«Ζωντανός»
ἤ «πεθαμένος» Χριστιανός;
Ἀκούσαµε ἀπό τόν Κύριό μας σήµερα στό εὐαγγελικό ἀνάγνωσµα τήν παραβολή τοῦ “Καλοῦ σπορέα” (Λουκ. η΄ 4-15), ὅπως τήν ὀνοµάζει ἡ Ἐκκλησία μας. Ἀναφέρεται ὁ Κύριός μας σ’ ἕνα γεωργό, ὁ ὁποῖος ἔσπειρε τό σπόρο του στή γῆ καί ὁ σπόρος ἀλλοῦ καρποφόρησε καί ἀλλοῦ ὄχι. Ὁ γεωργός εἶναι ὁ Κύριος μας κι ὁ σπόρος εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν πέφτει ὁ σπόρος στό δρόµο καί καταπατεῖται, ἡ παραβολή δηλώνει τούς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι ἀρνοῦνται νά ἀποδεχθοῦν τό Λόγο τοῦ Θεοῦ ἐξ ἀρχῆς. Ὑπάρχουν ἐπίσης ἄλλες δύο περιπτώσεις. Στή μία ὁ σπόρος πέφτει σέ πετρῶδες ἔδαφος, ἀρχίζει νά ἔχει κάποια αἴσθηση καρποφορίας, ἀλλά ἐν τέλει δέν µπορεῖ νά προχωρήσει. Στήν ἄλλη περίπτωση, ὁ σπόρος πέφτει σέ γῆ σχετικά καλή, ἀλλά ὑπάρχουν τά ἀγκάθια, πού ἐµποδίζουν τήν ἀνάπτυξη τῆς καρποφορίας. Ἀναφέρεται καί ἡ τελευταία περίπτωση, ὅπου ἡ γῆ εἶναι ἀγαθή, δηλαδή ἡ γῆ ἀνταποκρίνεται, ἑπομένως δέχεται τό Λόγο τοῦ Θεοῦ καί καρποφορεῖ.
Ἐµεῖς μᾶλλον ἀνήκουµε στή δεύτερη καί στήν τρίτη κατηγορία. Δέν µπορεῖ κανείς εὔκολα νά ἀποδεχτεῖ ὅτι ἀρνεῖται τό Θεό, ἀλλά οὔτε καί νά πεῖ ὅτι εἶναι ἡ γῆ ἡ ἀγαθή καί ὅτι καρποφορεῖ. Βρισκόµαστε ἄρα σ’ ἐκείνη τήν περίπτωση ὅπου ὁ ἄνθρωπος ἀπό τίς μέριµνες, ἀπό τίς ἡδονές, πότε δέχεται τό Λόγο τοῦ Θεοῦ εὐχαρίστως καί πότε σέ στιγµές πειρασµοῦ τόν λησµονεῖ, ξεχνᾶ τό Λόγο τοῦ Θεοῦ.
Ἐντάξει ὅλα αὐτά. Καί τί γίνεται; Τελείωσε ἡ ἱστορία μας; Ποτέ δέν τελειώνει ἡ ἱστορία μας, ἐφόσον ζοῦµε. Ὑπάρχει πάντοτε ἡ δυνατότητα ἀλλαγῆς. Νά ξέρετε ὅτι τό µεγαλύτερο ὅπλο τοῦ διαβόλου εἶναι νά μᾶς δηµιουργεῖ τήν αἴσθηση ὅτι δέν πρόκειται νά ἀλλάξουµε. Οἱ ἔµπειροι Πατέρες μας, μάλιστα, λένε πώς ἡ µεγαλύτερη ἁµαρτία δέν εἶναι ἡ ὥρα τῆς διάπραξής της, ὅσο ἡ ἀµφιβολία ἄν θά διορθωθοῦµε κάποτε κι ἄν θά µετανοήσουµε. Σαφέστατα, ἑποµένως, διά τῆς Χάριτος τοῦ πολυευσπλάχνου Θεοῦ ὑπάρχει ἡ δυνατότητα τῆς ἀλλαγῆς τοῦ ἀνθρώπου.
Ἀλλά μέ ποιό τρόπο γίνεται ἡ γῆ, ἡ ψυχή μας δηλαδή, καλλιεργήσιµη καί πῶς µπορεῖ νά καρποφορήσει ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, νά γίνει ζωή, νά γίνει βίωµα;
Ἄς δοῦµε, κατ’ ἀρχήν, ποιός εἶναι ὁ λόγος τῆς ἀποµάκρυνσής μας ἀπό τό Θεό. Ποιός εἶναι ὁ λόγος ἐκεῖνος πού µπορεῖ νά μᾶς δηµιουργήσει τέτοια ἐσωτερική διάθεση, οὕτως ὥστε νά µήν εἴµαστε σταθεροί στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί νά ἐπηρεαζόµαστε ἀπό τά ἐξωτερικά γεγονότα, τά ὁποῖα μᾶς παρασύρουν στή διάθεση νά ἀρνηθοῦµε τό Θεό.
Ὁ λόγος εἶναι ὅτι δέν εἶναι στέρεα ἡ πίστη μέσα μας. Καί τί σηµαίνει αὐτό; Δέν εἶναι περισσότερο ὅτι διανοητικά δέν ἀποδεχόµαστε τό Θεό, ἀλλά ὅτι βιωµατικά δέν εἴµαστε πεπεισµένοι ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἡ χαρά μας. Δέν εἴµαστε πεπεισµένοι ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἡ ζωή μας. Ἄλλα εἶναι αὐτά πού ἔχουµε μέσα στή συνείδησή μας, μέσα στήν καρδιά μας, καί τά ὁποῖα θεωροῦµε ὡς ζωή, ὡς χαρά, ὡς ἡδονή.
Ὅµως ἐκ φύσεως, ἐπειδή ἀκριβῶς εἴµαστε εἰκόνες τοῦ Θεοῦ κι ἡ ἀνάπαυσή μας εἶναι µόνο στό Θεό, ἔχουµε ἄπειρο πόθο γιά τόν Ἄπειρο.
Ὁ ἄνθρωπος ἐκ φύσεως ἔχει πάθος. Ἔχει τάση πρός τή χαρά, ἔχει τάση πρός τήν ἡδονή. Ὅταν λοιπόν δέν ἔχει βρεῖ ποιός εἶναι ὁ λόγος τῆς ἀληθινῆς χαρᾶς καί τῆς ἡδονῆς, ἐκτροχιάζεται. Βρίσκει ὑποκατάστατα. Ἡ ἁµαρτία δέν εἶναι τίποτα ἄλλο ἀπό μιά ὑποκατάσταση τῆς ἀληθινῆς ζωῆς, μιά ἀπόπειρα τοῦ ἀνθρώπου νά βρεῖ τή χαρά, λαθεµένη χαρά ὅµως.
Γιατί ὅµως κάποιοι ἄνθρωποι ἤ μᾶλλον ἡ πλειονότητα ἐπιλέγουν αὐτή τή χαρά τήν ψεύτικη κι ὄχι τήν ἀληθινή; Σ’ αὐτό, βεβαίως, θά µποροῦσε κανείς γενικευµένα νά ἀπαντήσει, ἐπειδή εἴµαστε “µεταπτωτικοί”, γι᾽ αὐτό ἔχουµε τάση πρός τήν πτώση, πρός τήν ἁµαρτία. Εἶναι αὐτό μία ἐξήγηση, ἀλλά πρακτικά καί προσωπικά τί συµβαίνει; Γιά ποιό λόγο γίνεται αὐτό; Συµβαίνει διότι ἔχει ἐξασθενήσει μέσα μας ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Γιατί ὅµως ἔχει ἐξασθενήσει μέσα μας ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ; Ποιός εἶναι ὁ κυριότερος λόγος; Ξέρετε, ὁ καθένας μας, ὅταν ἀκούει τόν εὐαγγελικό λόγο, ἐνθουσιάζεται. Λέει “θά ἀλλάξω”, ἀλλά δέν ἀλλάζει. Τί συµβαίνει; Λέµε ὅτι ἔχει ἐξασθενήσει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἀλλά γιά ποιό λόγο;
Ἡ βασική αἰτία, ὅσο κι ἄν μᾶς φαίνεται παράξενο, εἶναι ἡ ραθυµία, ἡ τεµπελιά. Ἡ μέγιστη ἁμαρτία καί ἡ ρίζα κάθε κακοῦ εἶναι ἡ τεµπελιά. Ἄς ἀνατρέξουµε στήν ὑµνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας. Θά δοῦµε ὅτι, ὅταν ἀναφέρεται στήν πόρνη πού µετανοεῖ, λέγει «μεγάλη ἡ µετάνοια», καί ὅταν ἀναφέρεται στόν Ἰούδα, λέγει «δεινόν ἡ ραθυµία».
Κάποιος θά πεῖ: «Γιατί κάποιοι θέλουν τό Θεό καί κάποιοι δέν Τόν θέλουν; Ὅλοι δέν ἔχουµε τή διάθεση γιά τό σωστό, ὅλοι δέν ἔχουµε τόν πόθο γιά τήν ἀλήθεια; Ποιός τυφλός δέν θά ζητήσει τό φῶς του;». Ἡ διαφορά ὅµως ποιά εἶναι; Ὅτι κάποιος “βιάζει” τόν ἑαυτό του καί κάποιος δέν τό κάνει. Κάποιος ἐνεργοποιεῖ αὐτή τήν εὐθύνη κι αὐτό τόν πόθο τῆς ἀναζήτησης πού ἔχει μέσα του, καί κάποιος τόν εὐνουχίζει. Εὐνουχίζει αὐτή ὅλη τή διάθεση γιά ζωή.
Γι᾽ αὐτό, ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος εἶναι τεµπέλης, γιά νά καλύψει αὐτή τήν ἐνοχή καί αὐτή τή µειονεξία του, ἀναπτύσσει θεωρίες, ἀναπτύσσει φιλοσοφίες. Ἄν εἶναι μέσα στήν Ἐκκλησία, θά ἀρχίσει νά σχολιάζει τό λεγόμενο ἐκκλησιαστικό ρεπορτάζ, κι ἄν εἶναι μέσα στόν κόσµο, θά ἀρχίσει νά μιλάει γιά πολιτικά συστήµατα. Αὐτή λοιπόν ἡ ἔλλειψη τοῦ ἀνθρώπου, αὐτή ἡ βασική του εὐθύνη, πού ἀκυρώνει τήν ἔννοια ὅτι εἶναι ἄνθρωπος, εἶναι ἡ ραθυµία.
Ἐµεῖς λέµε νά κάνουµε τοῦτο, νά κάνουµε τό ἄλλο. Τί νά κάνεις, µίζερε ἄνθρωπε; Εἶσαι ἕτοιµος νά δουλέψεις, νά κάνεις δουλειά μέ τόν ἑαυτό σου; Ἡ ἱστορία ἐκεῖ εἶναι. Διότι ἡ ραθυµία φέρνει τί; Τή λήθη, λένε οἱ Πατέρες μας. Τή λησµοσύνη. Ξεχνοῦµε. Γίνεται μιά μακριά ἀνάµνηση γιά μᾶς ὁ Θεός.
Μπορεῖ νά γευτήκαµε κάτι κάποια στιγµή, νά ἔδωσε ὁ Θεός κάποιες ἐµπειρίες, σέ κάποια ἐξοµολόγηση ἴσως, ἀλλά ἄν δέν τά δουλέψουµε αὐτά, λίγο-λίγο ξεχνιοῦνται. Καί τί γίνεται; Εἶναι ὅπως κάποιοι πού λένε ὅτι εἶναι τῆς Ἐκκλησίας, γιατί κάποτε κάθισαν στά κατηχητικά. Τί σηµαίνει αὐτό, τό ὅτι ἤσουν στά κατηχητικά κάποτε; Τώρα τί ζεῖς; Ὅλη ἡ ἱστορία εἶναι πῶς ἐνεργοποιοῦµε τόν ἑαυτό μας. Τό βασικό πρόβληµα, ἄρα, εἶναι ἡ ραθυµία, πού γεννᾶ τή λήθη. Λησµονοῦµε τό Θεό, ξεχνοῦµε τό Θεό.
Ὁ ἄνθρωπος, λοιπόν, καλεῖται νά δουλέψει. Νά κάνει δουλειά μέ τόν ἑαυτό του. Σέ ποιά βάση; Γιατί λένε κάποιοι: «Πῶς, πάτερ, γίνεται αὐτό;». Ἅµα θέλεις γίνεται. Ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε ὅλα τά ἐφόδια καί ὅλες τίς δυνατότητες. Ποιό εἶναι τό πρῶτο ἐφόδιο, ποιά εἶναι ἡ µεγαλύτερη δυνατότητα πού μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός γιά νά δουλέψουµε; Ὁ θάνατος.
Αὐτή εἶναι ἡ λογική τοῦ θανάτου, «ἵνα µή τό κακόν ἀθάνατον γένηται». Ὑπάρχει ὁ θάνατος γιά νά λέει ὁ ἄνθρωπος: «Ὅ,τι καί νά χαρῶ, ὅ,τι καί νά θεοποιήσω, εἶναι ψεύτικο, δέν ἔχει συνέχεια. Ἄνδρα νά βρῶ, γυναίκα νά βρῶ, σπίτια νά ἔχω, τί ἔγινε; Τελειώνουµε». Ὁπότε διαπιστώνει ὅτι πρέπει νά βρεῖ κάτι, διότι ὅλοι τροµάζουν στήν ἰδέα τοῦ θανάτου. Ἰδίως αὐτοί πού εἶναι “πλούσιοι”, γιατί ἔχουν θεοποιήσει τό φθαρτό καί πεπερασμένο πού ἔχουν στά χέρια τους. Ἄν θέλετε, προσπαθῆστε σέ κάποιον πού εἶναι ἐρωτευµένος, νά τοῦ ὑπενθυµίσετε τό θάνατο.
Αὐτή ὅµως εἶναι ἡ πραγµατικότητα. Ἄρα πρέπει νά βροῦµε κάτι βαθύτερο, κάτι πιό οὐσιαστικό. Αὐτό θά εἶναι ἡ προωθητική δύναµη, γιά νά βγοῦµε ἀπό τήν τεµπελιά μας καί νά µποῦµε σέ διαδικασία νά ἐνθυµούµεθα τό Θεό. Καί ποιός εἶναι ὁ τρόπος γιά νά βροῦµε αὐτό τό κάτι; Εἶναι ἡ προσευχή, τό δεύτερο βίωµα. Προσευχή βαθύτατη καί προσωπική.
Ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος δέν ἔχει προσευχή, δέν ἔχει ἐσωτερική ζωή. Εἶναι “νεκρός” ἄνθρωπος. Μπορεῖ νά κάνει κοινωνικό ἔργο, µπορεῖ νά βοηθᾶ ὅλο τόν κόσµο, µπορεῖ νά κάνει τά καλύτερα παιδιά καί τήν καλύτερη οἰκογένεια, ἀλλά ἄν μέσα του δέν εἶναι ἄνθρωπος προσευχῆς, δηλαδή ἄν δέν διψᾶ, ὅπως τό ξερό ἔδαφος τό νερό γιά νά ζήσει τό φυτό, ἄν δέν ἐπιζητᾶ μία δύο ὧρες τή μέρα νά βρίσκεται µόνος του μέ τό Θεό καί νά προσεύχεται κι αὐτό νά τοῦ εἶναι χαρά, αὐτός ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ἄνθρωπος. Δέν ἔχει ζωή. Μπορεῖ νά εἶναι ὁ καλύτερος ἄνθρωπος τοῦ κόσµου. Ἠθικά νά εἶναι ὁ καλύτερος. Ὀντολογικά ὅμως εἶναι ἕνας “νεκρός” ἄνθρωπος.
Αὐτή εἶναι ἡ διάκριση τῆς ἔννοιας τῆς ἠθικῆς μέσα στήν Ἐκκλησία. Δέν εἶναι ἠθικός ὁ ἄνθρωπος γιατί ἔκανε καλά ἔργα. Εἶναι ἠθικός γιατί ἔχει ζωή. Τό ζητούµενο αὐτό εἶναι. Ἔχουµε ζωή; Διακρίνεται, ἄρα, τό ἠθικό ἀπό τό ὀντολογικό.
Ἡ προσευχή εἶναι τό ἄνοιγµα, μέ στόχευση νά ἐπιτευχθεῖ ὁ ἀληθινός προσανατολισµός. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νά ἀποµακρύνεται ἀπό αὐτή τή µνήµη τῆς πραγµατικότητάς του καί δέν βρίσκεται σέ κατάσταση διαρκοῦς προσευχῆς, ἡ πτώση εἶναι προδιαγεγραµµένη. Ἀνάλογα βεβαίως μέ τό χαρακτήρα τοῦ καθενός. Ἡ πτώση ἐπέρχεται, γιατί εἶναι τεµπέλης, γιατί ξέχασε τό Θεό, γιατί δέν δουλεύει τήν προσευχή.
Κι ἕνα ἄλλο τρίτο βῆµα, πού εἶναι τό βασικότερο ὅλων, εἶναι ἡ φιλαδελφία. Νά ἀγαποῦµε τόν ἄνθρωπο. Νά τόν ἀγαποῦµε, ὄχι µόνο κάνοντας κάποιο κοινωνικό ἔργο, ἀλλά κυρίως προσωπικά. Ὅσους θά δεῖτε νά μιλοῦν γιά τήν εἰρήνη καί νά εἶναι φιλειρηνιστές, τίς περισσότερες φορές ἡ εἰρήνη φθάνει μέχρι τήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ τους. Τί γίνεται ὅμως μέσα στήν οἰκογένειά τους, μέ τόν ἤ τήν σύντροφο, μέ τά παιδιά; Συνεπῶς, σέ προσωπικό ἐπίπεδο εἶναι ἡ ὅλη ἱστορία. Βάλε κάποιον νά σοῦ ἀναπτύξει διάφορες θεωρίες πολιτικές, οἰκονοµικές. Ἐκεῖ θά τά πεῖ ὡραῖα, μιά χαρά. Ὅταν ἔλθει ὅµως σέ σύγκρουση μέ τόν συνεργάτη του στή δουλειά, ἐκεῖ θά τόν πολεμήσει. Ἐκεῖ φαίνεται πραγµατικά τό τί πιστεύει ὁ ἄνθρωπος.
Ἡ φιλαδελφία, συνεπῶς, εἶναι καί ἕνα τεκµήριο τῆς ἀληθινῆς μας διαθέσεως γιά τήν ἀλήθεια. Καί ἄν θέλετε, πῶς ὁ Θεός νά µήν ἀνταποκριθεῖ στήν προσευχή μας, ὅταν ἐµεῖς ἀνταποκρινόµαστε μέ ἀγάπη στό συνάνθρωπό μας; Ὅταν ἐµεῖς αὐτόν πού μᾶς ἀδικεῖ, κυρίως τόν ἐχθρό μας, τόν βλέπουµε μέ συγκατάβαση, μέ ἐπιείκεια, ἀγωνιζόµαστε νά τόν ἀγαπήσουµε τέλος πάντων. Ὅταν δεῖ αὐτή τή διάθεσή μας ὁ Θεός, ὁ Θεός τῆς ἀγάπης, πιστεύετε ὅτι δέν θά ἀνοίξει τούς οὐρανούς στήν καρδιά μας;
Ἐπιβάλλεται νά ἐνεργοποιηθοῦµε, νά ἀγωνιστοῦµε στό ἐπίπεδο τῆς φιλαδελφίας καί ἰδιαίτερα γι᾽ αὐτούς πού μᾶς ἀδικοῦν. Νά παιδευτοῦµε στό νά πολεµήσουµε τό πνεῦµα τῆς κατακρίσεως. Νά µή θεοποιοῦµε τή ζωή μας. Νά µνηµονεύουµε διαρκῶς τό θάνατο μέσα μας καθ’ ἑκάστην ἡµέρα. Κυρίως ὅµως νά ἐνεργοποιοῦµε τήν προσευχή. Ὅλα αὐτά, ὄχι γιά νά εἴµαστε θρησκευτικά ὄντα, ἀλλά γιατί αὐτά εἶναι ἡ ζωή μας. Δέν εἶναι ὑπόθεση ἑνός κηρύγµατος, πού ἐπιβάλλεται σέ κάποιους γιά νά εἶναι καλοί χριστιανοί. Δέν ὑπάρχει καλός χριστιανός. Ὑπάρχει ζωντανός ἤ πεθαµένος χριστιανός.
Ὅταν λοιπόν ὁ ἄνθρωπος δουλέψει ἔτσι, θά δοῦµε τελικά ὅτι εἶναι εὔκολες οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Εἶναι «ρήµατα ζωῆς αἰωνίου» κι ὁ ζυγός τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐλαφρύς.
Ἀπό τό βιβλίο ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ τῶν ἐκδόσεων «ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου