Toυ Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου
Στην εποχή της πανδημίας του κορωνοϊού και της αναγκαστικής τηλεκπαίδευσης, μια ποιητική εικόνα αλλοτινών εποχών, που παρήλθαν ανεπιστρεπτί...
Στην εποχή της πανδημίας του κορωνοϊού και της αναγκαστικής τηλεκπαίδευσης, μια ποιητική εικόνα αλλοτινών εποχών, που παρήλθαν ανεπιστρεπτί...
“Και στις μαθήτριες, πρέπει να προσθέσω, τις όμορφες, που κάθε μεσημέρι ξεχύνονται στους δρόμους με τις ριγωτές ποδιές και τα λευκά κορδελλάκια στα μαλλιά τους (κουτές, που βιάζονται να τα πετάξουν) βάζοντας κάποτε κατά μέρος την αισθησιακή καθαρή χαρά που μούδιναν, δεν μπορούσα να μη βλέπω τις μεθαυριανές γυναίκες και ν' αναλογίζομαι το λόγο του Σολωμού για το γλυκοβύζαστο γάλα της αντρείας και της λευτεριάς”.
Αυτά έγραφε πριν εξήντα δύο χρόνια (1955) ο Οδυσσέας Ελύτης στον φίλο του φιλόλογο και ποιητή Λευτέρη Αλεξίου, αποτυπώνοντας σε μερικές επιστολές του την γοητεία που άσκησε πάνω του η Κρήτη εκείνης της εποχής (η σχετική αλληλογραφία δημοσιεύθηκε στη Ν. Εστία, Μάϊος 2002. Επιμέλεια: Μάρθα Αποσκίτη).
Μεταξύ των πολλών άλλων εικόνων που έκαναν εντύπωση στον Ελύτη από την καθημερινή ζωή της μεγαλονήσου – όπου βλέπει “τη συνέχιση της παράδοσης που συντήρησε και κράτησε ζωντανή την Ελλάδα μαζί και παράλληλα με τ' άρματα και τις τέχνες” - ξεχωριστή θέση κατέχει και η θέα των όμορφων μαθητριών που ξεχύνονται στους δρόμους με τις ριγωτές ποδιές και τα λευκά κορδελλάκια στα μαλλιά τους. Μια εικόνα που δεν βλέπει πια κανείς παρά μόνο στις ταινίες και τις φωτογραφίες εκείνου του καιρού. Εικόνα μιας πραγματικότητας, που, όμως, στα μάτια του ποιητή προσλάμβανε άλλες διαστάσεις. “Τα μάτια μου δεν έφθασαν να δουν καμμιά μισητή πεζότητα”, λέει ο Ελύτης στο ίδιο γράμμα του, περιγράφοντας τις εικόνες της καθημερινότητας στην Κρήτη.
Μια καθημερινότητα χωρίς πεζότητα. Αυτό είναι το ζητούμενο για τον ποιητή. Και οι μαθήτριες με τις ποδιές και τα κορδελλάκια, υπηρετούν – χωρίς να το γνωρίζουν διόλου – αυτή την πραγματικά ποιητική ζωή που προτρέχει της καθημερινής. Γι' αυτό ο ποιητής χαρακτηρίζει “κουτές” τις μαθήτριες, που βιάζονται να πετάξουν τα λευκά κορδελλάκια απ' τα μαλλιά τους! Θεωρώντας, προφανώς, τα κορδελλάκια ένα στοιχείο που θα διατηρήσει τη φωτιά του μύθου της νεότητας...
Μιας νεότητας που για τον ποιητή είναι -
Αυτά έγραφε πριν εξήντα δύο χρόνια (1955) ο Οδυσσέας Ελύτης στον φίλο του φιλόλογο και ποιητή Λευτέρη Αλεξίου, αποτυπώνοντας σε μερικές επιστολές του την γοητεία που άσκησε πάνω του η Κρήτη εκείνης της εποχής (η σχετική αλληλογραφία δημοσιεύθηκε στη Ν. Εστία, Μάϊος 2002. Επιμέλεια: Μάρθα Αποσκίτη).
Μεταξύ των πολλών άλλων εικόνων που έκαναν εντύπωση στον Ελύτη από την καθημερινή ζωή της μεγαλονήσου – όπου βλέπει “τη συνέχιση της παράδοσης που συντήρησε και κράτησε ζωντανή την Ελλάδα μαζί και παράλληλα με τ' άρματα και τις τέχνες” - ξεχωριστή θέση κατέχει και η θέα των όμορφων μαθητριών που ξεχύνονται στους δρόμους με τις ριγωτές ποδιές και τα λευκά κορδελλάκια στα μαλλιά τους. Μια εικόνα που δεν βλέπει πια κανείς παρά μόνο στις ταινίες και τις φωτογραφίες εκείνου του καιρού. Εικόνα μιας πραγματικότητας, που, όμως, στα μάτια του ποιητή προσλάμβανε άλλες διαστάσεις. “Τα μάτια μου δεν έφθασαν να δουν καμμιά μισητή πεζότητα”, λέει ο Ελύτης στο ίδιο γράμμα του, περιγράφοντας τις εικόνες της καθημερινότητας στην Κρήτη.
Μια καθημερινότητα χωρίς πεζότητα. Αυτό είναι το ζητούμενο για τον ποιητή. Και οι μαθήτριες με τις ποδιές και τα κορδελλάκια, υπηρετούν – χωρίς να το γνωρίζουν διόλου – αυτή την πραγματικά ποιητική ζωή που προτρέχει της καθημερινής. Γι' αυτό ο ποιητής χαρακτηρίζει “κουτές” τις μαθήτριες, που βιάζονται να πετάξουν τα λευκά κορδελλάκια απ' τα μαλλιά τους! Θεωρώντας, προφανώς, τα κορδελλάκια ένα στοιχείο που θα διατηρήσει τη φωτιά του μύθου της νεότητας...
Μιας νεότητας που για τον ποιητή είναι -
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
Με τον άσπρο γιακά και την κορδέλα
(Το φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά)Με τον άσπρο γιακά και την κορδέλα
Μιας νεότητας που δεν προβαίνει στην κατάργηση της αθωότητας, στο ξεθώριασμα της ποιητικής εικόνας των μαθητριών, που παρά την συντηρητική (για την εποχή μας) εμφάνισή τους, γεμίζουν με “αισθησιακή καθαρή χαρά” τον ποιητή και ταυτόχρονα τον ανάγουν στο μέλλον. Τις αναλογίζεται ''μεθαυριανές γυναίκες'', που θα υπηρετήσουν την ανδρεία και τη λευτεριά, καθώς θα βυζάξουν τα παιδιά τους μ'αυτό το “γλυκοβύζαστο γάλα”. Γιατί λέει ο ποιητής: “αντρεία και λευτεριά, μην το ξεχνάτε, θα χρειαστούμε περισσότερο στην ειρήνη παρά στους πολέμους, στην κοινωνική ζωή και στον έρωτα....”.
Οι ριγωτές ποδιές και τ' άσπρα κορδελλάκια σήμερα, θα προκαλούσαν – το ολιγότερο – χλευαστικό γέλωτα. Τι δουλειά έχει η ομοιομορφία στην πολυπόθητη πολυμορφία του καιρού μας; Γιατί να μην απαλλαγούμε, επιτέλους, από την “τάξη” που με τον σχολαστικισμό της συνθλίβει τη ζωή μας; Κι έτσι καταργείται η μαθητική περιβολή και μαζί της μια ποιητική εικόνα. Μετά την παρέλευση ετών πάλι και πάλι καταφεύγω στον Ελύτη:
Οι ριγωτές ποδιές και τ' άσπρα κορδελλάκια σήμερα, θα προκαλούσαν – το ολιγότερο – χλευαστικό γέλωτα. Τι δουλειά έχει η ομοιομορφία στην πολυπόθητη πολυμορφία του καιρού μας; Γιατί να μην απαλλαγούμε, επιτέλους, από την “τάξη” που με τον σχολαστικισμό της συνθλίβει τη ζωή μας; Κι έτσι καταργείται η μαθητική περιβολή και μαζί της μια ποιητική εικόνα. Μετά την παρέλευση ετών πάλι και πάλι καταφεύγω στον Ελύτη:
Ώστε λες δίκιο θα 'χε ο Υπερίων που μιλούσε
“γι' άλλες μνήμες ευγενέστερων καιρών” και προσέθετε
“μας υπολείπεται πολλή και ωραία δουλειά
όσο ν' αγρεύσωμε το μεγαλείο”.
(Το φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά)
Δεν πρόκειται για νοσταλγία ή φτηνή συναισθηματολογία, αλλά για μια πραγματικότητα που απεργάζεται την αποϊέρωση παιδείας και ζωής. Μια διαστροφή που αλλοιώνει το νόημα των λέξεων και των εννοιών, των εικόνων των ποιητικών. Γιατί το σχολείο είναι μια σύνθεση “εικόνων” που καλλιεργούν ή ευνουχίζουν - δυστυχώς συμβαίνει κι αυτό στους καιρούς μας - την ευαισθησία.
Η σπουδή στην δυναμική της ευαισθησίας δεν προϋποθέτει μόνο την πολυμάθεια ή την υποταγή σε κώδικες συμπεριφοράς. Έχει σχέση με την Αλήθεια, που αφορά στην ψυχική περιουσία, δηλ. στην ψυχική σχοινοβασία που οδηγεί στην όντως Παιδεία, την οποία οι όχι ενήμεροι των ιερών αγνοούν. Αυτό, λοιπόν, που ονομάζουμε “σχολική διαδικασία” είναι στην ουσία μια ποιητική συν-ουσία. Κι όταν μιλάμε, ας πούμε, ευφυία, θα πρέπει να εννοούμε μια εξαιρετικά οξυμένη ευαισθησία. Κι όταν προσβλέπουμε σε μιάν αληθινή παιδεία, θα πρέπει να έχουμε υπ' όψιν μας τον λόγο του ποιητή της Ιδιωτικής Οδού: “Η αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται” (Τα ελεγεία της Οξώπετρας). Δεν έχουμε, δηλαδή, άλλη επιλογή από την ακατάπαυστη σπουδή που νοηματοδοτεί τον θάνατο και τη ζωή. Για να την ψαύσουμε μάς είναι απαραίτητη η “άλλη γλώσσα” του ποιητή:
"Η πολυαιώνια παρουσία του Ελληνισμού πάνω στα δώθε ή εκείθε του Αιγαίου χώματα έφτασε να καθιερώσει μιαν ορθογραφία, όπου το κάθε ωμέγα, το κάθε ύψιλον, η κάθε οξεία, η κάθε υπογεγραμμένη, δεν είναι παρά ένας κολπίσκος, μια κατωφέρεια, μια κάθετη βράχου πάνω σε μια καμπύλη πρύμνας πλεούμενου, κυματιστοί αμπελώνες, υπέρθυρα εκκλησιών, ασπράκια ή κοκκινάκια, εδώ ή εκεί, από περιστεριώνες και γλάστρες με γεράνια. Είναι μια γλώσσα με πολύ αυστηρή γραμματική, που την έφκιασε μόνος του ο λαός, από την εποχή που δεν πήγαινε ακόμα σχολείο. Και την τήρησε με θρησκευτική προσήλωση και αντοχή αξιοθαύμαστη, μέσα στις πιο δυσμενείς εκατονταετίες. Ώσπου ήρθαμ' εμείς, με τα διπλώματα και τους νόμους, να τον βοηθήσουμε. Και σχεδόν τον αφανίσαμε. Δεν αναφέρομαι σε καμιά χαμένη γραφικότητα. Απλώς, δεν ανέχομαι τις ανορθογραφίες" (Ελύτης, Τα δημόσια και τα ιδιωτικά).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου