Δημήτρης Μπαλτᾶς
Τριαντάφυλλος Σερμέτης, Ἀπελπισία. Ἡ ὑπαρκτική ἀστοχία τοῦ ἀνθρώπου νά Εἶναι, ἐκδόσεις Ἁρμός, Ἀθήνα 2019, σελ. 201
Ἀφόρμηση γιά τήν ἔρευνα, καρπός τῆς ὁποίας ἀποτελεῖ τό παρόν βιβλίο, ἔλαβε ὁ συγγραφέας ἀπό τό ἔργο «Ἀσθένεια πρός θάνατο» τοῦ Σαῖρεν Κίρκεγκωρ. Στόν Δανό φιλόσοφο θά ἀνατρέξουν ἀργότερα, ἄν καί μέ διαφορετική ὀπτική, ἀσφαλῶς ὄχι θεολογική, τόσο ὁ Μάρτιν Χάϊντεγκερ, ὅταν θά μιλήσει γιά τήν «ὕπαρξη τήν ἐριμμένη ἐν τῷ κόσμῳ» (Ἀπελπισία, σσ. 36-38), ὅσο καί ὁ Ζάν-Πώλ Σάρτρ ὁ ὁποῖος περιγράφει τήν τραγικότητα τῆς ὕπαρξης, στόν ἀγώνα της γιά τήν ὁλοκλήρωση τῆς ἐλευθερίας (Ἀπελπισία, σσ. 42-45). Μέ τό βιβλίο τοῦ Κίρκεγκωρ θά προσθέσω ὅτι διαλέγεται καί τό πρώιμο δοκίμιο Στό ἀπόγειο της ἀπελπισίας τοῦ Ἐμίλ Σιοράν, γιά τόν ὁποῖο «ὅσοι ἔχουν πληγεῖ ἀπό τήν ἀπελπισία ἀντιμετωπίζουν τήν ζωή, μέ τήν ἴδια νοσταλγία πού νιώθει κάποιος γιά ἕνα χαμένο ἰδανικό» (Sur les cimes du désespoir, Gallimard, Paris 1995, σσ. 49-50).
Πολύ γενικά θά σημειώσω ὅτι ἄν καί γιά τούς τρεῖς ἀναφερθέντες διανοητές ἀφετηρία λίγο-πολύ ἀποτελεῖ τό βιβλίο τοῦ Κίρκεγκωρ, ὡστόσο ὑπάρχει μία βασική διαφορά: στόν Δανό φιλόσοφο τό ἐγώ ἀνακαλύπτει τρόπον τινα τήν πίστη στόν Θεό καί ἔτσι ἡ ἀπελπισία δέν εἶναι ἀνίατη.
Ἐρχόμενος τώρα στό βιβλίο τοῦ Τρ. Σερμέτη, θά παρατηρήσω κατ’ ἀρχάς ὅτι ἡ ἀπελπισία συσχετίζεται μέ τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου καί σέ γενικές γραμμές μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὡς ὀντολογικό/μεταφυσικό ἀλλά καί γνωσιοθεωρητικό μέγεθος. Ἐπειδή ὅμως ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά συγκροτήσει τήν ὕπαρξή του κατά τρόπο ἑνικό, ψυχοσωματικά, δηλαδή πνευματικά, «ἀποτυγχάνει νά εἶναι ὁ ἑαυτός του» (Ἀπελπισία, σ. 104). Ὁ ἄνθρωπος, συντιθέμενος ἀπό σῶμα καί ψυχή, γίνεται μία συγκεκριμένη ὕπαρξη. Ἀντιθέτως, ὁ ἀφηρημένος ἑαυτός εἶναι ἐκεῖνος πού παραμένει στό μηδέν: ἀκριβῶς τό νά μήν θέλει ὁ ἄνθρωπος νά εἶναι συνιστᾶ τήν ἀπελπισία (πβ. Ἀπελπισία, σ. 66). Ἐπισημαίνει δέ σχετικά ὁ συγγραφέας ὅτι «ὁ ἄνθρωπος θέλει νά εἶναι ὅ,τι δέν εἶναι, ἐπειδή ἀρνεῖται νά εἶναι αὐτό πού εἶναι» (Ἀπελπισία, σ. 68). Μάλιστα ἡ ὕπαρξη πού δέν θέλει νά εἶναι ὁ ἑαυτός της χαρακτηρίζεται ὡς «ἀλλοτριωμένη» (Ἀπελπισία, σ. 80). Ἔτσι ὁ εὐρύτατα χρησιμοποιημένος στήν κοινωνιολογία ὅρος ἀποκτᾶ ἐδῶ ἕνα κατ’ ἐξοχήν ὀντολογικό περιεχόμενο.
Ἀκριβῶς στήν ὀντολογική προσέγγιση τῆς ἀπελπισίας, ὁ ἄνθρωπος ἀστοχεῖ νά μεταφέρει τήν ἀπειρότητα στήν αἰσθατότητα/περατότητα, πρᾶγμα πού ὁδηγεῖ σέ μία «διάρρηξη τῶν σχέσεων τοῦ μεταφυσικοῦ καί τοῦ μή μεταφυσικοῦ» (Ἀπελπισία, σ. 105). Ἔτσι ἡ ἀδυναμία συγκεκριμενοποίησης τῆς ἀπειρότητας συνεπάγεται, κατά τόν συγγραφέα, τόν τρόμο τοῦ ἀνθρώπου γιά τό ἄγνωστο: «Τοῦ εἶναι δύσκολο νά ἀποσπαστεῖ ἀπό τήν αἰσθητή πραγματικότητα, προκειμένου νά ἐνατενίσει τό ἄπειρο. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἀπελπίζεται, καί ἡ ἀπελπισία του συνίσταται στό νά ἀρνεῖται τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό» (Ἀπελπισία, σ. 109). Κάτι ἀντίστοιχο συμβαίνει στόν ἄνθρωπο καί στήν σχέση τῆς ἀπόγνωσης μέ τό ἄπειρο: «Δέν ἐμπιστεύεται γνωσιολογικά ὅτι ὑπάρχει κάτι πού τόν ὑπερβαίνει. Ἡ ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης εἶναι δηλωτικό τῆς ἔλλειψης ἐλπίδας καί γιά τοῦτο κάνει τήν ἐμφάνισή της ἡ άπόγνωση» (Ἀπελπισία, σ. 161). Ἡ συνέπεια αὐτῆς τῆς ἀστοχίας εἶναι τό γεγονός ὅτι γιά τόν ἄνθρωπο, ἰδιαιτέρως δέ τόν σύγχρονο, «δέν ὑπάρχει ἄλλος προορισμός πέρα ἀπό τήν πραγματικότητα» (Ἀπελπισία, σ. 111). Θά ἔλεγα ὅτι, παρά ὁρισμένες ἐξαιρέσεις, στό «ἐδῶ καί τώρα» κινεῖται ἡ σκοποθεσία ὄχι μόνο τοῦ ἁπλοῦ καθημερινοῦ ἀνθρώπου ἀλλά καί τῆς ἐπιστήμης, καί σήμερα ἀκόμη περισσότερο. Αὐτή ἡ παράδοση τοῦ ἑαυτοῦ στόν ὑλικό κόσμο παράγει τήν ἀπελπισία, ἔστω κι ἄν ἡ ἀπελπισία δέν εἶναι ἐμφανής ἐξωτερικά, καθόσον τήν ἴδια στιγμή ὁ ἴδιος αὐτός ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ «νά ἀνέρχεται κοινωνικά, νά γίνεται ζηλευτός» (Ἀπελπισία, σ. 82). Ἔτσι μπορεῖ νά μιλήσει κανείς γιά τήν «πνευματική νέκρωση πού συνιστᾶ ἕνα πραγματικό θάνατο» (Ἀπελπισία, σ. 94), ἔστω κι ἄν αὐτός δέν εἶναι ὁ βιολογικός: τό ἀνεπίγνωστο τῆς ἀπελπισίας ἀποτελεῖ τελικά καί τήν χειρότερη μορφή της. Στήν περίπτωση αὐτή ὁ ἄνθρωπος ἀποδίδει κατά κανόνα στόν ἐξωτερικό κόσμο τήν αἰτία τῆς ἀπελπισίας του καί ὄχι στόν ἑαυτό του (πβ. Ἀπελπισία, σ. 119). Ὅμως, ἀκόμη κι ἄν προσδιορίσει τήν αἰτία τῆς ἀπελπισίας του, παραμένει ἐγκλωβισμένος στόν ὑλικό κόσμο. Γιά τήν καλύτερη κατανόηση τῶν ζητημάτων, μπορεῖ νά προστεθεῖ στήν συζήτηση καί ἡ ἐπισήμανση τοῦ συγγραφέα σχετικά μέ τήν διαφορά μεταξύ τῆς ἀπελπισίας καί τῆς ἀπόγνωσης: «Βρίσκεται κάποιος σέ ἀπόγνωση ὅταν δέν ἔχει γνώση ἤ συνείδηση ἑνός γεγονότος πού ταλανίζει τόν ἑαυτό του. Ἀντίθετα, ἡ ἀπελπισία προέρχεται ἀπό τή μή ἐλπίδα γιά κάποιο γεγονός πού εἶναι σέ γνώση τοῦ ὑποκειμένου, ἀλλά δέν ἔχει τή δυνατότητα νά ἀνταποκριθεῖ» (Ἀπελπισία, σσ. 157-158). Παρενθετικά θά σημειώσω ὅτι στήν σκέψη τῶν ἁγίων, ὅπως ἐνδεικτικά τοῦ Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ, τοῦ Ἰωάννου τῆς Κροστάνδης καί τοῦ Σωφρονίου τοῦ Ἔσσεξ, οἱ ὁποῖοι ἦρθαν σέ ἐπαφή μέ ἀνθρώπους πράγματι ἀπελπισμένους, ἡ ἀπελπισία καί ἡ ἀπόγνωση θεωροῦνται ὡς ἀσθένειες τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, χρησιμοποιοῦνται περίπου ὡς ταυτόσημες, ἐνῶ νοηματοδοτοῦνται μέ ὅρους ὑπαρκτικούς/ σωτηριολογικούς.
Ἐπανερχόμενος στόν Κίρκεγκωρ καί κυρίως στήν θεώρηση τῆς ἀπελπισίας ὡς ἀσθένειας, ὁ συγγραφέας παρέχει τήν διευκρίνιση ὅτι ἡ ἀπελπισία εἶναι «μία ἀρρώστια πού δέν προσβάλλει τόν ἄνθρωπο κάποια στιγμή στό παρελθόν καί χρειάζεται κάποιου εἴδους θεραπεία στόν πραγματικό κόσμο. Δέν εἶναι ὅμοια μέ μιά ὁποιαδήποτε σωματική ἤ ψυχική ἀρρώστια σύμφωνα μέ τήν ὁποία ὁ ἀσθενής θά ἀπευθυνθεῖ στούς ἀνάλογους γιατρούς γιά νά τίς θεραπεύσει». (Ἀπελπισία, σ. 52). Ἐπειδή ὅμως εὔλογα θά διερωτηθεῖ κανείς ἄν ἡ ἀπελπισία εἶναι καί ψυχολογικό πρόβλημα, θά προσθέσω ὅτι, κατά τόν Τρ. Σερμέτη, «ἡ ψυχολογία ἀντιμετωπίζει ἐπιφανειακά τό πρόβλημα, γιά τόν ἁπλούστατο λόγο ὅτι ὅσο ἡ ἀπελπισία γίνεται πιο συνειδητή, τόσο αὐξάνεται• αὐξάνεται, διότι παραμένει στήν ἀνάλυσή της στό ἐπίπεδο τοῦ μή μεταφυσικοῦ ἑαυτοῦ … Ἡ ψυχολογία παραμένει στό γνωστικό καί βουλητικό ἐπίπεδο, δίχως νά ἐμβαθύνει στό μεταφυσικό πεδίο, ἔχοντας ἀδυναμία νά δείξει τή διαλεκτική σχέση τῆς ὕπαρξης μέ τό ἄπειρο» (Ἀπελπισία, σσ. 97-98). Ἔτσι ἡ ἀπελπισία δέν ἀνήκει στά ψυχολογικά προβλήματα γιά τά ὁποῖα μάλιστα προβλέπεται καί φαρμακευτική ἀγωγή. Δέν μπορῶ παρά νά συμφωνήσω μέ τήν ὅλη προσέγγιση τοῦ συγγραφέα.
Ἐξ ἄλλου, στό σημεῖο αὐτό, καί γιά τήν ἀκρίβεια τοῦ πράγματος, θά προσθέσω ὅτι ὁ εὑρισκόμενος σέ ἀπελπισία ἄνθρωπος ἐνδέχεται νά καταφύγει στήν θρησκεία (πβ. Ἀπελπισία, σ. 112). Ἀλλά ἐάν αὐτή ἡ καταφυγή στήν θρησκευτική πίστη δέν ἔχει ἕνα ὀντολογικό περιεχόμενο, δηλαδή δέν προέρχεται ἀπό τήν κατανόηση τῆς ἀπελπισίας ὡς προβλήματος τῆς ὕπαρξης, τότε δέν μπορεῖ νά εἶναι αὐθεντική. Ὅταν ὁ Χριστός χαρακτηρίζεται ὡς «ἡ ἐλπίς τῶν ἀπελπισμένων» (βλ. σχετικά G.W.H. Lampe, A Patristic Greek Lexicon, Oxford University Press, Oxford 1961, σ. 181), ἡ ἀπελπισία ἔχει σαφῶς ὀντολογικό/σωτηριολογικό περιεχόμενο. Ἐδῶ οἱ «ἀπελπισμένοι» εἶναι οἱ διακινδυνεύοντες τήν ὕπαρξή τους καί τήν σωτηρία τους, ἐπειδή ἐξαντλοῦν τήν ὕπαρξή τους στούς ὅρους τῆς ὑλικῆς πραγματικότητας. Γιά νά εἶμαι πιό ἀκριβής, τό πρόβλημα δέν εἶναι ἡ ὑλική πραγματικότητα αὐτή καθ’ ἑαυτήν, στήν ὁποία οὕτως ἤ ἄλλως ζοῦμε καί ἐπιβιώνουμε, ἀλλά τό νά ἐξαντλοῦμε τό νόημα τῆς ὕπαρξής μας σ’ αὐτήν.
Παράλληλα, καί μέ ἀφορμή τήν ἀναφορά στήν θρησκευτική πίστη, θά μποροῦσε νά διερωτηθεῖ κανείς ἄν ὁ Χριστός, ὡς ἄνθρωπος, δοκίμασε καί Αὐτός τήν ἀπελπισία, ἰδιαίτερα στόν γνωστό λόγο Του: «Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τι μέ ἐγκατέλιπες;» (Ματθ.27,46 καί Μᾶρκ.15,34). Δέν εἶναι βέβαια τοῦ παρόντος μία ἀναλυτική ἑρμηνευτική ἀναφορά στήν διατύπωση αὐτή, ἀλλά πολύ ἁδρομερῶς θά ἀνατρέξω στήν προσέγγιση πού ἐπιχείρησε ὁ Νικολάε Στάινχαρτ στό βιβλίο του «Ἡμερολόγιο τῆς εὐτυχίας»: «Ἐάν ὁ Χριστός ἦταν, ἔστω καί γιά λίγο, ἀπαθής πάνω στόν σταυρό, ἄν δέν εἶχε δοκιμάσει ἐξ ὁλοκλήρου τήν ἀνθρώπινη ἀπελπισία, τότε τό γεγονός πού διαδραματίστηκε στόν Γολγοθά δέν θά ἦταν (γιά κάποιους φιλοσόφους καί ἱερεῖς) αἰτία νά σκοντάψουν, ἀλλά ἕνα ἁπλό ‘’σενάριο’’, μιά ‘’ἐθιμοτυπία’’ ἀποδεκτή καί ἐδώδιμη» (ἑλλ. μετ. Ν. Κουκοβίνος, ἐκδ. Μαΐστρος, Ἀθήνα 42019, σσ. 74-75). Ὁπωσδήποτε ἡ διατύπωση αὐτή ἐλέχθη ἀνθρωποπαθῶς, ἀφοροῦσε δηλαδή τήν ἀνθρωπίνη φύση τοῦ Χριστοῦ. Ὑπό ὁρισμένη ὀπτική, πού ἀφορᾶ γενικότερα τόν ἄνθρωπο καί μάλιστα τῆς ἐποχῆς μας, τό ἐρώτημα μπορεῖ νά τεθεῖ ἀντίστροφα, ἀλλά πάντοτε ὑπαρκτικά, καθόσον σήμερα ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἐγκαταλείψει τόν Θεό, ὄχι κατ’ ἀνάγκην ἀμφισβητώντας τήν ὕπαρξή Του, ἀλλά ἀπό ἀδιαφορία.
Σέ γενικές γραμμές, θά ἔλεγα λοιπόν ὅτι στό βιβλίο τοῦ Τρ. Σερμέτη ἡ ἀπελπισία ἔχει ὀντολογικό περιεχόμενο. Προσδιοριζόμενη ὡς ἀπώλεια τῆς ἐλπίδας, θά πρέπει νά ἑρμηνευθεῖ ὡς αἰτία τῆς διαρρήξεως τῆς σχέσης μεταξύ τοῦ μεταφυσικοῦ καί τοῦ μή μεταφυσικοῦ (πβ. Ἀπελπισία, σ. 169). Ἀσφαλῶς πρόκειται γιά μία κατάσταση ἀδυναμίας, πόνου καί παθητικότητας, τά ὁποῖα θά ὑπερβεῖ κανείς ὅταν ἀρχίσει νά συνειδητοποιεῖ τόν μεταφυσικό του ἑαυτό.
Ομιλία του Δ. Μπαλτά κατά την παρουσίαση του βιβλίου Απελπισία στην Αθήνα, στο βιβλιοπωλείο ΑΡΜΟΣ (22 Νοεμβρίου 2019).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου