστε δίνει την εντύπωση ότι αποποιείται αυτό που είναι: η πόλις του Θεού, όπου οι πιστοί προγεύονται την Βασιλεία. Έτσι, αναδεικνύεται σε «παράγοντα επιρροής», τον οποίον δεν μπορούν να αγνοήσουν οι πολιτικοί και προσπαθούν να τον εκμεταλλευτούν ανάλογα με τις συγκυρίες. Η σχέση καθίσταται αμφίδρομη: Και η Εκκλησία, ως διοίκηση, δεν αφήνει ανεκμετάλλευτη την σχέση της με την πολιτική, με αποτέλεσμα να μιλούμε σε αρκετές περιπτώσεις για σχέσεις εξάρτησης.
Ο Μητροπολίτης Όρους Λιβάνου κ. Γεώργιος όμως, είναι κατηγορηματικός: «Η Εκκλησία δεν εξαρτάται από την πολιτική, η Εκκλησία αναγγέλλει την Βασιλεία των πτωχών και των αδυνάτων. Ο Χριστός σ’ αυτούς κατ’ εξοχήν θέλησε να απευθύνει το ευαγγέλιό του. Το σημαντικό είναι η Εκκλησία να μην ξεχάσει ότι η αποτελεσματικότητά της εδρεύει στο Λόγο του Θεού και επομένως ασκεί προφητική διακονία. Η πολύ μεγάλη εγγύτητα του κλήρου με τους πολιτικούς κινδυνεύει να μας κατατάξει στην μία ή την άλλη πολιτική τάση, ως οπαδούς, πράγμα που μπορεί να προκαλέσει σχίσματα μέσα στην Εκκλησία. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να υπογραμμισθεί η αναγκαία απόσταση μεταξύ επισκόπων και ιερέων αφ’ ενός και πολιτικών κομμάτων αφ’ ετέρου».
Ο Μητροπολίτης Γεώργιος διακονεί στην φλεγόμενη περιοχή του Λιβάνου. Δεν παρασύρεται από εθνικιστικές εξάρσεις και πατριωτικούς συναισθηματισμούς. Θεολογεί με ακρίβεια και διατυπώνει τις παραπάνω και άλλες παρόμοιες σπουδαίες θεολογικές θέσεις για την σχέση Εκκλησίας και Πολιτικής σε διεθνές συνέδριο στο Κίεβο (Σεπτέμβριος 2006 – Η εισήγησή του δημοσιεύεται στο περιοδικό «Σύναξη», τεύχος 103, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2007). Αρθρώνει, δηλ., λόγο βαθιά αληθινό μέσα στην καρδιά της Ρωσίας, της οποίας η Εκκλησία διολισθαίνει, δυστυχώς, σήμερα σε επικίνδυνες εθνικιστικές συμπεριφορές. Ο πειρασμός του εθνοφυλετισμού ίσως είναι ο μεγαλύτερος για την Ορθοδοξία. Και η πρόκληση για την υπέρβασή του ίσως είναι η σημαντικότερη για τις αυτοκέφαλες Εκκλησίες.
Ο λόγος του Μητροπολίτου Γεωργίου θα πρέπει να προβληματίσει σοβαρά όλους μας. Γιατί η Εκκλησία (εδώ εννοούνται οι ποιμένες ) ουκ ολίγες φορές εκτρέπεται και χρησιμοποιεί τον άμβωνα για να στηλιτεύσει και να κατακεραυνώσει και όχι για να παρηγορήσει και να στερεώσει τους ανθρώπους στην πίστη. «Η Εκκλησία δεν μπορεί να αποτελεί ένα είδος σκιώδους κυβερνήσεως (shadow cabinet) κατά τον βρετανικό τρόπο, όπου το κόμμα της αντιπολίτευσης μελετά τους φακέλους όλων των υπουργείων. Δεν είναι ρόλος της Εκκλησίας να ερευνά όλη την εργασία της κυβέρνησης για να την στηρίξει ή να την επικρίνει. Η Εκκλησία δεν είναι Κράτος εν Κράτει. Δεν έχει αποστολή να υποκαταστήσει την κυβέρνηση: αφ’ ενός μεν διότι η πολιτική είναι μια επιστήμη και μια τέχνη, που οι επίσκοποι γενικώς δεν κατέχουν, αφ’ ετέρου διότι η διακονία της Εκκλησίας είναι η σωτηρία των ψυχών». Ο Μητροπολίτης Όρους Λιβάνου Γεώργιος μας δίνει τα ερμηνευτικά κλειδιά για να κατανοήσουμε την Εκκλησία ως τελείως ανεξάρτητη από την κοσμική εξουσία. Γιατί, όπως σοφά επισημαίνει, η ανεξαρτησία «είναι αυτό που της επιτρέπει να εισάγει στο κοσμικό την αιώνια ζωή».
Άλλοι, κυρίως πολιτικοί και δημοσιογράφοι, αμφισβητούν ευθέως την ανάμειξη της Εκκλησίας σε θέματα της Πολιτείας και μάλιστα σε όσα αφορούν στην εξωτερική πολιτική. Δεν είναι όμως λίγοι και εκείνοι οι οποίοι θέλουν την Εκκλησία «παρούσα» σε όλους τους τομείς του δημοσίου βίου. Αρέσκονται, λοιπόν, σ’ ένα λόγο «εθνικό», «πατριωτικό», ακόμα κι αν εκφράζεται με τρόπο παραληρηματικό.
Στους θεολογικούς κύκλους η συζήτηση αυτή καλά κρατεί. Με την άποψη μιας Εκκλησίας που πρωτίστως πρέπει να θεολογεί, να επικρατεί. Όμως, η πλειοψηφία του κόσμου δεν γνωρίζει την θεολογική προβληματική, η οποία έχει ως προτεραιότητα τον άνθρωπο ως «ζώον θεούμενον» και όχι ως «ζώον πολιτικόν».
Η Εκκλησία προτάσσει πολλές φορές την ιδέα του «Έθνους» τόσο έντονα, ώστε δίνει την εντύπωση ότι αποποιείται αυτό που είναι: η πόλις του Θεού, όπου οι πιστοί προγεύονται την Βασιλεία. Έτσι, αναδεικνύεται σε «παράγοντα επιρροής», τον οποίον δεν μπορούν να αγνοήσουν οι πολιτικοί και προσπαθούν να τον εκμεταλλευτούν ανάλογα με τις συγκυρίες. Η σχέση καθίσταται αμφίδρομη: Και η Εκκλησία, ως διοίκηση, δεν αφήνει ανεκμετάλλευτη την σχέση της με την πολιτική, με αποτέλεσμα να μιλούμε σε αρκετές περιπτώσεις για σχέσεις εξάρτησης.
Ο Μητροπολίτης Όρους Λιβάνου κ. Γεώργιος όμως, είναι κατηγορηματικός: «Η Εκκλησία δεν εξαρτάται από την πολιτική, η Εκκλησία αναγγέλλει την Βασιλεία των πτωχών και των αδυνάτων. Ο Χριστός σ’ αυτούς κατ’ εξοχήν θέλησε να απευθύνει το ευαγγέλιό του. Το σημαντικό είναι η Εκκλησία να μην ξεχάσει ότι η αποτελεσματικότητά της εδρεύει στο Λόγο του Θεού και επομένως ασκεί προφητική διακονία. Η πολύ μεγάλη εγγύτητα του κλήρου με τους πολιτικούς κινδυνεύει να μας κατατάξει στην μία ή την άλλη πολιτική τάση, ως οπαδούς, πράγμα που μπορεί να προκαλέσει σχίσματα μέσα στην Εκκλησία. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να υπογραμμισθεί η αναγκαία απόσταση μεταξύ επισκόπων και ιερέων αφ’ ενός και πολιτικών κομμάτων αφ’ ετέρου».
Ο Μητροπολίτης Γεώργιος διακονεί στην φλεγόμενη περιοχή του Λιβάνου. Δεν παρασύρεται από εθνικιστικές εξάρσεις και πατριωτικούς συναισθηματισμούς. Θεολογεί με ακρίβεια και διατυπώνει τις παραπάνω και άλλες παρόμοιες σπουδαίες θεολογικές θέσεις για την σχέση Εκκλησίας και Πολιτικής σε διεθνές συνέδριο στο Κίεβο (Σεπτέμβριος 2006 – Η εισήγησή του δημοσιεύεται στο περιοδικό «Σύναξη», τεύχος 103, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2007). Αρθρώνει, δηλ., λόγο βαθιά αληθινό μέσα στην καρδιά της Ρωσίας, της οποίας η Εκκλησία διολισθαίνει, δυστυχώς, σήμερα σε επικίνδυνες εθνικιστικές συμπεριφορές. Ο πειρασμός του εθνοφυλετισμού ίσως είναι ο μεγαλύτερος για την Ορθοδοξία. Και η πρόκληση για την υπέρβασή του ίσως είναι η σημαντικότερη για τις αυτοκέφαλες Εκκλησίες.
Ο λόγος του Μητροπολίτου Γεωργίου θα πρέπει να προβληματίσει σοβαρά όλους μας. Γιατί η Εκκλησία (εδώ εννοούνται οι ποιμένες ) ουκ ολίγες φορές εκτρέπεται και χρησιμοποιεί τον άμβωνα για να στηλιτεύσει και να κατακεραυνώσει και όχι για να παρηγορήσει και να στερεώσει τους ανθρώπους στην πίστη. «Η Εκκλησία δεν μπορεί να αποτελεί ένα είδος σκιώδους κυβερνήσεως (shadow cabinet) κατά τον βρετανικό τρόπο, όπου το κόμμα της αντιπολίτευσης μελετά τους φακέλους όλων των υπουργείων. Δεν είναι ρόλος της Εκκλησίας να ερευνά όλη την εργασία της κυβέρνησης για να την στηρίξει ή να την επικρίνει. Η Εκκλησία δεν είναι Κράτος εν Κράτει. Δεν έχει αποστολή να υποκαταστήσει την κυβέρνηση: αφ’ ενός μεν διότι η πολιτική είναι μια επιστήμη και μια τέχνη, που οι επίσκοποι γενικώς δεν κατέχουν, αφ’ ετέρου διότι η διακονία της Εκκλησίας είναι η σωτηρία των ψυχών». Ο Μητροπολίτης Όρους Λιβάνου Γεώργιος μας δίνει τα ερμηνευτικά κλειδιά για να κατανοήσουμε την Εκκλησία ως τελείως ανεξάρτητη από την κοσμική εξουσία. Γιατί, όπως σοφά επισημαίνει, η ανεξαρτησία «είναι αυτό που της επιτρέπει να εισάγει στο κοσμικό την αιώνια ζωή».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου