Του Νίκου Παλουμπιώτη
«Μη ζητάτε ρολόι δεν υπάρχει, γιατί όπως σας εξήγησα βρισκόμαστε σε μια βαθειά σπηλιά. Υπάρχει όμως το μεγάλο εκείνο μάτι μέσα στο πλεχτό κλουβί, υπάρχει και η καρδιά μου που σημαίνει τις ώρες και σας οδηγεί μέσα απ’ το σκοτάδι».
«Πρέπει να λέγεται εκείνο που είναι αδύνατον να ειπωθεί».
Θα πει ο Επαμεινώνδας Γονατάς.
Ένα ποιητικό κείμενο είναι ένα δώρο, μια πράξη ανθρώπινης αλληλεγγύης και σαν τέτοιο πρέπει να προσεγγίζεται από τον αναγνώστη, γιατί ο δωρητής συμπάσχει μαζί του. Οι ποιητές – διάκονοι της τέχνης, ακριβοί φίλοι εκ περάτων, γεννήματα της μιας ματιάς, κινούνται σε αόρατο χώρο.
Μιας στιγμής συγκίνησις που μάχεται τη φθορά.
Κεραστές σε τόπο αμόλυντο.
Από πού να αρχίσεις κανείς για να προσεγγίσει ένα έργο που τον γοητεύει; Την καταγωγή του; Τα χέρια που το έγραψαν; Και τι γίνεται όταν ο δωρητής – δημιουργός είναι στην αφάνεια;
Στην περίπτωση του Γονατά έχει μια δυσκολία να γράψει κανείς ένα κείμενο. Είναι προσωπικό το μοίρασμά του, ένα δώρο. Όπως έλεγε ο ίδιος, ο αναγνώστης πρέπει να δείχνει συνενοχή και αλληλεγγύη.
Ο Ε.Χ. Γονατάς γεννήθηκε 10 Ιουλίου του 1924. Γόνος πολιτικής οικογένειας με καταγωγή απ’ το Αϊβαλί. Παιδί παίζει κουκλοθέατρο για τους φίλους του, όπως εμείς παίζαμε για τους δικούς μας στη μικρή αυλή μ’ ένα σεντόνι τεντωμένο και κεριά το θέατρο σκιών των ονείρων μας.
Όσο ζούσε ήταν για πολλούς ο μεγαλύτερος ζων ποιητής της Ελλάδας. Έζησε σε θεληματική απομόνωση. Ένας ποιητής που δεν επιδίωξε να τιμηθεί, δεν δημιούργησε αυλή, δεν είχε διασυνδέσεις με το κατεστημένο, δεν παρίστανε το δάσκαλο. Αλλά υπηρέτησε την ποίηση ψυχή τε και σώματι, με πείσμα.
Ο καταλληλότερος τρόπος να παρουσιάσεις έναν ιδιάζοντα λογοτέχνη σαν τον Επαμεινώντα Γονατά, είναι σαν να βουτάς στο βυθό της Θάλασσας, χωρίς να διαταράξεις την επιφάνειά της. Στα ελληνικά γράμματα εμφανίστηκε το 1945 με το πρώτο του αφήγημα «ο Ταξιδιώτης». Το 1959 με τον Παπαδίτσα συνεργάζονται για το περιοδικό «Πρώτη Ύλη». Εκεί, η συλλογή του Γονατά «η Κρύπτη». Το 1963 τα διηγήματα «το Βάραθρο» και «οι Αγελάδες». Ο «φιλόξενος Καρδινάλιος» το 1986, «Η Προετοιμασία» το 1991, και λίγο πριν το θάνατό του «οι Τρεις Δεκάρες».
«Δεν είμαι ονειροποιός, ότι γράφω είναι βιωμένο» συνήθιζε να λέει. Τόνιζε επίσης ότι δεν είναι συγγραφέας «του εξαιρετικού, αλλά της εξαίρεσης».
Σπούδασε νομικά και εργάστηκε για πολλά χρόνια ως δικηγόρος. Ήταν παντρεμένος με την Άννα Κατεβαίνη από το 1950 για 30 χρόνια, έως το θάνατό της το 1980. Το 1982 εξέδωσε συλλογή ποιημάτων της. Τιμούσε τη φιλία παρά την τάση του για απομόνωση. Ο κύκλος του, εκτός από το Δημήτρη Παπαδίτσα: ο Μίλτος Σαχτούρης συμμαθητής του, ο Νίκος Καχτίτσης, αλλά και ο δάσκαλός του, ο Νίκος Εγγονόπουλος. Αυτός τον ξεχώρισε, αφανής που ήταν μέχρι το 1976, από μία συνέντευξή του.
Το 1991 στο μικρό του αφήγημα «η Προετοιμασία» καταγράφει τις αποτυχημένες προσπάθειες ενός γιατρού να ζυγίσει το κεφάλι του σε μία πλάστιγγα και να δοκιμάζει ξανά και ξανά. Παραλογισμός εκ πρώτης όψεως. Όμως αφήνει να εννοηθεί ότι μόνο όταν είναι κομμένο το κεφάλι μπορεί να ζυγιστεί. Ένα παράδειγμα της μεταφυσικής του αγωνίας, για την ύπαρξη και την τραγικότητα.
Στην αφήγηση και στην ποίηση έχει σημασία τι δεν θα πεις, όχι τι θα πεις. Ο αναγνώστης θα πρέπει να βρει αυτά που κρύβονται για να είναι συνένοχος του ποιήματος. Η αυτοβιογραφία δεν τον ενδιέφερε σαν είδος λογοτεχνικό ούτε η λογοτεχνία που κρύβει τέτοια στοιχεία. Πίστευε στην αυτονομία του έργου.
Έφυγε από τη ζωή στις 25.3.2006. Μία εβδομάδα αργότερα κυκλοφόρησε η αποχαιρετιστήρια συλλογή του «οι Τρεις Δεκάρες».
«Σήμερα έχω τα γενέθλιά μου, έρχονται συγγενείς και φίλοι να ευχηθούν να τα εκατοστήσω. Το πιο απρόσμενο δώρο ήταν ένα κιβώτιο μεγάλο, μακρόστερνο που το έφερε ο νουνός μου, το οποίο τοποθετήθηκε όρθιο και στο επάνω μέρος το γνωστό χέρι με το δείκτη να δείχνει προς τον ουρανό».
Φαντασία ανατριχιαστικά πραγματική.
Αυτοεξόριστος από την εποχή του, τρέφεται από τον υπερρεαλισμό, έχοντας αποσχιστεί από τον παρόντα κόσμο, αδιάφορος για τους αγχώδεις ρυθμούς της σύγχρονης ζωής.
Το έργο του δεν κατατάσσεται κάπου. Διεκδίκησε τη δική του ταυτότητα με πραγματική δημιουργία, με συνεπή αποχή από την τρέχουσα δημοσιότητα και έξω από λογοτεχνικές συμβάσεις. Ξαναβάζει στην ποίηση αυτό που κάποιοι θέλησαν να αγνοήσουν ή να υποβαθμίσουν. Το ήθος σαν στάση ζωής.
«Ανεβαίνοντας τον λόγο αντίκρυσα στον ορίζοντα τις ατελείωτες πλούσιες φυλλωσιές του δάσους, που τις λίκνιζε ο άνεμος. Δεν ένοιωσα όμως καμία δροσιά στην ψυχή μου. Φτάνοντας στην κορυφή παρατήρησα πως ο λόφος κι απ’ την άλλη μεριά ήταν ολότελα γυμνός. Σ’ όλη την έκταση γύρω ούτε ένας κορμός δένδρου. Μόνο στον ουρανό πλέανε αθόρυβα φύλλα, τα αμέτρητα πράσινα φύλλα που είχα δει από μακρυά σαν δίχτυα κρεμασμένα πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Τρέμανε όλα μαζί στον αέρα, μα δεν σκόρπιζαν, όπως τ’ αστέρια, μ’ όλο που κανένα κλαδί, κανένα κοτσάνι δεν τα βαστούσε. Δεν κρατήθηκα – “Και πώς ξεκουράζονται εκεί τα πουλιά;” είπα. Σ’ αυτά τα δέντρα έρχονται μόνο οι σκιές των πουλιών να καθίσουν, μου εξήγησαν ήσυχα με μια φωνή οι δύο άγνωστοι που με συντρόφευαν.
“Ναι βλέπω” φώναξα. “Κοπάδια πουλιά κουρνιάζουν στα φυλλώματα χωρίς τα κορμιά τους”.
Οι σύντροφοί μου κοιτάχτηκαν μ’ απορία.
“Εσύ ποιος είσαι που μπορείς και τα βλέπεις;” γυρίζει και μου λέει ανήσυχος ο ένας. Πριν προλάβω ν’ απαντήσω σκύβει στο διπλανό του και τους ακούω να ψιθυρίζουν.
“Πώς βρέθηκε αυτός μαζί μας; Για δωσ’ μου τον κατάλογο να ρίξω μια ματιά”.
“Δεν τον έχω απάνω μου. Μα τι τον ρωτάς; Αφού είδε, δικός μας θα’ ναι κι αυτός. Σ’ το έχω ξαναπεί, να κλείνει καλά όταν βγαίνεις”.
Η καμπάνα σήμανε μακρυά. Με πήραν απ’ το χέρι κι αρχίσαμε να κατεβαίνουμε αμίλητοι τη χωματένια σκάλα. Ψηλά από πάνω μας φαινότανε ο ουρανός σκούρος γαλάζιος, στολισμένος με τα πρώτα αστέρια. Άνοιξαν τη φαρδιά καγκελόπορτα και μ’ έσπρωξαν σ’ έναν απέραντο κήπο, γεμάτο άσπρους, στρογγυλούς βράχους. Πουθενά δεν φαίνονταν λουλούδια. Μονάχα πρασινάδες. Όμως μια γνώριμη άχνα έβγαινε μέσα απ’ τη γη, μεθυστική σαν λιβάνι».
Στις απέραντες εκτάσεις του ουρανού περιπλανιούνται στο δίχως ηλικία χρόνο οι σκιές των πουλιών. Οι ποιητές είναι οι σκιές των πουλιών. Τα πουλιά είναι τα όνειρά τους. Οι άσπροι στρογγυλοί βράχοι και οι πρασινάδες δείχνουν ίσως εικόνα νεκροταφείου πίσω από την καγκελόπορτα. Ίσως τόπο πνευματικό στο επέκεινα, όπου η ευωδιασμένη άχνα της γης σαν λιβάνι προέρχεται από λείψανα Αγίων ή Ηρώων.
Η παραδοξότητα του παραμυθιού και καταστάσεις υπερβατικές. Δεν έχουν να κάνουν με την ανακάλυψη ενός άλλου κόσμου μη ανθρώπινου, αλλά με την ανακάλυψη στοιχείων αυτού του κόσμου. Ο κόσμος του Γονατά ιδιαίτερος, όπως η αγάπη του για τη φύση και η εμμονή του με το θάνατο.
«Η μόνη φιλοσοφία που αναγνωρίζω είναι η βιωμένη. Δεν είμαι θεωρητικός. Λειτουργώ με εικόνες, με ένστικτα, με παρορμήσεις. Με ενοχλεί η σπουδαιοφάνεια στους συγγραφείς. Δεν μου αρέσουν οι συγκεχυμένες απόψεις και οι κουρελούδες γνωμών».
Ένα προαίσθημα θανάτου ενυπάρχει στα κείμενά του, κάτι πρωτόγνωρο και κάτι σαν όνειρο, σαν να είναι το αναπόφευκτο μια επικείμενη απόδραση.
ΙΚΕΣΙΑ: «Μπροστά μου υψωνόταν το πανάρχαιο δέντρο με τη χαλκοπράσινη φυλλωσιά. Μια βραχνή φωνή αντήχησε μες στην ψυχή μου. Έπεσα στα γόνατα. Καθώς προσευχόμουν, είδα τα χέρια μου ικετευτικά να φεύγουν απ’ τους ώμους μου και σαν περιστέρια να περνούν ψηλά φτερουγίζοντας και να χάνονται μέσα στα φουντωμένα κλαδιά που σκιρτούσαν».
«Των νικώντι δώσω αυτώ φαγείν εκ του ξύλου της ζωής» (Αποκ. 2,7).
Το ιερό δέντρο, Το δέντρο της ζωής. Ο ποιητής θέλει να βγει έξω απ’ τον εαυτό του ικετεύοντας, να φράσει και να γευτεί τους καρπούς της αθανασίας απ’ το πανάρχαιο δέντρο. Ο ποιητής βρίσκεται σε διαρκή επαφή με την ελευθερία και τη φαντασία του ποιητικού λόγου.
Κάποιοι τον θεωρούν αιρετικό δια βίου, μοναχικό και ιδιότυπο στα ελληνικά γράμματα.
Στο πλαίσιο της μεταπολεμικής λογοτεχνίας τράβηξε το δικό του δρόμο. Στο έργο του υπάρχει μια εμμονή γύρω απ’ το κρυμμένο και από έννοιες όπως το αόρατο, και αυτό που οι μη ασκημένες αισθήσεις αδυνατούν να διακρίνουν.
Ο Γονατάς δεν προτάθηκε για το κρατικό βραβείο ποίησης ή πεζογραφίας. Αντιθέτως βραβεύτηκε για το μεταφραστικό του έργο. Αναφέρεται απ’ τους κριτικούς άλλοτε ως ποιητής και άλλοτε ως πεζογράφος. Ενώ το έργο του χαρακτηρίζεται ως «πεζογραφήματα» ή «πεζά ποιήματα».
«Έχουμε πολλά να διδαχτούμε απ’ τους κλασσικούς. Εγώ έψαχνα το μοντέρνο μέσα στο παλιό. Είχα διαπιστώσει ότι ο υπερρεαλισμός, ενώ τάραξε τα νερά της λογοτεχνίας, δεν έδωσε έργο ο ίδιος. Απλώς μας εφοδίασε με μια άλλη όραση ώστε να μπορούμε να βλέπουμε καινούρια είδη μέσα σε παλιά κείμενα».
Σε πολλά κείμενα του Γονατά διακρίνουμε ένα έντονο άγχος και αγωνία, τα οποία θα μπορούσαμε να τα αποδώσουμε σε μία υπαρξιακή αγωνία του συγγραφέα, που δεν είναι άσχετα με τη μεταπολεμική και μετεμφυλιακή πραγματικότητα.
Η ΚΡΥΠΤΗ: «Η πληγή θρέφει τα χείλη της. Σμίγουν αργά σαν αυλαία βυσσινιά και ύστερα από χρόνους στη θέση της μένει ένα σημάδι, μια ρόδινη ουλή, που σκύβει και τη φιλάει. Όλοι αγαπούν τα τραύματά τους. Τα κρύβουν με ωραία ατσαλάκωτα υφάσματα. Ξέρουν όμως σε ποια μεριά του κορμιού τους άνθισαν, μαράθηκαν, έφαγαν δέρμα και κρέας δικό τους. Γι αυτό τ’ αγαπούν, και σε ώρες μοναξιάς, που κανείς δεν τους βλέπει, σκύβουν με λατρεία, τα φιλούν, τα βαθιά σκοτεινά τραύματά τους».
«Τα σακατιλίκια της ζωής» που λέει ο Βολς.
Οι ουλές, σωματικές και ψυχικές, είναι ο εαυτός μας. Άλλοτε αυτοκαταστροφικός ή με σημάδια διάβρωσης και πόνου, άλλοτε αλήθειας ή δαιμονισμού ή αντίφασης. Σημάδια από άμυνες στον αόρατο πόλεμο. Ουλές που είναι τα κεκτημένα που μπορεί να οδηγήσουν στην κάθαρση, γι αυτό τις αγαπάμε.
Ο ΕΡΗΜΙΤΗΣ: «Η ξύλινη πόρτα έτριξε ανοίγοντας και μια μακρυά γενειάδα στρώθηκε στα πόδια μας κι έφεξε τις μορφές μας μες στο σκοτάδι. Περνώντας πάνω της μπήκαμε στην καλύβα. Δυο κορμοί δέντρων ήταν γερμένοι, για καθίσματα, καταγής. Αφού φιλήσαμε πρώτα το χέρι του γέροντα, αρχίσαμε να γδυνόμαστε. Εκείνος είχε τραβηχτεί σε μια γωνιά και δίχως να μας προσέχει κούρντιζε ήσυχα το πανάρχαιο βιολί του, απ’ όπου έσταζαν κάθε τόσο δάκρυα κερί».
Η γενειάδα συγκατάβαση στα πόδια τους και η καλοσύνη που αστράφτει. Μετά αφού κατέθεσαν τα σεβάσματά τους στο γέροντα με το χειροφίλημα, η απογύμνωση των παθών και η κένωση. Διακριτικά τα χοντρά δάκρυα κατάνυξης γίνονται διαμαντικά κέρινα, έτοιμα να πανηγυρίσουν απ’ το πανάρχαιο βιολί.
Η ΑΝΟΙΞΗ: «Βγάζω από την τσέπη το μαχαίρι μου, το μπήγω στη γη – το ‘νοιωσα να χώνεται όπως στο κρέας ενός μεγάλου ψαριού – κι αρχίζω να τη χαράζω, να τη σκίζω φέτες – φέτες, τραβώντας με δύναμη τη σκληρή κρούστα που τη σκέπαζε.
Και τότε, τι θαύμα! Χιλιάδες μπουμπούκια και λουλούδια με τσαλακωμένα πέταλα, άσπρες, ρόδινες και μαβιές ρίζες, αμέτρητα σπαθωτά φύλλα, μαμούνια, σερσέγκια με σουβλερές μύτες, χρυσαλλίδες και πεταλούδες με διπλωμένα φτεερά αποκαλύφθηκαν. Ολόκληρος κοιμισμένος κόσμος, που οι αχτίνες του ήλιου σιγά – σιγά τον ζέσταιναν, τον ξεμούδιαζαν, τον ξυπνούσαν από τη νάρκη του.
Το γρασίδι, σγουρό, ψήλωνε τρίζοντας ολόγυρά μου. ο αέρας μοσκοβολούσε. Ένα πουλί βγήκε απ’ τον κρυψώνα του, τίναξε τα χώματα απ’ τις φτερούγες του και μου είπε: “Ακόμα λίγο και η Άνοιξη αυτό το χρόνο θα’ μενε κρυμμένη στη γη”».
Το μαχαίρι που σκίζει τη γη είναι η γραφίδα του ποιητή πάνω στο χαρτί που χαράσσεται. Χαράσσεται και ο ίδιος γράφοντας με το αίμα του, όπως κάθε ποιητής.
«Και το αίμα μου μέλαν, όθεν βάπτω και γράφω
το άνθος το γλυκάζον εμοί γέγονεν τιθύμαλλος».
- Άγιος Ρωμανός ο Μελωδός.
Πέρα από την εξωτερική πραγματικότητα αποκαλύπτεται και τι υπάρχει πέραν του αισθητού κόσμου. «Αθέατη ρωγμή» που λέει ο Ελύτης.
Ο Γονατάς σκάβει βαθειά για να διακρίνει εκείνο που δεν διακρίνεται, είτε επειδή ξεφεύγει από τα όρια της λογικής (το παράδοξο, το παράξενο) ή τον έλεγχο της συνειδητής πλευράς της προσωπικότητας (το ονειρικό), είτε επειδή μοιάζει εκ πρώτης όψεως ασήμαντο και τετριμμένο, γιατί η προσοχή των διαβατών έχει απορροφηθεί από άλλα, δήθεν σημαντικά και σπουδαία, που τους θολώνουν την όραση και τους αποξηραίνουν τη σκέψη.
Ο ΤΙΓΡΗΣ: «Η νύχτα με το μουσούδι υγρό, περνάει ανάμεσα στα δέντρα και μέσα απ’ τα χωράφια με τα νερά και τα καλάμια. Στην σοφίτα του παλιού σπιτιού φέγγει ένα πορτοκαλένιο φως. Είναι μια άδεια κάμμαρη με σπασμένα τζάμια. Τρεις ωραίες φωτιές ανάβουν πάνω στο φαρδύ κρεβάτι που αιωρείται μ’ αλυσίδες στη μέση της κάμαρης. Ένα ξασκημένο χέρι με μαύρο γάντι και δαχτυλίδι τις πιάνει απαλά και τις φυτεύει σε μια αραχνιασμένη γλάστρα. Μια μικρή τίγρης με μαύρες ραβδώσεις που ήταν κρυμμένη πίσω απ’ το κουμάρι, βγαίνει απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα. Χάνεται μες στο ψηλό χορτάρι του κήπου. Στα πόδια της φοράει κίτρινους μενεξέδες. Θα ξαναρθεί όμως αύριο το βράδυ. Όλη τη μέρα στο βαγόνι του τραίνου που θα την οδηγεί στο κλουβί της, και ύστερα στον απέραντο παγωμένο στίβο την ώρα της παράστασης, θα νοσταλγεί το χάδι του χεριού με το μαύρο γάντι. Θα ‘ρθει ξανά αύριο το βράδυ, νοσταλγική και υπάκοη στη διαταγή του γαντοφορεμένου χεριού, ν’ ανάψει τις φωτιές απάνω στο φαρδύ κρεβάτι».
Η τίγρης πότε βγαίνει απ’ το κουμάρι, πότε πετάγεται από τα σπλάχνα του ποιητή θυμωμένη.
«Είμαι η φωνή σου, ταξιδεύω πάντα μαζί σου, δεν σ’ αφήνω, αλοίμονο να σε άφηνα μονάχο! Είμαι η Τίγρης η συνταξιδιώτισσα. Ταξιδεύουμε πάντα οι δυο μας, όλα τα είδαμε και τα χαρήκαμε μαζί. Φάγαμε και ήπιαμε οι δυο μας στα τραπέζια της ξενιτιάς. Πονέσαμε μαζί, χαρήκαμε μαζί. Πολιτείες, γυναίκες, ιδέες. Κι όταν φορτωμένοι λάφυρα, γεμάτοι πληγές, γυρίζαμε στο ήσυχο κελί μας, η Τίγρης ετούτη γατζωνούνταν αμίλητη στην κορφή του κεφαλιού μου, εκεί είναι η σπηλιά της. Χώνει τα νύχια της στο μυαλό μου, κι οι δυο άλαλοι, τα όσα είδαμε και λαχταρίζουμε, τα όσα έχουμε ακόμα να δούμε.
Χαιρόμαστε που όλος ο κόσμος, ορατός και αόρατος, είναι βαθύ αξεδιάλυτο μυστικό, ακατανόητο, πέρα από το νου, απ’ την πεθυμιά, απ’ την βεβαιότητα. Κουβεντιάζουμε η Τίγρη η συνταξιδιώτισσα κι εγώ, και γελούμε με την αχορταγιά μας, κι ας ξέρουμε πως ένα βράδυ, σίγουρα θα δειπνήσουμε με μια φούχτα χώμα και θα χορτάσουμε. Τι χαρά είναι ετούτη, ω ψυχή του ανθρώπου, ω Τίγρη συνταξιδιώτισσα, να ζεις, ν’ αγαπάς τη γης ανθρώπου και να κοιτάζεις το θάνατο και να μην φοβάσαι».
- Αναφορά στον Γκρέκο, Ν. Καζαντζάκης.
Ως μεταφραστής ο Γονατάς δείχνει την ίδια προσοχή και επιμέλεια που δείχνει και με τα δικά του έργα, για την απόδοση στα Ελληνικά ξένων λογοτεχνικών κειμένων. Έχει επιλέξει έργα λογοτεχνών με τους οποίους αισθάνεται ότι διατηρεί κάποια εκλεκτική συγγένεια, όπως του Ιβάν Γκολ, του Βολς, του Μπετενκούρ, του Κόλεριτζ, του Φλωμπέρ και του Λίχτενμπεργκ.
Διανοούμενος, υπήρξε γνώστης της Γερμανικής και Γαλλικής φιλολογίας. Ο Γάλλος ποιητής Πιέρ Μπετενκούρ θεωρεί το αφήγημα «Η επίσκεψη» από το βιβλίο «οι Αγελάδες» σαν ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Κάποια κείμενα του Γονατά γεννήθηκαν στο πλαίσιο της μεταφραστικής ενασχόλησής του με τα κείμενα του Λίχτενμπεργκ, αφού αφηγούνται περιστατικά τα οποία ανακλήθηκαν στη μνήμη του κατά την ανάγνωση φράσεων του Γερμανού διανοητή. Το ίδιο κείμενο λειτουργεί ως γέφυρα ανάμεσα σε δύο χρονικά απομακρυσμένους συγγραφείς.
Ο Λίχτενμπεργκ, ακούραστος θεατής της μυστικής ζωής, διορατικός κι επίμονος, όπως τον χαρακτηρίζει ο συνομιλητής του Γονατάς, σημειώνει: «Αυτό που πάντα μου άρεσε στον άνθρωπο είναι ότι μπορούσε να χτίζει το Λούβρο, τις αιώνιες πυραμίδες και τον άγιο Πέτρο της Ρώμης, και συγχρόνως να εκστασιάζεται θωρώντας μια κυψέλη μελισσών ή ένα σαλίγκαρο μέσα στο καύκαλό του».
Ο Γονατάς δείχνει την προτίμησή του σε συγγραφείς που ήταν πριν από οτιδήποτε άλλο ποιητές με την ευρύτερη σημασία της λέξης. Το παράδοξο και το ουτοπικό μέσω εικόνων το καθιστά πραγματικό. Έτσι και η αρχαία ελληνική μυθολογία, ερμηνεύει το πραγματικό μέσω εικόνων και φανταστικών συλλήψεων.
Το μεταφραστικό ενδιαφέρον για τον Βολς δείχνει τη συγγένεια που νοιώθει ο Γονατάς με αυτόν τον «εραστή του απόλυτου», όπως τον χαρακτηρίζει. Η φράση μάλιστα στο Βάραθρο, «Η πείρα πως όλα είναι ανεξήγητα οδηγεί στο όνειρα» ανήκει στον Βολς.
Σχετικά με το ποιητικό έργο του Ιβάν Γκολ έχει μεταφράσει και σχολιάσει ποιήματά του απ’ όλες σχεδόν τις περιόδους της δημιουργίας του. Είναι η πρώτη, τόσο πλήρης ανθολογία του έργου του Γκολ. Εκεί ο αναγνώστης παρακολουθεί στίχο – στίχο, εικόνα την εικόνα, την εκρηκτική ποιητική διαδρομή ενός ανθρώπου που έζησε στην κόψη του ξυραφιού, σ’ όλα τα επίπεδα. Εβραϊκής καταγωγής, κρύβει το πρόσωπό του με τα πολλά ψευδώνυμα. Φιλειρηνιστής και προοδευτικός, θα στηλιτεύσει στους στίχους του τον πόλεμο. Θα συναναστραφεί μ’ όλους τους μεγάλους συγγραφείς, ποιητές, ζωγράφους, Γάλλους και ξένους, αναζητώντας τη δική του φωνή στην ποίηση, στην πεζογραφία. Ο Γκολ θα περάσει στην αλήθεια της αναζήτησης του Όντος και στη διαρκή πάλη ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο.
Ο Γονατάς συμβάλλει στην αποκατάσταση του ποιητή, που το έργο του ήταν σ’ έναν κύκλο σιωπής, αποδίδοντας με τρόπο μοναδικό τη βαθύτερη ουσία και ομορφιά της ποίησής του.
ΟΙ ΠΟΡΤΕΣ του Ιβάν Γκολ, μετάφραση Γονατά.
«Πέρασα μπροστά από τόσες πόρτες
μέσα στο διάδρομο των χαμένων φόβων
και των φυλακισμένων ονείρων.
Άκουσα πίσω από πόρτες δέντρα που τα βασάνιζαν
και ποταμούς που προσπαθούσαν να τους δαμάσουν.
Πέρασα μπροστά απ’ την χρυσή πόρτα της γνώσης,
μπροστά από πόρτες που έκαιγαν και δεν άνοιγαν
μπροστά από πόρτες που κουράστηκαν να μένουν πολύ καιρό κλειστές,
κι από άλλες σαν καθρέφτες απ’ όπου περνούσαν μόνο Άγγελοι.
Υπάρχει όμως μια πόρτα απλή, δίχως σύρτη ούτε μάνταλο
στο βάθος του διαδρόμου, απέναντι απ’ το ρολόι,
η πόρτα που οδηγεί πέρα από ‘σένα.
Κανένας δεν τη σπρώχνει ποτέ».
Κάποιες φορές πίσω από κλειστές πόρτες είναι οι πιο δυνατοί που κλαίνε και δίνουν μάχες που δεν έχεις ακούσει ποτέ γι αυτές. Είναι αυτοί που αγαπάνε πέρα από κάθε ελάττωμα, χωρίς όρια. Πρέπει να κατέχει κανείς άλλου είδους αντρειοσύνη και άλλου είδους ελευθερία για να σπρώξει κανείς αυτή την πόρτα. Είναι ο άλλος Τόπος, ο Ερωτικός, ο Ανυπόταχτος.
«Κανένας δεν τη σπρώχνει ποτέ αυτή την πόρτα».
Το λεπτοφυές πέρασμα είναι πολύ δύσκολο να διατυπωθεί με λόγια. Προσπαθεί να πει κανείς με λόγια μεταφορικά και παραβολές. Έτσι και ο ποιητής, κάθε ποιητής, υπαινίσσεται, εκμυστηρεύεται, μεταπλάθει και στο τέλος πάσχει. «Θα μιλήσει μέσω των λέξεων και κυρίως των διαστημάτων σιωπής. Η σιωπή και ο ψίθυρος δεν χωρούν στην κοινωνία» θα πει η Ιουλίτα Ηλιοπούλου.
«Κανένας δεν τη σπρώχνει ποτέ αυτή την πόρτα».
Ο άνθρωπος προτιμά τη σιγουριά της ακινησίας και όχι το επισφαλές αποτέλεσμα της κίνησης. «Και είναι κρίμας ο ισόβιος εγκλεισμός στην κιβωτό της ανάγκης» που λέει ο Ελύτης.
Έρχεται στη ζωή και φεύγει άγευστος και ανυποψίαστος στα μυστήρια. Ανέραστος, εθελόδουλος, νάρκισσος. Ζει σ’ έναν τόπο απ’ όπου ξορκίζεται η έκπληξη, η συγκίνηση (όχι ως ανόητος συναισθηματισμός) και βιώνεται η ελευθερία ως βάσανο, γιατί δεν ξέρει τι να την κάνει και γιατί έχει ευθύνες. Το πέρα από ‘σένα μπορεί να είναι ο Άλλος, η δική του αλήθεια, η δική του ελευθερία.
«Όλα όσα βλέπουμε είναι οφθαλμαπάτη. Οι άνθρωποι είναι εντελώς τυφλοί. Δεν μπορούν να δουν παρά το ολοφάνερο» θα πει ο Βολς.
«Κανένας δεν τη σπρώχνει ποτέ αυτή την πόρτα»
«Εγώ ειμί η θύρα· δι εμού εάν τις εισέλθει, σωθήσεται, και εισελεύσεται και εξελεύσεται και νομήν ευρήσει» (Ιωάν. 10, 9-11).
«Το αδοκίμαστο και το από αλλού φερμένο, δεν το αντέχουν οι άνθρωποι» θα πει πάλι ο Ελύτης.
Υπάρχουν άνθρωποι που αγαπούν τη ζωή, αλλά και που είναι έτοιμοι να την αποχωριστούν.
«Κανείς δεν τη σπρώχνει ποτέ αυτή την πόρτα».
Ούτε για να μπει φρέσκος αέρας.
Η πόρτα που οδηγεί πέρα από ‘σένα μπορεί να είναι ο ίδιος σου ο εαυτός και οι άγνωστες περιοχές του, και μπορεί να γίνουν θυρανοιξία.
«Πρέπει να επιδιώκεται εκείνο που δεν θα προσεγγιστεί ποτέ» θα πει ο Γονατάς.
«Ο ήλιος γέμισε πορτοκάλια το δωμάτιο.
Απ’ τα χαλιά ξεκόλλησαν πουλιά.
Καθώς πετούσαν ολόγυρα.
Τα έπιπλα καθρεπτίζουν τις ωραίες τους φτερούγες που διώχνουν μακριά το θάνατο».
«Πρέπει να λέγεται εκείνο που είναι αδύνατον να ειπωθεί».
Του καταλάθος κατοίκου αυτής της εποχής,
Επαμεινώνδα Χ. Γονατά.
Του Εγκλείστου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου