|
Νίκος Σκαλκώτας (εδώ περίπου 20 ετών, πιθανώς στο Βερολίνο) |
Εφημερίδα «Προοδευτική Εύβοια» της 4/10/2024, στήλη Editorial
Το ζήτημα του μείζονος: προλογικό σε μιαν ομιλία για τον Σκαλκώτα
Το ακόλουθο απόσπασμα εκφωνήθηκε από συντάκτη της εφημερίδας μας [Κωστή Δεμερτζή] στην Βιβλιοθήκη του Μεγάρου Μουσικής, στο πλαίσιο αφιερώματος για τον Σκαλκώτα, το απόγευμα της Δευτέρας, 30/9/2024. Το θέμα του ήταν η παρουσίαση ενός χειρογράφου το Σκαλκώτα, που περιλάμβανε δύο έργα του, που βρέθηκε στο αρχείο Σκουλούδη, και προοριζόταν για να παιχτεί σε μια παράσταση της «Θυσίας του Αβραάμ», του Εθνικού Θεάτρου, το 1933. Το κομμάτι που επιλέξαμε, θέτοντας το ζήτημα του μείζονος /ελάσσονος ενός δημιουργού, σχετίζεται με το ανάλογο κομμάτι για τον Σκαρίμπα (όπου κι εκεί έχει ...Σκαλκώτα!) του «Φιλοσοφικού της 4ης σελίδας» αυτού του φύλλου. Ο αναγνώστης μπορεί να τα διαβάσει συνδυασμένα.
Θα ήθελα, ως εισαγωγική τοποθέτηση, να αναφερθώ στο μοντέλο – το Παράδειγμα – της Σκαλκωτικής, όπως ορίστηκε από τον Παπαϊωάννου, και όπως συνεχίζεται, τουλάχιστον όπως αντιλαμβάνομαι την συνέχισή του, εγώ, στην δική μου – την όποια – συνεισφορά.
Οφείλουμε στον Παπαϊωάννου, όχι μόνον την διάσωση, την καταγραφή, την προώθηση, την ανάλυση του έργου του Σκαλκώτα – πράγματα που, αν δεν βρεθεί κάποιος να τα κάνει, υπάρχει κίνδυνος να μη γίνουν ποτέ, και το έργο να χαθεί.
Οφείλουμε, ιδίως, την θεμελίωση ενός μοντέλου, όπου ο Σκαλκώτας ορίζεται, εξαρχής, ως ΜΕΙΖΩΝ συνθέτης.
Και εδώ, θέλω να πω κάτι μεθοδολογικό, που δεν γίνεται πάντα σαφές: το αν έχεις να κάνεις ή όχι με μείζονα συνθέτη, αποτελεί ΑΡΧΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ της κάθε προσέγγισης του συνθέτη, η οποία, μετά από την προσέγγιση, ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ – θα’ λεγα, επαληθεύεται ή διαψεύδεται.
Γιατί η έννοια του «μείζονος», εάν είναι έννοια σοβαρή, οφείλει να υπόκειται στην αρχή της «διαψευσιμότητας»: κάποιος να είναι, ή/και να μην είναι.
Ο Παπαϊωάννου, συνεπώς, ίδρυσε την Σκαλκωτική, όχι μόνον με την εργασία που μόνον αυτός μπορούσε να κάνει – όταν ήταν εκεί να την κάνει – αλλά και γιατί όρισε εξαρχής τον Σκαλκώτα ως μείζονα συνθέτη.
Ουσιαστικά, τον όρισε ως τον μόνο μείζονα που έβγαλε η Ελλάδα στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα.
Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες, ούτε στην ανεκδιήγητη γκρίνια εκείνων που θεώρησαν, σε μια στιγμή, ότι κατηγορώντας τον Παπαϊωάννου, ή βρίσκοντάς του σφάλματα (υπαρκτά ή ανύπαρκτα) ή σνομπάροντάς τον, αποδεικνύουν οι ίδιοι την σοβαρότητά τους.
Αν πρόκειται να χαράξουμε μια πορεία σ’ αυτήν την ιστορία, θα σχηματοποιούσαμε τα πράγματα λέγοντας ότι, μετά τον Παπαϊωάννου μπήκε στην Σκαλκωτική ο Τζων Θόρνλεϋ – την δεκαετία του 70 – για να κάνει, πιθανώς, ένα διδακτορικό, ή για να γράψει ένα βιβλίο που ποτέ δεν έγραψε.
Πολύτιμος και για τις εργασίες του, και για τις κρίσεις του, και, κυρίως, για το υλικό που μάζεψε, συνεντεύξεις, επιστολές που είδε, και για την κριτική του ματιά.
Και για το ότι θέλησε να λειτουργήσει ως «συνήγορος του διαβόλου» όσον αφορά το μέγεθος του Σκαλκώτα. Αμφισβήτησε κυρίως αν ο Σκαλκώτας έκανε καριέρα ή όχι στο Βερολίνο ως συνθέτης – που προφανώς δεν έκανε. Επιβίωνε ως μουσικός, μετά έμπλεξε με τον Μανώλη Μπενάκη, και μετά καταστράφηκε.
Κάτι, όμως, που δεν έχει να κάνει με την αξία της μουσικής του. Η αξία της μουσικής του είναι αυτή που είναι. Το ζήτημα της καριέρας είναι κάτι το τελείως διαφορετικό. Ο Σκαλκώτας έγραφε, το 1926, στην Ασκητοπούλου, ότι ΔΥΣΤΥΧΩΣ είναι υποχρεωμένος να προσπαθήσει να κάνει ένα όνομα ως συνθέτης, για να παίζονται τα έργα του, και στον Μπενάκη, αργότερα, ότι ο ίδιος είναι ο πιο ακατάλληλος για να προωθήσει το έργο του. Ήτανε καλός να το γράφει, αλλά για να το πλασάρει … ήταν άλλη υπόθεση. Ο ομιλών, όταν μπήκε πλησίστιος στην Σκαλκωτική – το 1989 – δέχτηκε και συνέχισε το μοντέλο του Παπαϊωάννου.
Δούλεψε, δηλαδή, με τη μουσική του Σκαλκώτα, ο οποίος ήταν – σύμφωνα με την έκφραση του Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου – «Ο ΜΕΙΖΩΝ ΕΥΒΟΕΥΣ»
Καθώς, κατά τα λοιπά, δέχεται καταρχάς την εργασία του Παπαϊωάννου ως έγκυρη – επιφυλασσόμενος ως προς τα δικά του συμπεράσματα στα επί μέρους – προσχώρησε στο Παράδειγμα της Σκαλκωτικής, όπως το ίδρυσε ο Παπαϊωάννου: την προϋπόθεση του μείζονος.
|
Κωστής Δεμερτζής |
Ο ομιλών, μάλιστα, έκανε κάτι περισσότερο: πήρε τον Σκαλκώτα ως δάσκαλο, μπήκε μέσα στα γραπτά του και μέσα στις νότες του, έμαθε απ’ αυτόν ενορχήστρωση, ενορχήστρωσε τα έργα που είχε αφήσει ο συνθέτης ημιτελή, και δούλεψε την σύνθεσή του με βάση το παράδειγμα του Σκαλκώτα – με την επιφύλαξη, βέβαια, της διαφοράς των προσωπικοτήτων.
ΩΣΤΌΣΟ, συστηματικά μιλώντας, όσον αφορά το Παράδειγμα του Παπαϊωάννου, το επεξεργάστηκε – δούλεψε, δηλαδή, στην ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ Παραδείγματος, και όχι στην ΑΛΛΑΓΗ του – αλλάζοντας τρεις κατευθύνσεις του Παπαϊωάννου, στις αντίστοιχες δικές του:
(α) Θεώρησε ισότιμα, στην αξία τους, τα τονικά και τα δωδεκάφθογγα – και γενικά τα γραμμένα σε μοντέρνο ιδίωμα – έργα του Σκαλκώτα. Ο Σκαλκώτας το είχε γράψει και στον Μπενάκη, ότι μπορεί να γράψει εξίσου και στο τονικό και στο μοντερνιστικό ιδίωμα, και ποιοι είμαστε εμείς που θα επιλέξουμε το ένα από τα δύο εις βάρος του άλλου;
(β) Διάβασε με επιμέλεια και αξιοποίησε τα «θεωρητικά» κείμενα του Σκαλκώτα, όχι μόνον όσην αλληλογραφία είχα στη διάθεσή μου (κυρίως, τα γράμματά του στην Νέλλη Ασκητοπούλου), αλλά και τις κριτικές του, τις αναλύσεις του, δημοτικών τραγουδιών και ιδίων έργων, την Πραγματεία της ενορχήστρωσης και τα Μουσικά του άρθρα.
(γ) Τόνισε την σημασία στην δομή και στην εξέλιξη του Σκαλκώτα, της ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ του ενασχόλησης με τα – εντός εισαγωγικών – «κατώτερα» είδη μουσικής. Αυτά που έπαιζε στα καφενεία μικρός, αυτά που έπαιζε στα καφενεία στο Βερολίνο, αυτά που έφτιαχνε στο ραδιόφωνο στο Βερολίνο, τις επεξεργασίες και ενορχηστρώσεις που έφτιαχνε για άλλους συνθέτες – ως ghost-writer, ή με το δικό του όνομα. Ο Παπαϊωάννου τα παρουσιάζει αυτά ως «φιλικές ανταποκρίσεις σε αιτήματα φίλων». Προσωπικά, θα προτιμούσα να τα βλέπω ως τρόπους να βγάζει ένα χαρτζιλίκι, και – από την άλλη μεριά – να τα βλέπω (όποτε τα βρίσκω) ως έργα με ενδιαφέρον συνθετικό, τόσο:
- Καθεαυτά, ως μουσικά έργα
- Δηλωτικά της τέχνης του Σκαλκώτα, ως συνθέτη
- Δείγμα των «ριζών», του υπεδάφους, της κοπριάς, όπου άπλωνε τις ρίζες του το Σκαλκωτικό δέντρο, για να απλώσει τα κλαδιά του στους ασύλληπτους και αιθέριους κόσμους των μειζόνων του έργων.
Εκεί είμαστε, λοιπόν, και με αυτή την προσέγγιση (ως υπόθεση και ως στάση) ανταποκρίνομαι στην τιμή να παρουσιάσω σε σας απόψε το μουσικό χειρόγραφο που βρήκε ο Παναγιώτης Ανδριόπουλος στο αρχείο του Μίκη Θεοδωράκη, όπου ο Σκαλκώτας συνθέτει δύο κομμάτια, ως ghost – writer του Μανώλη Σκουλούδη: ένα λάργκο, και μια φούγκα.
ΕΝ ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΩ:
Ο Σκαλκώτας κάνει ένα πέρασμα και από την στήλη «Φιλοσοφικό της 4ης σελίδας», του ίδιου φύλλου. Μεταφέρεται εδώ το σχετικό απόσπασμα:
Σκαρίμπας – Σκαλκώτας: το ζήτημα του μεγέθους
(μια διερεύνηση με τη βοήθεια του Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου)
(απόσπασμα από ευρύτερη εργασία συντάκτη μας για τον Γιάννη Σκαρίμπα)
Ήταν περί το 1989 όταν ο Τάσος Καλαθέρης, ως υπεύθυνος, τότε, της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης της Χαλκίδας, προκαλώντας απόφαση του Διοικητικού της Συμβουλίου, ξεκίνησε να δημιουργήσει μιαν Ευβοϊκή Προσωπογραφία, και παράγγειλε σε τοπικούς διανοούμενους μονογραφίες για τοπικές ευβοϊκές μορφές των γραμμάτων και των τεχνών.
Ανάμεσα στις άλλες, παράγγειλε στον διδάκτορα φιλόλογο, καθηγητή, ιεροψάλτη, δάσκαλο της βυζαντινής μουσικής και μελετητή του Παπαδιαμάντη Άγγελο Μαντά, την μονογραφία για τον τοπικό σατιρικό ποιητή – ένα είδος τοπικού Σουρή, τοπικής κυρίως εμβέλειας – Κώστα Μώρο.
Και στον γράφοντα, την μονογραφία για τον, γεννημένο στην Χαλκίδα, διεθνώς αναγνωρισμένο συνθέτη Νίκο Σκαλκώτα (1904-1949).
Και ο μεν Μαντάς, παρέδωσε την μονογραφία του για τον Μώρο χωρίς διόλου να κολακεύει τον τιμώμενο, και χωρίς καμίαν αυταπάτη για το διαμέτρημα του συμπαθούς στιχοπλόκου και εκδότη τοπικών φύλλων όπως οι «Διαβολιές» και η «Πιπεριά».
=Ο δε γράφων παρέδωσε το πρώτο βιβλίο που εκδιδόταν, εκείνη την εποχή, για τον Νίκο Σκαλκώτα, το «Ο Νίκος Σκαλκώτας ως συνθέτης μουσικής για πιάνο σόλο» (έκδοση Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Χαλκίδας, 1991).
Ήταν το βιβλίο για το οποίο ο μείζων Παπαδιαμαντιστής και φιλόλογος στην Χαλκίδα Νίκος Δ. Τριανταφυλλόπουλος δημοσίευσε την κριτική του στην «Προοδευτική Εύβοια», με τον τίτλο «Ο μείζων Ευβοεύς» («Προοδευτική Εύβοια», 7/5/1992).
Χαιρετίζοντας το δεύτερο αυτό βιβλίο, ο Τριανταφυλλόπουλος γράφει:
«Παρουσιάζοντας το βιβλίο του Άγγελου Μαντά «Κ.Χ. Μώρος, ο σατυρικός καθρέπτης της προπολεμικής Χαλκίδας» ευχόμουν να συνεχιστεί εκείνη η πρώτη συμβολή στην Ευβοϊκή Προσωπογραφία. Η συνέχεια ήρθε σχεδόν αμέσως, και από τον οπωσδήποτε ελάσσονα Μώρο βρεθήκαμε στον κορυφαίο Σκαλκώτα».
Εδώ, ο Τριανταφυλλόπουλος θέτει το ερώτημα του «μείζονος / ελάσσονος» (ίσως και με ενδιάμεσες διαβαθμίσεις;) ως θεμελιακό για την κατάταξη του δημιουργού. Με όλους θα ασχοληθείς, όλοι αξίζουν την δική τους μονογραφία, αλλά ο καθένας έχει την δική του κατηγορία.
Αντίστοιχα, θα πρέπει να τεθεί απευθείας το ερώτημα: ποια είναι η κατηγορία του Γιάννη Σκαρίμπα, ως ποιητή;
Είναι μείζων, είναι ελάσσων, ή ανήκει στο «ανάμεσό τους»;
(Ή μήπως είναι τρίτη, δική του, «ιδιαίτερη» κατηγορία;) […]