Της Νέλλης Βουτσινά
ΧΡΗΣΤΟΣ ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ
Η γραμμή του ορίζοντος
Εστία 1991
Είναι η Ρέα Φραντζή, τριανταδύο χρόνων, μελαχρινή, πολιτική επιστήμων, παντρεμένη, ελαφρά πάντα ντυμένη. Χωρίζει και αναχωρεί για το πρώτο ελληνικό νησί που θα βρει στο δρόμο της και που καθόλου τυχαία είναι η Πάτμος. Δεν εξηγεί πολλά, δεν ξέρει τα γιατί. Ξέρει ότι μέχρι το ’68 κατοικούσε στο κέντρο του γνωστού κόσμου που ήταν η Κυψέλη, υπήρχε η πλατεία, υπήρχε το ραδιόφωνο, υπήρχαν οι ουρές για τις απογευματινές προβολές στο Κυψελάκι και υπήρχε και η επιτακτική ανάγκη να αρέσεις. Υπήρχε η εβδομάδα που έμοιαζε μ’ ένα ανθεκτικό απόγευμα Σαββάτου, υπήρχαν τα καλοκαίρια που ήταν πολύ εύκολο να μπεις στη θάλασσα και πάνω απ’ όλα υπήρχε τότε η μουσική. Τον Αύγουστο του ’68 δύο ιδρωμένοι τύποι εγκατέστησαν μια τηλεόραση στο σαλόνι τους και από τη στιγμή εκείνη ο κόσμος εισέβαλλε στο σπίτι, η Κυψέλη δεν ήταν πια το κέντρο του και έκτοτε είναι δύσκολο να θυμηθεί πως ήταν η ζωή πριν τον Αύγουστο του ’68. Αργότερα, τον Ιούλιο του ’71, αυτή και άλλοι συνομήλικοι έλληνες, αμήχανοι και μελαγχολικοί ταξίδεψαν στον έξω ξανθό κόσμο για να προσηλυτιστούν στην πραγματική ζωή και να πάψουν να ‘ναι ντροπαλοί. Κάποιοι, μαζί και αυτή δεν τα κατάφεραν και τόσο καλά, επέστρεψαν και συνέχισαν να χαμηλώνουν το βλέμμα. Αλλά πάντως αργότερα το ’85, όταν στην Βενετία ο Γιάννης της έκανε πρόταση μπροστά στον Άγιο Μάρκο, δε γινόταν να μη δεχτεί, έτσι που η στιγμή ήταν σαν βγαλμένη από διαφημιστικό. Η ζωή έγινε επιτέλους διαφημιστικό, έγινε πραγματική, το καταιγιστικό παρόν νίκησε τη μουσική, όλοι τράβηξαν όσο μακρύτερα γινόταν από τον παιδικό τους εαυτό, κανείς δε νοσταλγούσε τα απογεύματα, κανείς δεν είχε χρόνο. Ακόμα μακρύτερα από το κέντρο, στο νησί-απόκεντρο του κόσμου, η Ρέα Φραντζή παρακολουθεί το ξανθό πλήθος που μαυρίζει ομοιόμορφα, που νομίζει ότι υπάρχει ακόμα μουσική και την παίζει δυνατά, που ξέρει να διασκεδάζει, να μη διστάζει, να μην πονά, να φωτογραφίζει τα απογεύματα και να βουτά στη θάλασσα συχνά. Μέσα από τις εικόνες που περνούν από μπροστά της, ψάχνει την εικόνα που είναι βαθιά φυλαγμένη μέσα της από τη ζωή πριν τον Αύγουστο του ’68, ψάχνει τη μια μικρή φράση, όχι για να εξηγηθεί (ας μείνει οριστικά απληροφόρητη, ας δώσει και μια εξήγηση λιγότερη), αλλά να θυμηθεί και να βρει επιτέλους τη στιγμή , την απολύτως σωστή να πέσει στη θάλασσα, γιατί για την ώρα δεν μπορεί. Εν ολίγοις, στο νησί της Αποκάλυψης, η Ρέα Φραντζή, τριανταδύο χρόνων, ελαφρά ντυμένη, περιμένει ένα σημάδι από τον άγνωστο κόσμο που δεν υπήρξε ποτέ, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το κέντρο του γνωστού κόσμου.
Ξαναδιαβάζοντας δεκαπέντε και βάλε χρόνια μετά, βιβλίο τόσο σφιχτά δεμένο με την εμπειρία μιας γενιάς (αυτής που ενηλικιώθηκε και πολιτικοποιήθηκε τη δεκαετία του ’70 μετά την Χούντα, και που στις αναζητήσεις της, η επόμενη δεκαετία αντέταξε την εισηγμένη καταναλωτική ευφορία), ακόμα κι αν δεν είναι ακριβώς η γενιά σου (αφού μια δεκαετία μετά, εσύ δεν μπορείς να ξέρεις πώς ήταν πριν ο ορίζοντας καταληφθεί από παχύρρευστα στρώματα εικόνων και δεν «θυμήθηκες» τις εικόνες που έχει ξεχάσει η Ρέα Φραντζή), μετράς θες δε θες και την απόσταση και την αντοχή. Πολύ περισσότερο που οι κατά Βακαλόπουλο όροι της διελκυστίνδας μεταξύ γνωστού και άγνωστου κόσμου, κουβαλούν ιδεολογικό φορτίο πιο βεβαρημένο με την πάροδο της εικοσαετίας, πιο περιπλεγμένο, ειδικά μέσα στα τρέχοντα συμφραζόμενα και στο όπως όλα δείχνουν, επίπονο κλείσιμο του μεταπολιτευτικού κύκλου.
Καθώς η απώλεια του βαθύτερου εαυτού, η υπαρξιακή δηλαδή κρίση της Ρέας Φραντζή, στέκεται μετέωρη πάνω σε μια ρήξη μεταξύ δύο κόσμων. Γνωστού και άγνωστου, καινούργιου και παλιού: δύο διακριτά σύμπαντα, που οι όροι τους συντίθενται από κεφάλαιο σε κεφάλαιο. Είναι από τη μία, η Ελλάδα του ’60, με τις γνωστές και ριζωμένες στις συνειδήσεις εικόνες τής γειτονιάς και του χωριού. Ένας οροθετημένος και δεδομένος φαντασιακός χώρος, ένα περιβάλλον-μήτρα όπου ο εαυτός μπορεί να είναι αρραγής και αθώος, ο χρόνος μπορεί να είναι συνεχής, αφού μέσα στο παρόν αναπνέει και το παρελθόν, κυοφορείται και το μέλλον. Είναι ο κόσμος της συνοχής και της συνέχειας, του συμπαθητικού και ντροπαλού παρόντος και του βλέμματος που μπορεί να χαμηλώνει. Και ακόμα με τους όρους του Βακαλόπουλου: ο κόσμος του αιώνιου απογεύματος του Σαββάτου, της μουσικής -που ακόμα υπάρχει και κοιτά στα μάτια τον πόνο, και της αυτονόητης θάλασσας -που είναι πάντα τόσο εύκολο να μπεις.
Και είναι μετά η ρήξη: το άνοιγμα στον ξανθό κόσμο, η εισβολή και η έκτοτε αναπόφευκτη παρεμβολή άλλων εικόνων. Εικόνων που επιβάλλονται ως πραγματική ζωή, ως ένα αδιαφιλονίκητο και αυτάρεσκο παρόν που έστειλε στον αγύριστο τους αιώνες. Εικόνων που τελεσίδικα διαρρηγνύουν τη σχέση με τον παρελθόντα χρόνο και τον παλιό εαυτό. Είναι οι εικόνες ενός γενναίου νέου κόσμου που εκφυλίζει τον πόνο σε πόζα, και που προκύπτει σαν ιστορική αναγκαιότητα από τη μακρινή εκείνη μέρα, που ο Γοδεφρείδος Βιλλαρδουίνος με τους σταυροφόρους του μπήκαν στην Κωνσταντινούπολη και τα έκαναν γυαλιά-καρφιά. Και ήταν έκτοτε, ιστορική αναγκαιότητα να γνωρίσει η ανθρωπότητα τον εαυτό της μέσα από τα υπέροχα δυτικά διαφημιστικά, ήταν ιστορική αναγκαιότητα να υποκλιθούν όλοι στην αναγκαιότητα των πολιτικών επιστημών και ήταν ιστορική αναγκαιότητα οι Κέλτες επιτέλους να διαβούν και το απόγευμα να παραδώσει το πνεύμα. Έτσι όμως βρέθηκε η Ρέα Φραντζή χαμένη κάπου ανάμεσα στον μελαγχολικό ύπνο της Ανατολής και στην κουρασμένη αϋπνία της Δύσης, ανήμπορη να μπει στη θάλασσα.
Έτσι, αν η Γραμμή του ορίζοντος, εξαντλούνταν στο παλιό, κραταιό και αναλόγως πάντα φορτισμένο «Δύση ή Ανατολή», η ανάγνωση δεκαπέντε χρόνια μετά, απλώς θα διαπίστωνε την απόσταση. Όμως η συναρμογή από τον Βακαλόπουλο των όρων της διελκυστίνδας, δεν της επιτρέπει να τελειώνει έτσι εύκολα μ’ αυτό, άσε που διαβάζοντας παρατηρεί ότι ξαναγοητεύεται. Αφού είναι μία συναρμογή, που ακόμα και όταν χρησιμοποιεί δεδομένους συμβολικούς τόπους (το νησί, η θάλασσα, ο παιδικός εαυτός, τα απογεύματα), χτίζεται και φορτίζεται βήμα το βήμα, με τις αναδιπλώσεις και τις επωδούς της, από δικά της υλικά, ακροβατώντας με αυθάδικη χάρη από το πολύ συγκεκριμένο στο καθαρά ποιητικό, για να εντοπίσει κάθε τόσο, το καίριο και το αγωνιώδες. Τα υλικά της είναι βασικά «πεζά»: οι εικόνες και τα σημεία των καιρών, και εδώ ο Βακαλόπουλος εισέρχεται με όλες τις αποσκευές του Παρισιού (τους φαινομενολόγους και τους θεωρητικούς της επικοινωνίας), για να υπαινιχθεί τους τρόπους που η εικόνα διαβρώνει τόσο τη σχέση με την πραγματικότητα, όσο και με τον εαυτό ή αλλιώς τους τρόπους που η εποχή σκηνοθετεί την επιθυμία. Η χρήση παρ’ όλ’ αυτά, παντού ποιητική, δεν ενδιαφέρεται να εκθέσει ένα δίλημμα, ούτε να ασκήσει κριτική, αλλά να συντάξει αφήγηση, να αναζητήσει μια στάση ή ένα βλέμμα ειλικρινέστερο και αισθαντικότερο στη σχέση του με τα πράγματα. Αίτημα μπορεί ρομαντικό και καθαρά απογευματινό, αλλά ακόμα επιτακτικό. Ανθεκτικά επιτακτικό. Και η αφήγηση σώζεται, (πράγμα που μπορεί να ήταν κι από την αρχή αναμενόμενο), όπως σώζεται και η Ρέα Φραντζή, ή όπως σώζεται κάποιος, όταν συναντάει τον παιδικό του εαυτό, ακόμα και με τρύπες σ’ ολόκληρο το σώμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου