Παρακολουθώντας το βαρόμετρο
Του Κώστα Λογαρά
Τον έχω για βαρόμετρο των αλλαγών, γι’ ανιχνευτή των εξελίξεων• είναι το πιο ικανό λαγωνικό. Οσμίζεται τα τεκταινόμενα, πιάνει στον αέρα τις κυοφορούμενες ζυμώσεις, συλλέγει δεξιά και αριστερά εκμεταλλεύσιμες πληροφορίες. Προσεγγίζει τις παρέες, τα πηγαδάκια, τις περσόνες κι ελίσσεται ανάμεσά τους με υπολογισμένα βήματα. (Πώς γυροφέρνουν οι νεόνυμφοι στα διάφορα τραπέζια τη βραδιά του γάμου τους για χαιρετούρα; Έτσι κι αυτός).
Όταν συμβεί να βρίσκομαι – μαζί και το βαρόμετρο – σε περιβάλλον όπου αγνοώ πρόσωπα και πράγματα, φυσιογνωμίες, κατατόπια και παρέες τον παρακολουθώ στενά. Τον κόβω ποιους θα πλησιάσει και με ποια σειρά, πόσο θα παραμείνει δίπλα τους και σε ποια ομήγυρη εντέλει θα κολλήσει.
Από το χρόνο που θα χαλαλίσει στον καθένα, απ’ το πού θα καρφωθεί το βλέμμα του και με ποια διάθεση θαυμαστική θα τους κοιτάζει, βγάζω συμπεράσματα για το κύρος της ομήγυρης και την αξία των προσώπων: ποιος βρίσκεται στα πάνω του και ποιανού οι μετοχές έχουν ξεπέσει. Τίνος έχει περάσει η μπογιά κι η φήμη του ξεθώριασε (αυτούς τους χαιρετά με νεύμα μόνον κεφαλής, επιταχύνοντας το βήμα του)• ποιοι είναι οι ανερχόμενοι αστέρες (η χαιρετούρα του εδώ είναι θερμή, ρίχνει δίχτυα κι απλώνει παραγάδια)• ποιανών η λάμψη έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί και δεν υπάρχει μέλλον (αυτούς, τούς παρακάμπτει αβλεπτί, δεν θα τους χρειαστεί).
Το πράμα αρχίζει ν’ αποκτάει ενδιαφέρον όταν τον δεις να κοντοστέκεται. Ωπα, λες, εδώ έχει το ψητό. Και πράγματι: πεντάλεπτο, περίπου, αφιερώνει σε πρόσωπα-φιλέτα• (λίγο παραπάνω, στα γκουρμέ). Δίπλα σε VIPs ξεροσταλιάζει επ’ αόριστον, ενώ σε όσους έχουν εξουσία, εδώ πια κλείνει το ταξίμετρο.
Αν τύχει να βρεθώ στο δρόμο του κι εγώ – λέω, αν– και πέσουμε μούτρα με μούτρα, μού απευθύνει με το ζόρι ένα «γεια». Μια «καλημέρα» μού τη λέει με το στανιό – τόσο τσουρούτικη και μέσα από τα δόντια του, που μου κόβονται τα ήπατα. (Μην πάρουνε και τα μυαλά μου αέρα). Αν μείνει λίγο παραπάνω, θα είναι μόνο για να μου ανακοινώσει μεγαλοπρεπώς εκείνο που τον αφορά: την νέα του επιτυχία, την καινούργια του αναρρίχηση σε όλο και ψηλότερα σκαλιά. Όλα τα άλλα – πράγματα της ζωής, κοινά και καθημερινά «τι κάνεις; πώς περνάς;» που τα λέμε οι άνθρωποι με ενδιαφέρον για τον άλλον – σ’ αυτά, ούτε που πάει το μυαλό του.
Ω, είμαι σίγουρος, ποτέ δεν ακούει τι του λέω. Με ξεπετάει μ’ ένα παρατεταμένο «ναι, ναι» κοιτάζοντάς με, αλλά το βλέμμα του με διαπερνά. Γιατί τον βλέπω που περισκοπεί δεξιά κι αριστερά για να εντοπίσει τα καινούργια πρόσωπα που ωστόσο καταφθάνουνε στο χώρο, και στο μυαλό του καταστρώνει ήδη την επόμενη προσπέλαση. Έτσι είναι, οι «επαφές» πρέπει να έχουν στόχευση. Να υπολογίζεις προς τα πού φυσάει ο άνεμος και με αναπεπταμένα τα ιστία να πλέεις προς τη φορά του.
Έχει δε μεγάλο ενδιαφέρον να τον παρακολουθείς πού πάει και κάθεται, ποια θέση σπεύδει να διαλέξει (σε συνάξεις, συγκεντρώσεις και εκδηλώσεις κάθε είδους και μορφής). Μπας και νομίζετε πως πάει όπου κι όπου; Αμ, δε. Στην πιο περίοπτη, την πιο panoramic. Εκεί όπου έχει θέα, είναι πέρασμα και θα τον βλέπουν φάτσα κάρτα. Κάτι απομακρυσμένες θέσεις πίσω από κολώνες και γωνίες – εν είδει προστατευτικής ασπίδας– τις αφήνει για τους αφανείς• γι’ αυτούς που τους αρέσει να περνάνε απαρατήρητοι και να καλύπτουν την αβεβαιότητά τους ή την ατολμία τους.
Ναι, είναι κι αυτό ένα ταλέντο, λέω. Τα public relations και τα «κονέ» απαιτούν στρατηγική κι οργανωμένο σχέδιο: μιαν ατημελησία ύφους, επεξεργασμένη με ευστροφία διαστροφική• έναν υπολογισμό επενδυμένο με επίφαση αδιαφορίας, τάχα, και αθωότητας ώστε ν’ αναδεικνύεται η τυχαιότης τής συνάντησης (είδα φως και μπήκα) και να μην προδίδεται η σκοπιμότητα.
Όμως, αργά ή γρήγορα, τους παίρνεις χαμπάρι κάτι τέτοιους και τους αποφεύγεις. Σε απωθεί το επιτηδευμένο ύφος τους, το θελκτικό μειδίαμα κι η περιποιημένη φάτσα (μεταξωτό φουλάρι στο λαιμό και δαχτυλίδι-σφραγιδόλιθος στο χέρι). Περισσότερο απ’ όλα, η υπερχειλίζουσα φανφάρα• αυτή σού φέρνει αναγουλητό. Γιατί το ξέρεις καλά ότι η οποιαδήποτε αναρρίχηση τού βαρομέτρου «στα ψηλά» είναι αποτέλεσμα των πιο «χαμηλών» του επιδόσεων: των εκδουλεύσεων και των ανίερων συναλλαγών. (Μα έννοια σου, όσο ψηλότερα ανεβαίνει η μαϊμού, τόσο περσότερο φαίνεται ο πισινός της).
Από το λογοτεχνικό περιοδικό διαβάζω, τεύχ. 520
Πίνακας: Γαβριήλ Χονδρέλλης, Επικοινωνία, οξυγραφία
1 σχόλιο:
...........γιά ποιόν, άραγε, να κρούουν οι κώδωνες.......!!!
Δημοσίευση σχολίου