Ταινία "Μανταλένα" - Από την σκηνή με τις φωτιές του Αη Γιάννη (φωτ. Ταινιοθήκη της Ελλάδος) |
Του Γιάννη Γιγουρτσή
Φιλολόγου της Μεγάλης του Γένους Σχολής
Δυό τραγούδια για την φωτιά
Του Άη Γιάννη του Κλήδονα στις 24 Ιουνίου και εμείς, παιδιά τότε, ανάβαμε φωτιές στις γειτονιές που μεγαλώναμε αμέριμνοι. Γεμάτος αλάνες και πεύκα τότε ο Μασταμπάς, η όμορφη συνοικία που μεγάλωσα στο Ηράκλειο. Σε κάποια αλάνα μαζευόμασταν τα γειτονόπουλα, η παρέα, μα έρχονταν και κάποιοι από άλλες γειτονιές, παιδιά και παλικάρια. Πηδούσαμε από πάνω από τις φωτιές, και ας φοβόμασταν λίγο οι πιο μικροί στην αρχή που οι φλόγες ήταν ακόμα υψηλές. Καίγαμε και το στεφάνι που, αφού το σάξαμε με μαντηλήδες την Πρωτομαγιά και το κρεμάσαμε στην πόρτα του σπιτιού μας, περιμέναμε από την πρώτη μέρα την ώρα που θα ξεραθεί για να μπορέσουμε να το κάψουμε του Αη Γιαννιού.
Τσουρουφλιζόμασταν και εμείς καμιά φορά στη φωτιά, βρώμιζαν τα ρούχα και μουτζουρώνονταν τα πρόσωπά μας από τον καπνό, μα γελούσαμε και χαιρόμασταν. Και ήταν ο παππούς εκεί, με τις ιστορίες του για τις μεγάλες φωτιές που άναβε στα μικράτα του εκεί στην Σμύρνη, κοτζαμάν φωτιές, με φλόγες θεόρατες που μόνο τα παλικάρια οι Βουρλιώτες, όπως εκείνος δηλαδή ήθελε να πει - αλλά δεν το λεγε έτσι φτηνά -, μπορούσαν να τις περάσουν. Τον θαύμαζα και τον καμάρωνα και σκεφτόμουν το παππού θεόρατο, νέο και όμορφο παλικάρι να πηδά τις φωτιές τ’ Αη Γιάννη, αυτός και οι φίλοι του.
Μέχρι που ήρθε η άλλη η μεγάλη φωτιά να μην αφήσει τίποτε πίσω της. Μα για αυτή δεν ήθελε να μιλά ο παππούς. Μόνο τις μικρές και τις όμορφες φωτιές ήθελε να θυμάται. Την άλλη που τον έριξε «στ’ αγριεμένο κύμα, στ’ άδικο και στο κρίμα» δεν ήθελε να την συλλογιέται. Ο παππούς, περήφανος και αγωνιστής σ’ όλη του τη ζωή, ήθελε (έπρεπε) να κοιτάει μπροστά.
Όταν κάποια στιγμή, πάντως, άκουσα το τραγούδι το συνέδεσα αμέσως με τον παππού και με τις ιστορίες του και ακόμα αυτόν θυμάμαι, όταν το ακούω. Μουσική υπόκρουση βέβαια στις φωτιές του Αη Γιάννη, μισό ιστορία, μισό παραμύθι, και εμένα, αδιόρατα, χωρίς να ξέρω το γιατί, να μου αφήνει μια γεύση γλυκόπικρη και να μου σφίγγει το στομάχι. Η νοσταλγία για κάτι που δεν έζησα, μα το 'βλεπα ζωντανά στα μάτια του παππού.
«Ανάβουνε φωτιές στις γειτονιές
του Αη Γιάννη. Αχ πόσα ξέρεις και μου λες που `χουν πεθάνει».
Για το παιδί του τότε, πάντως, ήταν το βράδυ του Άη Γιάννη του Κλήδονα η απόδειξη πως πια το καλοκαίρι έμπαινε για τα καλά, τα μπάνια και οι διακοπές δεν θα είχαν τελειωμό. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το καλοκαιρινό σούρουπο στον Μασταμπά, εκείνες τις μέρες, τότε που έβλεπες ακόμα τον Στρούμπουλα και την παραλία Λίντο (Αμμουδάρα την είπαν μετά), που παρακολουθούσες άνετα από το σπίτι σου τον ήλιο να γέρνει πίσω από την Ψηλορείτη, στα ρεθυμνιώτικα, την ώρα που ο αέρας γύριζε στεργιανός για να γλυκάνει την νύχτα που ερχόταν.
Μετά σαν πέρασαν τα χρόνια δεν πηδούσαμε πια τις φωτιές, ατόνησε το έθιμο, στην πόλη σχεδόν σταμάτησε, και γιατί εμείς μεγαλώσαμε μα και γιατί οι αλάνες γινήκανε πολυκατοικίες και πού να ανάψεις πια φωτιες τ' Αη Γιαννιού . Σοβαρέψαμε όλοι μας, στεγνώσαμε.
Περνούσε ο καιρός, κι άρχισα να μαθαίνω την ζωή από τα βιβλία και να ξεχνώ τις ιστορίες του παππού . Διάβασα τότε πως αυτά όλα είναι λέει αναμνήσεις από τελετουργίες αρχαίες για το θερινό ηλιοστάσιο, τον θρίαμβο της ημέρας και του καλοκαιριού, και πως διασώζουν στοιχεία πυρολατρείας και λατρείας του ήλιου. Μα οι χριστιανοί αργότερα, μεθοδικά κινούμενοι, όπως πάντα, συνέδεσαν το έθιμο για το αρχαίο έθιμο για το θερινό ηλιοστάσιο με τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο και την γέννησή του, έξι ακριβώς μήνες πριν από τον Χριστό. Ο Πρόδρομος, ο ήλιος που θα φωτίσει τον δρόμο ο οποίος θα οδηγήσει στον Σωτήρα. Με τον ίδιο τον Ιησού συνδέθηκε το χειμερινό ηλιοστάσιο με το τρομακτικό σκότος, την είσοδο στον χειμώνα μα και την ελπίδα της μέρας που σιγά σιγά αρχίζει να μεγαλώνει, αναφορά που παραπέμπει με τη σειρά της στην προσμονή του ανθρώπου για απελευθέρωση από το σκότος, από τον φόβο του θανάτου.
Είχα χρόνια να δω να πηδάνε φωτιές, το είχα ξεχάσει σχεδόν πώς γίνεται, μέχρι που η σούστα που ανέβηκα στην ζωή μου, με έφερε τοίχο τοίχο, χωρίς σχεδόν να το καταλάβω, στα ίδια χώματα που κι ο παππούς παλικάρι άναβε κάποτε τις δικές του φωτιές. Και εκεί, γύρω στο τέλος Μαρτίου, στο Νεβρούζ των Κούρδων και των Αλεβιτών, στις γιορτές για τον ερχομό της Άνοιξης, είδα τους δρόμους να γεμίζουν πάλι με άλλα παλικάρια που πηδούσαν κι αυτά πάνω από τις μεγάλες φωτιές της γιορτής. Μα και στις 21 Ιουνίου, για το θερινό ηλιοστάσιο, πάλι παρόμοια έθιμα έχουν στην Ανατολία.
Πάντα ο ήλιος, ζωοδότης και φοβερός, στοιχειό μεγάλο, θεός που πρέπει να τον λατρέψεις και να τον εξευμενίσεις, να τον έχεις μαζί σου.
Δεν ξέρω αν τα χρόνια αυτά που μεσολάβησαν μπόρεσα να πετύχω κάτι, μα σαν αναθυμούμαι, κάθε φορά που βλέπω της φωτιές και πιάνω το νήμα από την αρχή, σκέφτομαι τον παππού, εικόνα αδρή και ασπρόμαυρη και συλλογιέμαι, πως αν με βλέπει, θα πρέπει να χαίρεται να βλέπει τον εγγονό του να ανάβει και να προσπαθεί να πηδήξει τις δικές του φωτιές, μικρές και μεγαλύτερες, εκεί που κάποτε ήταν ο δικός του τόπος.
Το τραγούδι, πάντως, εξακολουθεί να φέρνει το ίδιο σφίξιμο στο στομάχι και μια αναπόφευκτη νοσταλγία, μόνο που τώρα ξέρω γιατί τη νιώθω, καθώς αναμνήσεις παλιές και νέες σμίγουν σε μια σύνθεση οικεία. Βλέποντας τις φωτιές από την απέναντι πλευρά πια, νιώθω τον κύκλο να κλείνει, σκέψεις και συναισθήματα να παίρνουν τη θέση τους...
Να το ακούσετε και εσείς το τραγούδι. Όπως το ακούγαμε τότε, με τη νεανική φωνή του σπουδαίου ερμηνευτή του και χωρίς την απλοϊκή οπτικοποίηση των βιντεοκλίπ. Τίποτα, πέρα ίσως από το εξώφυλλο του δίσκου, γιατί η ψυχή ξέρει πως να αποτυπώσει τις πραγματικές εικόνες στη μνήμη, συλλογική και ατομική, και πώς να τις κρατήσει φυλαχτό και πολύτιμη παρακαταθήκη.
Ιντερμέδιο: Στον ναό βρέθηκα τυχαία, είχα ξεχάσει τι μέρα ήταν. Είχα πάει για άλλη δουλειά στα πατριαρχεία, μα ήμουν εκεί όταν χτύπησε η καμπάνα για τον εσπερινό. Οι κληρικοί της αυλής, όσοι είχαν υπηρεσία στον ναό, πέρασαν από μπροστά μου, με χαιρέτησαν ευγενικά αλλά βιαστικά και μπήκαν μέσα για να ξεκινήσουν. Ο Πρωτοσύγκελλος πήρε τη θέση του πρωτοψάλτη, και οι περισσότεροι μαζί του στο χορό. Δέκα, το πολύ, άτομα ακόμα. Οι μισοί κλητήρες. Μπήκα και εγώ να ανάψω κερί και να φύγω. Πήγα να προσκυνήσω. Κοντοστάθηκα σαν είδα την εόρτιο εικόνα. Μια πλούσια εικονογραφικά, μέτρια καλλιτεχνικά και σπάνια θεματικά απεικόνιση της γέννησης του Ιωάννη. Γράφει πάντως πάνω για να μην μπερδευτεί κανείς «Το γενέθλιον του Προδρόμου». Η Ελισάβετ, ο Ζαχαρίας, η μαμμή, μια υπηρέτρια και ο μικρός Πρόδρομος που μόλις γεννήθηκε. Ξαφνικά έπαψα να βιάζομαι τόσο. Δεν μου έκανε καρδιά να φύγω. Χαμογέλασα. Έμεινα να απολαύσω την σύντομη και απέριττη μα πανέμορφη μέσα στην λιτότητά της ακολουθία.
Έφυγα πλήρης. Στα αυτιά μου ηχούσε σήμερα ένα άλλο τραγούδι, το απολυτίκιο της ημέρας. «Προφήτα και Πρόδρομε, της παρουσίας Χριστού, αξίως ευφημήσαι σε, ουκ ευπορούμεν ημείς, οι πόθω τιμώντες σε, …».
Παππού μου, σήμερα, το ξέρω, ήμασταν μαζί.
Υστερόγραφο: Όσο το σκέφτομαι καλύτερα, θαρρώ πως οι φωτιές του Αη Γιάννη, οι αφηγήσεις του παππού και ο λυγμός του τραγουδιού ήταν μια από τις κρυφές, τις μυστικές και υποσυνείδητες αιτίες που με έφεραν να ζήσω σε αυτό τον ευλογημένο τόπο.
Και του χρόνου λέω να ανάψω και εγώ μια φωτιά αυτή την μέρα, για τον ήλιο που και πάλι θα θριαμβεύσει πάνω στο σκοτάδι, για το Αη Γιάννη και τον Κλήδονα, μα πάνω απ’ όλα για σένα, παππού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου