Η Ποίηση, ως πράξη Ελευθερίας
Τι είναι η Ποίηση;
Η αντανάκλαση της ανυπαρξίας;
Και πως χωράει μέσα
της
της ύπαρξης ο τόσος
Πόνος;
Ανιμολόγια
Η Ποίηση, στην αναζήτηση απαντήσεων επί των θεμελιωδών
υπαρξιακών ερωτημάτων, δεικνύει έναν δρόμο, που αν και δυσκολοδιάβατος, ακολουθείται
από τους έχοντες εμβαπτιστεί εκεί όπου το πνεύμα και οι ψυχικοί κραδασμοί
μετουσιώνονται με φαντασία και Ελευθερία, σε εικόνα αισθήματος λόγου ερωτικού
και ονειρικού.
Η Ειρήνη Μπόμπολη είναι ποιήτρια μνήμης, ενδιάθετου λόγου,
ενοράσεων και ενορμήσεων, που ως εκλάμψεις φωτίζουν το Είναι, κατακλύζοντάς το
αδιόρατα και καταλυτικά. Απογυμνώνουν το Εγώ, απαλύνουν τον πόνο απ’ την «παλιά
πληγή», για να μπορεί το υποκείμενο του αγώνα και της αγωνίας, να υμνεί το
όνειρο και τη ζωή.
Επαναστατική φύση, ευφάνταστη στην έκφραση των ποιητικών της
εμπνεύσεων, ανακαλεί έναν κόσμο ιδεώδους, στρέφοντάς τον εναντίον της
πραγματικότητας του σχετικού, της συνήθειας και της καθεστηκυίας τάξης
πραγμάτων. Γιατί η Ποίηση, όπως διατείνεται ο ρομαντικός ποιητής Σέλλεϋ, «είναι
το σπαθί της αστραπής»[1] και εκείνη, ως
ποιήτρια, μάχεται σιωπηλά με «το σπαθί του Έρωτα» κι αναμετριέται θαρετά με τη
βροντή και τη βοή του κόσμου. Προτείνει τη φωτεινότητα και ρευστότητα των
πραγμάτων, των συνεχών αλλαγών και μεταβολών που ως ποταμός οδηγείται από τις
πηγές, στην απεραντοσύνη της θάλασσας και την ενατένιση των οριζόντων.
Δεν ξέρω σε τι θα χρησίμευε να δοθούν οι γεωγραφικές συντεταγμένες
της πατρώας γης, καθώς η «πυξίδα» της δείχνει σταθερά προς τον Βορρά, στης «Απείρου
χώρας»[2] τα στενά και τα υγρά
φαράγγια, τα ρέματα, τις λαγκαδιές και τις «κρυφές νεροσυρμές»[3], εκεί όπου ο «αρχαίος
ποταμός»[4], διαρρέοντας χαράδρες
και βουνά –με τους μαιάνδρους, τις βίρες και τις κατεβασιές– δίνει ζωή και
πνευματοποιεί τη σχέση οικειοποίησης και ταύτισης με τον τόπο.
«Όταν το ποτάμι πλημμύριζε
τα χωράφια πνίγονταν στη λίμνη.
Όταν λιγόστευε πασχίζαμε να βρούμε
τα σύνορά μας.
Μεγάλο πρόβλημα οι πλημμύρες».
«Στην κώχη τούτη τη μικρή»[5] –της ανάγκης κατοικία
και του συνόρου μεταβαλλόμενη γραμμή, για ό,τι στην ιστορία έμελλε να γραφτεί–,
ο υδάτινος θεός, ο δικός της ποταμός, αντανακλά στου ήλιου το φως, τις
στεφανωμένες από χιόνι κορυφογραμμές των βουνών ως σταθερά σήματα πορείας και
σύμβολα Ελευθερίας. Γιατί ο ποταμός– «χώρος του αεί γίγνεσθαι»[6], «έτερα και έτερα
ύδατα επιρρεί’ και ψυχαί δε από των υγρών αναθυμιώνται»[7]–,
ιδωμένος ως μεταφορά και μυητική διαδικασία, σημαίνει αναγωγικά το αισθητικό
και δημιουργικό ισοδύναμο γης και ουρανού, όπου ως διαρκής ροή και επιρροή,
οδυρμός και καθαρμός, δάκρυα και βροχή διαποτίζει νου και ψυχή, βλαστάνει και καρποφορεί,
τα γόνιμα εδάφη της Ποίησης.
[...] «Κι εγώ, η γεωργός άγονων τοπίων,
χρόνια τώρα αναζητώ τα λάφυρα της ήττας
κάτω από το μαύρο χιόνι
που σκέπασε βαθιά τα μονοπάτια,
χάριν διασώσεως των ερωδιών».
Αυτό το ριζωμένο βίωμα, που ως καταγωγική μνήμη έχει
εγγραφεί εντός της παρηγορητικά, κινητοποιεί την ευαισθησία της, ανιχνεύοντας
τις ταυτοτικές της αναφορές, μετουσιώνοντάς τες σε ποιητική δημιουργία.
«Πως με τρομάζει ο καπνός
που έγινε αντάρα
κι έφραξε τον ποταμό
και φούσκωσε τη λίμνη...
Πως με τρομάζει η σκοτεινιά
που ξεμακραίνει τ’ άστρα...
Θόλωσαν τα μάτια μου
και δε θωρώ το δρόμο».
Η συναισθηματική οπτική και οι πολιτισμικές καταβολές με τις
αναγκαίες εκ των συνθηκών κοινωνικές συμπεριφορές σαν υψωμένα τείχη έκρυβαν τον
δρόμο λειτουργώντας καθηλωτικά για το υποκείμενο του φόβου. Όμως, σαν ήρθε η
ώρα πέρασε το ποτάμι από στενά κι από γκρεμνά χάραξε την πορεία.
«Προπορεύομαι σε ατραπούς ισχυρής προφητείας
Χαράσσω αρτηρίες αιματηρής τόλμης
Χρωματίζω στίχους ξυράφια της συνήθειας
και βουτώ στην άρμη της μοναξιάς και του πόνου»...
Συν τω χρόνω, οδοιπορώντας στις γειτονιές του κόσμου,
εγκολπώνεται τον χώρο, όπου με τη συνθετική δύναμη της φαντασίας και της ψυχής
το έρμα, διανύει νοητικές αποστάσεις και γεφυρώνει χάσματα χρονικά, αγγίζοντας
με την αφή κι αποτυπώνοντας με τη γραφή, τις θεάσεις της μνήμης.
Η περιπλάνησή της στην «ένδον χώρα», καταγράφει σαν άλλος
παλμογράφος τα σήματα και τις ενέργειες του Είναι, που αντανακλώντας την
κοσμική ψυχή, «το πρώτο κινούν Ακίνητο»[8], ως φωτεινή αναλαμπή
και εστία, - υποβάλλει και μετατρέπει τη μνημονική λειτουργική διαδικασία, σε
θυσιαστική δημιουργική πράξη.
«Τσιγγάνα πένα, ατίθαση μνήμη
Μεγάλα όνειρα σμιλεύεις τα μεσάνυχτα
Άγρια πέλαγα δαμάζεις με την επιμονή σου
Στην περιπλάνηση»....
Όμως, «ο χρόνος παίζει πεσσούς»[9]
κι έχει τον τελευταίο λόγο στη μοίρα των ανθρώπων. Έτσι, το υποκείμενο του
πόνου στις αέναες επιστροφές ό,τι θυμάται είναι σκιές. Η δική της «κάθοδος»
στην ποιητική αδεία Νέκυια για νοερή συνάντηση και συνομιλία με τους
αγαπημένους, αποτέλεσε μια πνευματική και συναισθηματική περιπέτεια. «Έρχομαι
πάλι ως θρηνωδός», δηλοί, νοιώθοντας την οδύνη.
«Επιμένεις να λες πως είσαι νεκρός.
Επίτηδες
για νάρχομαι στην πόρτα σου και να σου αφήνω δυο τρεις
παπαρούνες.
Ακόμα οι μάχες διψούν για κόκκινο».
Η λυτρωτική καταφυγή στα ονειρικά τοπία, απάλυνε τον πόνο κι
έδιωχνε τον φόβο του θανάτου.
«Αραίωσα να έρχομαι εκεί,
τη μνήμη να ασβεστώνω με τον πόνο»....
Ποιάς «πένθιμης ανθοφορίας» υμνωδία, ψαλμούς στον ουρανό
αναπέμπει;
Ποιό μοιρολόι, ποιό παράπονο, ποιάς μνήμης παρουσία;
«Με τις λιακάδες έρχεται
η μνήμη
και πρέπει να κατηφορίσω.
Να ακούσω τα παράπονα
για τις ολονύχτιες αταξίες σου.
Ανάμεσα στους σταυρούς
και τα χαμομήλια»....
Στην ποίησή της η Μάνα ανακαλείται στη μνήμη ως «μακρινή
μητέρα»[10], σταθερό και
αμετακίνητο κέντρο του κόσμου, σημάδι νοητό του ονειρικού νόστου.
«Ας μιλήσω για τις Μάνες.
[...] Έτσι όπως περιμένουν σιωπηλές
κάτω απ’ το εικονοστάσι
να γυρίσεις αργά τη νύχτα». [...]
«Ας μιλήσω για τις Μάνες της εξορίας,
για τον κόσμο που ορφάνεψε
μακριά απ’ την αιώνια Μήτρα».
Εδώ, ως μνήμη και ιστορία, αναγέννηση και υπέρβαση,
κινητοποιεί όλες τις αισθήσεις, καλώντας σ' έναν αναστοχασμό για τα ανθρώπινα.
[...] «Έρχεται κάποτε η στιγμή που ο θάνατος σε έλκει
κι ο έρωτας καραδοκεί να πιάσει τη στιγμή
και ν’ ανθοφορήσει.
Σπέρμα και μήτρα για να ζει
ο θάνατος του πλέκει.
Σ΄ αυτό το ταξίδι η γη δε θα έχει μνήμες...».
Σ’ αυτή την οριακή στιγμή, Έρωτας και Θάνατος, αντιθετικά κινούμενα και αναγωγικά νοούμενα,
δεικνύουν τη μόνη οδό. Της Ποίησης τον δρόμο.
[...] Στέρεος ο Νόμος.
Τι έρωτας τι θάνατος!
Τι άνοιξη τι πέλαγος!
Η Ανάσταση επωδός
το φως και μέσα ο Πόνος»....
«Με την αφή», ως ποίηση ποιητικής και ονειροπόλησης,
μετουσιώνει το βίωμα από ασπρόμαυρη φωτογραφία σε πανδαισία χρωμάτων και
ονειρικών θαυμάτων. Με την αφή, ψηλαφιστά, ψιθυριστά, αναζητά την ιδανική
στιγμή και με την ταραχή και τη συγκίνηση αφουγκράζεται τη σιωπή, προβάλλοντας
τις εντός της ανταποκρίσεις.
[...] «Έτσι θυμάμαι και έτσι προσδοκώ.
Με την αφή.
Έτσι θυμάμαι τον τραχύ ήχο της άρνησης.
Έτσι προσδοκώ το αλμυρό κάλεσμα
ενός καινούργιου σφάχτη»....
Διακρίνονται διακειμενικές αναφορές, σε έργα στοχαστών και
ποιητών, υφολογικά και νοηματικά ενταγμένα στη θεματική της. Εμφαίνονται
ελεγειακοί απόηχοι του Κώστα Καρυωτάκη, όταν αναφέρεται σε «ποιήματα –κελύφη
ματαιότητας–, για μιας ημέρας δόξα» και του Κ.Π. Καβάφη, όταν με λύπη
ανιστορεί, «μην ελπίζεις θέση στην κιβωτό, οι ποιητές ... οιονεί εξόριστοι»,
γιατί είναι εν τω κόσμω «νομοθέτες και προφήτες»[11].
«Ανώφελο φορτίο κουβαλάς
μιας μακρινής νοσταλγίας.
Στο ίδιο πεπρωμένο ξανά και ξανά.
Εικόνα του πρωϊνού θανάτου».
Κλιμακώνει και πυκνώνει την έκφρασή της σε κάθε συλλογή, με
ποιητικά προτάγματα τόλμης και ευαισθησίας ως πράξη Ελευθερίας.
[...] «Εκεί η σταύρωση, εκεί και η ανάσταση.
Μα πόσα μπορεί να σηκώσει αυτός ο αέρινος λόφος;» [...]
«Εκεί το μαρτύριο, εκεί το θαύμα, στο ίδιο πλάτωμα.
Με πόσα καρφιά μπορεί να ματώσει ο αέρινος πόνος;».....
Ανοίγεται στην ετερότητα, με ενσυναίσθηση και δοτικότητα,
ενστερνιζόμενη και διαλογιζόμενη εξακολουθητικά, απαντώντας υπαινικτικά για
εκείνα που μας θλίβουν, αλλά και θέλγουν τον βαθύτερο εαυτό, για αξίες ενός
ονειρικά προσδοκώμενου κόσμου.
«Τα ποιήματα που έρχονται
Έχουν το άρωμα της
ξενιτιάς
Είναι προσφυγόπουλα
Πλάνητες, χωρίς να βρίσκουν
Της μιας στιγμής απάγκιο»...
Με συνειδητότητα εαυτού εκφράζει τις εντυπώσεις του νου και
τους παλμούς της καρδιάς, διαλάμποντας με το φως της ψυχής της ό,τι πόνεσε κι
αγάπησε.
«Δυο χέρια έχω μόνο, κι αυτά μισά.
Με αυτά πελέκησα αγάλματα του πόνου και της προσμονής.
Αιώνες τώρα εξέθρεψα των ναυαγών το μάννα».
Η γλώσσα της, σαν ξυράφι κοφτερή, πυκνή κι αέρινη,
κυματούται και σπάει σε εκφραστικούς πυρήνες δυναμικής εκφοράς μιας αφαιρετικά
αρμονικής σύνθεσης.
«Σε κάποια περιστροφή του κύκλου
δεν μπορεί,
θα σκοτεινιάσει ο έρωτας.
Οι λέξεις γίνονται καρφιά
τέλια αγκαθωτά,
ως την περίμετρο»....
Η ποίησή της, είτε ως καθρέφτης που αντανακλά τον κόσμο,
είτε ως προβολέας που φωτίζει την έμπνευση, εστιάζει και εναρμονίζει την
έκφραση ως μορφή και περιεχόμενο με λέξεις που νοηματοδοτούν σημαίνον και
σημαινόμενο. Με τη ρυθμολογία ήχου και στίχου αφουγκράζεται τη μοναξιά και με
την «φαινομενολογική αναγωγή» αναζητά «τον χρόνο των βιωμάτων μέσα στη
συνειδησιακή ροή».[12] Αποκαλύπτεται έτσι
μια ποίηση πολύτροπων εστιάσεων, ελεγειακών αποχρώσεων και υπαρξιακών
διερωτήσεων.
«Τι μένει μετά;
Όταν πέσουν και τα
τελευταία αστέρια μέσα στα βάτα της απόγνωσης
Τι μένει;
Όταν τελειώσει κι αυτός ο έρωτας, αυτή η απρόσμενη κοσμογονία
υποσχέσεων;»....
Ως αισθαντική ποιήτρια Ερωτικού Λόγου, πολυρυθμικού και
πολύσημου, συνθέτει τη μεγάλη εικόνα των αισθημάτων, αποδίδοντας το πνεύμα της
νεωτερικότητας ως πρόταση ανατροπής και χωροχρονικής υπέρβασης των συνήθη
τεκταινομένων πραγμάτων. Η εν συνόλω ποιητική της γραφή, ως ποταμός λέξεων μιας
«ασυγκράτητης κατεβασιάς», πλημμυρίζει με όνειρα την άνυδρη εποχή κι ανακαλεί
αισθήματα και μνήμες. Με ηρακλείτειο στοχασμό διαλέγεται με τον χρόνο, που
ορμητικός σαν άλλος ποταμός, τα πάντα παρασέρνει σ’ αέναη ροή.
«Πάλι στην ίδια θάλασσα
Πάλι στην ίδια την πληγή ....
Μνήμη αμετανόητη».
Μέσα από αυτό το πολυδιάστατο και μετακινούμενο πεδίο
διαβαίνει διακινδυνεύοντας τα όρια της ύπαρξης. Σ’ αυτή τη μετέωρη στον χρόνο
εποπτεία εικονοποιεί ό,τι συνέλαβε η στιγμή ως μοναδικό τεκμήριο όψεων του
κόσμου. Εκεί η ανάγκη και η βία, εκεί οι οφειλές στου χρόνου την παγίδα, εκεί
που σπάει του φόβου τα δεσμά, κραυγάζοντας τα νικητήρια.
«Εκεί που ο κύκλος
Στη ρωγμή του χάους
Πεθαίνει κι ανασταίνεται
Εκεί
Σε συναντώ»....
Με τα φτερά της Ποίησης και με συνείδηση των βιωθέντων, αποκαθαίρει με λυρισμό τον πόνο, ατενίζοντας την ομορφιά απ’ τον δικό της ουρανό.
Δημήτρης Παπανικολάου
Μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών και Συγγραφέων Ηπείρου
Βιογραφικό σημείωμα
Η Ειρήνη Μπόμπολη γεννήθηκε
στο Κεντρικό Άρτας (περιοχή Τζουμέρκων).
Σπούδασε Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και έκανε
μεταπτυχιακές σπουδές στη Φιλοσοφία
(Ηθική), στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Όλα τα χρόνια της
επαγγελματικής της σταδιοδρομίας εργάζεται στη μέση εκπαίδευση ως Φιλόλογος.
Έχει πάρει μέρος σε συνέδρια και σεμινάρια ως ομιλήτρια και σε πολλές φιλολογικές δραστηριότητες. Επίσης έχει παρουσιάσει
βιβλία συγγραφέων και ποιητών. Υπήρξε ενεργό μέλος σε εκπολιτιστικούς συλλόγους
και άρθρα της έχουν δημοσιευτεί σε
εφημερίδες και περιοδικά. Στα σχολεία που εργάζεται, ωθεί τους μαθητές της στη
λογοτεχνική γραφή και ασχολείται με τα κείμενά τους. Επίσης ασχολείται με το μαθητικό και ερασιτεχνικό
θέατρο. Τα τελευταία χρόνια ζει και εργάζεται στην Πάτρα.
Εργογραφία
«Το Πεπρωμένο μύριζε Ορχιδέα ή Πράγματα Μικρά», μυθιστόρημα. Εκδόσεις «Επιφανίου», Λευκωσία 2007
«Το Τρίτο Ημισφαίριο», ποίηση. Εκδόσεις «Πέτρα», Αθήνα 2010
«Ανιμολόγια», ποίηση. Εκδόσεις «Πικραμένος», Πάτρα 2014
«Εκεί που ο Κύκλος», ποίηση. Εκδόσεις «Το Δόντι», Πάτρα 2016
«Με την Αφή», ποίηση. Εκδόσεις «Σαιξπηρικόν», Θεσσαλονίκη 2020
[1] Percy Bysshe Shelley, A Defence of
Poetry, 1821. «Υπεράσπιση της Ποίησης», Απόδοση: Ιουλίτα Ηλιοπούλου,
Εκδόσεις Ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 1996, σελ. 48
[2] «Η Ιστορία της Ηπείρου». Η δωρική
έκφραση «Άπειρος χώρα», προσδιόριζε κατά την αρχαιότητα, την περιοχή της
Ηπείρου. Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα – Γιάννινα 1982.
[3] Federico Garcia Lorca, «Romancero Gitano», «Η
Κυρά η Παντέρμη», Ποιητική απόδοση Οδυσσέα Ελύτη, «Τα ρω του έρωτα»,
Εκδόσεις Ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 1986, σελ. 102.
[4] Στράβωνος «Γεωγραφικών τα Σωζόμενα».
Συν πλείστη ακριβεία στερεοτύπως εκδοθέντα. Τόμος Β΄. «Ίναχος», ο Άραχθος
ποταμός. Εν Λιψία, εκ του τυπογραφείου Καρ. του Ταυχνιζίου 1819, σελ. 123.
[5] Κ. Π. Καβάφη. «Η πόλις», Ποιήματα
(1896-1918), Αθήνα: Ίκαρος 1982, σελ. 15.
[6] Χ. Α. Λαμπρίδη. «Ηράκλειτος».
Φιλοσοφική ερμηνεία των αποσπασμάτων. Απόσπασμα 12, Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον
Κλειώ, Πάτρα 1996, σελ. 109: «[...] ποταμοίσι τοίσιν αυτοίσιν εμβαίνουσιν
έτερα και έτερα ύδατα επιρρεί’ και ψυχαί δε από των υγρών αναθυμιώνται»: «σε
όσους εισέρχονται στα ίδια ποτάμια όλο και διαφορετικά ύδατα ρέουν πάνω τους’
και οι ψυχές αναλαμβάνουν την δύναμίν των από τον χώρον των υγρών». σελ. 108.
Απόσπασμα 52, σελ. 246: «αιών παις έστι παίζων πεσσεύων’ παιδός η βασιληίη»: «ο
αιών είναι παιδί που παίζει τοποθετώντας εδώ κι’ εκεί τους πεσσούς’ η βασιλεία
είναι του παιδού».
[7] Χ. Α. Λαμπρίδη, «Ηράκλειτος», ό.π.
[8] Αριστοτέλη, «Φυσικά», 8ο βιβλίο,
μετάφραση, εισαγωγή και επιμέλεια Βασίλη Κάλφα, Εταιρεία Μελέτης των Επιστημών
του Ανθρώπου. Εκδόσεις Νήσος. Αθήνα 2021.
[9] Χ. Α. Λαμπρίδη, «Ηράκλειτος», ό.π.
[10] Οδυσσέα Ελύτη, «Το Άξιον εστί», Άσμα
ι΄, Αθήνα: Εκδόσεις Ίκαρος, 1993, σελ. 61.
[11] Percy Bysshe Shelley, A Defence
of Poetry, 1821. «Υπεράσπιση της Ποίησης». Απόδοση: Ιουλίτα Ηλιοπούλου.
Εκδόσεις Ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 1996. σελ. 28
[12] Edmund Husserl. «Για τη
φαινομενολογία της συνείδησης του εσωτερικού χρόνου», εισαγωγή-επιλογή &
μετάφραση κειμένων: Νίκος Σουελτζής. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. Ηράκλειο
2020, σελ.29
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου