Επιλογικά πάνω στις ατελέσφορες διαμάχες με τους Aποτειχισμένους
(σκέψεις μέσα στο σχολειό της αγιογραφίας και της ποίησης της Εκκλησίας μας)
Του θεολόγου - φιλολόγου Κώστα Νούση
Εκκλησιαζόμενος σήμερα σε ναό ακριτικής περιοχής της πολυπαθούς ημετέρας πατρίδος, έστρεψα κάποια στιγμή το βλέμμα μου στα υψίπεδα της εκκλησιάς και διάβασα μέσα από την αγιογράφηση του ναού για μια ακόμη φορά το εκκλησιαστικό ήθος των Ορθοδόξων. Είδα τον σοφό Σολομώντα με φωτοστέφανο, εξάπαντος αγιότητος σημαντικό και πάσης φύσεως ηθικισμού και πουριτανισμού καθαιρετικό.
Προσπάθησα να αναλογιστώ τι πραγματικά βρήκε η Εκκλησία μας ικανό και επαρκές, ώστε να αγιοκατατάξει την αμφιλεγόμενη τούτη προσωπικότητα στη χορεία των απ’ αιώνος Αγίων, πέρα από τη γενεαλογική της σύνδεση με τον Κύριο και τον έρωτά της στην ενυπόστατη Σοφία του Θεού, στον Χριστό μας δηλαδή και στα αΐδια ρήματά του. Την ίδια ώρα συλλογίστηκα πόσο σχολαστική ήταν η Εκκλησία της σύγχρονης εποχής και πόσο μέτρησε τις – νεφελώδεις, φαντασιώδεις, ανυπόστατες ή και μη παντελώς – καταγγελτικές φήμες περί του ιερομάρτυρος της Σμύρνης Χρυσοστόμου (+1922) περί της μασονικής του πιθανής ιδιότητος…
Ο γέρων Πορφύριος έλεγε πως τίποτε δεν αφίεται και δεν ανήκει στον χώρο της τυχαιότητος και μακράν της θείας προνοίας. Ο γράφων είχε την παράδοξη εμπειρία να συνδιαλεχθεί τις παρελθούσες ημέρες με άνθρωπο που έχει χρόνια μέσα στη Στοά και κατάλαβε εξ ιδίας πείρας τον εφάμαρτο αγνωστικισμό των τεκτόνων – δεν θα ήθελα να μιλήσω για τον ευθύ αντιχριστιανισμό τους, διότι αυτός δεν υφίσταται πάντοτε – και πόσο δίκαια και συνετά η Εκκλησία το 1933 την ενέταξε επισήμως στις αντιχριστιανικές θρησκευτικές παρασυναγωγές. Από την άλλη, βέβαια, στο πλαίσιο της ίδιας ακριβώς συζήτησης διαπίστωσα πως δεν χρειάζεται να είσαι μασόνος σήμερα για να είσαι αγνωστικιστικής και εν γένει πολυμερώς και πολυτρόπως αντορθόδοξος, όπως μάλιστα φάνηκε και από το ελάχιστο δείγμα της προαναφερόμενης διαλογικής αντιπαράθεσης, όπου και οι λοιποί - μη τέκτονες - συμμετέχοντες αγνοούσαν, το δε χείρον αμφισβητούσαν, βασικότατες αλήθειες της πίστεώς μας, όπως την εκ νεκρών σωματική ανάσταση του παγγενούς Αδάμ.
Για να επανέλθω κιόλας στο αιγιοπελαγίτικο φόντο, σε άλλο ναΰδριο της μικρής ταύτης νήσου είδα πρότινος μια ακόμα εικόνα που σπάνια συναντάται: τους δυο ληστές ένθεν και ένθεν του Σταυρού του Κυρίου, τον δε εκ δεξιών όντα με το φωτοστέφανο της αγιότητας. Ο ληστής με τη μετάνοια της τελευταίας στιγμής, ο σοφός Σολομών ξεπεσμένος και ευτελισμένος απ’ το κατρακύλημα στον βούρκο της ακολασίας, ο «μασόνος» Χρυσόστομος με τα ματωβαμμένα και ξεριζωμένα γένια και τις καταξεσχισμένες σάρκες απ’ τη θηριωδία του λυσσασμένου τουρκικού μουσουλμανικού όχλου και πολλοί άλλοι Άγιοι θα αποτελούν πάντοτε «σημείο αντιλεγόμενο» και αγκάθι στις ηθικιστικές συνειδήσεις και στις φαρισαϊκές νοοτροπίες των πολλών διαχρονικώς αιρετιζόντων, που θέτουν με πολλές και ποικίλες αφορμές και προφάσεις και μεθόδους εαυτούς υπεράνω της Εκκλησίας και της μητρικής της αγάπης και επιεικείας, και θα κείνται εις πτώσιν εξ αυτής και ανάστασιν εν αυτή πολλών, όπως εξάλλου και ο αρχηγός της πίστης μας και πρωτομάρτυς της Εκκλησίας Του (Λουκ. 2:34). Προφανώς διότι ποτέ δεν κατάλαβαν ότι η αγιότητα δεν είναι ανθρώπινο επίτευγμα, αλλά θεία δωρεά, απείρως υπερβαίνουσα την ανθρώπινη ψυχική και νοερή αντιληπτική δυνατότητα, όπως μαρτυρεί και η πληρωμή της ενδεκάτης ώρας.
Ο Απόστολος Παύλος το είπε επίσης καθαρά σήμερα στο λειτουργικό ανάγνωσμα: «μωρὰς δὲ ζητήσεις καὶ γενεαλογίας καὶ ἔρεις καὶ μάχας νομικὰς περιΐστασο· εἰσὶ γὰρ ἀνωφελεῖς καὶ μάταιοι• αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος» (Τιτ. 3:9-11). Είναι η ακριβέστατη περιγραφή των πρόσφατων ατελέσφορων ζηλωτικών μαχών στις οποίες ενεπλάκη ο υπογράφων και η βαθιά πνευματική αποτύπωση των παθών, συμπλεγμάτων και πάντων των λοιπών προβλημάτων που κρύβονται εις αμφότερες τις διαλεκτικές τάσεις και ομάδες. Εξαιτίας της τροπής των γεγονότων η όποια συνέχεια, όπως και η ήδη γενόμενη παράταση της διάρκειας των εν λόγω μαχών, απλά θα κατεδείκνυε τον βαθμό της προβληματικής κατάστασης των ενεχομένων σε αυτές.
Θα ήθελα, ωστόσο, να υπομνήσω με την ευκαιρία του παρόντος στους άσπονδους «φίλους» μου μια αυτονόητη αλήθεια, και πάλι εξ αφορμής της σημερινής θέας των Αγίων στους τοίχους της νησιωκκλησιάς: η Εκκλησία δεν είναι παρά ένα εργαστήρι αγιότητος και ένα εσχατολογικό πανηγύρι μέσα στο άκτιστο Φως του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος εν τη Βασιλεία Του. Τούτο το Φως περιαύγαζε τα σκαμμένα απ’ τον ήλιο πρόσωπα των ντόπιων, έτσι καταπώς αντανακλούσαν οι αχτίδες του απ’ τα στεφάνια του Χριστού, της Παναγιάς και των Αγίων. Είναι πραγματικά κρίμα να βγαίνεις από την Εκκλησία και να στερείσαι αυτό το Φως χάρη στις υποβολές των δαιμόνων και του εγωισμού. Είναι τραγικό και θλιβερότατο, ενώ είσαι – ήδη για σένα και τους γύρω σου – «αγιότερος και ορθοδοξότερος» του μεγάλου πλήθους των κοσμικών, αμαρτωλών και «οικουμενιστών» κληρικών και λαϊκών αδελφών σου, να ακούσεις έκπληκτος τη φοβερή ρήση - κρίση του Κυρίου: «οὐκ οἶδα ὑμᾶς» (Ματθ. 25:11-12, 7:22-23).
Κ.Ν.
13/10/2013
Ξημερώνοντας του αγίου Κοσμά του Θεολόγου της Τριάδος και Ποιητή της Εκκλησίας Της
29 σχόλια:
Ο Σολομών ο θαυμάσιος, ο και χάριτος σοφίας πλήρης, ούτος το πονηρόν εναντίον του Θεού ποτε ποιήσας απέστη απ' αυτού. ω αυτή τόν επάρατόν σου βίον, ψυχή, προσαφωμοίωσας.
Ταίς ηδοναίς εξελκόμενος των παθών αυτού κατερρυπούτο. οίμοι! ο εραστής τής σοφίας εραστής πορνών γυναικών και ξένος Θεού. ον αυτή εμιμήσω κατά νούν, ω ψυχή, ηδυπαθείαις αισχραίς.
Μέγας Κανών, Αγ. Ανδρέου του Κρήτης, Ωδή ζ', τροπάρια 10-11.
Κύρις Νούση, ΤΕΛΙΚΑ, αυτός είναι ο επίλογος; Γιατί νομίσαμε ότι ήταν προηγούμενη ανάρτησή σας.
@ 7.09
αυτη και η προηγουμενη αναρτηση μου επι του θεματος εν, κατ' ουσιαν, εισιν.
Κ.Ν.
περα απο την προφανη αλλα και την οιαδηποτε ειρωνεια σε βαρος των κειμενων του γραφοντος, αδιαφορο πραγματικα, δεν κατανοω για ποιον λογο αυτη υφισταται χωρις ουτε μια επιχειρηματολογικη στηριξη, χωρις καν εναν σχολιασμο σοβαρο επι της ουσιας των σχετικων γραφομενων μου. τελικα αυτο ειν αι το επιπεδο των σημερινων χριστιανων; τοση καταπτωση πια;
Κ.Ν.
Ο άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης μαρτύρησε έμεινε κοντά στο ποίμνιό του ενώ θα μπορούσε να δραπέτευση . Ας πούμε στο έπακρο της βλασφημίας και της αγιομαχιας ότι αμάρτησε το μαρτυριο δεν θεωρείται δεύτερο βάπτισμα ; Ποιος θα δώσει στούς προτεσταντιζοντες ηθικολόγους το δικαίωμα της αυθεντίας οταν βρίσκονται εντός - εκτός Εκκλησίας; και κάτι τελευταίο η Επίσημη κανονική Ορθόδοξη Εκκλησία βγάζει μέχρι τις μέρες μας Αγίους, οι παλαιοημερογίτες τι εκτός από εμονή στο ημερολόγιο και στην εκμετάλλευση των πιστών;
Κατανοώ την με επιχειρήματα υποστήριξη μιας θέσεως, αλλά αδυνατώ να κατανοήσω την διατύπωση παπικῆς νοοτροπίας εκκλησιολογικών θέσεων, όπως αποφάσισε "η επίσημη Εκκλησία αποφάσισε" κ.λπ. Ποια είναι η επίσημη Εκκλησία, Ανώνυμε 11:29; Η Εκκλησία των Δεσποτάδων; Χωρίς τον λαό; Χωρίς την κριτική, την επιδοκιμασία, την απόρριψη του λαϊκού στοιχείου; Ο ιστολόγος έχει τέτοιες εμπειρίες κακών αποφάσεων από τους εδώ ιερωμένους; Αυτοί αποτελούν την τοπική Εκκλησία;
Ἐπειτα, υπάρχουν δεκάδες αποφάσεις της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, που μια επόμενη Ιεραρχία ή Δ. Ι. Σύνοδος τις ανήρεσε μετά κάποιους μήνες ή χρόνια. Έως ότου αναιρεθούν (με τις ενστάσεις πολλές φορές και το θόρυβο που προκάλεσε η αρθρογραφία λαϊκών, πανεπιστημιακών ή μη θεολόγων) αποτελούσαν αποφάσεις της επίσημης Εκκλησίας; Αυθεντικές;
Πού είναι το κακό, στην ένσταση για αγιοποίηση του Χρυσ. Σμύρνης ή στην μη αγιοποίηση του Αθανασίου Διάκου, του Σαλώνων Ησαΐα (που μάλιστα με επιμονή ζήτησε ο καθ. Δογματικής του Πανεπ. Αθηνὠν Μ. Φαράντος);
Άρα λοιπόν, επιχειρήματα χρειάζονται και όχι αφορισμοί ότι "αποφάσισε η Εκκλησία", εννοώντας ως Εκκλησία τους Δεσποτάδες μόνο.
Νηφάλια και αξιοπρόσεκτη η τοποθέτηση του 1:01 π.μ.
Υπαρχει στις μέρες μας μια έντονη τάση από κάποιους κύκλους κυρίως λαϊκών να κατηγορούν την εκκλησία και συγκεκριμένα τους ιερείς και τους δεσποτάδες προβάλλοντας γενικούς αφορισμούς. Απ'οτι ξέρω αυτά τα άτομα στέκονται απέναντι και βάλουν χωρίς να προσφέρουν ακομα και αν τους ζητηθεί.Οσο για τον Αθανάσιο Διακο ήταν Εθνομαρτυρας αγιος όμως όχι, για το λόγω του ότι πέταξε τα ράσα έκανε αρκετούς φόνους δεν τον συνδέει απολυτως τίποτα με την εκκλησιαστική ζωή ηπροσφορά του ήταν για την πατριδα και την απελευθέρωσή της.
Ο 11: 29.Πάντως εις απάντηση δεν θεωρώ οτι καθε ΄μητροπολίτης διεκδικεί το αλάθητο. Σίγουρα οι αφορισμοί που κατα καιρούς διατυπώνονται απο αυτούς τις περισσότερες φορές δεν στέκουν νομοκανονικα αλλα παιρνονται κατα περίσταση συμφωνα με την εκάστοτε ιδεολογία του καθενος .Αλλα υπαρχουν απο την αλλοι λαικά μελη της εκκλησιας τα οποια εχουν την ταση να ισοπεδωνουν τα πάντα κατηγορόντας τους πάντες επισκοπους ,ιερεις ακόμα και να τους γίνει πρόταση δεν θέλουν να προσφέρουν στην ενορια , εκκλησία ακόμα και κατω απο τις καλύτερες συνθήκες.
''TO MEΓΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΨΕΥΤΟΑΓΙΟΤΗΤΑΣ''
θέλω να πιστεύω ότι ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που ταλανίζει το εκκλησιαστικό μας σώμα,σήμερα,είναι αυτό της ''ψευτοαγιότητας''των πνευματικών μας ταγών και ιθυνόντων,που έχει πάρει,μάλιστα, τη μορφή πραγματικής λοιμικής!
Και το λέω αυτό με παρρησία και ακλόνητη βεβαιότητα,- άλλωστε δεν είμαι ο μόνος- γιατί η καθημερινότητα μάς το πιστοποιεί,συνεχώς.
Θέλουν οι θλιβεροί αυτοί ψευδοάγιοι πιστοί να μάς πείσουν πως λίγο πολύ έχουν δίκιο,επειδή ο λόγος τους είναι απότοκος της ''ασκητικής τους εμπειρίας'',γιατί όχι -σε προχωρημένες καταστάσεις - και της ''έκτακτης'' θεοπτίας τους(θα τους ζήλευαν και οι πιο φανατικοί προτεστάντες)! Και οι νοσηρές αυτές φαντασιώσεις δεν λένε να φτάνουν σ' ένα τέλος,επειδή το δέντρο της φαντασιακής αγιότητας φαίνεται να ποτίζεται, ακατάπαυστα, από τους υποτακτικούς τους κηπουρούς, οι οποίοι,βέβαια, αυτοηδονίζονται γνωρίζοντας και ελπίζοντας πως το δέντρο αυτό θα βλαστήσει σύντομα και θα απλώσει τους κλώνους του παντού και έτσι θα επέλθει και η ποθητή καρποφορία, την οποία, άπαντες, πρέπει να γευτούν!
Έλα, όμως, που αυτές οι όμορφες περιβαλλοντικές εικόνες,έχουν υπόσταση μονάχα στον τόπο του φαντασιακού και η τραγική καθημερινή πρακτική διαψεύδει -όλους αυτούς τους ψευτοσωτήρες - παταγωδώς!
Έτσι, το εκκλησιαστικό γεγονός της άμεσης αγαπητικής κοινωνίας ακυρώνεται,μόλις, τη στιγμή της γέννησης, για να μην πω την ώρα της σύλληψης! Τότε,αποκαλύπτεται, τουλάχιστον σ΄αυτούς που έχουν ''γεγυμνασμένα πνευματικά αισθητήρια'', η αλήθεια γυμνή και αφτιασίδωτη: όπου ο φανατισμός των πιστών υποκειμένων, εκεί και η τρανταχτή απουσία του θεανθρώπου Χριστού! Όπου η παρουσία πνεύματος κατάκρισης -συκοφαντίας και μη αποδοχής του Διαφορετικού - Άλλου - Αδελφού, εκεί και εντονότατη η παρουσία του δαιμονικού! Δρόμος άλλος δεν υφίσταται, εκτός του πνεύματος του Ευαγγελίου και της Αγάπης, που είναι ανάγκη να ξοδεύεται δίχως πολλές πολλές κακεντρεχείς σκέψεις και ψυχοπαθολογικές επιφυλάξεις!
Θάθελα στο σημείο αυτό να θυμηθούμε λίγο και τον αείμνηστο καθηγητή Νίκο Ματσούκα, που έλεγε και έγραφε στα έργα του εκείνο το μοναδικό και ανεπανάληπτο:
''ο άνθρωπος θα σωθεί για την ανεπάρκειά του και όχι για την επάρκειά του!''
Πολύ σημαντικός λόγος, γιατί λέει με διαφορετικά λόγια αυτό που είναι κοινός τόπος στους άγιους Πατέρες μας, ότι δηλαδή ο άνθρωπος σώζεται όταν διαπιστώνει την φθαρτότητα και την αμαρτωλότητά του και σπεύδει,ταχέως, προς μετάνοια και αλλαγή του βίου!
Που να το καταλάβουν,όμως, αυτό οι Νάρκισσοι ΄΄ΨευτοΆγιοι'' του εκκλησιαστικού χώρου,που βασανίζονται οι ίδιοι από την προσωπική τους ψυχική τραγωδία(το πλήθος των ψυχικών αυτών ναυαγίων,λαϊκών και κληρικών, το γνωρίζουν πολύ καλά οι πνευματικοί και οι ψυχίατροι!)και ταλαιπωρούν και πολλούς άλλους αφελείς -υποτελείς του θρησκευτικού χώρου! Μία τραγωδία που συνεχίζει να παίζεται με τρόπο καταθληπτικό, εδώ και πολλά χρόνια τώρα,... και ευτυχώς που υπάρχουν και θεολογικές φωνές, που μάς υπενθυμίζουν την θλιβερή αυτή έκπτωση του εκκλησιαστικού μας γεγονότος! Και θέλουμε να ελπίζουμε ότι οι φωνές αυτές δεν θα πάψουν να ορθώνουν το ανάστημά τους μπροστά στην επικίνδυνη λαίλαπα του χριστιανο- ισλαμισμού, που στις δύσκολες μέρες που ζούμε,πολύ φοβάμαι πως θα πάρει ανησυχητικές διαστάσεις!
Γι' αυτό,λοιπόν, και οι τίμιοι θεολόγοι -με προσευχή,άσκηση, αγώνα και προσωπική μελέτη,- πρέπει να βρίσκονται πάντα στις επάλξεις,(...καλά,τον κ. Νούση τον βλέπω να κρατά και σημαία!) για να διασώσουν - φανερώσουν,με τη βοήθεια του Θεανθρώπου Χριστού,το ανεκτίμητο δώρο του Θεού, που είναι η ΑΓΑΠΗ και η πραγμάτωσή της σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας!
Διογένης /(Ε.Μ.)
λογω της δεσμευσης μου να μην απαντησω ξανα στους φονταμενταλιστες, θα αποστειλω την οφειλομενη απαντηση μου στον π. Ευθυμιο σε μια τελευταια του αναρτηση αναφορικα με τον Σμυρνης.
Κ.Ν.
υ.γ. οι καρδιακοι και οι νευρωτικοι να απομακρυνθουν εγκαιρως απο το ιστολογιο!!!
Πριν ξεκινήσω την οποιαδήποτε απάντησή μου στα λεγόμενα του π. Ευθυμίου, θα ήθελα να προβώ σε κάποιες διευκρινίσεις. Ο γράφων δεν έχει ουδεμία σχέση με τον Οικουμενισμό ούτε με όσους διέπονται από τέτοιες τάσεις, ακόμα και υποσυνείδητες, παρόλο που στο εν λόγω ζήτημα έχει μυριάκις κατασυκοφαντηθεί. Δεν αποτελεί βέβαια το πρόβλημά του η παραχάραξη του προσωπικού image, αλλά η στρέβλωση του θεολογικού λόγου και της εκκλησιολογικής ταυτότητας και οντολογίας. Θα ήθελα, επίσης, να σημειώσω ότι δεν ανήκει στις προθέσεις μου η ανθρωπάρεσκη ταύτιση με συγκεκριμένες τάσεις και ομάδες στον χώρο της Εκκλησίας και μιλώ κυρίως για αυτές που ακούνε στο όνομα της προοδευτικής και φιλελεύθερης μεταπατερικής θεολογικής γραμμής, πολλώ δε μάλλον για όσες αφήνουν υποψίες συγκρητιστικού πνεύματος.
Επειδή τα ως τώρα γραφόμενά μου με έφεραν πλησίον της καχύποπτης καταχώρησής μου στον «οικουμενιστικό» χώρο εξαιτίας της προαιώνιας κόντρας προοδευτικών και φονταμενταλιστών και στον καθ’ ημάς εκκλησιαστικό χώρο, σπεύδω να ξεκαθαρίσω ότι πολλές φορές δοκίμασα περισσότερες και πιο βαθιές πικρίες από άτομα που υποτίθεται ότι ανήκουν σε αυτές τις «φίλιες» ομάδες, ενώ την ίδια ώρα δεν μπορώ να μην επαινέσω ή θαυμάσω την αγωνιστική διάθεση και τιμιότητα στις προθέσεις και ενέργειες ενίων ζηλωτών, ανεξάρτητα από την πεπλανημένη οδό που βαδίζουν για πολλούς και διάφορους λόγους.
Το ζήτημα με το οποίο ασχολούμαστε εν προκειμένω είναι ο ιερομάρτυς της Σμύρνης και η παράνομος ή μη αγιοκατάταξίς του. Θα προσπαθήσω να είμαι όσο πιο αντικειμενικός και νηφάλιος γίνεται και έτσι θα ήθελα να με δει ο π. Ευθύμιος ειδικότερα. Αν δε σε κάποια σημεία φανώ επιθετικότερος, τούτο θα είναι επί της ουσίας των λεγομένων του και όχι κατά της προσωπικής εκείνου υπόστασης. Ξεκινά, λοιπόν, ο π. Ευθύμιος προκαταλαμβάνοντας την κρίση του αναγνώστη σε βάρος μου: «εἰς τό δημοσιευθέν κείμενο τοῦ κ. Κ. Νούση ὑπάρχει ὄχι μόνο σύγχυσις, ἀλλά καί ἀποπροσανατολισμός καί διαστρέβλωσις τῆς ἀληθείας». Κατά την ταπεινή μου πάντοτε γνώμη, πολύ φοβούμαι ότι όσα έπονται δεν στοιχειοθετούν την αλήθεια του περιεχομένου της φράσης τούτης, αλλά μάλλον συμβαίνει το αντίθετο. Και όταν αναφέρομαι στη στρέβλωση της αληθείας, μιλάω εξάπαντος όχι για τη λογική ή εκείνην του φαίνεσθαι, αλλά για τη θεολογική, τη χαρισματική.
Κ.Ν. (συνεχιζεται...)
Ο π. Ευθύμιος τονίζει εμφατικά ότι η μακροχρόνια ενασχόλησή του με την περίπτωση του Σμύρνης τού χορηγεί a priori και συγκριτικά μια παραπάνω από τους υπόλοιπους επιχειρηματολογική επάρκεια αναφορικά με το ζήτημα που συζητάμε. Δεν είναι, όμως, έτσι τα πράγματα, διότι πρόκειται για θέμα πνευματικής ζωής, άρα πάνω από τη λογική και τα ορώμενα πράγματα (μιλάω για το υπέρ, όχι για το εκτός). Στο κείμενό του από την αρχή, αλλά και σε όλη την εργασία του για τον Χρυσόστομο, αφήνεται να διαφανεί μια ιεροεξεταστική πρόθεση και μεθόδευση απέναντι στον μαρτυρικό Ιεράρχη, πράγμα που ανακαλεί στις μνήμες μας το ρωμαιοκαθολικό δικανικό πνεύμα, όπως το γνωρίζουμε για παράδειγμα στην περίπτωση του Γαλιλαίου. Το σχολαστικό κοσκίνισμα λόγων και έργων, με πολλές δόσεις εικοτολογίας μάλιστα, είναι ικανό άραγε όχι μονάχα να θεμελιώσει την αλήθεια, αλλά και να υποστηριχθεί σαν ορθόδοξο φρόνημα και πρακτική;
Την δικαστική αυτή οδό που ακολουθεί ο π. Ευθύμιος κατά του Σμύρνης εδώ και χρόνια μάς τη δείχνουν στην τελευταία του σε μένα απάντηση και πολλά ενδεικτικά και σχετικώς σημαντικά ρήματα και φράσεις του: «τήν σωρεία τῶν κειμένων καί τῶν πράξεων πού κατέθεσα», «τό ὁποῖο νά συνηγορῆ ὑπέρ τῆς ἁγιότητος τοῦ ἐθνομάρτυρος», «οὐδέν στοιχεῖον ἁγιότητος ὑπάρχει» και πολλά άλλα. Το αναφέρω δε όλο τούτο, για να καταδείξω την εξ αυτής ήδη της εκκίνησης, ως και άπασαν την επόμενη ουσιωδώς τεθλασμένη μεθοδολογική οδό που βαδίζει ο γέροντας και η οποία τον συμπαρασύρει σε εσφαλμένα πορίσματα.
Με κατηγορεί, επίσης, για ορθολογισμό, αλλά φοβάμαι ότι το αμάρτημα της δομικώς λανθασμένης αυτής μεθοδολογίας ανήκει πολύ περισσότερο στον ίδιο και όχι σε μένα. Τα πολλά παραδείγματα των ελεγχόμενων αγιοκατατάξεων, άλλωστε, που κατέθεσα στις παλιότερες αναρτήσεις μου – και τα οποία δεν μού απήντησε ο γέρων – δείχνουν ακριβώς την υπέρβαση όχι μόνον του ορθολογισμού, αλλά και το τσαλάκωμα της κοινής λογικής και κάθε πουριτανικής ηθικής (βλ. ενδεικτικά τους Σολομώντα και Μ. Θεοδόσιο). Ο γράφων αντιθέτως προσπάθησε να προσεγγίσει το ζήτημα μέσα από την οντολογική και αποφατική μέθοδο της ορθόδοξης θεολογίας, όπως αυτή εμφαίνεται και εφαρμόζεται και στον χώρο της αγιολογίας.
Με εγκαλεί ακόμη για δασκαλίστικο και ενοχλητικό καθηγητικό ύφος στις ερωτήσεις που του απηύθυνα. Ειλικρινά δεν είχα τέτοια πρόθεση ούτε θέλω να συνεχίζει έτσι να τις βλέπει. Περιμένω τις απαντήσεις του με αληθινό ενδιαφέρον. Θέλω να καταλάβει και ο π. Ευθύμιος και όποιος άλλος καλοπροαίρετος «ζηλωτής» αδελφός – για τον γράφοντα πάντες «ἕν ἐσμεν» εν Χριστώ Ιησού – ότι προτίθεμαι να διαλεχθώ και όχι να κοντραριστώ σε επίπεδο ανώριμου εντυπωσιασμού.
Κ.Ν. (συνεχιζεται...)
Κλείνοντας το εισαγωγικό τούτο σκέλος των διευκρινίσεών μου, θέλω να αναφερθώ και σε μια εύλογη απορία που πολύ πιθανά θα γεννηθεί εξαιτίας της πρόσφατης ρητής μου δήλωσης για διακοπή του ατελέσφορου διαλόγου με κακόγνωμους φονταμενταλιστές και ψυχοπαθολογικές περιπτώσεις ζηλωτισμού: απαντώ στον π. Ευθύμιο διότι, ως φαίνεται από αρκετά σημεία των γραφομένων του, ανήκει μάλλον σε κείνους που μπορούν να συνδιαλεχθούν και να συνδιαλλαχθούν. Τούτο βέβαια δεν σημαίνει υπαναχώρηση της αρχικής μου απόφασης σε καμιά περίπτωση. Άλλωστε, όπως ήδη επισήμανα, η απογοήτευση από συμπεριφορές, στάσεις και αντιδράσεις «φιλοοικουμενιστών» αδερφών ενίοτε κατέστη πολύ ισχυρότερη και απεχθής στον γράφοντα.
Αρχίζω, λοιπόν, μια πιο εξονυχιστική εξέταση της ευθυμιανής απάντησης: «διότι οὐδέν στοιχεῖον ἁγιότητος ὑπάρχει εἰς τήν ζωή του καί τό μαρτύριό του, ἀπεναντίας ὑπάρχουν πολλά στοιχεῖα τά ὁποῖα μᾶς προβληματίζουν γιά τό ἄν ἦταν πραγματικά Ὀρθόδοξος Χριστιανός καί δή Ἐπίσκοπος». Εδώ διακρίνεται, προφανώς και τουλάχιστον για μένα, μια σαφής προκατάληψη. Είναι δυνατόν να αμφισβητείται έστω και φραστικώς η επισκοπική του ιδιότητα, τη στιγμή που, ακόμη και μη ορθόδοξος κατά πάντα να ήταν, ετελειώθη μαρτυρικώς υπέρ ή, και πάλι έστω, μετά του ποιμνίου του; Η δε πρόδηλη προκατάληψη βρίσκεται πολλώ μάλλον στο πρώτο σκέλος του συλλογισμού του. Ακόμη δηλαδή κι αν δεν βρει κάποιος στοιχεία αγιότητος εν ζωή – πόσο σχετικό εξάπαντος και τούτο! – πώς μπορεί να αποφανθεί τοιουτοτρόπως και για το μαρτύριό του, το οποίο αποτελεί ξεκάθαρο ιστορικό γεγονός;
Ο π. Ευθύμιος, φυσικά, εν προκειμένω θα προβάλλει την επαναλαμβανόμενη πολλαχού ένστασή του ότι δεν έχουμε στοιχεία πως του ζητήθηκε ομολογία πίστεως προ της μαρτυρικής του τελευτής, ένα επιχείρημα το οποίο διατρέχει όλο το αποφαντικό δόμημα του πατρός. Έχω ήδη απαντήσει περί της σαθρότητος αυτού του επιχειρήματος με παραδείγματα, τα οποία απαξίωσε προκαταβολικά ο γέροντας σαν τάχα μη αξιόπιστα και ειλημμένα από νεώτερους «οικουμενιστές» θεολογούντες. Ανεξάρτητα από το μη αληθές αυτού του ισχυρισμού, θα ήθελα να δείξω με ένα από τα κατατεθέντα «σκόρπια» παραδείγματά μου το ουσιώδες της παράθεσής τους. Λέει π.χ. αμέσως πιο κάτω: «διότι ποτέ δέν ἁγιοποιοῦμε κάποιους, ἐπειδή ἐθανατώθηκαν καί δέν ἠδυνήθησαν νά διαφύγουν ἀπό τήν μανία καί τήν θηριωδία τῶν ἐχθρῶν». Πέρα, λοιπόν, από την προφανή ιστορική ανακολουθία αυτής της πρότασης – είναι αδύνατο στους τόσους και τόσους τιμώμενους μάρτυρες να μην συμπεριλαμβάνονται και όσοι εμαρτύρησαν ακουσίως, έστω και αν τούτο δεν φαίνεται ή δεν παραδίδεται ξεκάθαρα ή και δεν είναι ποσοστικώς υπέρτεροι των εκουσίως τελειωθέντων• θα έφερνα και συγκεκριμένα παραδείγματα, αλλά θα το αφήσω για μιαν άλλη φορά – θα επαναφέρω απλούστατα το παράδειγμα των σφαγιασθέντων Νηπίων επί Ηρώδου. Εκείνα, γέροντα, εξάπαντος ούτε εκουσίως εσφαγιάσθησαν ούτε και ηδύναντο να διαφύγουν.
Κ.Ν. (συνεχιζεται...)
Θα καταλήξω προς το τέλος της μικρής μου τούτης ανάλυσης στο πρόβλημα που διέπει την ίδια την πεμπτουσία της θεολογικής θέασης του π. Ευθυμίου. Προς το παρόν συνεχίζω με το κείμενό του. Συγχέει αμέσως πιο κάτω και πάλι το σύνολο των γεγονότων, των θυμάτων του αμάχου πληθυσμού και την κακοήθεια της ιστορικής συγκυρίας με τους αγίους Μάρτυρες. Το έχω ήδη απαντήσει το σημείο τούτο σε προηγούμενη ανάρτησή μου. Απλά θα επαναλάβω εδώ περιληπτικά ότι η Εκκλησία, ως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, τιμώντας τη μνήμη πληθώρας Μαρτύρων ομού, δεν έχει μπει ποτέ στη σχολαστική – αλλά και εκ των πραγμάτων αδύνατη και ατελέσφορη - διαδικασία να προσμετρήσει το ποιόν ενός εκάστου εξ αυτών. Ήδη απέδειξα ότι από το ίδιο το κείμενο της «αγιοποίησης» τίθενται οι προϋποθέσεις της κατάταξης στο αγιολόγιο όσων εφονεύθησαν εν Μικρά Ασία ως Ορθόδοξοι και έχοντες κάποια σχέση με την πνευματική ζωή, άρα πέθαναν για τον Χριστό. Από κει και πέρα μόνος ο Θεός ξέρει ποιους και πόσους συγκαταρίθμησε εν τέλει στον χορό των απ’ αιώνος Μαρτύρων, εγώ δε θα έλεγα με τη σειρά μου ότι και πολλοί, μη πνευματικώς βιώσαντες προ του μαρτυρικού τους θανάτου, εξελήφθησαν υπό του Κυρίου και ανελήφθησαν ως Μάρτυρες από αυτήν και μόνη την φρικτή τελευτή τους τις φοβερές εκείνες μέρες. Ο π. Ευθύμιος, όμως, με μια ηθικιστική θεώρηση των πραγμάτων επιμένει να βλέπει απαξιωτικά – και ένθεν αποδεικτικώς αρνητικά – τις ποικίλες προσπάθειες των Ελλήνων να διαφύγουν και να σώσουν τη ζωή τους, θέλοντας έτσι να τους παρουσιάσει σαν υποδεέστερους πνευματικά, καθώς κατ’ αυτόν θα έπρεπε να επιζητήσουν τότε το μαρτύριο, για να πιστοποιήσουν πρώτιστα στον εαυτό τους και στον Θεό και πολύ περισσότερο σε κείνον και σε μας σήμερα το πόσο άγιοι ήταν από πριν στη ζωή τους, ώστε να μπορέσουμε απρόσκοπτα οι μεταγενέστεροι να τους αγιοκατατάξουμε χωρίς σκιές, αμφιβολίες και αντιδράσεις… Πέρα από οιαδήποτε, αχρείαστη θεωρώ, περεταίρω σκέψη πάνω στις ηθικολογικές αυτές ερμηνείες και θεολογικόσχημες θεάσεις της ιστορίας, θα προσέθετα ότι στο σημείο αυτό τουλάχιστον ο Χρυσόστομος, που έμεινε εν γνώσει του στο σμυρναίικο άγιο θυσιαστήριο, είναι ένα βήμα μπροστά από πολλούς άλλους συμμάρτυρες τις μέρες εκείνες. Αλλά και πάλι βρήκε ο π. Ευθύμιος και τούτο να το αμφισβητήσει, να το ακυρώσει. Δεν νομίζω ότι θα ήμουν υπερβολικός αν έλεγα πως πρόκειται για τον ορισμό της προκατάληψης εν προκειμένω.
Κ.Ν. (συνεχιζεται...)
Εν συνεχεία μάς παραθέτει τα κριτήρια της ορθόδοξης αγιοκατάταξης. Δεν έχω λόγο να διαφωνήσω σε κάποιο εξ αυτών. Απλά να του υπομνήσω πως ο βαθμός σχετικότητας αναφορικά με το αναπόφευκτο του μαρτυρίου και τα συγκεχυμένα όρια πολλάκις ανάμεσα στους λόγους για τους οποίους κάποιος εισέρχεται σε αυτό (π.χ. για τον Χριστό μόνο, την πατρίδα μόνη ή αμφοτέρους;) καθιστούν την Εκκλησία επιφυλακτική στις αγιοκατατάξεις της. Στα αμέσως προηγούμενα πρέπει να συμπεριληφθεί και η περιρρέουσα πολιτική ατμόσφαιρα, που «δένει» τα χέρια της Εκκλησίας. Ήδη έχω μιλήσει για την περίπτωση του Αθανάσιου Διάκου, τον οποίο κατέτασσε ο γέρων Αμβρόσιος Λάζαρης (+2006) στους μεγαλομάρτυρες. Ωστόσο, πέρα από τις γεωπολιτικές συγκυρίες που περιορίζουν τις κινήσεις της (επίσημης) Εκκλησίας, υπάρχουν και περιπτώσεις που αύτη υπερέβη τον σκόπελο των αιτιάσεων περί εθνομαρτύρων και χριστιανομαρτύρων και αναγνώρισε την αγιότητα σε τέτοια «αντιλεγόμενα» πρόσωπα. Δεν αναφέρομαι εδώ μόνο στην υπό συζήτηση περίπτωση των Μικρασιατών Νεομαρτύρων, αλλά και σε έτερες, π.χ. σε εκείνην του ιερομάρτυρος Γρηγορίου Ε΄. Δεν γνωρίζω εάν επ’ αυτού του τελευταίου έχει να μας καταθέσει κάτι ο π. Ευθύμιος, όπως ας πούμε μετά θάνατον θαύματα ή άλλα εχέγγυα μιας εν ζωή αγιότητος, άτινα ζητά εμμόνως για τον Χρυσόστομο, διότι δεν ενθυμούμαι να ανέφερε ποτέ κάτι σχετικά. Θα του υπενθυμίσω πάλι, όμως, ότι δεν έπρεπε να παρακάμψει τόσο εύκολα τα παραδείγματα και τις ερωτήσεις που του απηύθυνα άλλοτε, διότι βλέπει ήδη πόσο ουσιώδεις είναι και καθόλου σκορποχώρι, ως εκείνος τις παρουσίασε. Παρεμπιπτόντως, ο ιερομάρτυς Γρηγόριος είχε αφορίσει και τους ορθόδοξους αγωνιστές της Επανάστασης… Ας μου συγχωρήσει ο γέροντας το δηκτικό σχόλιο, αλλά μήπως από τότε η «οικουμενιστική» Εκκλησία έδινε τα πρώτα δείγματα γραφής της;
Υπάρχουν όμως και «πονηρά» επιχειρήματα του πατρός, για τα οποία ενίσταμαι και δεν μπορώ να τα παραβλέψω τόσο εύκολα. Για παράδειγμα λέει ότι «ποτέ ἡ Ἐκκλησία δέν ἐδέχθη ὡς ἁγίους τούς μάρτυρες τῶν αἱρετικῶν». Ευλόγως. Αφεύκτως. Μήπως ισχυρίστηκα ποτέ το αντίθετο; Αλλά το πιο σοβαρό έπεται. Σε όλο το κείμενο, ήδη απ’ την αρχή με μαεστρία, θέλει να με συγκαταλέξει με τους «οικουμενιστές», παραλληλίζοντάς με τον «προεξάρχοντά» τους Περγάμου Ιωάννη. Δεν θα υπερασπιστώ ούτε τον Ζηζιούλα εδώ ούτε θα ξαναπώ αν είναι ή όχι αληθινή η ρετσινιά αυτή που μου κολλάει για μια ακόμη φορά ένας «αντιοικουμενιστής», ως εν προκειμένω ο γέροντας των Αμπελακίων. Θα αφήσω απλά να μιλήσει μόνο του το ίδιο του το κείμενο: «νομίζω ἐκ τῶν προτέρων, ὅτι οἱ θεωρίες αὐτές τοῦ κ. Νούση, καθώς καί τοῦ Περγάμου Ἰωάννη Ζηζιούλα, δέν εἶναι ὀρθόδοξες, διότι ἀκριβῶς τοποθετοῦν τήν ἁγιότητα στόν χῶρο τοῦ μυστηρίου, τῆς φαντασίας, τῆς φιλοσοφίας, καί κυρίως, δέν εἶναι ὀρθόδοξες, διότι ἀναιροῦν τίς βασικές προϋποθέσεις τῆς ἁγιότητος, οἱ ὁποῖες εἶναι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἀγαθή προαίρεσις τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία φθάνει στό σημεῖο, συνεργούσης τῆς Θείας χάριτος, νά θυσιάση τά πάντα γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ»: πρώτα πρώτα δεν είναι θεωρίες μου όσα είπα. Κατά δεύτερον έκρινα μια θέση του Ζηζιούλα, την οποία βρίσκω επί του προκειμένου αρκούντως ορθή. Τρίτον, η αγιότητα τοποθετείται εξάπαντος στον χώρο του μυστηρίου, αλλά όχι και σε αυτόν της φιλοσοφίας και της φαντασίας, τις οποίες ποτέ ούτε καν εξυπονόησα, αλλά με λεκτικές ταχυδακτυλουργίες μού τις προσήψε σαν αντορθόδοξες απόψεις μου ο π. Ευθύμιος. Τέλος, αν και από μόνος του παραδέχεται τη Χάρη ως βασική αγιολογική προϋπόθεση, δε φαίνεται εμπράκτως να την αναγνωρίζει στην περίπτωση του Χρυσοστόμου, υφαρπάζων το απόρρητον και υπερβατικόν της θείας εν προκειμένω κρίσης.
Κ.Ν. (συνεχιζεται...)
Πριν συνεχίσω, θα ήθελα να διευκρινίσω ότι παρέθεσα με δικά μου λόγια και όχι κατά γράμμα τις ζηζιούλειες αγιολογικές θέσεις, μαζί με τις οποίες συνθεωρεί και τις δικές μου σαν δήθεν φιλοσοφικές τε και νεφελώδεις: «ἀκολουθῶντας λοιπόν κι αὐτός τήν ἴδια φιλοσοφική καί νεφελώδη τακτική τοῦ Περγάμου ἀναφέρει κατωτέρω τά ἑξῆς: ‘Η αγιότητα είναι ένα μυστήριο πρώτα από όλα, το οποίο μάς υπερβαίνει κατά πολύ, κατά πάρα πολύ. Η διαχείριση και αυτού, ως και πάντων των Μυστηρίων, εναπετέθη στην Εκκλησία’». Αφήνω τον έχοντα ελάχιστη γνώση των θεολογικών γραμμάτων και πείρα των πνευματικών πραγμάτων να εντοπίσει το φάουλ σε αυτήν τη θέση, διότι εγώ δεν το κατόρθωσα, παρά την όποια εξόχως καλόπιστη διάθεση επέδειξα.
Ακολούθως ο π. Ευθύμιος φαίνεται να αγνοεί την εσχατολογική φύση της Εκκλησίας και τη σχετική της θεολογική θεώρηση. Δεν με ενόχλησε, βέβαια, ιδιαίτερα, αν και θα έπρεπε, ούτε αυτό ούτε η επωδός του για τα κατ’ εκείνον αμπελοφιλοσοφικά μου ακαταλαβίστικα θεολογήματα. Τον καλώ, όμως, και πάλι να μου εξηγήσει πώς η Εκκλησία κατέταξε στους αγίους της τον βασιλιά Σολομώντα, αν ήδη δεν ισχύει για τον Θεό η εσχατολογική ευχαριστιακή οντολογία, την οποία απορρίπτει λέγοντας: «στήν περίπτωσι δέ τῶν λόγων τοῦ Ζηζιούλα ὑπάρχει ἐξόφθαλμη παρανόησις, διότι ἡ Ἐκκλησία δέν τιμᾶ ὡς Ἁγίους ὅλους ὅσους ὀντολογικά ἔχουν καταταγῆ στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ (ἐδῶ σημειωτέον ὅτι στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ θά καταταγοῦν κατά τήν Δευτέρα Παρουσία, τώρα κατετάγησαν στόν Παράδεισο)».
Μιας και αναφέρθηκα στον Σολομώντα και πριν προχωρήσω πιο κάτω, θα ήθελα να παραθέσω τη χαρισματική απάντηση του αγίου Ανδρέα του δια Χριστόν σαλού για τον εν λόγω προφητάνακτα, ότι δηλαδή μετενόησε κατά τη διάρκεια του τριήμερου κηρύγματος του Χριστού στον Άδη. Αυτό μού φέρνει στον νου και έτερους συναφείς λογισμούς, όπως για παράδειγμα πώς θα μπορούσε ένας «τέκτων» Ορθόδοξος Επίσκοπος να οδηγηθεί από την άφατη θεία πρόνοια και αγάπη στη μετάνοια και στην κάθαρση λίγο προ και δια του σωματικού του μαρτυρίου υπέρ Χριστού. Σε κάθε περίπτωση, στο θέμα του Σολομώντα, που δεν έχουμε ορατή απόδειξη μιας εν ζωή μετάνοιας (κάτι που επιμόνως εκζητεί και απαιτεί ο Ευθύμιος για τον σύγχρονο Ιερομάρτυρα), δεν φαίνεται να ισχύουν κατά γράμμα όσα αναφέρει ακολούθως ως αποκλειστικές προϋποθέσεις αγιοκατάταξης ο π. Ευθύμιος: «ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ ὡς ἁγίους, ὅσους ἀπεδέχθησαν ἑκουσίως τήν χάρι τοῦ Θεοῦ καί, διά τῆς ἀγαθῆς των προαιρέσεως καί προθέσεως, ἐπαύξησαν τό τάλαντο, τό ὁποῖο τούς ἐδόθη, καί ἔφθασαν στήν κατάστασι τῆς θεώσεως, οἰκειούμενοι τόν Θεόν. Αὐτοί δύνανται νά πρεσβεύουν στόν Θεό καί γιά τούς ἐπί γῆς ἀνθρώπους, λόγῳ αὐτῆς τῆς οἰκειώσεως καί ἐγγύτητος μέ τόν Θεό (ἡ οἰκείωσις εἶναι ἡ ὁμοίωσις κατά τό ἀνθρώπινον δυνατόν, ἡ ὁποία ἔγινε ἐδῶ στή γῆ)». Αναμιμνησκομαι πάλιν και πολλάκις τα «σκόρπια» μου παραδειγματα για τους 14.000 Νηπιομάρτυρες και τον μικρούλη άγιο Κήρυκο (15 Ιουλίου), ήτοι κατά πόσον εκουσίως απεδέχθησαν τη θεία Χάρη και αναλογίζομαι το πόσο ο άγιος Σολομών οικειώθηκε τον Θεό εδώ στη γη και τοιουτοτρόπως ανεχώρησε στους ουρανούς…
Κ.Ν. (συνεχιζεται..)
«Οἱ ὑπόλοιποι σεσωσμένοι εἶναι οἱ δίκαιοι, οἱ ὁποῖοι, ναί μέν κατετάγησαν στόν Παράδεισο λόγῳ μετανοίας, Ὀρθοδόξου πίστεως, καί ἀγαθῆς προαιρέσεως, πλήν ὅμως ἐδῶ στή γῆ δέν ἐθυσίασαν τά πάντα γιά τόν Χριστό, οὔτε ἐπολέμησαν τά πάθη των στό ἔπακρο, ὥστε νά θανατώσουν τόν παλαιό ἄνθρωπο καί νά ζήση μέσα των ἐδῶ στή γῆ ὁ Χριστός (θέωσις). Κατά ταῦτα εἶναι μέν σεσωσμένοι, ὅπως ἦσαν ἐδῶ στή γῆ σωζόμενοι, ἀλλά δέν δύνανται νά πρεσβεύουν γιά τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ὅπως οἱ Ἅγιοι»: άξιο σχολιασμού και το παρόν. Συμφωνώ. Σε γενικές γραμμές ισχύει. Αν και αφήνει κάποια γεύση ρωμαιοκαθολικής θεολογίας, που πρώτα περνάνε τους υποψήφιους από τη θέση των δικαίων ή των οσίων και μετά τους κατατάσσουν στους Αγίους, θα έλεγα ότι δεν το θέτει λαθεμένα ο π. Ευθύμιος. Ισχύει εξάπαντος στις περιπτώσεις των ηγιασμένων και προχωρημένων ασκητών, που έλαβαν ήδη εν ζωή και αφομοίωσαν τη Χάρη και έπειτα τελούν και θαύματα μετά θάνατον. Γι’ αυτούς τους ανθρώπους (ρασοφόρους ή μη) ισχύουν όσα αναφέρει και ζητάει γενικότερα ο π. Ευθύμιος και η Εκκλησία στη συντριπτική πλειοψηφία των αγιοκατατάξεων. Αλλά δεν ισχύουν αυτά προϋποθετικώς στις περιπτώσεις των Μαρτύρων. Εκεί καθαρίζει όλα τα στίγματα και αμαρτήματα και συντομεύει τη μακρόχρονη λήψη και αφομοίωση της Χάρης το γεγονός του μαρτυρίου. Θα πρόσθετα δε ότι και οι απλώς σεσωσμένοι δύνανται να πρεσβεύουν για μας τους εν τη γη, αλλά τούτο είναι άλλη ιστορία…
«Θά ἠδύνατο ὁ κ. Νούσης νά μήν ἀνατρέχη στίς νεφελώδεις θεωρίες τοῦ Περγάμου Ζηζιούλα περί ἁγιότητος, ἀλλά νά ἀνατρέξη στούς Ἁγίους καί ἐκεῖ νά διακρίνη πῶς οἱ Ἅγιοι τοποθετοῦνται εἰς αὐτό τό θέμα. Ἐμεῖς τοῦ παραθέσαμε τήν διδασκαλία τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, ἡ ὁποία λέγει: ‘οὐδείς ἅγιος τόν τοῦ θεοῦ νόμον παραβέβηκεν οὐδέ παραβάς δύναται καλεῖσθαι ἅγιος’ (Φατ. 39, 113,33). Φαίνεται ὅμως ὅτι ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων δέν ἀρέσει στόν κ. Νούση, δι’ αὐτό ἀναζητεῖ τίς νεφελώδεις θεωρίες τῶν Οἰκουμενιστῶν»: χωρίς να θέλω να προσβάλω τον γέροντα και άνευ διαθέσεως αντιδικίας, θα του έκανα την παρατήρηση ότι δεν πρέπει να κρίνει τόσο απερίσκεπτα και να «μαχαιρώνει άνανδρα και πισώπλατα» κάποιον που δεν γνωρίζει σχεδόν καθόλου, καθώς και να τον σπιλώνει με προληπτικά αφοριστικά συνθήματα εντυπωσιασμού και δη επ’ αμφισβητήσει της θεολογικής του ταυτότητος και νοοτροπίας. Ο γράφων στους Αγίους ανατρέχει ανέκαθεν, αλλ’ εξ αγνοίας ή ανεπιτρέπτου εμπαθείας προτρέχει στην κρίση του ο γέροντας. Όσο δε για τη φράση του οσίου Θεοδώρου, δεν είναι τόσο απλή όσο εξ όψεως θέλει να δειχθεί, δήλον δε ότι και ο τρόπος με τον οποίο παρατίθεται έτσι ξεκομμένη καθίσταται προβληματικός. Ας πούμε, τι εννοεί ακριβώς με τη λέξη νόμος του Θεού; Και άραγε είναι δυνατό να μην υπήρξαν άγιοι που να εξέπεσαν του νόμου και στη συνέχεια να μετενόησαν ή και πολυτρόπως να εκαθαρίσθησαν υπό του ρύπου της παράβασης; Αρκετοί σίγουρα. Τέλος πάντων, μια φράση τέτοιας μορφής δεν καθαρίζει το τοπίο και εξάπαντος δεν σημαίνει πως δεν την αποδέχομαι ή προκρίνω τις θεωρίες των σύγχρονων θεολόγων από τη διδασκαλία των Αγίων! Γενικοί και άστοχοι αφορισμοί…
Κ.Ν. (συνεχιζεται...)
«Πρέπει ἀκόμη, πρός κατανόησι, νά προσθέσωμε ὅτι τούς Ἁγίους αὐτούς πού ἀνεγνώρισε ἡ Ἐκκλησία, τούς προβάλλει πέραν τῶν ἄλλων στούς πιστούς καί ὡς πρότυπα πρός μίμησι». Και εδώ συμφωνώ. Αλλά αρχίζει να διαφαίνεται η έτερη βασική προϋπόθεση εξαιτίας της οποίας απορρίπτει ο π. Ευθύμιος την αγιοκατάταξη των Μικρασιατών. Είναι ο διδακτικός χαρακτήρας. Πολύ σωστά σημειώνει το «πέραν των άλλων», αλλά δεν το υπογραμμίζει, ως θα ώφειλε ούτε τονίζει πως δευτερευόντως έχει μια αγιοκατάταξη και διδακτικό χαρακτήρα. Και τούτο, όμως, δεν ισχύει με όλες τις περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα με τον Μ. Θεοδόσιο, τα Νήπια της Βηθλεέμ, τον Σολομώντα και πάλι, επιλείψει δε με ο χρόνος διηγούμενον πλείστες όσες ομόλογες ελλιπούς διδάσκοντος χαρακτήρος αναγνωρίσεις αγιότητος. Αρκούμαι απλά στα «σκόρπια» μου πρότινος καταχωρηθέντα παραδείγματα. Άλλωστε, δεν κατανοώ για ποιον λόγο δεν δύναται να προσλάβει διδακτικό χαρακτήρα η εκούσια επιλογή από έναν Ιεράρχη του μαρτυρικού θανάτου ή και η δια του μαρτυρίου του απόφαση εξάλειψης των προγενέστερων ενδεχόμενων αμαρτιών, παθών και λαθών του, όπως π.χ. του εθνοκεντρισμού ή της τεκτονικής ιδιότητος.
«Κατά συνέπεια λοιπόν, δέν φθάνει κανείς στό μαρτύριο ξαφνικά καί γίνεται ἅγιος, χωρίς δηλαδή νά τό ἐπιλέξη καί στή ζωή του καί νά τό ἐπιδιώξη (ἐννοῶ τό πάσης φύσεως μαρτύριο), δηλαδή μέ ἕνα τρόπο μαγικό καί νεφελώδη, ὅπως παρουσιάζονται τώρα οἱ μαρτυρήσαντες κατά τήν Μικρασιατική καταστροφή, ἀλλά εἰς τό κατά Χριστόν μαρτύριο φθάνει κάποιος, ὁ ὁποῖος ἔζησε στή ζωή του μαρτυρικά, προσπαθώντας πάσῃ θυσίᾳ καί κατά τό ἀνθρώπινο δυνατόν νά τηρήση τόν εὐαγγελικό νόμο»: έχει μια αδιάλειπτη τάση ο π. Ευθύμιος να απολυτοποιεί τα πράγματα και να γενικεύει το μερικό, ακόμη και όταν το μερικό αυτό είναι ορθό. Και όλα αυτά συμβαίνουν, διότι δεν βλέπει την αγιότητα οντολογικώς. Μια απλή ανάγνωση τού ως άνω αποσπάσματος αρκεί να το επικυρώσει. Είναι καταρχήν δυνατό να φτάνουν στο μαρτύριο μόνον όσοι ζούσαν εν προαιρέσει τοιουτοτρόπως από τα πριν; Μια επί τροχάδην ματιά στον Συναξαριστή φτάνει και περισσεύει αποδεικτικώς περί του αντιθέτου. Αλλά και συνάμα δεν φτάνει κανείς στο μαρτύριο τόσο μαγικά και ξαφνικά. Ο Θεός, ο προεγνωκώς τα πάντα και ετάζων καρδίας και νεφρούς, αξιώνει του μαρτυρίου όσους έχουν τη σχετική προαίρεση και δεν το γνωρίζουν, ως συνήθως, ούτε οι ίδιοι ή όσους θα την είχαν και θα την επεδείκνυαν στο μέλλον (βλέπε π.χ. τον άγιο Κήρυκο και πάλι).
Κ.Ν. (συνεχιζεται...)
Θα ήθελα, ωστόσο, να σχολιάσω με περισσή λύπη μια άλλη φράση του: «στό μαρτύριο λοιπόν τῶν ἀνθρώπων τῆς Μικρασιατικῆς καταστροφῆς δέν ὑπάρχει κανένα ἀπό τά στοιχεῖα πού προανέφερα καί κυρίως ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἀγαθή πρός τοῦτο προαίρεσις τῶν μαρτυρησάντων». Πώς αποφαίνεται τόσο άνετα ο πατήρ για το πού είναι η Χάρις; Πώς είναι τόσο σίγουρος για τις προαιρέσεις τόσων και τόσων απολεσθέντων συμπατριωτών μας; Τον αδικούν κάτι τέτοια πολύ περισσότερο από όσο φαντάζεται. Και συνεχίζει: «δηλαδή μέ ἄλλα λόγια ὁ καθένας μας, ἄν εὑρίσκετο ἐκεῖ θά ὑφίστατο καταναγκαστικά αὐτό τό μαρτύριο, ἐφ’ ὅσον δέν ἠδύνατο νά τό ἀποφύγη, καί, κατά τήν λογική τῆς νεοεποχίτικης αὐτῆς ἁγιοποιήσεως, θά ἐγίνετο αὐτομάτως καί μαγικῶς ἅγιος. Ἔτσι ἔγιναν αὐτομάτως ἅγιοι, ὅσοι τυχόν προηγουμένως ἔκλεβαν, ἤ ἀδικοῦσαν, ἤ παντοιοτρόπως ἁμάρτανον καί, ἀπό τή μία δαιμονική κατάστασι, ξαφνικά ἔφθασαν στήν ἀκρότητα τῆς ἀρετῆς, δηλαδή τήν ἁγιότητα, χωρίς νά τό καταλάβουν ἤ νά τό ἐπιδιώξουν». Απήντησα ήδη ότι ξεχειλώνει ερμηνευτικά τη Συνοδική πράξη και τανύει κατά βούλησιν και με ικανά ποσοστά αυθαιρεσίας τον αριθμό και την ποιότητα των θυμάτων, βάζοντας και βλέποντας, μόνον αυτός και όχι η Εκκλησία δια της Συνόδου της, στη χορεία των Νεομαρτύρων πάντας τους σφαγιασθέντας. Γιατί, όμως, λησμονεί ή αποσιωπά τεχνηέντως τη φράση της Συνοδικής ανακοίνωσης «πιστῶς δέ καί θεαρέστως τόν ἐπίγειον διανύσαντες δόλιχον»; Όσον δε αφορά το ακροτελεύτιο σκέλος του παραπάνω αποσπάσματος των δικών του λόγων, θα του αντέτεινα μια ρητορική μάλλον ερώτηση: πόσοι άραγε συνάνθρωποί μας άχρι τούδε μετέβησαν εν ριπή οφθαλμού από την αμαρτία στη μετάνοια και στην αγιότητα, ως ο ληστής στον Σταυρό, χωρίς να το καταλάβουν ἤ να το επιδιώξουν…
Όπως ο ίδιος μάλιστα καταθέτει αμέσως παρακάτω, ότι δηλαδή «αὐτή εἶναι ἡ γνώμη μου στήν ὑπόθεσι αὐτή» και λίγο πιο πάνω ότι «νομίζω ἐκ τῶν προτέρων, ὅτι οἱ θεωρίες αὐτές τοῦ κ. Νούση, καθώς καί τοῦ Περγάμου Ἰωάννη Ζηζιούλα, δέν εἶναι ὀρθόδοξες», θεωρώ πως τούτα είναι τα πλέον ωραία και εύστοχα σημεία της ανάλυσής του, διότι, ως θα έχει ήδη πολλαπλώς διαφανεί μέχρι τώρα σε όλους σχεδόν και πολύ περισσότερο στους έχοντες μια κάποια γνώση των θεολογικών γραμμάτων, το πρόβλημα του π. Ευθυμίου είναι η ηθική και διδακτική κρίση, χρήση και θεώρηση της αγιότητας παρά η οντολογική και αποφατική τοιαύτη, η οποία τελευταία επικυριαρχεί στην ορθόδοξη θεολογική μας Παράδοση, υποσκελίζοντας τις δυο πρώτες, εξάπαντος και αυτές ορθές αγιολογικές παραμέτρους. Η μονομερής όμως και κακοτρόπως πλεονασματική ηθικοδιδακτική θεώρηση της αγιότητας από τον Ευθύμιο δυσκολεύει οπωσδήποτε και τον ίδιο στο να δει τα πράγματα με μεγαλύτερη, μάλλον ορθοδοξότερη θεολογική ευρύτητα και ελευθερία. Δεν θα διαφωνήσω ότι οι παπικοί έφτασαν στα άκρα με τη «βιομηχανική παραγωγή αγίων», αλλά και δεν μπορώ να συμμεριστώ την άποψη αυτή στην περίπτωση των Μικρασιατών Νεομαρτύρων. Για να καταλάβει δε καλύτερα τι εννοώ, θα συμπιέσω την παλιότερη ερώτησή μου: αν εξαιρέσουμε τον αμφιλεγόμενο Σμύρνης και τον χορό των στρατιωτών, στους οποίους «κολλάει» και εγώ δεν ξέρω γιατί τόσο – αδικεί μάλιστα την απειράριθμη αυτή κατηγορία Αγίων της Εκκλησίας, μια κατηγορία που από μόνη της εγείρει πολλές λογικές και ηθικές ενστάσεις ως προς την αγιοκατατακτική εκκλησιαστική πρακτική – μπορεί να μας πει ρητά και απερίφραστα αν θεωρεί Ιερομάρτυρες τους άλλους τέσσερις Επισκόπους της τότε Ιωνίας;
Κ.Ν. (συνεχιζεται...)
«Δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου βεβαίως ἀνοίγουμε τόν δρόμο πρός ἁγιοποίησι τοῦ τυχόντος, ἐνῶ ὅλα τά μαρτύρια τά ἐκλαμβάνομε ὡς γινόμενα χάριν τοῦ Χριστοῦ, δείχνομε δέ ὅτι δέν δυνάμεθα νά διαστείλωμε κατά τό ἁγιογραφικό μεταξύ βεβήλου καί ὁσίου, ἀλλά ὅλα τά θεωροῦμε κοινά»: η Συνοδική ανακοίνωση το διευκρινίζει, ως πολλάκις κατέθεσα σχετικώς μέσα από το κείμενό της, προς προληπτική αποφυγή ενστάσεων και πάσης μελλοντικής παρεξηγήσεως. Πρόκειται προπαντός για Μάρτυρες Χριστού και δευτερευόντως για Εθνομάρτυρες. Σχετικά δε με την αναφορά των στρατιωτών στην Ακολουθία, επειδή δεν μπορώ να έχω τις μέρες αυτές το κείμενό της, πέρα από το ότι επιφυλάσσομαι να το δω κάποια στιγμή, πιστεύω ότι η διατύπωση θα έχει γίνει με τέτοιον τρόπο που θα αναφέρεται όχι στο σύνολο του στρατού, αλλά σε όσους εκ των Ελλήνων στρατιωτών είχαν τις προϋποθέσεις αγιότητας που προανεγράφησαν στο ίδιο το Συνοδικό κείμενο με βάση τη συνείδηση του πληρώματος και τις σχετικές αρχές της Εκκλησίας, όσο και πολλώ μάλλον την άφατη και γνοφώδη για μας κρίση του Θεού. Έπειτα, μια Ακολουθία, αν σε ένα σημείο εκτρέπεται κάπου, μπορεί κάποια στιγμή να διορθωθεί. Το γεγονός, όμως, τούτο δεν σημαίνει ότι η Σύνοδος συμπεριέλαβε στο σχετικό κείμενο το σύνολο του ελληνικού στρατού, όπως το αλίευσε μέσα από τη δική του μεροληπτική εξάπαντος ανάγνωση ο π. Ευθύμιος, διότι τότε όντως θα είχαμε πρόβλημα και πρωτοφανή περίπτωση στα εκκλησιαστικά χρονικά.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να ανοίξω μια παρένθεση. Η Εκκλησία μέσα από τις αγιοκατατάξεις της και τα λειτουργικά της κείμενα προσπαθεί να κρατήσει στη «μνήμη» γεγονότα και ανθρώπους και πέρα από την ειδικότερη έννοια της αγιότητας (ασκητικο - μαρτυρικής θέωσης από εδώ) και τη χρεία της επίκλησης ενός Αγίου ως πρεσβευτού με τη στενότερη σημασία του όρου. Κατά τη γνώμη μου, μαζί με την εσχατολογική θεώρηση της αγιότητας, που είναι το ένα και κύριο εν προκειμένω ερμηνευτικό κλειδί, θα μπορούσαμε να δούμε και από άλλη οπτική γωνία την καταγραφή στο λειτουργικό Συναξάρι μερικών «δύσκολων» περιπτώσεων, όπως για παράδειγμα του Μ. Θεοδοσίου και άλλων συγκαταχωρηθέντων εκεί αυτοκρατόρων. Είναι όμως ένα τεράστιο ζήτημα αυτό και δεν χωράει με τίποτε εδώ. Για να επανέλθουμε, όμως, στους στρατιώτες, η αναφορά τους στην Ακολουθία ούτε σημαίνει τη γενική αγιοποίηση του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος ούτε τοιουτοτρόπως προτρέπεται το εκκλησιαστικό πλήρωμα να τιμά τον κάθε στρατιώτη ως άγιο. Η σχολαστική, όμως, αυτή εστίαση του π. Ευθυμίου, στην οποία έσυρε άκοντα και αθυμούντα τον γράφοντα καθ’ ομότροπη αναίρεσή τους, οπωσδήποτε σκανδαλίζει τον λαό του Θεού, διχάζει και δημιουργεί πολύ περισσότερα προβλήματα (απ’ αυτά που υποτίθεται πως επιδιώκει να επιλύσει) και δη εκεί όπου δεν υφίσταται λόγος να εγείρονται απορίες και προσκόμματα, σκαλίζοντας κείμενα και αναδεικνύοντας θέματα εξ ουκ όντων, απροσκλήτως και απροκλήτως.
Κ.Ν, (συνεχιζεται...)
Και ερχόμαστε πάλι στις θεωρίες συνωμοσίας. Πάντη ανεπερείστως και αναποδείκτως ο π. Ευθύμιος θεωρεί την όλη διαδικασία νεοεποχίτικο σχεδιασμό προς την οικουμενιστική συγχώνευση των Εκκλησιών. Θα τον ρωτήσω ευθέως: πιστεύει πραγματικά ότι όλοι οι Συνοδικοί της περιόδου εκείνης ήταν στο μακροπρόθεσμο αυτό σχέδιο και μακρόπνοο «κόλπο» για την εισαγωγή «οικουμενιστών» (τεκτόνων και άλλων) αγίων, ώστε κάποια στιγμή να ενωθούν όλες οι θρησκείες κάτω από την εξουσία του Αντιχρίστου; Δεν παραείναι σενάριο επιστημονικής φαντασίας όλο τούτο; Άνετα θα χαρακτήριζα Σπίλμπεργκ της σύγχρονης Εκκλησίας τον π. Ευθύμιο με τέτοιες θεωρητικές συλλήψεις! Αλλά και πιστεύει στ’ αλήθεια ο πατέρας ότι όλοι εκείνοι και άπαντες οι λοιποί Ιεράρχες της Ελλαδικής και της παγκόσμιας Ορθόδοξης Εκκλησίας ήταν και είναι στο πονηρό αυτό σχέδιο και ξεπουλημένοι στον Οικουμενισμό, που υπέγραψαν, αποδέχτηκαν ή τουλάχιστον δεν αντέδρασαν εκ των υστέρων; Θα μου απαντήσει ίσως ότι είτε απλά συμβιβάστηκαν είτε υπέκυψαν εξ αδιαφορίας ή και πολλοί εξ αυτών απλά επετράπη θεία παραχωρήσει να πλανηθούν λόγω της συμμετοχής τους στην «οικουμενιστική» Εκκλησία. Σε αυτό δεν μπορεί να απαντήσει ο γράφων. Αφήνει όμως να μιλήσει η σιωπηρή, πλην βοώσα εκκλησιολογική στάση και διδαχή των ζώντων τότε Αγίων (Σωφρονίου, Παϊσίου, Εφραίμ Κατουνακιώτη κ.ά.), καθώς και η βαθιά του πεποίθηση ότι ο Θεός σε τόσο σοβαρά ζητήματα δεν επιτρέπει να πλανεθεί η Εκκλησία του έτσι απλά και πως, ακόμη και αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ούτε θα μολύνονταν οι πιστοί υπακούοντες στις Συνοδικές αποφάσεις ούτε θα την άφηνε στο μέλλον τόσο εύκολα απροστάτευτη στα επόμενα σχέδια των πονηρευομένων σε βάρος της. Όλα τούτα, βέβαια, είναι υποθετικές απαντήσεις σε αντίστοιχες ερωτήσεις και αιτιάσεις, διότι οι Νεομάρτυρες της Ιωνίας με προεξάρχοντα τον Χρυσόστομο είναι τωόντι Άγιοι (εξάπαντος για μένα) και με βάση τη συνείδηση του λαού (οι εξαιρέσεις δεν αναιρούν την καθολικότητα της vox populi), αλλά και με υπερφυσικά σημεία, τα οποία βεβαιότατα δεν είναι σε όλους ορατά, αλλά οις (αξίοις) δέδοται - πρόσφατα ο γράφων ενημερώθηκε για εμφάνιση του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης σε μοναχές πολυάριθμης γυναικείας αδελφότητος Ησυχαστηρίου της Χαλκιδικής.
Κ.Ν. (συνεχιζεται...)
Ο π. Ευθύμιος βλέπει προς τούτοις στην ενασχόληση της Συνόδου πλεονασματικώς με την περίπτωση Χρυσοστόμου δόλο. Ο γράφων τουναντίον βλέπει σε αυτό απλά την αναπόφευκτη χρεία επαρκέστερης αιτιολόγησης της Συνοδικής πράξης λόγω ακριβώς του ικανού αριθμού των φημών, των καταγγελιών και των ενστάσεων. Άλλωστε, άθελά του ο ίδιος ο π. Ευθύμιος μάς αποκαλύπτει μια υποφώσκουσα αλήθεια: ότι ο Νικόδημος Πατρών γράφει στον πρόλογο της ασματικής ακολουθίας των Αγίων: «Ἱεράρχην δι’ ὑποτιθεμένων ἐμπλοκῶν αὐτοῦ εἰς χώρους σκοτεινούς, μή ηὐγασμένους σαφῶς ἐν τῷ φωτί τῆς ἀμωμήτου καί ἁγίας ἡμῶν Ὀρθοδοξίας». Απ’ αυτό και μόνον συνάγεται ότι η Εκκλησία θεωρεί «σκοτεινό χώρο» τη Μασονία. Αλλά και εμμέσως εξάγεται από την όλη καθυστέρηση και την τελική υπέρβαση των κωλυμάτων λόγω των εγκλήσεων περί τεκτονισμού, μια σαφής και ολοφάνερη, έστω και λανθάνουσα ή υπεμφαίνουσα, εκ νέου επίσημη καταδίκη της Μασονίας υπό της Ορθοδόξου Εκκλησίας! Πώς, λοιπόν, μετά και μέσα από όλα αυτά καταφέρνει και βλέπει την Εκκλησία να προωθεί τον Νεοεποχιτισμό και τον Τεκτονισμό και εν τέλει δι’ αυτών τον Οικουμενισμό και την έλευση του Αντιχρίστου, ομολογώ πως δεν το καταλαβαίνω. Θεωρώ ότι τα πράγματα εισίν ηλίου φαεινότερα περί της λαβυρινθώδους συλλογιστικής και της υποχόνδριας πορείας του εν λόγω ιερωμένου.
Επίσης βρίσκει ο γέροντας να την «πει» και σε μένα και στον Ιερομάρτυρα για την περιγραφόμενη «διαίρεση» της Εκκλησίας. Δικαίωμά του, βέβαια, να λέει και να βλέπει ό,τι θέλει στα ρήματα του αλλουνού, ωστόσο θεωρώ πως και η Εκκλησία ως Μάνα και τα λόγια του Χρυσοστόμου συγκλίνουν στον πόνο για την απόσχιση των ετεροδόξων αδελφών, διό και εκφράζονται τοιουτοτρόπως. Έτσι ακριβώς το ανέφερα κι εγώ και δεν το παίρνω πίσω. Αν τώρα έχει κάποιος τη διάθεση να ιεχωβίσει, τουτέστιν να παίξει το παιχνιδάκι της κατά γράμμα και κατά το δοκούν ερμηνείας των λέξεων του άλλου, ας το πράξει. Ο γράφων δεν θα μπει ούτε σ’ αυτό το τριπάκι ούτε και θα αποκρύψει το αυτονόητο: την αδυσώπητη τιμωρία που επιφέρει κάποια στιγμή η ίδια η αλήθεια των πραγμάτων, οπότε θεωρώ ότι πίπτουσιν ωσεί χάρτινος πύργος φραστικά πυροτεχνήματα του τύπου: «ἁπλῶς λυποῦμαι, διότι θυσιάζει τήν ἁγ. Γραφή καί τήν Ὀρθοδοξία προκειμένου νά καλύψη καί ἀμνηστεύση τόν προστατευόμενό του ἐθνομάρτυρα! Ἔχει δέ τήν ἀξίωσι νά συμφωνήσωμε κι ἐμεῖς μέ τίς νεφελώδεις καί ἀπαξιωτικές γιά τήν Ἐκκλησία θεολογικές τοποθετήσεις του (ἤ μᾶλλον θεολογικούς ἐκτροχιασμούς του)».
Κ.Ν. (συνεχιζεται...)
Με βλέπει σε ένα άλλο σημείο να αυτοδοξάζομαι. Δεν προσέχει, όμως, καλά τι έγραψα. Ότι δηλαδή «προσπαθώ να θεολογώ εν ταπεινώσει εντός και υπέρ της Εκκλησίας». Σε αυτό βρίσκει έπαρση και το εναντίον, δηλαδή μια απαξίωση της Εκκλησίας. Πέρα από την αναμφίλεκτη εδώ αντιστροφή της αλήθειας των πραγμάτων, θα ήθελα να μου λύσει μια απορία: αν εγώ βάλλω κατά της Εκκλησίας, τότε εκείνος πού θα ενέτασσε τον εαυτό του; Τούτο όμως θα το απαντήσουν οι άλλοι και εξάπαντος η ίδια η ιστορία. Ξέχασε να αναφέρει δίπλα στην προσπάθειά μου τού θεολογείν τη φράση μου περί του «όχι πάντοτε επιτυχώς βέβαια». Αυτό φαίνεται να το διάβασε γρήγορα ο πατήρ και συνεπώς διαβλέπει μόνον αλαζονεία στον γράφοντα. Ας είναι. Nερό κι αλάτι, που λένε.
Ακολουθεί ένας κατάλογος με υποθετικά παραδείγματα προς αποφυγήν ειλημμένα από τον Άγιο. Με καλεί ο γέροντας Ευθύμιος να βρω αρετές του να τις καταθέσω. Είναι λίγο δύσκολο αυτό, διότι μονάχα ο Κύριος γνωρίζει τις αληθινές αρετές εκάστου, τις ούσες στη βαθεία του καρδία και όχι στο τσόφλι των εντυπώσεων και των ψευδαισθήσεων, που πολλάκις χορηγούν οι εξωτερικές μας ενέργειες. Το μόνο που θα κάμω είναι, «βάζοντας καλό λογισμό» κατά τον γερο Παΐσιο, να αντιστρέψω τα «πάθη» για τα οποία τον εγκαλεί εκείνος: βλέπω, λοιπόν, προς μίμηση την ταπείνωση του Χρυσοστόμου και το απροσποίητον και ανυπόκριτον αυτού (σε περίπτωση που έβριζε όντως και για ποιον λόγο, φυσικά, «έβριζε» κι αν θέλουμε, βέβαια, πιστεύουμε τους κατηγόρους του εδώ• και τι θεωρείτε βρισιά εν τέλει και πόσο αυτές μπορούν να παρακάμψουν ένα μαρτύριο, προκειμένου να μην υπερβούμε τον ηθικισμό και τον ευσεβισμό μας;), όπως έκαναν και οι δια Χριστόν σαλοί και όπως ανθρωπίνως παρεξηγούνταν και άλλοι μεγάλοι Άγιοι μεταξύ τους (βλ. Ιωάννη Χρυσόστομο και Επιφάνιο Κύπρου). Ορώ επίσης την αγάπη του στο αρχαίο ελληνικό πνεύμα, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι αρχαίοι και νέοι Πατέρες (ενδεικτικά οι Μ. Βασίλειος και άγιος Νεκτάριος) και την αρετή του πατριωτισμού, που σήμερα τείνει να εκλείψει παντελώς, θωρώ δε συνάμα δια του παραδείγματός του και την ευελιξία και επιείκεια της Εκκλησίας, που κατ’ αυτόν τον τρόπο ελκύει τους αλλοδόξους και τους προσκαλεί στο Σώμα του Κυρίου. Τέλος και πάνω απ’ όλα ατενίζω στην οντολογία του εκούσιου Μαρτυρίου του, που όχι απλά καταρρίπτει ακόμη και τις εύλογες ενστάσεις, αλλά και φανερώνει τη δύναμη του Θεού, που αναδεικνύει Αγίους όποιους Εκείνος θέλει και γνωρίζει και όχι όσους επιθυμούν ο ηθικολόγος και ο φονταμενταλιστάκος οι εν ημίν κρυπτόμενοι.
Στο θέμα δε του ακατονόμαστου ιστολογίου δεν απαντά, μάλλον αποφεύγει να το πράξει. Πιότερο εκείνος με λόγια - προπετάσματα καπνού προσπαθεί να αμνηστεύσει τις ανομίες των έμμεσων συνεργατών του και να τους καλύψει. Έτσι όμως δεν εκφαίνεται ορθόδοξο ήθος, τη στιγμή που θα μπορούσε απλά και ανθρώπινα – ούτε καν χριστιανικά – να καταγγείλει τις συκοφαντίες και αήθεις βωμολοχίες εκείνων ανεξάρτητα από τις όποιες μεταξύ μας διαφωνίες. Ίσως το κάνει επειδή δεν θέλει να τους απομειώσει και να τους δυσαρεστήσει, είτε υπ’ ανθρωπαρεσκείας κενόδοξης κινούμενος είτε πονηρώ τω τρόπω σκεπτόμενος, για να συνεχίσουν τη συνεργασία τους. Οπότε αναμένω μια σαφέστερη και τιμιότερη τοποθέτηση επί του θέματος και όχι δικολαβίστικες τρίπλες. Άλλωστε, εφόσον εκείνος είναι ανώτερος του Σμύρνης στο θέμα των ύβρεων, είναι ευκαιρία να το αποδείξει εν τοις πράγμασιν, όχι μόνο παχιές κουβέντες. Η γυναίκα γαρ του Καίσαρα…
Κ.Ν. (συνεχιζεται...)
Κλείνει με την απορία – ερώτησή του προς εμένα για το τι σχέση έχουν με την περίπτωση του Χρυσόστομου τα παραδείγματα προβληματικής αγιοποίησης που πληθωρικώς τού παρέθεσα. Επί λέξει ο ίδιος μάς δίνει την απάντηση δι’ αυτής ταύτης της απορίας του: «δέν δύναμαι εἰλικρινά νά κατανοήσω τί σχέσι ἔχουν ὅλα αὐτά τά σκόρπια καί πρόχειρα παραδείγματα πού ἐπικαλεῖται μέ τόν Χρυσ. Σμύρνης». Πράγματι, δεν αλληλοκατανοούμεθα, διότι μιλάμε επί άλλης θεολογικής βάσης έκαστος. Εκείνος της ηθικοδιδακτικής, εγώ της οντολογικής. Εκείνος του γράμματος, η εμή ταπεινότης του πνεύματος. Αυτός της εξορθολογιστικής αγιολογίας, εγώ της αποφατικής και υπέρλογης. Πιο συγκεκριμένα τώρα, δεν προτίθεμαι να αναφερθώ ειδικότερα στην περίπτωση Αυγουστίνου, διότι είναι όντως εξόφθαλμη και δεν χρήζει πολλής ανάλυσης. Στο κάτω κάτω, αν η τελική θέση του Ευθυμίου είναι ότι «ἔπεσαν καί σέ κάποιες πλάνες γιά τίς ὁποῖες ὅμως δέν εἶχε ἀκόμη ἀποσαφηνισθῆ ἐπισήμως τό Ὀρθόδοξο δόγμα», τότε θα πρέπει, μη κάνοντας χρήση δυο μέτρων και δυο σταθμών, να δείξει την ίδια «συγκατάβαση» και στον Χρυσόστομο, εφόσον ζώντος εκείνου δεν είχε αντιστοίχως αποσαφηνισθεί εισέτι επισήμως η σχέση Εκκλησίας και Στοάς. Δεν μάς απαντά, ωστόσο, στο θέμα των αγίων αυτοκρατόρων, καθώς φαίνεται να παίζει κρυφτούλι. Για παράδειγμα, θεωρεί στο θέμα της πολύνεκρης σφαγής που διέταξε ο Μ. Θεοδόσιος ότι απλώς «ἔσφαλε σέ κάποια διοικητικά θέματα καί ἔκανε ἀδικίες»;
Εγώ πάντως κάπου εδώ θα κλείσω την απάντησή μου πάνω στο σημείο που μου ζητά να του παραθέσω στοιχεία για την εξής περίπτωση: «ἄν λοιπόν βρῆ κάποιον ἅγιο πρέπει νά εἶναι Ἐπίσκοπος καί ὄχι αὐτοκράτορας ἤ λαϊκός, ὅπως ἀκριβῶς ὁ Χρ. Σμύρνης καί στό σημεῖο πού θέλει νά τόν παρουσιάση ὅτι ὁμοιάζει, πρέπει ὄντως νά τοῦ ὁμοιάζη καί ὄχι ἁπλῶς νά ἔκανε κάποιο σφάλμα» και συναφώς «ὅταν λοιπόν παρουσιάσει ὁ κ. Νούσης ἕνα παράδειγμα κάποιου πρέπει στό σημεῖο αὐτό νά ὁμοιάζη μέ τόν Χρυσ. Σμύρνης καί ὄχι νά ἔκανε ἁπλῶς ἕνα λάθος, ἤ νά ἔπεσε σέ κάποια πλάνη ἀπό ὑπερβάλλοντα ζῆλο ἤ ἄγνοια τῆς Ὀρθοδόξου διδασκαλίας». Και τούτο, καθώς είναι προφανές, τουλάχιστον για τον γράφοντα, ότι όταν υπάρχει προβληματική διδασκαλία, το θέμα δεν είναι τόσο ποιος την εκφέρει, όσο το περιεχόμενό της. Εξάλλου, ο τρόπος απώθησης της ερώτησής μου για τους Αγίους αυτούς από τον π. Ευθύμιο δείχνει είτε απλά ότι εθελοτυφλεί, πράγμα όμως που βλάπτει τον σκανδαλιζόμενο πιστό και την ίδια την Εκκλησία, είτε ότι απλούστατα δεν είναι σε θέση να απαντήσει, όπερ και το πιθανότερο. Για μένα είναι σαφές ότι ισχύει η τελευταία περίπτωση, μόνο και μόνο λόγω της απουσίας σε εκείνον των βασικών ορθόδοξων θεολογικών προϋποθέσεων που ανέλυσα ήδη εκτενώς. Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να «αδειάζει» τόσο εύκολα τα ερωτήματα και τα παραδείγματά μας, διότι τα κενά που αφήνει τοιουτοτρόπως εκθέτουν μάλλον τον ίδιο παρά τον υπογράφοντα την πενιχρή τούτη ανταπάντηση.
Κ.Ν. (συνεχιζεται...)
Ελπίζω να κατάλαβαν οι περισσότεροι ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά και ξεκάθαρα, όπως μάς τα παρουσιάζει ο γέροντας. Ούτε τόσο απλοϊκά και ανεμομαζεμένα τα δοθέντα ήδη επιχειρήματα και παραδείγματα υπ’ εμού. Δεν θεωρώ, επίσης, ότι απήντησε επαρκώς στο ζήτημα της υπακοής στην Εκκλησία σε περίπτωση «λάθους». Στην τελική, ποιο είναι μεγαλύτερο σκάνδαλο, μια βεβιασμένη αγιοποίηση ή μια αδιάλειπτη σκανδαλίζουσα επίθεση κατά της Εκκλησίας, των φορέων και του κύρους της; Και γιατί να εμπιστευθώ τη «μαχητική» στάση του π. Ευθυμίου και να μην υιοθετήσω τη διακριτική και νηφάλια παραμονή στους κόλπους της Εκκλησίας κατά το παράδειγμα τόσων πολλών σύγχρονών μας ηγιασμένων γερόντων; Ερωτήματα, π. Ευθύμιε, τα οποία δεν μπορείτε εσαεί να αφήνετε αναπάντητα.
Κατακλείοντας το χρυσοστομικό ζήτημα, θα ήθελα να καταθέσω και μια ακόμη σκέψη. Η εν γένει εκκλησιομαχική πολιτεία του πατρός Ευθυμίου με καθιστά καχύποπτο εκ των προτέρων περί της καθαρής και αγιοπνευματικής του κρίσης αναφορικά με την περίπτωση του Ιερομάρτυρος και εκ του αντιθέτου με πείθει για την ορθότητα της Συνοδικής Πράξης. Ακόμη, δηλαδή, και αν είχα κάποιες αμφιβολίες για την αγιότητα του ανδρός λόγω των φημών και ενστάσεων που κυκλοφορούν, οπωσδήποτε τώρα έχω και αυτό το έμμεσο τεκμήριο για το «αλάθητο» της συνοδικής ενέργειας. Είναι βέβαιο πως και η αγιομαχική τούτη πράξη εκείνου εντάσσεται στο πλαίσιο της ολομέτωπης και σύνολης επίθεσής του κατά της «των Οικουμενιστών Εκκλησίας», η οποία εφόρμηση τελικώς και δυστυχώς δεν βλάπτει παρά την Ορθοδοξία και Εκκλησία συλλήβδην. Στο ίδιο μήκος κύματος συλλογισμού, εξάλλου, κινούμενος με τον γέροντα Ευθύμιο, αλλά από την αντίθετη κατεύθυνση, δεν μπορώ να μην υποπτευθώ την πρόδηλη πιθανότητα ύπαρξης πλάνης σε άτομα «εκτός Εκκλησίας» και την εν γνώσει ή εν αγνοία (και εξ αυτής) χρήση τους σαν οχημάτων δαιμονικών υποβολών και σχεδιασμάτων εις βάρος της Εκκλησίας του Κυρίου. Δια της εις άτοπον απαγωγής, λοιπόν, όλο και πιότερο σιγουρεύομαι για την άδικη απόρριψη μιας αληθινής αγιότητος και την ημέτερη ορθή «υπεράσπισή» της μέσα στην ασφάλεια της υπακοής εις και εν τη Εκκλησία. Ίσως όλα τούτα για τον π. Ευθύμιο να φαντάζουν και πάλι μυθεύματα και φιλοσοφήματα, όμως για τον έχοντα κατ’ ελάχιστον εκκλησιολογικό φρόνημα, συνείδηση και ευαισθησία, όλα τούτα δεν συνιστούν τίποτε παραπάνω από την κατοχύρωση (μας όπισθεν ) της αρραγούς και υπερβατικής βάσης της σωτήριας Ορθόδοξης Εκκλησιολογίας.
Προσωπικά και ανεξάρτητα από τα παραπάνω, τις περισσότερες φορές προτιμώ έναν π. Ευθύμιο που ασκείται στο βουνό από πλείστους όσους θεολογούντες μεταξύ συνεδρίων και δεξιώσεων, άλλως μεταξύ τυρού και αχλαδιού. Ίσως ηχεί παράξενα τούτο στα αυτιά ενίων Αποτειχισμένων. Θα ήθελα, όμως, να γνωρίζει ο γέροντας πως η ένστασή μου βρίσκεται στον δρόμο του ανένδοτου αγώνα που φαίνεται να επέλεξε κατά της «οικουμενιστικής» Εκκλησίας, καθώς δεν βλέπω να οδηγεί κάπου πέρα από μια δονκιχωτική νίκη κατά αοράτων και απροσδιόριστων εχθρών της. Θα ήθελα δε να του ξαναθυμίσω εδώ ότι τα Γεροντικά μας γέμουν περιστατικών με ασκητές που είχαν πεπλανημένες θέσεις και στάσεις σε πνευματικά ζητήματα (και αιρετικά φρονήματα ακόμη), τις οποίες καθ’ υπόδειξιν άλλων διόρθωσαν εν ταπεινώσει. Δεν θα διαλεγόμουν με τον π. Ευθύμιο, αν δεν πίστευα ότι ανήκει μάλλον σε αυτήν την κατηγορία της δυνητικής επανένταξης στην Εκκλησία. Και αυτό εύχομαι. Δεν θα πρέπει δε σε καμιά περίπτωση να θεωρήσει ότι του κάνω υποδείξεις σαν δάσκαλος ή κανένας δεινός θεολόγος. Άπαγε της αυθαδείας και βλασφημίας! Ό, τι πράττω, το κάνω ως μαθητευόμενος εκείνου και μέσα από τις διδαχές προπαντός και τη στάση των σύγχρονων Πατέρων, καθώς και τη διαχρονική παράδοση της Εκκλησίας. Με ικανοποίησε, ωστόσο, αρκετά το γεγονός και οφείλω να το καταθέσω, ότι δηλαδή δεν παραδίδει άμεσα τα κείμενά του σε χέρια ανόμων υβριστών και κοινών συκοφαντών. Είναι ένας κάποιος διαχωρισμός της θέσης του, αν και θα μπορούσε να το κάνει επαρκέστερα, όπως είπα παραπάνω
Κ.Ν. (συνεχιζεται...)
Υποσχέθηκα την παύση του διαλόγου. Και το εννοώ. Ξέρω ότι είναι δύσκολο μετά από τόσα χρόνια να αναδιπλωθεί στο θέμα του Σμύρνης και του αντιοικουμενιστικού αγώνα του τόσο ο π. Ευθύμιος όσο και πολλοί πέριξ αυτού. Αλλά δεν είναι και ακατόρθωτο. Η Χάρις ποιεί θαύματα μέρα και νύχτα. Και όλα τούτα εύχομαι να επισυμβούν για το καλό και την ενότητα της Εκκλησίας, προς καταισχύνη του αρχεκάκου όφεως και δόξα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Θα ήθελα κλείνοντας να επαινέσω χάριν της αληθείας τη δυνατή γραφίδα του π. Ευθυμίου και να τον ευχαριστήσω που κατεδέχθη να μου απαντήσει – παρά το υπεμφαίνον σε πολλά σημεία δηκτικό ύφος και την εριστική του διάθεση, τα οποία εξάπαντος αδικούν τον ίδιο και σημαίνουν τα κενά και αδύνατα σημεία της επιχειρηματολογίας του - την ίδια ώρα που παλιοί μου «φίλοι» απηξίωσαν και αυτό το απλώς συνομιλείν, μόνο και μόνο για «ιδεολογικά χάσματα» μεταξύ μας. Η φράση του Κυρίου περί της γνώσεως του ετέρου μέσω του καρπού των έργων του φανερώνει τη βαθύτερη δύσοσμη εν προκειμένω ουσία των πραγμάτων. Και για τον γράφοντα δεν μπορείς να λέγεσαι και να είσαι χριστιανός, όταν δεν διαλέγεσαι ανθρώπινα με τον άλλον, πολλώ δε μάλλον όταν τον μισείς, τον συκοφαντείς και τον υβρίζεις.
Ο κύκλος της αντιπαράθεσης φαίνεται να κλείνει. Η απόφασή μου ελήφθη πιότερο από τις περιστάσεις παρά από δική μου πρωτοβουλία. Το ατελέσφορο και αδιέξοδο του διαλόγου, ως θα κατεδείχθη και εν τω παρόντι, έχει ουσιώδη και δομική βάση και δεν πρόκειται απλά για κόντρα επί προσωπικού. Τουλάχιστον ο γράφων αντιμετωπίζει εδώ και καιρό σαν καρικατούρες τις φαιδρές και ανυπόστατες επιθέσεις που δέχεται από τον κάθε «βλαμμένο» που θέλει απλά να εκτονώσει την εμπάθεια, την ψυχοπαθολογία και την κακότητά του. Η πρόδηλη και εξομολογημένη πλέον απογοήτευσή μου έρχεται μάλλον από τους «ημέτερους», αρκετούς πια, άσπονδους «φίλους» και εχθρούς μου, που φαίνεται να προτάσσουν την περιφρούρηση του προσωπικού τους ατσαλάκωτου προφίλ, το ad extra έμεσμα των ποικίλων παθών, αδυναμιών και συμπλεγμάτων και τη διασφάλιση των πολυώνυμων, μικροπρεπών εξάπαντος, συμφερόντων τους από την προβολή της αλήθειας με το όποιο συνεπαγόμενο προσωπικό κόστος του φορέα της. Η αξία, όμως, βρίσκεται στην προτίμηση της θεαρέσκειας (από την κενόδοξη και πάντη ανούσια ανθρωπαρέσκεια) δια της υπακοής και προάσπισης της ενότητας της Εκκλησίας. Στον χώρο της πρώτης προσπαθεί να κινείται ο γράφων όλο αυτόν τον καιρό, χωρίς να φοβάται τα μυρμηκολεόντεια τσακάλια που απλά με τα γαβγίσματά τους προκαλούν μια κάποια οχλούσα ηχορρύπανση και τίποτε πλέον τούτου. Η απορρέουσα τοιουτοτρόπως αίσθηση μιας μορφής νίκης είναι αναπόφευκτη. Όσον δε αφορά τους πιθανούς ενισταμένους για την «αυτάρεσκη» τούτη διαπίστωση και διατύπωση του γράφοντος, θα τους παρέπεμπα σε μια προ ετών σε μένα τον ίδιο συμβουλή του γερο Παΐσιου: «να ’χεις τον καλό εγωισμό». Μιλώντας γαρ υπέρ της Εκκλησίας, δικαιούσαι να έχεις έναν τέτοιον παρήγορο λογισμό και συν-αίσθημα. Ειρήνη υμίν, αδελφοί, ως τουλάχιστον την έχει την ώρα αυτή που γράφει όλα τα παραπάνω η εμή ελαχιστότης.
Κ.Ν.
17/10/2013
ΤΕΛΟΣ
στο 8.50
συμπληρωνω: σε μορφη σχολιων. και η απαντηση δεν σημαινει συνεχιση του διαλογου, απλα εγινε χαριν της θεολογικης ακριβειας και αληθειας και υπερ του κατασυκοφαντουμενου Ιερομαρτυρος.
Κ.Ν.
''ΛΟΓΟΣ ΔΥΝΑΜΙΚΟΣ ΚΑΙ ΜΕ ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ''
Όπως πάντα ο λόγος του κ. Νούση είναι ουσιαστικός, δυναμικός και εξόχως θεολογικός, ώστε να ταρακουνά και ν' αφυπνίζει τον υποψιασμένο και ανήσυχο -περί των θεολογικών θεμάτων - αναγνώστη. Αυτόν, δηλαδή, που δεν περιορίζεται -εγκλωβίζεται σε συνθηματικο -θρησκευτικές ατάκες, που όχι μόνο δεν ωφελούν, αλλά τουναντίον εμποδίζουν και την πνευματική ενηλικίωση του κάθε πιστού!
Πρέπει να καταλάβουμε καλά ότι οι καιροί του μονοφωνικού λόγου και της παθητικής ανάγνωσης - ακρόασης έχουν παρέλθει οριστικά και οι άνθρωποι αναζητούν λόγο αληθινό, ουσιαστικό και με επιχειρήματα και όχι λόγο που να μην αντέχει- με τις θέσεις που εκφράζει- ακόμη και την πιο καλοπροαίρετη κριτική! Αυτός ο λόγος είναι προτιμότερο να μην διατυπώνεται καν, γιατί υπάρχει περίπτωση να σκανδαλίσει και κατ' επέκταση να βλάψει ακόμη και τους καλοκάγαθους αναγνώστες!
Θυμήθηκα τη ρήση γνωστού θεολόγου που έλεγε πως ορισμένοι ιεροκήρυκες θεολόγοι είναι καλύτερα να σιωπούν, γιατί βλάπτουν ανεπανόρθωτα το εκκλησίασμα!
Τι ίδιο ισχύει και για πολλούς Υπερορθόδοξους - Μαχητές συγγραφείς, που με τη γραφή τους αποπροσανατολίζουν και προκαλούν σύγχυση στη σκέψη και την πνευματική πορεία πολλών αγαθών και αγωνιζόμενων πιστών.
Τι άλλο θα μπορούσε να εικάσει κανείς όταν διαβάζει έκπληκτος τα παρακάτω λόγια:''...ο Χρυσόστομος Σμύρνης δεν καλλιέργησε καμία αρετή στη διάρκεια του βίου του!!!...'' Και αναρωτιέται κανείς πως είναι δυνατόν να γράφονται τέτοια θλιβερά πράγματα από έναν ιερομόναχο?
Ακόμη και ένας αγράμματος και περιορισμένης νοητικής αντίληψης άνθρωπος, θα δυσκολεύονταν πολύ να αποδεχθεί αυτές τις άστοχες και απαράδεκτες -από θεολογικής σκοπιάς- θέσεις! Αυτές τις εκτροχιασμένες αντιλήψεις δεν τις διατυπώνεις ούτε για τις πιο κραυγαλέες εγκληματικές προσωπικότητες, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι εξακολουθούν, ακόμη και σ' αυτήν την κατάσταση της πνευματικής εξαθλίωσης και του υπαρκτικού τους μηδενισμού, να αποτελούν εικόνες θεού και συνεπώς, πάντοτε, υπάρχει ελπίδα επιστροφής και μετάνοιας!
Στην περίπτωση, λοιπόν, του ΑΓΙΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΣΜΥΡΝΗΣ, κάτι τέτοιο πρέπει να αποκλειστεί, τη στιγμή μάλιστα που ο τραγικός βίος του αγίου επισφραγίζεται και με το ΦΡΙΚΤΌΤΑΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥ ??? Γνωρίζει αλήθεια ο ιερομόναχος τις έσχατες λυτρωτικές κινήσεις του νου και της ψυχής του εν λόγω Αγίου???
Είναι αλήθεια πως ένας τέτοιος δικανικός και ηθικιστικός τρόπος σκέψης(να μην ξεχνάμε και τα ''παραστρατημένα'' παιδιά της δυτικής θεολογικής σκέψης: Άνσελμος, Ακινάτης, Αυγουστίνος)
δεν έχει περιθώρια φυγής από το καταθλιπτικό τοπίο της αμείλικτης δικαιοσύνης, της στενοκαρδίας και φυσικά της απουσίας αγάπης, μιας αγάπης, όμως, που είναι προορισμένη για όλα τα πλάσματα,... ακόμη και για τους έκπτωτους!
Διογένης/Ε.Μ.
Δημοσίευση σχολίου