Δημήτρης Μπαλτᾶς
M. Jimenez, Τί εἶναι ἡ αἰσθητική; μετ. Μ. Καρρά, Ἐκδόσεις Νεφέλη, Ἀθήνα 2014, σελ. 310
Τό βιβλίο αὐτό τοῦ M. Jimenez ἀποτελεῖ μία ἱστορία τῶν διαφορετικῶν συστημάτων αἰσθητικῆς, ἀπό τόν Πλάτωνα μέχρι τόν Ἀντόρνο, ἐντασσόμενης ὁπωσδήποτε στήν γενικότερη Ἱστορία τῆς Φιλοσοφίας.
Ἀπό τήν ἄποψη τῆς ὁρολογίας, ἔχει κατά καιρούς συζητηθεῖ ἡ «φιλοσοφία τῆς τέχνης» σέ παράλληλη ἀναφορά μέ τόν ὅρο «αἰσθητική» (πβ. σ. 18) πού καθιέρωσε ὁ Μπάουμγκαρντεν [1714-1762], παρά τήν γνωστή ἐπισήμανση τοῦ Σλέγγελ [1772-1829] ὅτι «σέ αὐτό πού ἀποκαλοῦμε φιλοσοφία τῆς τέχνης λείπει συνήθως ἤ τό ἕνα ἤ τό ἄλλο: δηλαδή, ἤ ἡ φιλοσοφία ἤ ἡ τέχνη». Ὁ συγγραφέας συζητεῖ ἐκτενέστατα τό πρόβλημα τῆς αὐτονομίας ἤ τῆς ἑτερονομίας τῆς τἐχνης, ἐπισημαίνοντας, μεταξύ ἄλλων, τόν κίνδυνο «τῆς συγκρότησης μιᾶς αἰσθητικῆς σφαίρας ἐντελῶς ἀποκομμένης ἀπό τήν καθημερινή ζωή» (σ. 68).
Τό ὡραῖο θεωρεῖται ἀπό τόν συγγραφέα ὡς μία «ἀξία κοινή σέ ὅλες τίς κατηγορίες» (σ. 90) τῶν αἰσθητικῶν συστημάτων ἀπό τόν Πλάτωνα μέχρι τήν σύγχρονη αἰσθητική θεωρία.
Βεβαίως εἶναι ἀναπόφευκτο νά ἀφιερώσει ὁ Jimenez πολλές σελίδες τοῦ βιβλίο του στίς αἰσθητικές θεωρήσεις τοῦ Κάντ (σσ. 110-114) καί τοῦ Χέγκελ (σσ. 131-148). Ἐδῶ ὑπενθυμίζεται ὅτι, ἐνῶ γιά τόν Κάντ ἡ φυσική ὀμορφιά ὑπερέχει τοῦ καλλιτεχνικοῦ κάλλους, γιά τόν Χέγκελ τό καλλιτεχνικό κάλλος εἶναι πάντοτε ἀνώτερο ἀπό τήν ὀμορφιά τῆς φύσεως. Ἔχει σημασία νά προστεθεῖ ὅτι καί ὁ Πλάτωνας ἀλλά καί ὁ Ἀριστοτέλης ἐκφράζουν, κατά τόν συγγραφέα, μία δυσπιστία «ἀπέναντι στά ἔργα τέχνης τά ὁποῖα τείνουν νά ἀπομακρυνθοῦν ἀπό τήν
ἀλήθεια» (σ. 181).
Ἐν συνεχείᾳ συζητεῖ ὁ Jimenez τίς περί τέχνης προσεγγίσεις τοῦ Μάρξ, τοῦ Νίτσε καί τοῦ Φρόϋντ (σσ. 183-214), ἀπό τούς ὁποίους μόνον ὁ Νίτσε δείχνει ἕνα ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιά τήν αἰσθητική, ἔστω καί ὑπό τήν ἐπιρροή τοῦ Σοπενχάουερ.
Κατά τόν 20ό αἰ., ὅταν στήν τέχνη κυριαρχοῦν οἱ διάφορες Πρωτοπορίες (βλ. σχετικῶς P. Bürger, Θεωρία τῆς Πρωτοπορίας, μετ. Γ. Σαγκριώτης, Νεφέλη, Ἀθήνα 2011, σελ. 218), ἡ αἰσθητική καλεῖται , γιά τόν συγγραφέα, «νά βοηθήσει στήν ἑρμηνεία τῶν νέων ἔργων, νά διαλύσει τίς ζῶνες σκιᾶς καί ἀκατανοησίας, οἱ ὁποῖες συσκοτίζουν τίς σχέσεις ἀνἀμεσα στο κοινό καί τήν τέχνη τῆς ἐποχῆς μας» (σ. 237).
Ἐπίσης δέν θά μποροῦσαν νά λείπουν ἀπό τό παρόν βιβλίο οἱ αἰσθητικές θεωρήσεις τοῦ Λούκατς, τοῦ Χάϊντεγγερ, τοῦ Μαρκοῦζε καί τοῦ Ἀντόρνο (σσ. 243-285), πού ἔχουν ἀσκἠσει μεγάλη ἐπιρροή στίς σημερινές αἰσθητικές κατευθύνσεις.
Συζητοῦνται, τέλος, τά κριτήρια αἰσθητικῆς στήν σύγχρονη τέχνη τά ὁποῖα, κατά τόν Jimenez, «πρέπει νά τά ἀναζητήσουμε στό ἴδιο τό ἔργο» (σ. 306).
Ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ καί μία παρατήρηση ὅσον ἀφορᾶ τήν συγκεκριμένη ἑλληνική ἔκδοση. Θά ἦταν χρήσιμο νά παρατίθενται στό βιβλίο οἱ ἑλληνικές μεταφράσεις τῶν ἀναφερομένων ξένων ἔργων, ὥστε νά μπορεῖ νά ἀνατρέξει ἄμεσα σ’ αὐτά ὁ Ἕλληνας ἀναγνώστης (περιέργως σέ ὅλο τό βιβλίο ὑπάρχει μόνο μία ἀναφορά σέ ἑλληνική μετάφραση: σ. 295, σημ. 30).
Σε μία γενική ἀποτίμηση, θά παρατηρήσω ὅτι ἡ παροῦσα ἔκδοση τοῦ βιβλίου τοῦ Jimenez ἔρχεται νά προστεθεῖ στήν σύγχρονη βιβλιογραφία περί αἰσθητικῆς (Ἐνδεικτικῶς βλ. M.C. Beardsley, Ἱστορία τῶν Αἰσθητικῶν Θεωριῶν, μετ, Δ. Κουρτοβίκ, Π. Χριστοδουλίδης, Ἐκδόσεις Νεφέλη, Ἀθήνα 1989. M. Haar, Τό ἔργο τέχνης. Δοκίμιο γιά τήν ὀντολογία τῶν ἔργων, μετ. Π. Ἀνδρικόπουλος, Ἐκδόσεις Scripta, Ἀθήνα 1998). Ὁπωσδήποτε τό βιβλίο εἶναι ἕνα χρήσιμο ἐργαλεῖο ὄχι μόνο γιά τούς εἰδικούς, ἀλλά καί γιά τόν ἀναγνώστη μέ αἰσθητικούς προβληματισμούς καί σχετικά ἐνδιαφέροντα.
(Τό παρόν δημοσιεύθηκε στόν Νέο Λόγιο Ἑρμῆ, τ. 11, 2015, σσ. 257-258).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου