Τετάρτη 12 Μαρτίου 2025

ΤΟ "ΠΙΣΤΕΥΩ" ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ


ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ
ΠΙΣΤΕΥΩ


Η Αγάπη μόνο βαστάζει όλα τα φορτία
Μπορώ να βαστάζω όλα τα φορτία
Γιατί η Αγάπη είναι το μέγα Φορτίο
Η Αγάπη σηκώνει το βάρος τ' ουρανού
Μπορώ να σηκώνω το βάρος τ' ουρανού
Η Αγάπη υπομένει τα μαρτύρια της πυράς
Μπορώ να υπομένω τα μαρτύρια της πυράς
Γιατί η Αγάπη είναι ο Ουρανός και η Πυρά
Η Αγάπη πιστεύει στη Ζωή και στο Θάνατο
Η Αγάπη πιστεύει στο Θαύμα
Μπορώ να πιστεύω στη Ζωή και στο Θάνατο
Μπορώ να πιστεύω στο Θαύμα
Γιατί η Αγάπη είναι η Ζωή και ο Θάνατος
Γιατί η Αγάπη είναι το Θαύμα
Η Αγάπη προσεύχεται κι ενεργεί
Η Αγάπη αγρυπνεί
Μπορώ να προσεύχομαι και να ενεργώ
Μπορώ να αγρυπνώ
Γιατί η Αγάπη είναι Προσευχή και Πράξη
Γιατί η Αγάπη είναι η μυστική Αγρυπνία
Η Αγάπη κρατάει όλα τα χαμόγελα κι όλα τα δάκρυα
Μπορώ να χαμογελώ και νά κλαiω όλα τα δάκρυα
Γιατί η Αγάπη είναι η Χαρούμενη - Θλίψη
Η Αγάπη δίνει τον Άρτο και τον Οίνο
Μπορώ να μεταλάβω τον Άρτο και τον Οίvo
Γιατί η Αγάπη είναι ο Μυστικός Δείπνος
κι η Μεγάλη Υπόσχεση!
Η Αγάπη έπλασε τον Άνθρωπο
Η Αγάπη εδώρησε το Φώς
Πιστεύω στον Άνθρωπο
Πιστεύω στην Αγάπη
Γιατί η Αγάπη είναι το Φως και η Δωρεά
Γιατί η Αγάπη είναι ο Άνθρωπος.

Από τη συλλογή Η εποχή του ύπνου και της αγρύπνιας, 1950

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
ΠΙΣΤΕΥΩ

Πιστεύω στα χαλασμένα ρολόγια γιατί μπορώ να τα φτύνω άφοβα
Πιστεύω στις πέντε ηπείρους για τα ωραία χρώματά τους πάνω στο χάρτη
Πιστεύω στις άδειες κάμαρες που ξεκλειδώνοντας βρίσκεις καμιά φορά τον εαυτό σου
Πιστεύω στους τρελούς την ώρα που προσεύχονται και στις μηλιές το βράδυ που συλλογιούνται
Πιστεύω στα μικρά φτωχά ενθύμια της μητέρας μου και στην άσπιλη σύλληψη της Παρθένου
Πιστεύω στη φωνή του ομπρελά που είναι μια ολόκληρη χαμένη νεότητα
Πιστεύω στα ωραία πουλιά που πετάγονται μέσ' απ' τα πιο πικρά βιβλία
Πιστεύω στο φίλο που συναντάς άξαφνα μέσα σ' ένα παραμύθι
Πιστεύω στο απίστευτο που είναι η πιο αληθινή μας ιστορία
Πιστεύω στο φεγγάρι, όταν πέφτει στο πηγάδι, για να μη φαίνεται, καθώς σκύβει να το δει, η πλάτη του ραχητικού παιδιού
Πιστεύω στα σκυλιά που όταν γαβγίζουν σηκώνουν το κεφάλι, σαν κάποιον να κοιτάζουν που περνάει πιο ψηλά...

Από τη συλλογή Ο τυφλός με το λύχνο, Κέδρος 1985


ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ
CREDO (ως είθισται να λέμε λατινιστί)

Α
Πιστεύω εις ένα Ποιητήν εκτός ουρανού / φυγάς θεόθεν και αλήτης, Εμπεδοκλής / και επί της γης / εξόριστος πάνω στη γη κ.λ.π. του Βωδελαίρου/.

Β
Πιστεύω εις ένα Υπολογιστήν εντός κεραυνού και δια της ύλης.

Γ
Υποφέροντας άχραντα /ουσιαστικόν / ο Ποιητής ανατείνεται βραδυφλεγής αυτόχειρας εξυπακούοντας πολύωρους ύπνους.

Δ
Τα υποψήφια λάθη λιγοστεύοντας.

Ε
Ορατών τε πάντων και αοράτων ιερουργώντας την αποκρομμύωση.

Ζ
Ο Ποιητής έχει τίποτα / βλέπε τους αναχωρήσαντες /.

Η
Πιστεύω εις ένα Ποιητήν που λέει: η τρέλα μ' αρέσει∙ γελοιοποιεί την ύπαρξη∙ ας ανάψω απ' τη μάνα μου.

Θ
Συνταχτικό δεν το γνοιάζεται στην προσταγή της μουσικότητας. Μαζί και μ' άλλες ακόμη λευτεριές, και τα νυ παίζονται κατά την έννοια ήχος οπουδήποτε. Π.χ. τον χειμώνα εδώ, το χειμώνα εκεί∙ δε θά 'ρθει – δεν θα καταλαγιάσουμε, κ.λ.π. κ.λ.π.

Ι
Ο Ποιητής γυμνάζει τη σκέψη σε απογύμνωση.

Κ
Κι αν είναι έλληνας οφείλει να σπουδάζει πάντοτε της Αττικής τη λεπτότητα, σε φως, βουνά, χωράφια και θάλασσα. Διδάσκει γλώσσα η λεπτότητα τούτη.

Λ
Κι αν είναι βαθιά πεπρωμένος ο Ποιητής εκφράζει το ανεξήγητο του εξηγητού∙ τυγχάνει νόμιμος διάδοχος του επιστήμονα και προκάτοχός του.

Μ
Στον αφρό δεν έχει διάρκεια∙ στο πατοκάζανο μαίνεται ο Ποιητής.

Ν
Φλογοδίαιτος και ποτέ ξελυτρωμένος.

Ξ
Ο Ποιητής κάποτε πρέπει να λέει: μεγάλη κατανάλωση παρουσίας – γενείτε και λίγο μοναξιάρηδες!

Ο
Ο Ποιητής είναι αμφίφλοξ.

Π
Επιδέχεται θανάτους και αναστάσεις.

Ρ
Ακροθωρίζει και υπάρχει σε ξαφνοκοίταγμα.

Σ
Είναι ουραγός της μητέρας.

Τ
Ανέσπερος από ηλικία.

Υ
Πιστεύω εις ένα Ποιητήν που λέει: να συμπέσουν οι αγνότητες. Μέχρι την Κόρινθο του Σύμπαντος ή μακρύτερα.

Φ
Σε ανώτερη απελπισία.

Χ
Σε φαεινότερη πεμπτουσία.

Ψ
Σε μιαν αίσθηση που πτηνούται.

Ω
Συγχωρώντας τους πάντες.

Από τη συλλογή Λογική Μεγάλου Σχήματος, ΕΡΑΤΩ, 1989


ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ

Πιστεύω,
στην υγρασία της Νύχτας
στ’ αγάλματα που ταξιδεύουν μέρα-νύχτα, μες σε
δαπανηρές συσκευασίες
και στα κλειστά παράθυρα, εργοστασίων που
απεργούν.
Πιστεύω,
στην λιτανεία των αυτοκινήτων
στα νευρικά σφυρίγματα ενός εγκαταλελειμμένου
αστυφύλακα
και στην οσμή από σελίδες των σχολικών
βιβλίων,
Πιστεύω,
στις ποιητικές ανθολογίες
στις διαφημίσεις ταυρομαχιών του ‘35
και στα σημάδια του κορμιού σου, που φανερώ-
νουν έρωτα. Τέλος.
Πιστεύω,
στον θάνατο της μνήμης
και στην ανάσταση των επιθυμιών, εν μέσω ρόδων,
γιασεμιών και υακίνθων
Και τούτο εγένετο,
Αμήν.

Από Τα σχόλια του Τρίτου, Εξάντας 1980

 

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ

Σύμβολο πίστεως
Πιστεύω σε εκείνον που χτίζει, κι αγεροκρέμεται μες 
στον ουρανό, 
σαν Θεός, και κατευνάζει το χάος, 
Πιστεύω σε εκείνον που θερίζει, και το δρεπάνι του 
κυματίζει ολόφωτο 
σαν τα λαγόνια της αγαπημένης μου. 
Πιστεύω σε εκείνον που αγαπάει, όπως πιστεύω 
και σε εκείνον που μισεί. 
Πιστεύω σε εκείνον που αμαρτάνει και ζητάει με 
δάκρυα να τον συγχωρέσουν 
πιστεύω και σε εκείνον που αμαρτάνει συχωρνάει 
μονάχος τον εαυτό του 
και προχωράει.  

Πιστεύω και στη νύχτα που ξαναδίνει τα πράγματα 
μες στην καρδιά σου. 
Πιστεύω στο αλάτι 
και στο κάρβουνο, στις μέλισσες και τα παιδιά. 
Πιστεύω στις πολιτείες, που η βουή τους, σαν τους 
ραψωδούς, 
έξω απ’ το παράθυρό σου, τραγουδάει την Οδύσσεια 
της καθημερινότητας. 

Πιστεύω και στη σιωπή, τα βράδια, στους 
κάμπους, 
όταν ακούς ν’ αναστενάζουν από γήινη ευτυχία τα 
καρπούζια, 
πιστεύω στους αντρείους, όπως πιστεύω και στους 
δειλούς, 
και τρέχω μ’ εκείνον που χυμάει στην έφοδο και 
πέφτει 
μες στις σφαίρες 
και το θρίαμβο, 
και πέφτω κι εγώ μαζί του, 
και φεύγω με εκείνον που λιποτακτεί και κλαίει, 
και που είναι απ’ όλους 
περιφρονημένος – μα ζωντανός. 
Και κλαίω κι εγώ μαζί του. 

Η αφθονία της πίστης μου είναι ένας άλλος, 
έκτος, δίχως όνομα, ωκεανός, που ταξιδεύω πάνω 
του 
χωρίς χάρτες και τιμόνια, με μόνο την καρδιά για 
οδηγό, 
γιατί η αγάπη που έχω μέσα μου μπορεί κι ένα 
ακυβέρνητο καράβι 
να το οδηγήσει στο δρόμο το σωστό. 

Πιστεύω στα κατώφλια, στα γυμνά ποδάρια, 
στους σιδερένιους γερανούς και τα πορτοκάλια. 
Πιστεύω και στον ανθρωπάκο, στη γωνιά του δρόμου, 
που βγάζει το καπέλο του και χαιρετάει ταπεινά, 
την ώρα που οι άλλοι τον σκουντάν και τον 
χλευάζουν. 
Και δοξάζομαι κι εγώ μαζί του. 

Πιστεύω στους μεγάλους εφευρέτες, τους ήρωες, 
τους ποιητές, 
που αλλάζουνε, με μια χειρονομία, τη γεωγραφία και 
τα πεπρωμένα 
πιστεύω και στα ταπεινά βόδια που σηκώνουνε στη 
ράχη τους, 
σα δόξα, το αιώνια ανάλλαχτο κι ολοπόρφυρο 
δειλινό. 

Πιστεύω σε σας που κρατάτε ψηλά τις σημαίες 
και προχωράτε μες στον ενάντιο άνεμο, 
πιστεύω και σε σένα που σηκώνεις σαν σημαία την 
καρδιά σου, 
και προχωράς μες στο ενάντιο πλήθος. 
Πιστεύω στο άπειρο, μπορώ να κάθομαι ώρες και να 
διαβάζω τον ουρανό, 
τα χείλη μου είναι βαριά απ’ την κερήθρα των άστρων 
και συχνά έστειλα την ψυχή μου να παραθερίσει στο 
άγνωστο. 
Πιστεύω και στη γλυκιά ετούτη γη, γεμάτη 
μαχαιρώματα 
και ζεστούς γυναικείους κόρφους, 

Πιστεύω στο χώμα, αυτό το χώμα που πατάω και 
που με καρτερεί 
εκεί κάτω, μες στη σκοτεινιά, όπου σαλεύουν οι 
ρίζες, κοιμούνται οι νεκροί, και τραγουδάνε κιόλας 
μεθυσμένα τ’ αυριανά κρασιά, 
πιστεύω και σε κείνα που δεν πιστεύω, 
Αμήν. 
Σύμβολο Πίστεως. Από το βιβλίο Ποίηση 1, εκδ. Μετρονόμος.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts with Thumbnails