Δημήτρης Μπαλτᾶς
Λ.Τολστόϊ, Γιά τόν Σαίξπηρ καί τό δρᾶμα, εἰσ.-μετ. Ἀλεξ. Ἰωαννίδου, Ἐκδόσεις Ποικίλη Στοά, Ἀθήνα 2016, σελ. 183
Στήν σημερινή κατάθεση θά ἀναφερθῶ στήν πρόσφατη μετάφραση ἀπό τήν ρωσσική τοῦ δοκιμίου (1903) τοῦ μεγάλου Λέοντα Τολστόϊ πάνω στόν Σαίξπηρ καί τήν δραματική τέχνη (σσ. 25-144). Στό παράρτημα τοῦ τόμου παρατίθεται ἡ μετάφραση τοῦ σχετικοῦ κριτικοῦ κειμένου τοῦ Τζ. Ὄργουελ μέ τίτλο «Ὁ Λήρ, ὁ Τολστόϊ καί ὁ Τρελός» (σσ. 147-183). Γιά τήν ἱστορία θά σημειώσω ὅτι τό δοκίμιο τοῦ Τολστόϊ εἶχε μεταφρασθεῖ παλαιότερα στήν ἑλληνική (μετ. Π. Ἀντωνοπούλου, ἐκδ. Ὁ Κεραμεύς, Ἀθήνα, ἄ.ἔ.), ὅπως ἐπίσης καί τό ἄρθρο τοῦ Ὄργουελ (μετ. Γ. Στεφανίδης, ἐκδ. Ἔρασμος, Ἀθήνα 1975. Ἐπίσης, μετ. Ν. Μπάρτη, ἐκδ. Γνώση, Ἀθήνα 1983).
Στήν κατατοπιστική εἰσαγωγή τῆς μεταφράστριας ἐπισημαίνεται μεταξύ ἄλλων ὅτι «ὁ Τολστόϊ ἀμφισβητεῖ τό ἀπόλυτο εἴδωλο τοῦ Σαίξπηρ, ὁ Ὄργουελ ἀμφισβητεῖ τήν αὐθεντία τοῦ Τολστόϊ» (σ. 18). Βεβαίως εἶναι γνωστό ὅτι πρίν ἀπό τό δοκίμιο γιά τόν Σαίξπηρ ὁ Τολστόϊ, στό ἔργο του Τί εἶναι τέχνη (1897), «εἶχε κηρύξει τόν πόλεμο σέ πλείστους ὅσους Εὐρωπαίους δημιουργούς» (σ. 20).
Ἤδη στήν ἀρχή τοῦ δοκιμίου ὁ Τολστόϊ προδιαθέτει τόν ἀναγνώστη γιά τήν αὐστηρή κριτική πού θα ἀκολουθήσει, ὅταν γράφει ὅτι «διαβάζοντας τό ἕνα μετά τό ἄλλο τά ἔργα του [τοῦ Σαίξπηρ] ἔνιωσα ἀπέχθεια, πλήξη καί ἀμφιβολία» (σ. 26), «ἀπέχθεια, πλήξη καί ἀμηχανία» (σ. 27), «ἀπέχθεια καί πλήξη» (σ. 70).
Στο πρῶτο κεφάλαιο (σσ. 28-69) τοῦ δοκιμίου ὁ Τολστόϊ παρουσιάζει περιληπτικά τό ἔργο Ὁ Βασιλιάς Λήρ, τό ὁποῖο ἐπέλεξε νά προσεγγίσει κριτικά. Ἐπισημαίνει ἐν συνεχείᾳ ὅτι «στό ἔργο Βασιλιάς Λήρ τά πρόσωπα τοποθετοῦνται σέ ἀντιπαλότητα προς τόν κόσμο πού τά περιβάλλει» (σ. 71), καί μάλιστα στον Μεσαίωνα, ἐνῶ ἡ δράση τοῦ ἔργου «τοποθετεῖται στο 800 π.Χ.» (σ. 73).
Ἕνα ἄλλο στοιχεῖο τό ὁποῖο καταδικάζει ὁ Τολστόϊ εἶναι ὅτι «[ὁ Σαίξπηρ] δέν τήν αἴσθηση [τοῦ μέτρου]», χωρίς τήν ὁποία «δέν μπορεῖς νά εἶσαι καλλιτέχνης καί κυρίως θεατρικός συγγραφέας» (σ. 101, ἐπίσης σ. 102).
Ἐκτός ἀπό τούς ἀναχρονισμούς καί τήν ἀπουσία αἰσθητικῆς στό σαιξπηρικό ἔργο, ὁ Τολστόϊ θα τονίσει ὅτι ἡ ἀνάδειξη τῆς δραματουργίας τοῦ Σαίξπηρ ὀφείλεται στούς Γερμανούς αἰσθητικούς τοῦ 19ου αἰ. καί κυρίως στόν Γκαῖτε (βλ. ἀναλυτικῶς σσ. 130-133), οἱ ὁποῖοι ἀπέρριψαν «τήν θρησκευτική οὐσία τοῦ δράματος» (σ.134).
Στό τέλος τοῦ δοκιμίου ὁ Τολστόϊ διευκρινίζει ὅτι «τό ἐρώτημα δέν εἶναι ἄν εἶναι καλός ἤ κακός ὁ Σαίξπηρ. Τό ἐρώτημα εἶναι σέ τί συνίσταται ἡ ἀσυνήθιστη αἰσθητική καί ἠθική ὀμορφιά τήν ὁποία τοῦ ἔχουν ὑποβάλει λόγιοι … καί τήν ὁποία οὔτε βλέπει οὔτε νιώθει» (σ. 143).
Στό ἄρθρο του ὁ Ὄργουελ δικαιώνει τόν Τολστόϊ μόνον σέ ἕνα στοιχεῖο: «Ὁ Λήρ δέν εἶναι πολύ καλό ὡς θεατρικό ἔργο. Εἶναι πολύ μεγάλο καί πάρα πολλούς χαρακτῆρες καί δευτερεύουσες πλοκές» (σ. 159). Κατά τά ἄλλα, ὁ Ὄργουελ, ὅπως καί ἡ πλειονότητα τῶν κριτικῶν, ἀδυνατεῖ νά συμφωνήσει μέ τίς ἐπισημάνσεις καί μέ τά συμπεράσματα τοῦ Τολστόϊ.
Σέ κάθε περίπτωση, ἡ μετάφραση τοῦ δοκιμίου τοῦ Τολστόϊ εἶναι χρήσιμη γιά νά ἔχει ὁ ἐνδιαφερόμενος ἀναγνώστης μία ὁλοκληρωμένη εἰκόνα τῶν αἰσθητικῶν ἀντιλήψεων τοῦ Λ. Τολστόϊ, ἔστω κι ἄν διαφωνεῖ μέ τις προσεγγίσεις τοῦ σπουδαίου Ρώσσου μυθιστοριογράφου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου