Πέμπτη 29 Μαΐου 2025

Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΜΑΝΩΛΗ ΚΑΛΟΜΟΙΡΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ ΠΕΤΡΙΔΗ


Του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου
«...Πιστεύω πως μέσα στον Παλαιολόγο έκλεισα όλους τους ψαλμούς και τους χυμούς της γέρικης καρδιάς μου, σαν το παλιό δέντρο που, πριν φύγει για πάντα και γείρει τους κλώνους του να πέσει στη μαύρη γης, θέλει να ανθίσει μια τελευταία φορά και να χαρίσει στον κάμπο τη στερνή του ευωδιά και τα τελευταία του φύλλα. Γι' αυτό αντικρίζω τη μουσική του Παλαιολόγου με κάποιο δέος, ξέροντας πως είναι το στερνό μου τραγούδι...».
Με τις παραπάνω φράσεις συνόδευε στα 1961 ο 78χρονος τότε Μανώλης Καλομοίρης την πέμπτη, τελευταία και πλέον μεγαλόπνοη όπερά του με τίτλο «Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος», βασισμένη στο ομώνυμο έργο του Νίκου Καζαντζάκη. Μια μουσική τραγωδία - θρύλος! Το ποιητικό κείμενο είναι του συνθέτη. 
Με τον «Κωνσταντίνο Παλαιολόγο» κλείνει ο κύκλος της δημιουργίας αλλά και της ζωής του Μανώλη Καλομοίρη αφού λίγους μόλις μήνες μετά την ολοκλήρωση της σύνθεσης ο μεγάλος έλληνας συνθέτης, η δημιουργική πορεία του οποίου συνδέθηκε με την ιδέα μιας συμφωνικής μουσικής που θα «συμπύκνωνε» τα χαρακτηριστικά της εθνικής παράδοσης, έφυγε από τη ζωή. Ο θάνατος τον βρήκε στις 3 Απριλίου 1962 χωρίς να προλάβει να δει επί σκηνής το κύκνειο άσμα του, η πρεμιέρα του οποίου δόθηκε από την Εθνική Λυρική Σκηνή στις 12 Αυγούστου του ίδιου χρόνου και στο πλαίσιο του τότε Φεστιβάλ Αθηνών. Διηύθυνε ο Ανδρέας Παρίδης. 
Η πρεμιέρα του έργου στην Θεσσαλονίκη έγινε στις 26 Οκτωβρίου 1966 στο Θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, σε διεύθυνση πάλι του Ανδρέα Παρίδη. 


Η σύνθεση της τριμερούς όπερας είχε ολοκληρωθεί στις 23 Φεβρουαρίου 1961 και λίγο αργότερα εκδιδόταν η παρτιτούρα του έργου από την Εθνική Λυρική Σκηνή. Οι στίχοι και το εν γένει κείμενο του Καζαντζάκη διατηρήθηκαν αυτούσιοι ­ εκτός από κάποιες μικρές παρεμβολές ­ ενώ για λόγους «μουσικής οικονομίας», όπως ο ίδιος ο Καλομοίρης δήλωνε, η δραματική πλοκή τροποποιήθηκε ελαφρώς με τη συντόμευση ορισμένων σκηνών, χωρίς ωστόσο να αλλοιωθούν «ο χαρακτήρας και το χρώμα του έργου του μεγάλου συγγραφέως». Δημοτικό τραγούδι, βυζαντινό μέλος και θρύλοι απεδείκνυαν για μία ακόμη φορά την έντονη έλξη που ασκούσαν στον συνθέτη.
Η όπερα έχει διάρκεια 2 ώρες και 15 λεπτά. 

Στιγμιότυπο από την παράσταση του Φεστιβάλ Αθηνών 2001

Καταθέτοντας τον «Κωνσταντίνο Παλαιολόγο» στην Ακαδημία Αθηνών ο Μανώλης Καλομοίρης χαρακτήριζε αυτή την τελευταία του όπερα ό,τι καλύτερο είχε στο είναι του «από δύναμη, από ψυχή, από καρδιά, από απελπισία» μεταφράζοντας την τελευταία σε δημιουργική δύναμη.

«Όχι πως νομίζω ότι έγραψα ένα μουσικό αριστούργημα αντάξιο του θαυμαστού δραματικού λόγου» δήλωνε τότε ο συνθέτης. «Ο Θεός φυλάξοι! Πιστεύω όμως πως με τη μουσική μου στον "Παλαιολόγο" εχάραξα μια σελίδα στην ιστορία της Ελληνικής Τέχνης. Και όχι τόσο για το δούλεμα των βυζαντινών ήχων και ψαλμών όσο γιατί έδειξα πως εδώ στην μουσικήν Ελλάδα που δέρνεται από λογής λογής ανέμους και αμφιβολίες κρατώ ακλόνητα τα καλλιτεχνικά μου ιδανικά, τους πνευματικούς μου θεούς, την πίστη μου στην ελληνική μουσική ιδέα».
Ο Καλομοίρης σημείωνε κάπου αλλού δικαιολογώντας την «αθέτηση» μιας παλαιότερης δέσμευσής του: «Δεν ξεχνώ πως κάποτε υποσχέθηκα στον φίλο μου Αντίοχο Ευαγγελάτο να του χαρίσω τη μουσική του "Παλαιολόγου"· όμως το έργο, καθώς διαμορφώθηκε, ξεπέρασε κάθε μου προγενέστερη προσπάθεια... Γι' αυτό τον παρακαλώ να δεχτεί να αφιερώσω τον "Κωνσταντίνο Παλαιολόγο" στον ελληνικό λαό, από τον απλό λαό των ανίδεων και καλών ανθρώπων ως σε όλους που νιώθουνε, όπως ο ίδιος ο Αντίοχος, τον παλμό, τον πόνο και τη δόξα του έθνους και της φυλής...».
Νομίζω πως ο Καλομοίρης όταν έγραφε τα παραπάνω δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι την όπερά του αυτή θα σκηνοθετούσε κάποια στιγμή ο γιος του Αντίοχου Ευαγγελάτου, ο αείμνηστος Σπύρος Ευαγγελάτος, ο οποίος υπέγραψε την σκηνοθεσία στο ανέβασμα της όπερας τον Ιούλιο του 2001 στο Ηρώδειο. 

Από το ανέβασμα της όπερας στην Αθήνα το 1971

Την τελευταία αυτή όπερα του Καλομοίρη μπορείτε να ακούσετε, αγαπητοί φίλοι, από τους ψηφιακούς δίσκους 9-10 του σπουδαίου συλλογικού έργου Αντίς για όνειρο, που περιέχει Έργα Ελλήνων συνθετών 19ου και 20ου αιώνα. Η ηχογράφηση της όπερας προέρχεται από τη συναυλιακή παράσταση του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου στη Θεσσαλονίκη το Νοέμβριο του 1997. Διευθύνει ο αρχιμουσικός Βύρων Φιδετζής, ο "απόστολος" της νεοελληνικής μουσικής δημιουργίας.


Το θεατρικό έργο "Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος" του Ν. Καζαντζάκη, μπορείτε να ακούσετε στη συνέχεια από την "Θεατρική βραδιά" του Γ' Προγράμματος. Πρόκειται για μία ηχογράφηση του 1982.


Ο Πέτρος Πετρίδης, σπουδαίος συνθέτης της Εθνικής Μουσικής Σχολής, γεννήθηκε στη Νίγδη της Καππαδοκίας το 1892. Φοίτησε στο Ζωγράφειο Γυμνάσιο και στο Ροβέρτειο Κολλέγιο της Κωνσταντινούπολης, ενώ παράλληλα ξεκίνησε και ιδιωτικά μαθήματα πιάνου. Το 1911 μετέβη για σπουδές στο Παρίσι όπου διέμεινε αρκετά χρόνια της ζωής του, ενώ παράλληλα εργάστηκε ως μουσικοκριτικός συνεργαζόμενος με αρκετές ελληνικές εφημερίδες. Το 1958 εξελέγη μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών και ένα χρόνο αργότερα εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Πέθανε στην Κηφισιά το 1977. 
Ένα από τα πιο σημαντικά έργα του ήταν το Requiem pour l' Empereur / Ρέκβιεμ για τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο: για σολίστ, χορωδία και ορχήστρα. Το ξεχωριστό αυτό έργο ηχογράφησε - ευτυχώς! - ο απόστολος της Ελληνικής Μουσικής Βύρων Φιδετζής, με πλειάδα σημαντικών συντελεστών και το δισκογράφημα κυκλοφόρησε από την NAXOS. 


Σε συνέντευξή του προς τον δημοσιογράφο της «Καθημερινής» Στέλιο Ι. Αρτεμάκη τον Απρίλιο του 1964, ο Πετρίδης αναφερόμενος στο έργο του αυτό λέει τα εξής χαρακτηριστικά: 
«… Η σύνθεσις Μνημοσύνου Ακολουθίας –Ρέκβιεμ– βασιζομένης με σταθεράν ισορροπίαν στα ορθόδοξα και στα καθολικά κείμενα πηγάζει από το παγχριστιανικόν, το υπερχριστιανικόν, το παγκόσμιον οικουμενικόν πνεύμα, που από διετίας φωτίζει έκλαμπρα τον ορίζοντα του πνευματικού ανθρώπου. Την πρωτοβουλία αυτή ήλθε να ενισχύση αισθητικός παράγων μεγίστης σημασίας. Ως γνωστόν η ορθόδοξος μνημόσυνος ακολουθία διακρίνεται για κατανυκτική τρυφερότητα, για άγχος ζοφερό, για ψυχική κάμψι μπρος στο φάσμα του θανάτου. Με μία μόνο εξαίρεσι, στερείται και των αδρών χαρακτηριστικών, που αγγέλλουν την οργή του Κυρίου έναντι του αμαρτωλού. Η αρμονική, αλληλοσυμπληρούσα συζυγία ορθοδόξων και καθολικών κειμένων προσφέρει πειστικήν εναλλαγή τρυφερών και σκληρών θεμάτων κι εξασφαλίζει πλατειά κι ευμελή αρχιτεκτονική δομή. Το καθαυτό σώμα της ακολουθίας πλαισιώνεται από το τυπικό που ήτο εν χρήσει στην βυζαντινή Αυλή. Πριν ή γίνη η εκφορά του θανόντος αυτοκράτορος ο επί τούτω εντεταλμένος αυλικός απήγγελλε: «Έξελθε, Βασιλεύ, καλεί σε ο Βασιλεύς των Βασιλευόντων και Κύριος των Κυριευόντων». Υπό το φως των ως άνω, το όλον Ρέκβιεμ παρουσιάζεται ως εξής: 


1. «Έξελθε βασιλεύ» 
2. «Ανάπαυσον ο Θεός τον δούλον Σου» (ορθόδοξον) 
3. α) «Ντίες Ίραι» (Ημέρα οργής) (καθολικόν), β) « Ηχούν αι σάλπιγγες» (καθολ.), γ) «Θάνατος και ζωή αναταράσσονται» (καθολ.), δ) «Βίβλος γεγραμμένη» (καθολ.), ε) «Τι νυν ο δυστυχής μαρτυρήσω» (καθολ.) στ) «Βασιλεύ φοβερού μεγαλείου» (καθολ.). 
4. «Άμωμοι εν οδώ, Αλληλούϊα» (ορθόδ.) 
5. «Ακούσωμεν τι κράζει ο Παντοκράτωρ» (ορθόδ.) 
6. «Αγνή Παρθένος» (ορθόδ.) 
7. «Άγιος, άγιος, Κύριος Σαββαώθ» (ορθόδ. και καθολ.) 
8. «Ο Αμνός του Θεού» (ορθόδ. και καθολ.) 
9. «Φως αιώνιον λάμψοι επ’ αυτοίς» (καθολ.) 
10. «Μακάριοι» (ορθόδ.) 
11. «Είσελθε Βασιλεύ» 
Στη σύνθεσι του έργου εδέησε να προβώ σε σημαντικές καινοτομίες εν σχέσει με τα μέχρι τούδε καθιερωμένα. Ο χειρισμός κάθε κομματιού ενός Ρέκβιεμ ακολουθούσε την μορφολογία μιας σκηνής μουσικού δράματος, κοινώς όπερας. Η μουσική γραφή έπαιρνε από εκεί πολύ μεγάλη στροφή προς την αρμονική, την κάθετη λεγομένη τεχνοτροπία. Τούτο, βέβαια, δεν εμπόδισε τον Μότσαρτ, τον Μπερλιόζ, τον Βέρντι να συνθέσουν τα γνωστά μνημειώδη έργα, που φέρουν τον τίτλο του Ρέκβιεμ. Η καθαρά πολυφωνική οριζόντια γραφή βρίσκει στα έργα αυτά ελαχίστη σχέσι. Σήμερα, με την ορμητικήν αναγέννησι του πολυφωνικού πνεύματος στην μουσική σύνθεσι, είμεθα υποχρεωμένοι, με αγαλλίασι μάλιστα, να χαράξωμε εκ διαμέτρου αντίθετη προς τους κλασσικούς γραμμή. Στο Ελληνολατινικό Ρέκβιεμ, που παρουσιάζω, η πολυφωνική οριζόντια γραφή κυριαρχεί σχεδόν αποκλειστικά με την κάθετη, αρμονική πλοκή περιωρισμένη σε συγχορδίες απλές, πλατειές, που εξασφαλίζουν στην πολυφωνία την μέχρις οκταφώνου χορικού άνεσι κινήσεως κι αναπτύξεως. 


Ήτο επόμενο η πολυφωνική γραφή να επιβάλη κι αντίστοιχην αισθητική στην μορφολογική δομή των διαφόρων κομματιών του έργου. Αντί μορφής σκηνής όπερας, έθεσα ως κεντρικό πυρήνα το σχήμα «Χορικό και Παραλλαγές». Κάθε μέρος του Ρέκβιεμ αυτού ξεκινά από ένα χορικό κι αναπτύσσεται πολυφωνικά ακουλουθώντας κι αποκρυσταλλώνοντας την δραματική, την λυρική κατάνυξι κι εξαΰλωσι των κειμένων. Η ευκαιρία ήταν υπέροχα ελκυστική για την αναβίωσι κι ευρύτατη χρησιμοποίησι του ύφους –στυλ– του κοντσέρτο γκρόσσο, που από αιώνος και πλέον έχει παραμεληθή από τους συνθέτες λόγω προφανώς των περιορισμών της κάθετης αρμονικής γραφής. Η παραμέλησις είναι ιδιαίτερα αισθητή στον τομέα της φωνητικής και δη της χορωδιακής συνθέσεως. Στο Ρέκβιεμ τούτο οι τέσσερεις σολίστ κι η χορωδία σπάνια μένουν απομονωμένοι. Συνεργάζονται στενώτατα με περιπτύξεις, αντιθέσεις, αμοιβαίες διεισδύσεις, με διαλόγους που εκτείνονται από διφωνία(ς) μέχρις οκταφώνου διπλού χορικού. 


Τέλος, όπως και στο ορατόριο Άγιος Παύλος, όπου ο αφηγητής χρησιμοποιεί το ύφος λειτουργικού ρετσιτατίβο και στο Ρέκβιεμ, η τεχνοτροπία αυτή διευρύνεται όχι μόνον εις τους σολίστ αλλά και εις την χορωδίαν. Ολόκληρος δε ο αριθμός των «δέκα» (Μακαρισμοί), χρησιμοποιεί την τεχνοτροπίαν του τετραφώνου λειτουργικού ρετσιτατίβο, δεδομένου ότι το κείμενο των μακαρισμών ανήκει εις ύφος στοχαστικόν και φιλοσοφικόν, παρά καθαρά λυρικόν. Κατά τυχόν ελληνικήν εκτέλεσιν, τα λατινικά κείμενα θα αποδίδωνται στα αντίστοιχα ελληνικά. Εκτός Ελλάδος τα ελληνικά κείμενα θα αποδίδωνται στα αντίστοιχα λατινικά. Το έργον αποτελείται από 336 σελίδες μεγάλου σχήματος, 28 πενταγράμμων η δε διάρκειά του θα καλύψη πιθανώς μίαν ώραν και σαράντα περίπου λεπτά. Όσον αφορά την πρώτην παγκόσμιον εκτέλεσιν, προβλέπω ότι το έτος 1965 θα είναι ευοίωνον.»
Παραθέτουμε στη συνέχεια αποσπάσματα του έργου από την μοναδική ηχογράφηση που πραγματοποίησε ο μαέστρος Βύρων Φιδετζής.

   

Σημείωση: Οι ενδεικτικές παρτιτούρες του έργου είναι από το αρχείο του συνθέτη στην Μουσική Βιβλιοθήκη "Λίλιαν Βουδούρη" στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts with Thumbnails