Δημήτρης Μπαλτᾶς
Τζόν Στάινμπεκ, Ρωσικό ἡμερολόγιο, μετ. Κ. Σίνου, Κέδρος, Ἀθήνα 2009, σελ. 349
Στήν σημερινή κατάθεση παρουσιάζω τό Ρωσικό Ἡμερολόγιο τοῦ γνωστοῦ Ἀμερικανοῦ συγγραφέα καί νομπελίστα Τζόν Στάινμπεκ (1902-1968). Τό βιβλίο αὐτό εἶναι μᾶλλον λιγότερο γνωστό στό ἀναγνωστικό κοινό, σέ σύγκριση μέ τήν Πεδιάδα τῆς Τορτίγια (1935), τό Ἄνθρωποι καί ποντίκια (1937) καί βεβαίως τά Σταφύλια τῆς ὀργῆς (1939) καί τό Ἀνατολικά τῆς Ἐδέμ (1952).
Τό Ρωσικό Ἡμερολόγιο περιγράφει τό ταξίδι πού ἔκανε ὁ Στάινμπεκ μαζί μέ τόν διάσημο φωτογράφο Ρόμπερτ Κάπα στήν σοβιετική Ἕνωση καί τό ὁποῖο διήρκεσε ἀπό τίς 31 Ἰουλίου μέχρι τά μέσα Σεπτεμβρίου τοῦ 1947. Τό βιβλίο ἐκδόθηκε τό 1948.
Ἐξ ἀρχῆς δηλώνει ὁ Στάινμπεκ ὅτι «ἡ ρωσική πολιτική εἶναι ἐξίσου σημαντική μέ τή δική μας, ἀλλά πρέπει νά ὑπάρχει κι ἐκεῖ μία μεγάλη ἄλλη πλευρά, ὅπως ἀκριβῶς καί ἐδῶ» (σ. 54). Ὡς σκοπός τῆς καταγραφῆς τοῦ Στάινμπεκ ὁρίζεται τό ἑξῆς: «Νά καταγράψουμε ὅσα εἴδαμε καί άκούσαμε χωρίς συντακτικά σχόλια, χωρίς νά βγάζουμε συμπεράσματα γιά πράγματα πού δέν γνωρίζαμε ἀρκετά καί δίχως νά θυμώνουμε μέ τίς γραφειοκρατικές καθυστερήσεις» (σ. 55).
Ἄν καί «ὁ Στάινμπεκ ἀποφεύγει σκόπιμα καί συνειδητά τήν εἰς βάθος ἀνάλυση, τίς ἀναφορές στό ἱστορικό πλαίσιο καί στήν πολιτική τοποθέτηση» (σ. 41), ὅπως σημειώνεται στήν «Εἰσαγωγή» τῆς ἑλληνικῆς ἔκδοσης τοῦ Ρωσικοῦ Ἡμερολογίου, ὡστόσο δέν παραλείπει ὁρισμένες ἐνδιαφέρουσες συγκρίσεις μεταξύ τῶν Ρώσσων καί τῶν Ἀμερικανῶν: «Τούς Ρώσους τούς διδάσκουν, τούς ἐκπαιδεύουν καί τούς παροτρύνουν νά πιστεύουν ὅτι ἡ κυβέρνησή τους εἶναι καλή, ὅτι ὅλοι οἱ τομεῖς της εἶναι καλοί … Ἀπό τήν ἄλλη, οἱ Ἀμερικανοί καί οἱ Ἄγγλοι πιστεύουν ἐνδόμυχα ὅτι ὅλες οἱ κυβερνήσεις εἶναι κατά κάποιο τρόπο ἐπικίνδυνες … καί ὅτι πρέπει νά παρακολουθοῦν στενά καί νά κριτικάρουν τήν ἑκάστοτε κυβέρνηση» (σ. 87). Ἡ διαφορά αὐτή ἀντικατοπτρίζεται καί στόν διαφορετικό ρόλο τῶν συγγραφέων στήν Ρωσσία καί στήν Ἀμερική: «Στή Σοβιετική Ἕνωση ἡ δουλειά τοῦ συγγραφέα εἶναι νά ἐνθαρρύνει, να δοξάζει τό σοβιετικό σύστημα, ἐνῶ στήν Ἀμερική καί στήν Ἀγγλία ὁ καλός συγγραφέας εἶναι ὁ κέρβερος τῆς κοινωνίας. Ἡ δουλειά του εἶναι νά σατιρίζει τήν ἀνοησία της, νά ἐπιτίθεται στις ἀδικίες της, νά καταδικάζει τά σφάλματά της» (σ. 269).
Δέν μπορεῖ νά μήν ἀναφερθεῖ ὁ Στάινμπεκ στήν γνωστή προσωπολατρεία τοῦ Λένιν (σσ. 99-100) καί κυρίως τοῦ Στάλιν (σσ. 119-120, σσ. 277-278), ἐνῶ ὅσον ἀφορᾶ τόν Τρότσκυ σημειώνει ὅτι «ὁ Τρότσκυ ἔχει πάψει νά ὑπάρχει, δέν ὑπῆρξε κἄν ποτέ» (σ. 99).
Μεταξύ τῶν χαρακτηριστικῶν στήν συμπεριφορά τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων τῆς Ρωσσίας τά ὁποῖα ἐπιχειρεῖ νά καταγράψει ὁ Στάινμπεκ, θά ἀναφερθεῖ τό γεγονός ὅτι «ἐλάχιστοι γελᾶν στό δρόμο, ἐνῶ σπάνια βλέπεις κάποιον να χαμογελᾶ. Οἱ ἄνθρωποι περπατοῦν, ἤ μᾶλλον τρέχουν, μέ τό κεφάλι σκυφτό καί δέν χαμογελοῦν» (σ. 111). Ἕνα δεύτερο, καί ἐξίσου σημαντικό, γνώρισμα τοῦ λαοῦ εἶναι, γιά τόν Στάινμπεκ ὅτι «ὁ ρωσικός λαός στηρίζεται στήν ἐλπίδα ὅτι αὔριο ὅλα θά εἶναι καλύτερα ἀπό σήμερα» (σ. 134). Ἕνα τρίτο σημεῖο τό ὁποῖο τονίζει ὁ Ἀμερικανός συγγραφέας εἶναι τό γεγονός ὅτι οἱ Ρῶσσοι «λατρεύουν τά αὐτόματα μηχανήματα καί τό ὄνειρό τους εἶναι νά μηχανοποιήσουν ὅλες τίς τεχνικές μεθόδους τους. Γι’ αὐτούς ἡ μηχανοποίηση ἰσοδυναμεῖ μέ τήν εὐημερία» (σ. 195). Αὐτό τό τελευταῖο χαρακτηριστικό εἶναι κοινό, κατά τόν Στάινμπεκ (σ. 225), στούς Ἀμερικανούς καί στούς Ρώσσους.
Οἱ δύο ἐπισκέπτες ἐπισκέφθηκαν καί περιοχές τῆς Γεωργίας καί τῆς Οὐκρανίας ὅπου ἡ ἀτμόσφαιρα καταγράφεται ὡς «ἐξαιρετικά φιλόξενη» (σ. 201), ἀλλά καί ὡς «παράδεισος» (σ. 249).
Ἔχει ἐνδιαφέρον, νομίζω, να λεχθεῖ ὅτι ὁ Στάινμπεκ ἀναφέρεται, μέ ὁρισμένη δηκτικότητα, στό Ρωσικό Ἡμερολόγιο στους Ἕλληνες καί στούς Τούρκους μέ ἀφορμή δύο, ὄχι ἰδιαίτερα εὐχάριστες, συναντήσεις πού εἶχε μαζί τους στήν ρωσσική γῆ. Γιά τούς Ἕλληνες παρατηρεῖ χαρακτηριστικά ὅτι «ὅπου ὑπάρχουν Ἕλληνες, θά ὑπάρχει καί καπιταλισμός» (σ. 239). Γιά τούς Τούρκους ἐπισημαίνει τόν κομπασμό τους ἔναντι τῶν δύο ἐπισκεπτῶν, προσθέτοντας γενικά ὅτι ἡ Ἀμερική παρέχει στούς Τούρκους «δολάρια γιά να διατηρήσουν τή δημοκρατία στο μεγάλο κράτος τους» (σ. 312).
Ἀποτιμώντας τό ταξίδι τους στήν σοβιετική Ρωσσία, ὁ Στάινμπεκ σημειώνει ὅτι «αὐτό τό ἡμερολόγιο δέν θά ἱκανοποιήσει οὔτε τούς δογματικούς ἀριστερούς οὔτε τούς φανατικούς δεξιούς ... Δέν μποροῦμε νά καταλήξουμε σέ κάποιο συμπέρασμα ἐκτός τοῦ ὅτι οἱ Ρῶσοι εἶναι ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι στόν κόσμο. Σίγουρα ἀνάμεσά τους ὑπάρχουν καί κακοί, ἀλλά στή συντριπτική τους πλειοψηφία εἶναι πολύ καλοί» (σ. 346).
Εἶναι εὐνόητο ὅτι τό παρόν βιβλίο δέν εἶναι οὔτε δοκίμιο πολιτικῆς κριτικῆς οὔτε ἱστορική πραγματεία. Βεβαίως ὁ συγγραφέας δίνει ὁρισμένες ὄψεις τῆς καθημερινότητας τῶν Ρώσσων, κατά τήν τριακοστή περίπου ἐπέτειο τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1917. Αὐτή ἡ εἰκόνα πού παρουσιάζει τό βιβλίο, δέν μπορεῖ να ὁδηγήσει σέ γενικότερες ἀποτιμήσεις γιά τήν σοβιετική ἐξουσία καί κοινωνία τῶν προηγουμένων δεκαετιῶν. Ἡ ἐνδεχόμενη συνολική ἀποτίμηση πού θά ἐπιχειρηθεῖ ἀπό τόν ἱστορικό ἐρευνητή, καί ὄχι πλέον ἀπό τούς πρωταγωνιστές ἐκείνων τῶν ἐποχῶν, θά ὁδηγήσει, ἐκτός τά συμπεράσματα τοῦ Στάινμπεκ, καί σέ ἄλλα συμπεράσματα περισσότερο θλιβερά ἀλλά ἐξίσου ἀντικειμενικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου