Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2012

ΕΥΧΕΣ ΓΙΑ "ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ" ΜΕ ΤΟ ΟΥΡΑΝΙΟ ΤΟΞΟ

Ευχές για Καλή χρονιά με το ουράνιο τόξο που εμφανίστηκε πριν λίγο στον αττικό ουρανό και αποτυπώθηκε φωτογραφικά από την Ιδιωτική Οδό.

Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2012

Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΚΩΣΤΑ ΝΟΥΣΗ ΣΤΗΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΠΕΙΡΑΙΩΣ


Κατά Νεοζηλωτισμού Λόγος Πρώτος 
(μια απάντηση στην πρόσφατη για το άτομό μου ανακοίνωση της Μητρόπολης του Πειραιά) 
Του θεολόγου - φιλολόγου Κώστα Νούση
O αγαπητός και φιλόξενος ιστολόγος Παναγιώτης μπορεί να συμμαρτυρήσει του λόγου μου το αληθές αναφορικά με την επικείμενη δημοσίευση του κειμένου μου «η πλάνη του Νεοζηλωτισμού και το φάρμακο της ταπείνωσης», αλλά με πρόλαβαν οι εξελίξεις, τουτέστιν η εκτενέστατη απάντηση του γραφείου επί αιρέσεων της Μητρόπολης Πειραιώς αφορώσα στο πρόσωπό μου. Αν και το προαναφερθέν άρθρο μου – που ευελπιστώ ότι μετά το παρόν θα δημοσιεύσει κάποια στιγμή ο φίλος Παναγιώτης – αποτελεί την καλύτερη απόκριση στην όλως παραδόξως έμμεση τούτη ανταπάντηση του σεβασμιωτάτου Σεραφείμ προς την ελαχιστότητά μου, ωστόσο θα αναφερθώ εν ολίγοις στο ανακοινωθέν του γραφείου της Μητρόπολης, έχοντας υπ’ όψιν την προτροπή του Παναγιώτη να είμαι όσο πιο λακωνικός γίνεται, πράγμα ωστόσο που δε νομίζω ότι θα επιτευχθεί σε ικανό βαθμό όχι λόγω των προθέσεών μου, όσο εκ της μακροσκελέστατης (!) φύσεως του πράγματος
Το ίδιο το κείμενό τους είναι τωόντι υπεραρκετό να εκθέσει την εκκλησιολογική ακαταστασία που εκπέμπεται - διαταράσσουσα πολυτρόπως και πολυμερώς - από την εν λόγω Ελλαδική Επισκοπή και από μόνο του αποτελεί στοιχείο επαρκές να κινητοποιήσει τα αρμόδια εκκλησιαστικά όργανα, τόσο εν Ελλάδι όσο και εν Φαναρίω, προς θεραπεία της νοσογόνου εκκλησιολογικής πραγματικότητας που γεννάται εκείθεν με καρκινικές επεκτατικές διαθέσεις, μάλλον δε προς πρόληψη μελλόντων σχισματικών τάσεων, οι οποίες ολοένα και αισθητοποιούνται και σωματοποιούνται διακρινόμενες ευκρινέστερα και πλέον καθημερινά. Την ίδια ώρα διακατέχομαι από ανάμικτα συναισθήματα, αφενός νιώθοντας υπεύθυνος για την ανακίνηση ενός θέματος που η προβληματική του φέρνει εδώ και καιρό σε δύσκολη θέση τη Μητέρα Εκκλησία αναφορικά με τον χειρισμό της, αφετέρου, όμως, χαίρων για την προώθηση της επίλυσης μιας επιθετικής ασθενείας, η εξέλιξη της οποίας δεν μπορεί να είναι εύκολα προβλέψιμη. Προς τούτοις, όμως, και όσον ανήκει στο επ’ εμοί ελάχιστο μερίδιο, θα κάνω μερικές συνοπτικές επισημάνσεις προς αποκατάσταση της προσβαλλομένης βαναύσως αληθείας και θα παραβλέψω, το κατά δύναμιν, τα πράγματι επουσιώδη και μεστά εμπαθείας και όχι φιλάδελφης διαλογικής και παραινετικής διάθεσης σημεία. 
Αρχίζω με την ιδιαζόντως σημειωτικής και συμβολικής διαστάσεως έκδοση του ανακοινωθέντος τούτου από το Γραφείο των Αιρέσεων. Η νοηματοδοτική πρόθεση λίαν εμφανής και τραγική. Αυτή, εξάλλου, διατρέχει όλο το ‘σεντόνι’ με το οποίο με προικοδότησαν από την αντιαιρετική τούτη εμπροσθοφυλακή – αξιωματική θέση και όνομα που εκουσίως και τεχνηέντως προσλαμβάνει αφ’ εαυτής δια των ενεργειών της η εν λόγω Μητρόπολη – και στο οποίο αναγράφεται η βαπτισματική μου ετικέτα: οικουμενιστής. Τους ευχαριστώ, διότι ούτε αισθάνομαι κάτι τέτοιο ούτε και είμαι, τουλάχιστον επί του παρόντος. Άλλωστε, δε θεωρώ τυχαίο ότι προ δυο ημερών από το εν λόγω «αφοριστικό μου φιρμάνι», συνομιλώντας με έναν εκ των κορυφαίων ορθοδόξων δογματολόγων της εποχής μας, μού κατέθεσε πως και στον ίδιο «σέρνουν» τέτοια ακριβώς στο ίντερνετ και αλλού τώρα τελευταία. Ας είναι ο ευλογημένος σταυρός της συκοφαντίας και της λάσπης καθαρτικός των πολλών μας αμαρτιών και στέφανος δόξης στη μέλλουσα ζωή, εφόσον ισχύει το αναληθές των λοιδοριών, έστω και ακουσίως ή εξ αγνοίας και παρερμηνείας προσαπτομένων. Ωστόσο, αν όντως ο σεβασμιώτατος έχει στοιχεία ή έστω υποψίες για την αιρετική μου διολίσθηση σε οικουμενιστικές ή ‘μεταπατερικές’ κακοδοξίες, μπορεί να με οδηγήσει στην εκκλησιαστική δικαιοσύνη επί επιπλήξει ή και αφορισμώ. Τις διαδικασίες τις γνωρίζει. Δεν φοβάμαι. Λέω μόνο για την ιστορία ότι εγώ επισήμανα δικές του παρεκτροπές, αλλά ποτέ δεν τον χαρακτήρισα αιρετικό, σχισματικό ή κάτι σχετικό, ως έπραξαν οι δικοί του για μένα και μάλιστα εν θεολογική ημιμαθεία, κακότητι και ελαφρά τη καρδία, ως θα προσπαθήσω να καταδείξω στη συνέχεια του παρόντος. 
Ακολουθούντες τα ίχνη του πνευματικού τους πατέρα (και προϊσταμένου μήπως;) οι ανώνυμοι τούτοι συντάκτες – περισσότεροι του ενός προφανώς και εν χρονοβόρα, επισταμένη και οργανωμένη συνεργασία, χαρά στο κουράγιο τους – προκαταλαμβάνουν το ήθος μου, την ορθοδοξία μου, την επιστημονική και γνωστική μου θεολογική ακεραιότητα και κατάρτιση, δυστυχώς για εκείνους, όσον αφορά σε κάθε σοβαρό αναγνώστη, τραγικότατα και θλιβερότατα αστοχούντες και αποτυχόντες. Ειλικρινά το λέω, αν πιαστεί το κείμενό τους λέξη προς λέξη, όπως εκείνοι έπραξαν με το δικό μου, θα πρέπει, έχοντες λίγο φιλότιμο, ή να κρυφτούν ή να ζητήσουν συγγνώμη. Μα ούτε και η δική μου πρόθεσή είναι η «μωρά συζήτησις», κάτι που και ο «αθωότατος και εξόχως ειρηνοποιός» Επίσκοπός τους διατείνονται ότι θέλει να αποφύγει. Απλώς θα παραθέσω εν προκειμένω δυο τρία δικά τους σχετικά λεγόμενα και θα αφήσω να εκτεθούν όντες αυτοκατάκριτοι: «να διαπιστώσει ορισμένες ουσιαστικές ελλείψεις του και κενά σε βασικά θεολογικά ζητήματα και ιδίως σε θέματα Κανονικού Δικαίου… με αποτέλεσμα να εκθέτη τον εαυτό του δημοσίως και να ντροπιάζεται… στην οποία μάλιστα δίκην ανακριτού και δικαστού… τα πνευματικά του αισθητήρια είναι αρρωστημένα, αφού αδυνατούν πλέον να συλλάβουν την ευωδία και την αύρα του αγίου Πνεύματος… Εκείνο το οποίο λοιπόν χρειάζεται, ο αγαπητός κ.Κ.Ν., είναι να θεραπεύση τα πνευματικά του αισθητήρια διά της μετανοίας, να βγάλει τα οικουμενιστικά «γυαλιά» που φοράει… ως άλλος δικαιοκρίτης εισαγγελεύς…». Επίσης, μια μικρή ακόμα φιλοκαλικού τύπου παρατήρηση: ένα κείμενο που δημοσιεύεται επισήμως από μια Μητρόπολη, καλό είναι να αποφεύγει το πεζολογικό έως πεζοδρομιακό ύφος και επίπεδο, που πολλές φορές αγγίζει τα όρια της αργκό (βλ. ενδεικτικά: «οι ισχυρισμοί του αγαπητού κ. Κ.Ν. καταρρίπτονται και σωριάζονται κάτω σε ερείπεια ως ετοιμόρροπος μιναρές… να φουντάρη στη θάλασσα… τα κατάπιε άραγε, ή τα έκανε γαργάρες;»). Ο αυτοευτελισμός είναι πολλές φορές ενδεικτικός και άλλων ουσιωδέστερων πραγματικοτήτων, που οι προσεκτικοί μελετητές δεν αφήνουν σε μια εική και ως έτυχε διαγνωστική παρατήρηση. 
Λένε: «ενώ δε ο ίδιος ομολογεί στη πρώτη απάντηση του ότι «δεν προσδιορίζομαι σαν φιλόλογος–θεολογος» (σελ.2), ωστόσο με πολλή επιπολαιότητα καταπιάνεται με θεολογικά και άλλα εκκλησιαστικά θέματα, χωρίς να διαθέτει ένα βασικό θεολογικό εξοπλισμό». Το ότι δεν υπογράφω έτσι για λόγους απλής σοβαρότητας και το σημειώνω για να αποφευχθεί η όποια υποψία περί ψωνίσματος του υποφαινομένου, δε σημαίνει ότι αρνούμαι τη διττή μου αυτή ιδιότητα, αλλά εκείνοι το αδράχνουν και λένε αστήρικτα ότι καταπιάνομαι με θέματα, ων άσχετος. Εννοείται σαφέστατα πως ασχολούμαι με τούτα και έχων μια σεβαστή (ει και ολίγη) γνώση των πραγμάτων και ex officio, όμως αυτοί με ακυρώνουν ύπουλα και αναιδώς προκαταβολικά, αυτόχρημα θεωρούντες εαυτούς αρμόδιους να ασχοληθούν με τα εν λόγω ζητήματα, χωρίς βέβαια ποτέ να μας αποκαλύπτουν αν έχουν τουλάχιστον μια πανεπιστημιακή επικύρωση στοιχειώδους ορθόδοξου θεολογικού υπόβαθρου. Το αναφέρω απλά για να καταδείξω την ελλιπή σοβαρότητα και αφέλεια του επακολουθούντος επιχειρηματολογικού τους σχεδιασμού και περιεχομένου, όσο και την επιπολαιότητα της ανάγνωσης και συνεπόμενης ερμηνείας των γραπτών μου. 
Το πιο αντιαισθητικό, εξάπαντος, και απεχθές είναι η εκπορευόμενη φασιστόχροη επισκοποκεντρική ιεροεξεταστική και κληρικαλιστική διάθεση και αρχομανία, ισοπεδωτική κάθε λογικής, πνευματικότητας και υπολήψεων υπαρκτών προσώπων. Οι Επίσκοποι δε φείδονται ουδενός μπροστά στην όποια προσβολή του κύρους και της αυθεντίας τους, ομιλούντες από καθέδρας σαν Πάπες και τρέμοντες στην ιδέα του λάθους και της συγγνώμης, έστω και επ’ ελάχιστον. Παραμένει στον γράφοντα η απορία αν η πρόθεση του Επισκόπου και των συνεργατών του είναι η ανεύρεση και θεραπεία της αλήθειας, της πνευματικής ακριβείας και της θεολογικής ορθότητας ή το ατσαλάκωτο της επισκοπικής εικόνας και του δεσποτικού κράτους. Η διακονική διάσταση του μέγιστου τούτου εκκλησιαστικού λειτουργήματος υποχωρεί εμφανώς και καταθλιπτικότατα για τους αγαπώντες, ενασχολουμένους και γνωρίζοντες τα εκκλησιαστικά πράγματα. 
Κατέληξα ότι ένας διάλογος τέτοιος, φύσει εκκλησιαστικός και θεολογικός, αξίζει ως μια ευκαιρία πραγματικής και ευγενούς διαπάλης τάσεων μεταξύ Ορθοδόξων και όχι σαν εμπαθής και άγονη αντιπαράθεση μεταξύ προσώπων. Δυστυχώς, στην εν Ελλάδι ορθοδοξία ο διάλογος είναι κάτι άγνωστο και ενοχλητικό για τους περισσότερους. Όμως η εποχή της ταχύτατης πληροφόρησης και της μετανεωτερικότητας δεν επιτρέπει πια στρουθοκαμηλισμούς και μεσαιωνισμούς. Η μαγική αντίληψη της επισκοπικής εξουσίας και χάριτος δεν μπορεί να μας πείθει πάντα και όλους αυτοματικά, αλλά μονάχα ως ταπεινή και αγαπητική διακονική διαλεκτική. Αυτό, όμως, είναι κάτι το ξεχασμένο ή πάντη ανύπαρκτο στους ψυχισμούς της ελλαδικής των ορθοδόξων πλειοψηφίας. Πολλοί, σχεδόν όλοι οι φίλοι, με συμβούλευσαν ή να είμαι νηφάλιος και λακωνικός ή να σιωπήσω παντελώς, εφόσον σε μια ‘κόντρα’ με έναν Επίσκοπο είμαι χαμένος από χέρι! Είτε λόγω ευσεβιστικών καταβολών είτε για ποικίλα άλλα αίτια, δεν μπορούν να κατανοήσουν πως πραγματικά είμαι ήρεμος και νηφάλιος και πλέον δε συζητώ επί προσωπικού περισσότερο, όσο για την ορθοδοξότερη αντιμετώπιση των πραγμάτων, τουλάχιστον κατά την ημετέρα θεώρησή τους. Οπότε, τα ίδια μας τα γραφόμενα ας μας κρίνουν και ας αφήσουν να διαφανεί το δίκαιο και άδικο αμφοτέρων. Για τους λόγους αυτούς και να θέλω δεν μπορώ παρά να αναλύσω πιο διεξοδικά τα γραπτά των «αυλικών» της παραθαλάσσιας Μητρόπολης. Καλό θα ήταν να μου πουν τουλάχιστον ποιοι είναι, διότι εν Εκκλησία διαλεγόμεθα εν προσώποις, ενώπιος ενωπίω ή, το ελάχιστον, θέλω να δω αν μιλάω με θεολόγους εμβριθείς ή ερασιτέχνες, θεολογούντες ή ασκητές πνευματέμφορους, κληρικούς ή ό,τι τελοσπάντων απαρτίζει την αόρατη τούτη ομάδα. Είναι άξιο, προς τούτοις, ενδελεχούς ανάλυσης με ποια πρόφαση ακυρούται υπ’ αυτών και απαξιούται ο λόγος ενός λαϊκού θεολόγου συγκριτικά με έναν αντίστοιχο επισκοπικό και γιατί δεν μπαίνουν καν στη διαδικασία στοιχειώδους σεβασμού και προσοχής του πρώτου. Ή μήπως μπαίνουν και ας μην το εξωτερικεύουν; Για αυτήν και μόνον την υπόθεση αξίζει να ανοίξει κάποιος το στόμα του κι ας παρεξηγηθεί, όπερ αναπόφευκτον σε κάθε περίπτωση. 
«Η απάντηση του Σεβασμιωτάτου θα ήταν, πιστεύουμε, υπεραρκετή, αν διαβαζόταν με την δέουσα προσοχή και, προ πάντων, με πνεύμα μαθητείας και ταπεινώσεως από τον αγαπητό κ. Κ.Ν., να τον βοηθήσει να συνειδητοποιήσει κάποια βασικά λάθη και σφάλματά του». Το πνεύμα της μαθητείας είναι αδιανόητο για Επισκόπους, ως φαίνεται, αλλά μονόδρομος εκκλησιολογικής στάσης των Λαϊκών. Πιο τρανά το στρεβλό πνεύμα τούτο του αδιόρατου και υποφώσκοντος παπισμού – ον εγκαλούν επί αιρέσει παρακάτω οι ίδιοι – φαίνεται στη φράση: «και αντί, μετά την απάντηση του Σεβασμιωτάτου, να προσγειωθή και να ταπεινωθή, να κάνη μιά αυστηρή αυτοκριτική στον εαυτό του, ύψωσε το ανάστημά του». Ω της αυθαδείας του νέου και αμετροεπούς! Τα σχόλια δικά σας (η υπογράμμιση δική μου). 
Το ψεύδος προδίδεται στην κατακλείδα του εισαγωγικού τους κεφαλαίου: «επειδή λοιπόν ο Σεβασμιώτατος διέκρινε, έχοντας υπ’ όψιν του και την αποστολική προτροπή «μωράς δε συζητήσεις και γενεαλογίας και μάχας νομικάς περιΐστασο, εισί γαρ ανωφελείς και μάταιοι» (Τιτ.3,9), ότι δεν ωφελεί σε τίποτε η περαιτέρω συνέχιση μιάς άκαρπης και ανώφελης αντιπαραθέσεως, μας παρεκάλεσε να δώσουμε στον αγαπητό αδελφό κ. Κ.Ν. με την παρούσα απάντηση μια δευτέρα και τελευταία ευκαιρία νουθεσίας, με την ευχή και προσευχή, να διανοίξη ο Θεός τον νούν και φωτίσει την ψυχήν του εις επίγνωσιν της αληθείας Αυτού». Αναρωτιέσαι με περισσή απορία και αθυμική έκπληξη αν στον νου μας, μηδενός του Επισκόπου εξαιρουμένου, υπάρχει χώρος για ισότιμο διάλογο, διάθεση αυτοκριτικής και ένθεης υποψίας μιας έστω και μικρής πιθανότητας να υπάρχει το λάθος από τη δική του πλευρά. Επίσης, δεν κατανοώ για ποιον λόγο με «αγαπούν» τόσο και με «καθυβρίζουν» ταυτόχρονα, όπως και γιατί συνεχίζουν τον ψευδεπίγραφο τούτο διάλογο, ενώ ξέρουν a priori πως πρόκειται για ανώφελη και ανόητη κουβέντα. Εγώ, παρ’ όλα αυτά, θα προσπαθήσω να πω δυο λόγια επί της ουσίας και ο έχων ώτα καλής προαιρέσεως ακουέτω. 
Περί Εισπήδησης, Πηδαλίου και Ιερών Κανόνων: αρχίζουν με την παράδοξη παρατήρηση πως επικαλούμαι, χωρίς να το αντιλαμβάνομαι, το Πηδάλιο. Μα εγώ ποτέ δεν είπα κάτι διαφορετικό. Το πρόβλημά μου δεν είναι οι Κανόνες, αλλά η ερμηνεία τους. Με εγκαλούν για εσφαλμένη επανερμηνεία του Πηδαλίου: «το ότι βέβαια όλα τα παρά πάνω «μετανεωτερικά, εξαμβλωματικά και καινοφανή μορφώματα» (σελ.1 της δεύτερης απαντήσεως) της σκέψεώς του είναι τελείως ξένα προς την Κανονική και Εκκλησιαστική μας Παράδοση, μόλις είναι ανάγκη να υπογραμμιστή». Πέρα από τη χυδαία και ειρωνικότατη μεταφορά μιας φράσης δικής μου πάνω σε φαινόμενα, την οποία στρέφουν κατά των απόψεών μου και δι’ αυτών στο πρόσωπό μου – το κάνουν σχεδόν σε όλο το κείμενό τους δυστυχώς, δηλωτικό πτωχότατου ήθους – δεν πρόσεξαν μια σημαντική λεπτομέρεια: όλα τα περί «μεταλλαγμένης και καινοφανούς εισπήδησης της εποχής μας», που συχνά πυκνά επικαλούμαι και ανέλυσα ήδη δαψιλώς, είναι ξένα και καινοφανή, διότι απλούστατα δεν υπήρχε τότε που κατεγράφησαν οι Κανόνες η αλματώδης τεχνολογική επανάσταση και η παράδοξη ταχύτητα διάδοσης πληροφοριών και δεδομένων μέσω διαδικτύου, όπως σήμερα! Στοιχειωδώς άσχετοι με το γράμμα και το πνεύμα των Κανόνων δε γνωρίζουν πως οι Κανόνες συνετάχθησαν εν Πνεύματι με βάση τα ανακύπτοντα προβλήματα της τότε καθημερινότητας. Έτσι πολλοί «αχρηστεύθηκαν», μετηλλάγησαν, επανερμηνεύθησαν ή ακυρώθηκαν εν τοις πράγμασι. Το τονίζω, διότι παρουσίασαν μια σχεδόν κατά γράμμα προτεσταντική διάθεση ερμηνείας και θεώρησης του Πηδαλίου, επόμενοι, ως φαίνεται, τω πνεύματι του πατρός αυτών. 
«Επί πλέον με την απόπειρα συμπληρώσεως αυτών, τους οποίους με θείο φωτισμό συνέγραψαν οι άγιοι Πατέρες, ανυψώνοντας έτσι εαυτόν υπεράνω Συνόδων και Πατέρων». Ούτε συμπλήρωσα ούτε είμαι υπεράνω Συνόδων (τούτο το τελευταίο κλεμμένο από τα συναφή λόγια του Πειραιώς στην τελευταία του σε μένα απάντηση). Πραγματικά αστείο να απαγορεύεις ερμηνείες και βλάσφημο για το Πνεύμα, που το παρουσιάζουν να πνέει στην Εκκλησία μόνο σε παρελθοντικές εποχές. Πλήρης, δηλαδή, και επικίνδυνη αδαημοσύνη περί τα θεολογικά γράμματα και πράγματα. Επίσης, αμέσως πιο κάτω θεωρούν την υποτιθέμενη «καινή» μου ερμηνεία αυτόχρημα παραχάραξη των Κανόνων, απαγορεύοντας και πάλι εμμέσως πλην σαφώς την όποια «επανάγνωσή» τους, όπερ εστί φασισμός και μαγεία εν ταυτώ (!), ερμηνεύοντας, ωστόσο, εμένα οι ίδιοι ως κιβδηλοποιό και παραπέμποντας παράλληλα στον μεταγενέστερο της καταγραφής των Ιερών Κανόνων ερμηνευτή του Πηδαλίου άγιο Νικόδημο! 
«Με τις ενέργειές του αυτές ο αγαπητός κ. Κ.Ν., χωρίς ίσως να το αντιλαμβάνεται, προκαλεί «από απλή ταραχή και σκανδαλισμό μέχρι και σοβαρότερες παρενέργειες στην Εκκλησία», και πάντως «σίγουρα κάνει την δουλειά του και διασκεδάζει ο αρχαίος όφις» (σελ.1 του πρώτου δημοσιεύματος της 25ης.11.2012). Αυτή η περίπτωση «τω όντι ανήκει στο φαινόμενο της ευρύτερης θεολογικής μας σχιζοείδειας» (σελ.3 της πρώτης απαντήσεως». Μου αντιστρέφουν ξεκάθαρα δικολαβίστικα αυτά που τους είπα πρώτος, χωρίς όμως ουσία, αλλά σαν πυροτεχνήματα κενά. Φοβάμαι, ωστόσο, πως αυτά που λένε τόσο ανοήτως και απερίσκεπτα για μένα, ταιριάζουν γάντι σε ένα πολύ κοντινό τους πρόσωπο. 
Αλλά μια που αναφέρθηκαν στον Άγιο Νικόδημο και επειδή συγχέουν το θέμα της εισπήδησης με τη διαφύλαξη της πίστης (: «τέλος, (για να κλείσουμε το θέμα αυτό), όταν πρόκειται για δογματικά θέματα, για θέματα πίστεως, δεν υπάρχει εισπήδηση, διότι ο θησαυρός της πίστεως είναι κοινό κτήμα όλων, και όλοι έχουμε ευθύνη, κληρικοί και λαϊκοί, για την διαφύλαξή της από κάθε αίρεση και πλάνη»), για να δούμε κάτι σχετικό με την προκειμένη περίπτωση, του ιδίου ερμηνεύοντος τον ΙΑ’ Κανόνα της εν Σαρδική Τοπικής Συνόδου: «εάν τινάς Επίσκοπος υπάγη εις πόλιν ή επαρχίαν άλλην, κόμπου χάριν, ήγουν δια να εγκωμιασθή ως λόγιος, ή δια ζήτησιν της ευσεβείας και πίστεως, και θέλη να ευρίσκεται εκεί πολύν καιρόν… η συνεχής γαρ αύτη του ξένου επισκόπου διδασκαλία και ταραχάς προξενεί και υποψίαν γεννά, ότι αυτός σπουδάζει με τούτον τον τρόπον να ελκύση τον λαόν εις την αγάπην του…». Φυσικά, αν και φωτογραφίζονται αμυδρά οι εν γένει ενέργειες του Πειραιώς, ο οποίος δια του διαδικτύου και άλλων τρόπων «υπάγει σε έτερες επαρχίες», λ.χ. στο Φανάρι, ακυρώνοντας ως πεπτωκότες εν τη πίστει πολλούς Αρχιερείς της εποχής μας, το αξιοσημείωτο στον Κανόνα είναι το «μὴ καταφρονῇ ἐκείνου καὶ συνεχέστερον ὁμιλῇ, καταισχύνειν και κατευτελίζειν τὸ πρόσωπον τοῦ αὐτόθι ἐπισκόπου σπουδάζων». Ο Κανών συνεχίζει με την όλο νόημα επισημείωση ότι αυτή «ἡ πρόφασις» προκαλεί ταραχές. Θα συμφωνήσω με το γεγονός ότι σε θέματα προδοσίας πίστεως οφείλουμε να μιλάμε. Αλλά πόσο εύκολα βρίσκουμε ή εφευρίσκουμε τέτοιες προδοσίες «προφάσει» και πόσο πιο ωραίο είναι και θεαρέστως νόμιμο να το πράττουμε σύμφωνα με τη γνώμη του Πρώτου και της οικείας Συνόδου (εδώ Αρχιεπισκόπου Αθηνών και της Ελλαδικής Συνόδου – Αποστολικός Κανών ΛΔ’)! Παρά ταύτα, το πιο αξιοπρόσεκτο εδώ είναι και πάλι πως οι ανώνυμοι συντάκτες επανέρχονται υπόρρητα υποσημειώνοντες ότι δήθεν ο Πατριάρχης είναι πεπτωκώς εν τη πίστει και αυτοί εμφανίζονται ωσάν η ελεγκτική και προφητική φωνή του Θεού. 
«Στο σημείο αυτό θα θέλαμε να ερωτήσουμε: Με τα νέα όρια, που έδωσε στους Ιερούς Κανόνες, δεν περιέπεσε άραγε και αυτός στο παράπτωμα της εισπηδήσεως; Με ποιό δικαίωμα ανακατεύεται σε θέματα άλλης Μητροπόλεως, στο ποίμνιο της οποίας δεν ανήκει»; Αν και ανάξιο σχολιασμού, σημειώνω παρενθετικά πως εδώ είναι εμφανής και κακόβουλη (μάλλον κακότεχνη) η σύγχυση της απαθούς, αντικειμενικής και αναγκαιότατης θεολογικής κρίσης με συγκεκριμένες ενέργειες «εισπήδησης» Επισκόπου, γεγονότα δηλαδή που έχουμε αποδείξει πολλαπλώς ότι βαρύνουν τον Σεραφείμ. Επίσης, ας προσθέσω πως όσα ανέφερα για καινοφανείς μορφές εισπήδησης σήμερα δεν είναι δικές μου πρωτότυπες ανακαλύψεις και αποκλειστικώς ημέτερα εφευρήματα. Άκρως ενδεικτικά παραπέμπω σε βιβλία και μελέτες των Κονιδάρη, Μπούμη και άλλων με τη σχετική προβληματική, τα οποία αν χρειαστεί και με την πρώτη ευκαιρία θα τα παραθέσω σε πληρέστερη βιβλιογραφική μορφή. 
«Κατηγορήθηκε επίσης ο Σεβασμιώτατος για «τυπολατρική προσκόλληση στο Κανονικό Δίκαιο» (σελ.1 της δεύτερης απαντήσεως) και άρα και στο Πηδάλιο, «το απειλητικό κράδασμα» του οποίου «μαζί με την κανονιοβολιστική χρήση των Ιερών Κανόνων» (σελ.1,ο.π.) προκαλούν προφανώς στην ψυχή του συγγραφέως αίσθηση τρόμου και πολέμου». Τους θυμίζω ότι η εύστοχη αυτή κρίση περί κανονιοβολισμού δια των Ιερών Κανόνων δεν ανήκει σε μένα, αλλά στον άγιο γέροντα Παΐσιο – καταγεγραμμένη πληθωρικά μάλιστα. 
«Πριν από όλα, εκείνο που πρέπει να τονίσουμε και να υπογραμμίσουμε είναι, ότι οι Ιεροί Κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων και όσοι εκ των τοπικών Συνόδων και των αγίων Πατέρων έχουν επικυρωθεί από τις Οικουμενικές, δεν είναι απλές απόψεις κάποιων εκκλησιαστικών συγγραφέων ή και μεμονομένων αγίων, που επιδέχονται αναθεώρηση και τροποποίηση – σημείωση ημετέρα: το είπα ή το υπονόησα εγώ αυτό κάπου; Μη μου βάζετε στο στόμα λόγια εκ του πονηρού - αλλά κείμενα θεόπνευστα με καθολικό και διαχρονικό κύρος – εγώ πάλι: και τότε πώς εξηγείται η έκπτωση ή παραθεώρηση πολλών εξ αυτών στην πράξη;». Ποσώς δεν αμφισβητώ τη διαχρονικότητα και θεοπνευστία τους με το τελευταίο μου τούτο σχόλιο, απλά θέλω να υπογραμμίσω το πνεύμα και το γράμμα των Κανόνων που εμπαίζουν εκείνοι συγχέοντες αυτά – αν ισχύει τούτη η διάκριση στη Γραφή, πολλώ δε μάλλον γιατί όχι και στο Πηδάλιο; Ομολογώ δεν τους καταλαβαίνω. Ο ίδιος ο Μ. Βασίλειος, εξάλλου, που τον επικαλούνται επί εκκλησιαστική ακριβεία, εισάγει τον χαρισματικό τούτο ερμηνευτικό «διαχωρισμό» πνεύματος και γράμματος, τύπου και ουσίας, στον ΠΔ΄ Κανόνα του. 
Συνεχίζουν αμετανόητα εντέχνως (εν πονηρία) να εξυπονοούν μέσω του Λόσσκυ – ο μεγάλος ρώσος θεολόγος, όπως λένε, αγνοούντες, ως φαίνεται, πως έπεσε και εκείνος σε σοβαρά ατοπήματα στο ίδιο ακριβώς βιβλίο που επικαλούνται εδώ και αναφέρομαι συγκεκριμένα στην ξέχωρη Οικονομία του Πνεύματος. Να είναι άραγε ο ρώσος στην ίδια μοίρα με την αφεντιά μου, δηλονότι αιρετικός; Ας μας το απαντήσουν οι μικροί τούτοι «ιεροεξεταστές» – ότι χωρίζω τους Κανόνες από τα Δόγματα. Τους παραδίδω απλά στη χλεύη της θεολογικής τους αγνοίας, δια της οποίας αυτογελοιοποιούμενοι και την οποία αυτοπροσλαμβάνοντες με καταμηνύουν. 
«Κατά συνέπεια η προσπάθεια ορισμένων Οικουμενιστών συγχρόνων θεολογούντων, να επανερμηνεύσουν, ή να καινοτομήσουν στους Ιερούς Κανόνες, με βάση τα δεδομένα της σύγχρονης εκκλησιαστικής ζωής και πραγματικότητος, αποδεικνύεται, εσφαλμένη και μετέωρη θεολογικά». Θα το σχολιάσω επιγραμματικά: καθυβριστικός και πάλι υπαινιγμός περί ‘οικουμενιστικής’ μου πλάνης, σύγχυση ζώσης Θεολογίας και αναμάσησης της Παράδοσης, φονταμενταλισμός, αστειότητα, θεολογική αγνωσία και αφασία εμφανέστατες και επικινδυνότατες. Άκοντες, προφανώς εκ θεολογικής απειρίας, καταργούν το δικαίωμα και τη δυνατότητα σύγκλησης νέων Συνόδων προς επανερμηνεία παλαιών και σύνταξη νέων Κανόνων. Κατ’ αυτούς η Εκκλησία έκλεισε στο Πηδάλιο και στην προνεωτερική εποχή, όπερ αθεολόγητον έως βλάσφημον. Κι όμως, διαστρέφουν αυτήν την πραγματικότητα λέγοντες ότι «εάν, όπως ισχυρίζεται ο κ. Κ.Ν., ο Σεβασμιώτατος κατέχεται από πνεύμα «δικανικό και νομικίστικο» (σελ.1,ο.π.), επειδή απλώς και μόνον επικαλέστηκε κάποιους Ιερούς Κανόνες, για να διαλευκάνη το θέμα της εισπηδήσεως, τότε πολύ περισσότερο οι άγιοι και θεοφόροι Πατέρες, οι οποίοι εν Πνεύματι αγίω συνέγραψαν τους εν λόγω Κανόνες κατέχονται από παρόμοιο πνεύμα, πράγμα το οποίο αποτελεί σε τελική ανάλυση βλασφημία προς τους αγίους Πατέρες και προς αυτό το άγιο Πνεύμα». Να παρενθέσω εδώ πως ο τρόπος του Επισκόπου είναι που με ενόχλησε και όχι η επίκληση των Κανόνων. 
«Το γεγονός δε ότι κ. Κ.Ν. … αισθάνεται να αποπνέει το Πηδάλιο – σημ. δική μου: όχι αυτό, ο Πειραιώς - ένα παγερό, άχρωμο, δύσγευστο, άκαμπτο και ανάλγητο, δικανικό και νομικίστικο πνεύμα», όπως επίσης «απέχθεια και απώθηση (σελ.2,ο.π.), αυτό οφείλεται, στο ότι τα πνευματικά του αισθητήρια είναι αρρωστημένα, αφού αδυνατούν πλέον να συλλάβουν την ευωδία και την αύρα του αγίου Πνεύματος, την οποία μεταδίδουν οι Ιεροί Κανόνες και την οποίαν αισθάνονται όσοι έχουν υγιή τα πνευματικά τους αισθητήρια – πάλι δικό μου σχόλιο: τουτέστιν οι ίδιοι !». Η χυδαιότητα συνεχίζεται χωρίς όρια αμέσως πιο κάτω: «εκείνο το οποίο λοιπόν χρειάζεται, ο αγαπητός κ. Κ.Ν., είναι να θεραπεύση τα πνευματικά του αισθητήρια διά της μετανοίας, να βγάλει τα οικουμενιστικά «γυαλιά» που φοράει». Τους προτρέπω να βγάλουν πρώτα εκείνοι τα δικά τους μυωπικά εκ της αυθαιρεσίας, αμετροέπειας και της μισθάρνου θέσεώς τους. Το πνεύμα τους γέμει από συστάσεις κατάργησης του σκέπτεσθαι φυσικώς και εν Πνεύματι: πηγή αθεϊσμού, ιεροεξεταστική νοοτροπία, μονοπώληση δι’ εαυτούς και τον ποιμενάρχη τους της επαρκούς διαχείρισης της αλήθειας και της ορθοδοξίας. 
«Σύμφωνα με την καινοφανή αυτή αντίληψη, ευρύτατα διαδεδομένη μεταξύ των Οικουμενιστών – σημείωση εμή: και εγώ εκεί μέσα! - οι Ιεροί Κανόνες έχουν τύπο και ουσία ή γράμμα και πνεύμα και ότι ο μεν τύπος πρέπει να παραμεριστεί, ενώ η ουσία να εφαρμοστεί, δεν έχει κανένα θεολογικό έρεισμα. Ποτέ κανένας Πατέρας ή άγιος της Εκκλησίας μέχρι σήμερα δεν κάνει αυτή την διάκριση στους Ιερούς Κανόνες, αλλά όλοι τους ομιλούν για αυστηρή και ακριβή τήρηση αυτών, όπως σαφέστατα φαίνεται από τις παρά πάνω μαρτυρίες των αγίων Πατέρων, που μνημονεύσαμε»: ξεχνάνε τουλάχιστον τον Μ. Βασίλειο που μόλις προανέφερα. Λησμονούν (ή απλά δε γνωρίζουν για) τον πατέρα Παΐσιο και τον γερο Πορφύριο και τον γέροντα Ιάκωβο, για τους οποίους έχω πλείστα όσα παραδείγματα να τους αναφέρω. Αλλά πού να κάτσεις τώρα να ακούσεις και να διαλεχθείς με έναν αιρετικό, ε; 
Ανακεφαλαιώνοντας επί του επιμέρους τούτου ζητήματος, θέλω να επισημάνω τον αναμηρυκασμό του σχολαστικισμού και νομικισμού, που έχουμε δει ήδη στα κείμενα του ίδιου του Σεβασμιωτάτου. Τραγελαφικές «ομολογίες» μιας πίστεως των βιβλίων και όχι της ζωής και της πραγματικότητας. Γι’ αυτό και, «χάριτος απούσης», κλείνουν με τη μομφή μιας ακόμα αίρεσης για μένα: μεταπατερικός. Σίγουρα ούτε τον όρο ακριβώς δύνανται να προσδιορίσουν ούτε έχουν κάποιο αποδεικτικό σχετικό στοιχείο αναφορικά με την περίπτωσή μου. Εκτός και αν παραδεχτούν ότι αναφέρουν σε άλλους τα περί μεταπατερισμού και οικουμενισμού και όχι στον γράφοντα. Ωστόσο, η απάντησή μου στο θέμα της Εισπήδησης και των Κανόνων θα ολοκληρωθεί λίγο πιο κάτω. Κοντός ψαλμός αλληλούια. 
Περί Η΄ και Θ΄ Οικουμενικής Συνόδου: «Κατά συνέπεια είναι μείζονος σημασίας σε σχέση με το θέμα της μεταλλαγμένης εισπήδησης, διότι πάνω απ’ όλα είναι η πίστη, το δόγμα και έπονται όλα τα άλλα». Δηλαδή η Εκκλησιολογία τι είναι, δεν είναι δογματικό θέμα; Και τι ακριβώς εννοούν με όλα τ’ άλλα; Περί των δύο Ιερέων: «στην πρώτη του κατηγορία, ως άλλος δικαιοκρίτης εισαγγελεύς, αφού έστησε στο εδώλιο τον Σεβασμιώτατο»: πώς και δε βλέπουν το ίδιο στον Δεσπότη τους και «τη λένε» μόνο σε μένα; «Έπειτα οι παρεμβάσεις δεν αφορούσαν τα πρόσωπα των Πατριαρχών, αλλά τις βλάσφημες και αντορθόδοξες δηλώσεις και ενέργειές των, οι οποίες, επειδή έγιναν δημοσίως, προκάλεσαν βαρύτατο και ευρύτατο σκανδαλισμό και σάλο στον πιστό λαό του Θεού»: εδώ είναι η πεμπτουσία. Άρα οι εν λόγω Οικουμενικοί είναι οικουμενιστές. Απλά, ρητά, καθαρά, απροκάλυπτα. Παρά ταύτα η έγκλησή μου στον Πειραιώς επί του προκειμένου, πλέον όχι απλά παραμένει, αλλά και επαυξάνει: ας θυμίσω στον μεγάλο αυτό και εμβριθέστατο κάτοχο των Κανόνων, όπως τον χαρακτήρισαν οι δικοί του στο υπό εξέτασιν, τον ΛΘ΄ Αποστολικό Κανόνα. Νομίζω πως εδώ σταματάει κάθε υποκρισία και εμπαιγμός και ήρθε η ώρα των αληθινών και αντρίκιων απαντήσεων και όχι των σοφιστικών υπεκφυγών. 
Και ένα τελευταίο: «εξ άλλου τα όσα έγραψαν οι δύο κληρικοί σχετικά με τις παρά πάνω βλασφημίες, δεν αποτελούν ιδικές τους εκτιμήσεις και απόψεις, αλλά στηρίζονται εξ’ ολοκλήρου σε μαρτυρίες αγίων και καταξιωμένων ανδρών, όπως ο γέροντας Παΐσιος, κ.α.». Να τους υπενθυμίσω ότι τότε μάλλον ο πατήρ Παΐσιος θα έσφαλε που φωτογραφήθηκε με τον νυν Οικουμενικό προ της κοίμησής του, όπως και ο γέρων Ιάκωβος Τσαλίκης που προσευχόταν θερμά για την εκλογή του Βαρθολομαίου. Εκτός και αν δεν ήταν προορατικοί και χαρισματικοί πατέρες… 
Περί του Σεβ. πρώην Ράτσκας Αρτεμίου: «ο τα πάντα ανακρίνων και εξετάζων κ. Κ.Ν.»: κλεμμένο από τον ίδιο τον Σεραφείμ. Άκομψη και άτεχνη επανάληψη. Μπορούσε κάλλιστα να αποφευχθεί. Ολόκληρος μήνας προπαρασκευής ήταν αυτός άλλωστε. Στην ουσία τώρα: η υπεροχική διάκριση του Πειραιώς από την εκκλησιαστική συνοδική συλλογικότητα και πάλι στο προσκήνιο. Ήρθε να επισημάνει και διορθώσει το «λάθος» της Σερβικής Ιεραρχίας. Δε θα εξετάσω εδώ αν έχει δίκιο, αλλά θα σημειώσω εμφαντικά πως είχε μεν το δικαίωμα να διαφωνεί με επιχειρήματα, διάκριση και ταπείνωση ως άνθρωπος και Επίσκοπος, αλλά και ορθότατα παρά ταύτα δεν είχε καμιά εκκλησιαστική κοινωνία με τον καθαιρεθέντα, όπως απερίφραστα ομολογούν οι ‘αντιαιρετικοί’ συντάκτες – υπερασπιστές του. Το σωστό να λέγεται. 
Περί του κ. Νικολάου Σωτηροπούλου: εδώ όμως χαλάει το πράγμα. Ναι μεν, ορθώς ή λαθεμένα αδιάφορο προς το παρόν, εξισώνονται ως αδικούμενοι Αρτέμιος και Νικόλαος, ωστόσο στην περίπτωση του τελευταίου έχουμε κενά: δεν μας απαντούν – τεχνήεσσα και ένοχη αποσιώπηση - αν κοινώνησε στη Μητρόπολη Πειραιά, αν μίλησε - κήρυξε επίσημα σε Ναό της και αν ευλογήθηκε ή επηνέθη δημοσία και ενώπιον εκκλησιάσματος μετά τον αφορισμό του, πράγματα όλως αντικανονικώς επιλήψιμα και εκ διαμέτρου αντίθετα με την προαναφερθείσα εκκλησιολογικά σωστή στάση έναντι του Αρτεμίου. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το πρόβλημα έγκειται ουσιωδώς στο γεγονός ότι πάλιν και πολλάκις αυτονομείται ο Σεραφείμ και εξαίρεται υπεροχικώς από την ενότητα του σώματος και εν προκειμένω από τρεις τουλάχιστον «αμαρτάνουσες και πλανηθείσες» Εκκλησίες (Κωνσταντινούπολης, Σερβίας και της Ελλάδος συνηγορούσης δια λειτουργικής συγκοινωνίας, μην πω και της Μείζονος και Υπερτελούς Συνόδου). Ας ελπίσουμε πως την επόμενη φορά θα μας τα διευκρινίσει ο ίδιος επαρκέστερα όλα τούτα, απαντώντας μας ρητά και συγκεκριμένα, καθώς και εκφέροντας πιο ξεκαθαρισμένες θέσεις. 
Περί των Αναθεμάτων: προκαταλαμβάνω μια απάντηση που υποστηρίζω προσωπικά εδώ και καιρό: καλό είναι το καλό να γίνεται με καλό τρόπο, εν προκειμένω με Πατριαρχική, Αρχιεπισκοπική ή Συνοδική ευλογία. Αυτό δε συνέβη εκ μέρους του Πειραιώς. Αυτονομήθηκε, ως είθισται. Οι συντάκτες μάς μιλάνε για μια Συνοδική απάντηση στον Πατριάρχη, την οποία δεν παραθέτουν αφήνοντάς μας να μαντέψουμε το περιεχόμενο, και εξακολουθούν στο ίδιο μαγικό μοτίβο λέγοντας πως «η συνέχεια των γεγονότων απέδειξε, ότι η Δ.Ι.Σ. δεν εθεώρησε αναγκαίον να εκφράση την αποδοκιμασία της, ή έστω απλήν τινά μέμψιν, επισήμως και γραπτώς, προς τις εν λόγω ενέργειες του Σεβασμιωτάτου». Τούτο, φυσικά, δε σημαίνει ότι η εξέλιξη της κατάστασης είναι κατ΄ ανάγκην υπέρ του Πειραιώς, αλλά μάλλον εξ αναγκαιότητος προήλθε τοιουτοτρόπως χάριν της εκκλησιαστικής ειρήνης και ευταξίας δια της εν τη παρασιωπήσει κατασίγασης των παθών και της πρόληψης αντιδράσεων και πρόκλησης σκανδαλισμού και σκανδάλου, όπερ συνιστά την ημετέρα ερμηνευτική προσέγγιση. 
Δε θα διαφωνήσω με τη θέση των αόρατων συντακτών ότι η εκκλησιαστική ελευθερία μπορεί να συμπληρώνει πάντα το Συνοδικό της Ορθοδοξίας, γιατί όχι και τα Συμβολικά κείμενα (δική μου η πρόσθεση τούτη). Φοβάμαι, όμως, ότι πιο κάτω αστοχούν: «ἄρα, ὁ Σεβαμιώτατος οὔτε πρωτοτύπησε, οὔτε ἔθεσε τόν ἑαυτό του ὑπεράνω Συνόδων καί Ἐκκλησίας, ἀλλά ἁπλῶς ἀκολούθησε ταπεινῶς τήν συνήθη ἐκκλησιαστική τακτική, καί τήρησε τήν τάξη τοῦ λειτουργικοῦ βιβλίου τοῦ Τριωδίου». Πώς είναι τώρα δυνατό να μην πρωτοτύπησε και να έγιναν όλα τόσο «ταπεινώς», ώστε την ίδια ώρα να προκληθούν αναταράξεις στις σχέσεις Φαναρίου και Ελλάδας, τούτο ομολογουμένως μένει από ανεπαρκώς απαντημένο έως ανεξήγητο. Σε αυτό συνηγορούν και τα πραγματικά γεγονότα, που έρχονται σε χαρακτηριστική αντίθεση με τον ισχυρισμό εκείνων. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η ενόχληση του Φαναρίου λέει πολλά. 
Περί της υπογραφής στην «Ομολογία Πίστεως»: ισχύει εν προκειμένω ό,τι είπα για το προαπαιτούμενο της συνοδικής διαγνώμης που συνάδει και προς το αμέσως προηγούμενο. Εδώ, όμως, έρχεται ο μέγας κανονολόγος άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης - τον οποίο σημειωτέον με όχι καθαρό τρόπο επικαλούνται εκείνοι - να καταρρίψει σαν χάρτινο πύργο την κάθε εκκλησιολογική ανταρσία, μηδέ της εκ του Πειραιώς αρξαμένης εξαιρουμένης. Καταγράφω αυτολεξεί την ερμηνεία εκ του Πηδαλίου στον ΛΔ΄ Αποστολικό Κανόνα: «ότι όλοι οι Επίσκοποι της κάθε επαρχίας πρέπει να γνωρίζουν εκείνον, όπου είναι πρώτος ανάμεσα εις αυτούς, ήτοι τον Μητροπολίτην (δική μου διευκρίνιση: εδώ μιλάμε για τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών). Και να νομίζωσιν αυτόν ως κεφαλήν ιδικήν των, και χωρίς την αυτού γνώμην να μη κάμνουσι κανένα πράγμα περιττόν: οπού δεν ανήκει δηλαδή εις τας ενορίας των Επισκοπών τους (βλ. εδώ τις εν Ελλάδι νυν Μητροπόλεις), αλλ’ υπερβαίνον αυτάς, αποβλέπει εις την κοινήν όλης της επαρχίας κατάστασιν. Καθώς, λόγου χάριν, είναι τα περί δογμάτων ζητήματα, αι οικονομίαι και διορθώσεις των κοινών σφαλμάτων… αλλά να συνάγωνται εις τον Μητροπολίτην, και μαζί με αυτόν να συμβουλεύωνται δια τα τοιαύτα κοινά πράγματα, και εκείνο όπου ήθελε φανή περί αυτών καλλίτερον, κοινώς να αποφασίζηται…. Δια τι με τούτον τον τρόπον θέλει είναι ομόνοια και αγάπη», όπως σημειώνει εμφατικά ο ερμηνευτής και ο ίδιος ο Κανόνας, ανάμεσα σε κληρικούς και λαϊκούς και εξ αυτής μόνον της εν ομονοία αγάπης δοξάζεται το όνομα του Θεού. Δε θέλω να το σχολιάσω πιο πολύ, πέρα από τις μικρές δικές μου υπογραμμίσεις. Είναι, εξάλλου, από μόνο του καταπέλτης το χωρίο τούτο και αποδομεί κάθε πρόφαση αυτονόμησης, ενδεδυμένης ακόμα και με τον μανδύα της εύλογης προστασίας της Πίστης. Ένα εδάφιο που αρμόζει και για τα θέματα της Εισπήδησης και για όλα τα παραπάνω ιεροκανονικά ζητήματα. 
Αναφορικά τώρα με το «εκ περισσού» της ανακοίνωσης της Δ.Ι.Σ., θυμίζει κάλλιστα το «μηδέν τι πράττειν περιττόν» του εν λόγω Αποστολικού Κανόνα. Εγώ - όπως νομίζω και κάθε εχέφρων άνθρωπος και πολύ περισσότερο ένας κάτοχος της στοιχειώδους θεολογικής παιδείας και πνευματικής ζωής - το ερμηνεύω ως εκ του πονηρού. Τα περιττά, τα άκρα, θεωρώ πως τείνουν προς τα εκεί. Το λέει και η πατερική μας γραμματεία. Αν, τώρα, οι αγαπητοί μου ανώνυμοι επικριτές θέλουν να προκαταλάβουν την κρίση μας λέγοντας πως «όσοι στη συνοδική φράση «ως εκ περισσού» βλέπουν θεολογικό χαρακτηρισμό και μάλιστα απαξιωτικό για την «Ομολογία», είναι πρόδηλο, ότι εκφράζουν τους ανεκπλήρωτους πόθους και τις ανικανοποίητες επιθυμίες τους», μάλλον φωτογραφίζονται και «αυτοκαρφώνονται» κρίνοντες τα αλλότρια εξ ιδίων ή και παραδεχόμενοι ασύνειδα δι΄ εντόνου προκαταλαμβάνουσας αρνήσεως τη σχετική αλήθεια. 
Ερμηνεύουν επίσης κατά το δοκούν και αυθαίρετα, λέγοντας ότι «από το ανακοινωθέν (παραγρ. 6) προκύπτει, ότι η Ιεραρχία προφανώς δεν συμμερίζεται τις Πατριαρχικές ανησυχίες και δεν τις βρίσκει δικαιολογημένες… Για το λόγο αυτό η Ιεραρχία δεν την αποκήρυξε, ούτε ως προς το περιεχόμενο, ούτε ως προς τη διαδικασία (συγκέντρωση υπογραφών κλπ)! Και ασφαλώς δεν επέβαλε εκκλησιαστικά επιτίμια στους υπογράψαντες κληρικούς, ούτε καν επίπληξη, ή έστω απλή σύσταση! Αλλά, ούτε και οι υπογραφές των πιστών χαρακτηρίστηκαν ως εκκλησιολογικά απαράδεκτες! Άλλωστε πώς ήταν δυνατόν να καταδικάσει τέτοιο κείμενο, όταν είναι πρόδηλο από το ανακοινωθέν, ότι οι ίδιοι οι Ιεράρχες συμμερίζονται τις ανησυχίες των συντακτών της; Πώς να καταδικάσουν Αρχιερείς, αλλά και σεβασμίους καθηγουμένους με ολόκληρες Αδελφότητες και λοιπούς κληρικούς από πολλές Ορθόδοξες χώρες». Νομίζω μέσα από τα λόγια τους προκύπτει αβίαστα η εξήγηση της στάσης του Πατριάρχη και της Δ.Ι.Σ.: λόγοι Οικονομίας, για αποφυγή πρόκλησης χάους και σάλου. Όντως, δεν ήταν ένας και δυο, παρεσύρθησαν τόσοι πολλοί στο «ως εκ περισσού» (όπερ μεταφράζεται σε εκ του πονηρού), οπότε ο νοών νοείτω. 
Η Δ.Ι.Σ. δεν απαρτίζεται από άσχετους και ανόητους. Διακριτικότατα με το «εκ περισσού» ακύρωσε την Ομολογία, έδειξε υπακοή στον Πατριάρχη, συμμερίστηκε τις ανησυχίες του και έκλεισε το ζήτημα πολύ έξυπνα. Τώρα, αν θέλουν οι πειραιώτες «αντιαιρετικοί» να την παρουσιάσουν ως σύνοδο κρετίνων που «η υπογραφή τους στην «Ομολογία» στάθηκε αφορμή, για να λάβη η Ιεραρχία μία πρώτη ενημέρωση σχετικά με την Παναίρεση του Οικουμενισμού και του Θεολογικούς διαλόγους; Όπως εδήλωσε Αρχιερέας εκ των μη υπογραψάντων «τελικά η Ομολογία μας βγήκε σε καλό. Ενημερώθηκε η Ιεραρχία για τα θέματα αυτά, στα οποία είχε μεσάνυκτα!», είναι δικό τους θέμα και ανεπέρειστο παντελώς επιχείρημα, που πείθει όντως ολίγους μωρούς τω πνεύματι. Αλλ’ όμως δεν παύει ο λόγος τους να είναι προσβλητικός για μια «νήπια» Ελλαδική Ιεραρχία που χρειάζεται χειραγωγήσεις. Έλεος... Τέλος, ας μου συγχωρήσουν που εγώ μετέφρασα το «εκ περισσού» μέσα από το Πηδάλιο και την ασκητική μας γραμματεία και όχι μέσα από τον Μπαμπινιώτη, όπως αυτοί. Περί συνοδείας μελών της «Χρυσής Αυγής» στην μήνυση κατά του Corpus Christi: θα το πω για μυριοστή φορά. Δεν κρίνω εδώ τη Χ.Α. πολιτικά. Απλά είπα ότι ο Σεραφείμ θα μπορούσε να τους κρατήσει μακριά από την κάμερα για αποφυγή παροχής αφορμών δυσφήμησης της Εκκλησίας – όπερ και εγένετο τελικά αναποδράστως – και τον παρεκάλεσα να μας εξηγήσει το εν προκειμένω σκεπτικό του και την καθ’ όλα ύποπτη τυχαιότητα της συνάντησής τους, όπως θέλει αθωότατα να μας την παρουσιάσει. Αντ’ αυτών είδα την επανάληψη ενός κατεβατού από τα ήδη δημοσιευθέντα επισκοπικά λεγόμενα, που απλά δεν εξηγούν τίποτε από τις απορίες μας. Προς τι, το λοιπόν, επανελήφθησαν; Το ερώτημα, επομένως, παραμένει ανοιχτό και αναπάντητο. Για του λόγου το αληθές, ας διαβάσει κάποιος τα κείμενά του εκείνα ξανά και, αν πειστεί, με γεια του με χαρά του. Εγώ, πάντως, δεν είμαι σε αυτήν την των ευπίστων κατηγορία, αν και καλοπροαίρετος. 
«Άραγε ο αγαπητός κ. Κ.Ν. έπραξε το καθήκον του απέναντι στο «επαίσχυντο θεατρικό δρώμενο;». Κατάθεσε δηλαδή και αυτός παρόμοια μήνυση, ή έστω, καυτηρίασε αυτή την φοβερή βλασφημία κατά του παναγίου προσώπου του Κυρίου μας Ιησού Χριστού με κάποιο άρθρο του στο διαδύκτιο ή σε εφημερίδα; Ας μας δώσει «μια ειλικρινή και αντρίκεια απάντηση». Όχι, δεν το έπραξα έτσι όπως τίθεται. Συγγνώμη, σεβαστοί αδελφοί και πατέρες. Όμως, για να σοβαρευτούμε λιγάκι, αντί να μου απαντήσετε, μη έχοντες ουδέν ελαφρυντικό, ως φαίνεται, μου πετάτε το μπαλάκι. Η απάντησή μου, λοιπόν, είναι όχι, είμαι το ίδιο ένοχος, όσο και όλα τα εκατομμύρια των Ορθοδόξων που δεν κατέθεσαν μήνυση ή δεν αρθρογράφησαν. Και ο μόνος ακατηγόρητος εν προκειμένω παραμένει ο εν λόγω Δεσπότης… 
Περί σεξουαλικών θεμάτων: πάλι η επανάληψη των γνωστών κατεβατών του Επισκόπου. Μα δεν υπήρχε λόγος να μπουν στον κόπο. Άλλο είπα εγώ, αλλά το παρέκαμψαν, ομολογουμένως αυτοεκτιθέμενοι. Να προσθέσω απλά κάτι που θα τους βοηθήσει σε μια μελλοντική τους, πιο ικανοποιητική απάντηση: οι άλλοι Μητροπολίτες γιατί αποφεύγουν αυτήν την ποιμαντική εμμονή περί τα σεξουαλικά; Ζούνε σε άλλο κόσμο ή μήπως έχουν λιγότερη ευθύνη και αγωνία; Ας αφήσουμε, λοιπόν, έξω τους Πατέρες και την Παράδοσή μας, που επικαλέστηκα εξαρχής και για τους οποίους ουδέν σχόλιον έγινε από το «αντιαιρετικό κονκλάβιο», αγνοηθέντες εσκεμμένα υπ’ εκείνου. Ικανόν εστί, επομένως, και τούτο προς το παρόν. 
Περί της μέσης οδού μεταξύ νεοζηλωτισμού και νηφαλιότητας: εδώ θα απαντήσω (απήντησα μάλλον) με το άρθρο που δεν πρόλαβε να δημοσιευθεί λόγω της αιφνίδιας αρθρογράφησης εκ Πειραιώς, αλλά έρχεται οσονούπω. 
Επιλογικώς: «τέλος απόλυτη απόδειξη της ελευθερίας που επικρατεί στην Μητρόπολη μας αποτελεί η εφετεινή εορτή της μνήμης του Αγίου Ιερομάρτυρος Σεραφείμ επισκόπου Φαναρίου και Νεοχωρίου κατά την οποία εορτάζει τα ονομαστήρια του και ο Σεβ. Μητροπολίτης μας κατά την τελεσθείσα Θ. Λειτουργία στον Καθεδρικό Ι. Ναό Αγ. Τριάδος ο ορισθείς υπό του Σεβ. Μητροπολίτου κ. Σεραφείμ ομιλητής Αἰδεσιμ. Γ.Δ. εξ ιδίας πρωτοβουλίας του δεν ανέφερε κατά την ομιλία του ούτε μία λέξη για τον εορτάζοντα Σεβ. Μητροπολίτη ούτε μία ευχή. Και όμως ο Σεβ. τον συνεχάρη δημοσίᾳ και τον ευχαρίστησε δια την ομιλία του. Αν αυτό δεν ικανοποιεί τον κ. Κ.Ν. και εξακολουθεί να αμφιβάλλει για την επικρατούσα ελευθερία στην Μητρόπολη μας τότε δεν έχουμε να πούμε τίποτε άλλο». Καλύτερα, πατέρες μου, να μη λέγατε ούτε και τούτο το τελευταίο. Αλήθεια, δε φείδεσθε καθόλου εαυτών; Θα έλεγα παρεμπιπτόντως ότι υπάρχει στο όλο κείμενό τους ένα κάποιο επίπεδο, έστω και τεθλασμένο θεολογικά (και λογικά ενίοτε). Εδώ πια τι είναι τούτο; Τι επιχείρημα βαρύγδουπο έπεσε περί ελευθερίας; Δυστυχώς, αφρόνως οι συντάκτες και εμμέσως αποκαλύπτουν τον προχωρημένο και σεσηπότα ελλαδικό δεσποτοκρατικό ολοκληρωτισμό, υπό το κράτος του οποίου και τις νοσηρές επισκοπικές προσωπολατρίες καταγράφονται και γίνονται τα πάντα σήμερα στις ορθόδοξες εν Ελλάδι επαρχίες (μήπως άραγε και το παρόν;). Πού, όμως, να βρεθεί έτσι χώρος για αληθινή ελευθέρια, μέσα στην οποία θα φανεί το θέλημα του Θεού και θα Του δοθεί η δυνατότητα να μιλήσει; Εύχομαι πραγματικά τις μέρες τούτες να μη μας διαβάσουν άθεοι και αστήριχτοι στην πίστη, διότι εύλογα θα μας πουν: αν είναι έτσι ο Θεός και η Εκκλησία σας, τότε να μας λείπουν κι αυτοί κι εσείς. Ημείς δε οι περιλειπόμενοι, αυτοδικαιωμένοι στην καλλίκομη πλάνη μας, θα αποχωρήσουμε ολόχαροι με το Πηδάλιο υπό μάλης, οιόμενοι ότι ανήκουμε στο εκλεκτό λείμμα. Καλή χρονιά, παιδιά… Προς τούτοις, για να το κλείσω, θα παραθέσω ένα εύστοχο σχόλιο ενός ανωνύμου επί του θέματος: «''...απόλυτη απόδειξη της ελευθερίας που επικρατεί στην Μητρόπολη μας...''Ερώτηση: Αυτά που γράφουν τα πιστεύουν; Από Μακεδονία μεριά». 
Ανακεφαλαίωση και δυσθυμικά συμπεράσματα: συνοψίζοντας, στεκόμαστε σε λίγες, μα περιεκτικές λέξεις: ανεπίγνωστος ζηλωτισμός και σχεδιασμένη - γέμουσα ουκ ολίγων διαβλητών προσκομμάτων και μομφών τάση αυτονόμησης του Επισκόπου. Επίσης ιστάμεθα και σε μια απορία: γατί κρύφτηκε ο Πειραιώς πίσω από ένα αστοχούν ανώνυμο συνέδριο; Την επόμενη φορά, αν υπάρξει, θα ήτο πιο όμορφο, κομψό, ευγενικό και γενναίο οι απαντήσεις του να δίνονται ευθέως και όχι δι’ αντιπροσώπων, οι οποίοι, ως θα κατέστη πληθωρικά προφανές, πολλές φορές μας αδικούν, μας εκθέτουν και μας απογοητεύουν παρά τις περί του αντιθέτου εμφανέστατες προθέσεις τους. Με λύπησε, πράγματι, αρκετά η στάση του Σεβασμιωτάτου, που παρά τα ατοπήματά του δε μας συνήθισε στο να κρύπτεται. Ανοίγω εδώ μια φαινομενικά άσχετη παρένθεση: ισχύει πάντα το αρχαίο γνωμικό «οὐκ έν τῷ πολλῷ τὸ εὖ». Όμως εδώ το κείμενο προέκυψε κάπως μεγάλο. Έτσι βγήκε, δεν έγινε ανταγωνιστικά ή εσκεμμένα, προλαμβάνων έτσι άδικες και βιαστικές επικρίσεις. Ωστόσο, θεωρώ πως τα πιο πολλά σημεία του είναι ουσιώδη. 
Πολλοί συγχέομε μέσα μας την έννοια της ταπείνωσης και της σιωπής. Θα το ξαναπώ κι ας ακουστεί εγωιστικό. Λίγο με νοιάζει που άκουσα φαιδρότητες του τύπου αιρετικός και τα τοιαύτα εκ στόματος νηπιαζόντων τω τρόπω και τη γνώσει του πράγματος – η απουσία της στοιχειώδους νηφαλιότητας, σοβαρότητας και αβρότητας φάνηκε στο γεγονός ότι χαρακτηρίστηκα ευθέως οικουμενιστής• θα μπορούσαν κάλλιστα να με πουν φιλοοικουμενιστή• εκτός και αν σε κείμενά μου ή σε λειτουργικές μου συμμετοχές είδαν ξεκάθαρο οικουμενισμό. Τους προκαλώ όλους να τα φέρουν στη δημοσιότητα. Ίσα ίσα, λοιπόν, που με διασκεδάζουν οι θυμηδικές τούτες διαστροφές και συκοφαντίες. Το αν, τώρα, είμαι αιρετικός ή όχι και ποιος είναι πράγματι σε προβληματική κατάσταση, μονάχα ο Θεός το ξέρει. Οι εν λόγω (δι)ορισθέντες σε διατεταγμένη υπηρεσία κυρίες και κύριοι, τουλάχιστον από μένα, είναι συγχωρημένοι λόγω αγνοίας, εμπαθείας και «προσπαθείας» (όρος ειλημμένος εκ της Κλίμακος) στον οικείο Επίσκοπο. Μάλιστα, μου είναι λίαν συμπαθείς συνιστώντες ένα κονκλάβιο εξηρτημένο εκ της εξουσιολειχίας και του δημοσιοϋπαλληλισμού, καταστάσεις που εν μέρει τους δικαιολογούν και απενοχοποιούν. Ως εκ τούτου, επομένως, καθίστανται ανίκανοι και αναρμόδιοι αναζητητές της αλήθειας και κατ’ επέκταση αδέκαστοι και έντιμοι κριτές των άλλων. Κρυμμένοι ανωνύμως οι ίδιοι όπισθεν του βαρύγδουπου επισκοπικού ονόματος και γραφείου της εκεί Μητρόπολης, το μόνο που κατορθώνουν είναι να γίνονται γραφικοί, εντός, ωστόσο, γεγραμμένων αηθείας. Αλλ’ όμως, γελοιότητες του τύπου «ο Σεβασμιώτατος μας παρεκάλεσε να δώσουμε στον αγαπητό αδελφό κ. Κ.Ν. με την παρούσα απάντηση μια δευτέρα και τελευταία ευκαιρία νουθεσίας, με την ευχή και προσευχή, να διανοίξη ο Θεός τον νούν και φωτίσει την ψυχήν του εις επίγνωσιν της αληθείας Αυτού», ακολουθώντας υποκριτικά, θλιβεροί, την αποστολική προτροπή να «παραιτηθούν» μετά τη δεύτερη σε μένα νουθεσία ως δήθεν σε αιρετίζοντα, πέρα από το αστείον της υποθέσεως που θα με ωθούσε να τους ευχαριστήσω για τη μεγαλοψυχία τους σε μένα τον ταλαίπωρο (!), στην ουσία αποτελούν την κορύφωση μιας ψυχοπαθολογικής κατάστασης που φαίνεται να ενυπάρχει σ’ αυτούς και έτσι δεν μπορώ παρά να τους επιστρέψω όχι τις ίδιες προτροπές, αλλά μια απλή συμβουλή για επάνοδο στη σοβαρότητα καταρχήν και μετά ξανασυζητάμε ό, τι χρειαστεί. Θύματα, ως απεδείχθη εκ των πραγμάτων, όντες των διατεταγμένων, προδιαγεγραμμένων επαίνων και των προκατειλημμένων συμφωνιών με την εκάστοτε προϊσταμένη αρχή σε ανάλογα περιβάλλοντα – ίνα αρέσκωσι τω Επισκόπω εδώ ή μη δυνάμενοι αντιταχθήναι – τυγχάνουν και νομοτελειακά της συγγνώμης μας, πολλώ δε μάλλον χριστιανικά. 
Σε όλα τα θέματα μπορούν να κατασκευαστούν επιχειρήματα –επερείσματα όλων των θέσεων και των αντιθέσεων. Το ζητούμενο, όμως, σε μια θεολογική αντιπαράθεση είναι πως η αλήθεια, ανήκουσα στον χώρο του Προσώπου, διαφεύγει των γραμμάτων, των νόμων, των κανόνων, των ιδεών. Γέμει σχετικών παραδειγμάτων η ίδια η ένσαρκη πολιτεία του «Κυρίου του σαββάτου». Αυτός έβλεπε πέρα από τον νομικισμό, στον άνθρωπο. Και αυτό καταγγέλλω επίσης εδώ. Το ερώτημα που εκκρεμεί αδιάπτωτα είναι: quo vadis, Άγιε Πειραιώς; Σας θεωρώ τίμιο και θαρραλέο μαχητή, αλλά εισήλθατε σε «τριπάκια» επικίνδυνα από τα οποία δύσκολα απεγκλωβίζεται κάποιος. Σας θαυμάζουν και επικροτούν άνθρωποι αλλόφρονες και δαιμονιώντες – ρίξτε απλά μια ματιά σε ιστολόγια – και ερωτοτροπούντες με επαναστάσεις και αποτειχίσεις. Συμφωνείτε με αυτά; Σας ευχαριστούν; Δε νομίζω, δε θέλω να το φανταστώ. 
Για όλους τους λόγους αυτούς δεν μπορώ και δεν πρέπει να σιωπήσω, διότι και δεν εθίγην σε καμιά περίπτωση προσωπικά, όσο και αν τούτο σε πολλούς ηχεί ψευδές ή παράδοξο, αλλά και διότι το κακό στην ελλαδική ορθοδοξία παράγινε και πρέπει η θεολογία να είναι ανεπηρέαστη ανθρωπαρέσκειας και ανανδρίας (και της εξ αυτών προσχηματικής χρήσης μιας ψευτοταπείνωσης). Το πρόβλημα που διαφαίνεται, έστω και μέσα σε όμορφα περιτυλίγματα, είναι η πλάνη του Νεοζηλωτισμού, που είναι και αυτή άκρο, τουτέστιν δαιμονική. Αυτήν, λοιπόν, και μόνον καταγγέλλω. Στην αντίθετη περίπτωση θα ήμουν τουλάχιστον μεμπτός ως προς τη θεολογική αλήθεια. Θέλω, επομένως, να υπομνήσω προς πάσα κατεύθυνση ότι όλα τούτα τα φαινόμενα μού θυμίζουν έντονα παλαιοερτολογισμό και η ιστορία έδειξε πως δεν έχουν καλή κατάληξη. Και τότε οι «ζηλωτές» εκείνοι επικαλούνταν την υποταγή μας στον Πάπα (και δη με πιο ορατές και απτές αφορμές, ως το νέο ημερολόγιο), όπως το πράττουν και οι σύγχρονοι «αντιοικουμενιστές». Τελικά, ούτε ενωθήκαμε με τους Δυτικούς ούτε οι αποσχισθέντες γύρισαν στην Εκκλησία. Τουναντίον, πολλοί απώλεσαν και χάνουν ακόμα και σήμερα την ψυχή τους στις σχισματικές παρασυναγωγές και με τις ανάλογες εκκλησιολογικά άθεσμες στάσεις και διαθέσεις τους και, στην τελική, μάλλον θόρυβος γίνεται παρά αποκάθαρση πλανών και αιρετιζόντων. 
Έγινα καυστικός και δηκτικός σε αρκετά σημεία, εν πολλοίς όμως δικαίως αναλογικά με όσα άκουσα. Θα επαναλάβω ότι ο Μητροπολίτης του Πειραιά μπορεί να προσφέρει πολλά στην Εκκλησία ως ικανός και μη διεφθαρμένος. Φοβάμαι ότι αδικήθηκε από την πρόσφατη ανακοίνωση των δικών του, χωρίς κατά βάθος να συμφωνεί σε όλα όσα γράφηκαν. Η ευγένεια προς τους συνεργάτες του άφησε, φαντάζομαι, το κείμενο ως μας παρεδόθη. Ας μας κρίνει όλους το πνεύμα μας και τα κείμενά μας. Τα συνθήματα και οι ύβρεις ας πάνε σε άλλους χώρους, όχι σε εκκλησιαστικούς διαλόγους. Άλλωστε, όπως ορθά μου σημείωσε φίλος και συνάδελφος τελευταία, όλες οι σχετικές απόψεις και τάσεις μπορούν να συνδιαλεχθούν, συνδιαλλαγούν και συντεθούν εν Χριστώ, ο εστί μεθερμηνευόμενον να «εκκλησιασθούν». 
Κ.Ν. 
30-12-2012 
Αγίου Γεδεών του εν Τυρνάβω, του δια Χριστόν σαλού και νεομάρτυρος

ΕΤΟΣ ΚΑΒΑΦΗ ΤΟ 2013 – Ο ΚΑΒΑΦΗΣ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ


Του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου 
Έτος Καβάφη το 2013. 
150 χρόνια από τη γέννησή του και 80 από το θάνατό του. Ήδη ξεκίνησαν παγκοσμίως οι σχετικοί εορτασμοί και η εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ έχει σήμερα ένα μεγάλο αφιέρωμα στον Αλεξανδρινό που δοξάζει την ελληνική ποίηση στα πέρατα του κόσμου. 
Πέρα από το ότι είναι ο πιο πολυμεταφρασμένος έλληνας ποιητής είναι - όπως καταδεικνύεται και από σχετικό άρθρο στο σημερινό αφιέρωμα του ΒΗΜΑΤΟΣ - και ο πλέον μελοποιημένος. Οι συντάκτες του άρθρου, Βασίλης Λαμπρόπουλος και Παντελής Πολυχρονίδης, υπολογίζουν ότι πενήντα έλληνες και τριάντα ξένοι συνθέτες έχουν αντλήσει από τον Καβάφη για να γράψουν 350 μουσικά κομμάτια σε 20 γλώσσες. Από μια πρόχειρη δική μου έρευνα θεωρώ πως οι έλληνες συνθέτες είναι παραπάνω από 50. 
Η ενασχόλησή μου με τον μελοποιημένο Καβάφη εντάθηκε από «Το τετράδιο του Πατριάρχη», δηλαδή την παραγωγή του Καλλιτεχνικού Συνόλου Πολύτροπον, που παρουσιάσαμε σε πολλές πόλεις της Ελλάδας από το 2004. 
Πρόκειται για μελοποιημένη ποίηση βασισμένη στη νεανική ποιητική ανθολογία του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου, που εγκαινίασε το 1954, όταν ήταν μαθητής στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Σ’ αυτό το ποιητικό τετράδιο ανθολογούνται και έξι ποιήματα του Καβάφη, γεγονός αξιοπρόσεκτο, αφού ο Αλεξανδρινός την εποχή εκείνη δεν είχε καθιερωθεί καλά καλά στην κυρίως Ελλάδα. 
Αλλά, ας αφήσουμε τον ίδιο τον Πατριάρχη να περιγράψει αυτή τη σχέση του με τον Καβάφη, κάτι που έκανε τον Οκτώβριο του 2009 σε εκδήλωση στην Μεγάλη του Γένους Σχολή, όταν η ομάδα «Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ» του Πολιτιστικού Συλλόγου Άνω Σύρου, παρουσίασε την μουσικοποιητική παράσταση «Κ.Π.Καβάφης– Απ’ έξω και τραγουδιστά». 
Είπε εκεί ο Πατριάρχης, σύμφωνα με το σχετικό ρεπορτάζ του Νίκου Μαγγίνα
«Απόψε δε θα μπορούσα να μην έλθω. Πρώτον, διότι η εκδήλωσις γίνεται στην Πατριαρχική Μεγάλη του Γένους Σχολή και, δεύτερον, διότι η εκδήλωσις ήταν για τον Καβάφη. Γυρίζω πολλά χρόνια πίσω, μόλις είχα τελειώσει το Ημιγυμνάσιο της γενετείρας μου, της Ίμβρου, την Κεντρική Σχολή, όπως τη λέγαμε εκεί, και ενεγράφην στην πρώτη τάξη του Λυκείου της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Τότε άρχισα να αντιγράφω σε ένα απλό τετράδιο τα ποιήματα, τα οποία μιλούσαν στην ψυχή μου. Γράφει σε μία ετικέτα που είχα κολλήσει στο εξώφυλλο του τετραδίου: «Ποιήματα, Δημήτριος Αρχοντώνης, Νοέμβριος 1954». Αυτό το τετράδιο αργότερα κυκλοφόρησε σε φωτοστατική έκδοση˙ έχει εξαντληθεί, αλλά έχω το πρωτότυπο. Ήταν πολύτιμο κειμήλιο των μαθητικών μου χρόνων. Μέσα σ’ αυτό το τετράδιο, μεταξύ άλλων ποιημάτων του Δροσίνη, του Πολέμη, του Μιλτιάδη Μαλακάση, του Μπολέτση, έχω πολλά ποιήματα του Καβάφη. Σας έφερα φωτοτυπία δύο σελίδες απ’ αυτό το τετράδιο: «Τα τείχη», «Che fece...il grand rifiuto» και «Aπολείπειν ο Θεός Αντώνιον». Σε άλλες σελίδες έχω την «Πόλη», “Τα Κεριά” που διαβάσατε. 

Μιλούσε πάντοτε ο Καβάφης στην ψυχή μου. Είναι μεγάλος ποιητής και συνδέεται, όπως ελέχθη, με την Πόλη μας. Έχει ένα ποίημα για το Καλεντέρι, για τον Βόσπορο –ζούσε κάπου εκεί κοντά- και περιγράφει τον Βόσπορο με το σεληνόφως –νομίζω ότι το ποίημά του αυτό δεν είναι πολύ γνωστό. Λένε οι κριτικοί –αυτό το διάβασα στην ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Δημαρά- ότι ο Καβάφης ήταν σκεπτικιστής, ήταν οπαδός της αρνήσεως. Δεν ξέρω τι εννοούν οι κριτικοί. Εάν, όμως, εννοούν τη σχέση του με τη θρησκεία, μάλλον δεν θα πρέπει να είναι αντικειμενική η κριτική αυτή. Ακούσαμε τον «Σταυρό», ακούσαμε τα «Περίχωρα της Αντιοχείας», ακούσαμε την «Εκκλησία», τη «Δέηση», πόσο περιπαθώς αγαπούσε το εσωτερικό ενός Χριστιανικού ναού ο Καβάφης και πόσο τον ενέπνεε, και πόσο καταφερόταν εναντίον του Ιουλιανού και των ειδώλων, και πόσο αγαπούσε τη Χριστιανική Εκκλησία. 
Λοιπόν, τον αγαπούμε τον Καβάφη και από αυτής της απόψεως, διότι αγαπούσε την Εκκλησία, αγαπούσε τη Χριστιανική μας θρησκεία. Θα εξακολουθήσω να τον διαβάζω από τα Άπαντά του, τα οποία έχω, στον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο που έχω, ή θα «κλέβω» από τον χρόνο μου, που είναι υπερπλήρης, από τα Πατριαρχικά καθήκοντα για να με ξεκουράζει ψυχικώς, όπως με ξεκούραζε κάθε φορά που τον διάβαζα από το 1954, μισός αιώνας και παραπάνω! 
Σας ευχαριστούμε, διότι ήλθατε να ακούσουμε και να απολαύσουμε όλοι μαζί τον Καβάφη. Τιμήσατε και ενισχύσατε εμάς εδώ, τους ολίγους, οι οποίοι φυλάττουμε «πνευματικές Θερμοπύλες», «ποτέ από το χρέος μη κινούντες», όπως θα έλεγε ο Καβάφης». 
Αυτά είπε τότε ο Πατριάρχης. 
Ας επανέλθουμε στην εκδήλωση του Συνόλου Πολύτροπον
Τα πέντε από τα έξι ποιήματα του Καβάφη που ανθολόγησε ο Πατριάρχης στο τετράδιό του, παρουσιάσαμε στις ανά την Ελλάδα συναυλίες, επιλέγοντας μελοποιήσεις, για φωνή και πιάνο, σημαντικών ελλήνων συνθετών. 
Συγκεκριμένα: 
- Κεριά, του Γιάννη Α. Παπαϊωάννου (1953). Την ανέκδοτη χειρόγραφη παρτιτούρα μου την έδωσε η ίδια η γυναίκα του συνθέτη κ. Ειρήνη. 
- Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον, του Γιώργου Κουρουπού, ο οποίος το έγραψε κατόπιν προτροπής του μαέστρου Άλκη Μπαλτά για την εκδήλωση στο Φεστιβάλ Θρησκευτικής Μουσικής της Πάτμου (2006). 
- Θερμοπύλες, του Αντίοχου Ευαγγελάτου. Ο συνθέτης έχει γράψει ένα κύκλο τεσσάρων τραγουδιών σε ποίηση Καβάφη. 
- Τα τείχη του Λεωνίδα Ζώρα και 
- Η Πόλις, του Μίκη Θεοδωράκη. Το αρχικό θέμα βρίσκεται στην Τρίτη Συμφωνία του συνθέτη.


Μένει το Chè fece …il gran rifiuto, το οποίο δεν έχουμε μέχρι τώρα παρουσιάσει. Με την ευκαιρία, λοιπόν, του έτους Καβάφη, που είναι το 2013, με το Πολύτροπον θα παρουσιάσουμε μια νέα παραγωγή με τον τίτλο «Ο Καβάφης του Πατριάρχη», που θα περιλαμβάνει μελοποιήσεις σύγχρονων ελλήνων συνθετών πάνω στα Καβαφικά ποιήματα τα οποία ανθολόγησε πριν σχεδόν 55 χρόνια ο μαθητής Δημήτριος Αρχοντώνης, ο σημερινός Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος ο Α’. 
Κάτι ακόμα που συνδέει τον Πατριάρχη με τον Καβάφη είναι ότι ο ποιητής είχε γερές ρίζες στην Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας του Πέτρος Ι. Καβάφης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1814, ήταν μεγαλέμπορος βαμβακιού, από φαναριώτικο γένος που οι ρίζες του φαίνεται πως είναι βυζαντινές και η μητέρα του Χαρίκλεια Φωτιάδη γεννήθηκε στο Νιχώρι Κωνσταντινουπόλεως το 1834 από παλαιότατη οικογένεια της Πόλης. Το 1882, στη διάρκεια της αιγυπτιακής εξέγερσης κατά των Άγγλων, ο ποιητής, σε ηλικία 19 ετών, φεὐγει από την Αλεξάνδρεια και πηγαίνει με την οικογένειά του για τρία χρόνια (ως τον Οκτώβριο του 1885) στην Κωνσταντινούπολη, στο σπίτι του φαναριώτη παππού του, Γεωργάκη Φωτιάδη. Ο Καβάφης έγραψε και ένα ποίημα για το Νιχώρι, που μπορείτε να διαβάσετε εδώ.


Τα χειρόγραφα ποιήματα του Καβάφη που παραθέτουμε στις φωτογραφίες είναι από το μαθητικό τετράδιο του Πατριάρχη.

Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2012

ΔΙΚΑΙΟΣ Ο ΕΠΑΙΝΟΣ ΤΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΑΘΗΝΩΝ ΣΤΟΝ ΘΕΟΛΟΓΟ ΧΡΙΣΤΟ ΦΩΤΕΙΝΟΠΟΥΛΟ


H βράβευση του εκπαιδευτικού Χρίστου Φωτεινόπουλου από την Ακαδημία Αθηνών, χθες Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου στην αίθουσα τελετών της Ακαδημίας, αποτελεί σίγουρα αναγνώριση της μακροχρόνιας προσφοράς του τόσο στην εκπαίδευση όσο και ευρύτερα στον πολιτισμό των Καλαβρύτων.
Αυτό ακριβώς είναι και το σκεπτικό της Ακαδημίας για τη βράβευσή του: 
Έπαινος, οίκοθεν, στον κ. Χρίστο Φωτεινόπουλο για την πνευματική και κοινωνική του προσφορά στην περιοχή των Καλαβρύτων. 
Ο θεολόγος Χρήστος Φωτεινόπουλος, σίγουρα ανήκει στην άλλη Ελλάδα. Σ' αυτήν της εντιμότητας, της ανιδιοτελούς προσφοράς και του σπάνιου ήθους. Το περιοδικό επικοινωνείν, που εξέδιδε για αρκετά χρόνια ήταν ένα χαρακτηριστικό δείγμα της σκέψης και της όλης δράσης του. Σήμερα είναι διευθυντής του Μουσείου Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος και έχει αναδείξει με αξιόλογες εκδόσεις και  εκδηλώσεις τη μαρτυρική θυσία του 1943.
Η Ιδιωτική Οδός τού εύχεται μακροημέρευση και δύναμη για να επιτελεί τα ευγενή οράματά του. 

Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΠΑΝΤΑ ΔΙΕΞΟΔΙΚΩΣ ΣΤΗΝ "ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΟΔΟ" ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΝΟΥΣΗ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ 
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ & ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ 
Εν Πειραιεί τη 26η Δεκεμβρίου 2012 
«Δευτερολογική ανταπάντηση στον Μητροπολίτη Πειραιώς Σεραφείμ». 
Στις 3 Δεκεμβρίου 2012 στην ιστοσελίδα «Ιδιωτική οδός» του κ. Παναγιώτη Ανδριόπουλου δημοσιεύθηκε άρθρο του θεολόγου–Φιλολόγου κ. Κώστα Νούση (στο εξής κ.Κ.Ν.) με τον παρά πάνω αναγραφέντα τίτλο. Η απάντηση αυτή έρχεται σαν συνέχεια μιάς άλλης, πρώτης, απαντήσεως του ιδίου, δημοσιευθείσα στις 30.11.2012. Και οι δύο αυτές απαντήσεις αναφέρονται σε κείμενο–απάντηση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πειραιώς κ. Σεραφείμ σε προηγούμενο δημοσίευμα του αυτού συγγραφέως στην ίδια ιστοσελίδα με τίτλο «Εκκλησιολογική σχιζοείδια ή σοφιστικές αυτοδικαιώσεις; (αλλιώς: φαινομενολογικές προσεγγίσεις της συγκεχυμένης σύγχρονης εκκλησιολογίας», δημοσιευθέν στις 25.11.2012). Η απάντηση του Σεβασμιωτάτου θα ήταν, πιστεύουμε, υπεραρκετή, αν διαβαζόταν με την δέουσα προσοχή και, προ πάντων, με πνεύμα μαθητείας και ταπεινώσεως από τον αγαπητό κ.Κ.Ν., να τον βοηθήσει να συνειδητοποιήσει κάποια βασικά λάθη και σφάλματά του, να διαπιστώσει ορισμένες ουσιαστικές ελλείψεις του και κενά σε βασικά θεολογικά ζητήματα και ιδίως σε θέματα Κανονικού Δικαίου. Ενώ δε ο ίδιος ομολογεί στη πρώτη απάντηση του ότι «δεν προσδιορίζομαι σαν φιλόλογος–θεολογος» (σελ.2), ωστόσο με πολλή επιπολαιότητα καταπιάνεται με θεολογικά και άλλα εκκλησιαστικά θέματα, χωρίς να διαθέτει ένα βασικό θεολογικό εξοπλισμό, με αποτέλεσμα να εκθέτη τον εαυτό του δημοσίως και να ντροπιάζεται. Και αντί, μετά την απάντηση του Σεβασμιωτάτου, να προσγειωθή και να ταπεινωθή, να κάνη μιά αυστηρή αυτοκριτική στον εαυτό του, ύψωσε το ανάστημά του και επεχείρησε απάντηση-επίθεση, στην οποία κατηγορεί τον Σεβασμιώτατο με κατηγορίες, τις οποίες αδυνατεί να τεκμηριώσει. Επειδή δε αντελήφθη προφανώς, ότι όσα έγραψε στην πρώτη απάντηση του δεν αντέχουν σε σοβαρά κριτική, επεχείρησε και δεύτερη απάντηση-επίθεση, στην οποία μάλιστα δίκην ανακριτού και δικαστού θέτει προς τον Σεβασμιώτατον σειρά ερωτημάτων προς απάντησιν. Επειδή λοιπόν ο Σεβασμιώτατος διέκρινε, έχοντας υπ’ όψιν του και την αποστολική προτροπή «μωράς δε συζητήσεις και γενεαλογίας και μάχας νομικάς περιΐστασο, εισί γαρ ανωφελείς και μάταιοι» (Τιτ.3,9), ότι δεν ωφελεί σε τίποτε η περαιτέρω συνέχιση μιάς άκαρπης και ανώφελης αντιπαραθέσεως, μας παρεκάλεσε να δώσουμε στον αγαπητό αδελφό κ.Κ.Ν. με την παρούσα απάντηση μια δευτέρα και τελευταία ευκαιρία νουθεσίας, με την ευχή και προσευχή, να διανοίξη ο Θεός τον νούν και φωτίσει την ψυχήν του εις επίγνωσιν της αληθείας Αυτού. 

Περί εισπηδήσεως. 
Αρχίζουμε με το θέμα της εισπηδήσεως, το οποίο θέτει ο κ.Κ.Ν. τόσο στην πρώτη και δεύτερη απάντησή του, όσον επίσης και στο δημοσίευμα της 25ης.11.2012. Στο εν λόγω δημοσίευμα ομιλεί για «έμμεση κανονική εισπήδηση σε αλλότριες δικαιοδοσίες» (σελ. 4). Η παρά πάνω φράση παραπέμπει αναπόδραστα στο Κανονικό Δίκαιο της Εκκλησίας και στο Πηδάλιο, διότι εκεί γίνεται για πρώτη φορά λόγος περί του παραπτώματος της εισπηδήσεως. Ουσιαστικά ο συγγραφέας, χωρίς ίσως να το αντιλαμβάνεται και ο ίδιος, επικαλείται το Πηδάλιο, προκειμένου να στοιχειοθετήσει την κατηγορία της εισπηδήσεως τόσον εναντίον του Σεβασμιωτάτου, όσον και εναντίον των κληρικών του, αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου και πρωτ. Αγγέλου Αγγελακοπούλου. Ωστόσο οι περί εισπηδήσεως σχετικοί Κανόνες ορίζουν με σαφήνεια την έννοια του όρου και τα πλαίσια, μέσα στα οποία νοείται ο όρος αυτός, τα οποία καθίστανται ακόμη περισσότερο σαφή με την επί πλέον ερμηνεία, που δίδει σ’ αυτούς ο μέγας κανονολόγος και άγιος της Εκκλησίας μας Νικόδημος ο Αγιορείτης, έτσι ώστε να μην χωράει καμμιά παρερμηνεία. Ο αγαπητός λοιπόν κ.Κ.Ν. ενώ παρέλαβε τον όρο αυτόν από το Πηδάλιο, δεν έλαβε υπ’ όψιν του την ερμηνεία και τα νοηματικά του πλαίσια, όπως βέβαια θα έπρεπε, και αυθαίρετα, ως άλλος κανονολόγος, έδωσε στον όρο μια δική του καινοφανή ερμηνεία. Πιο συγκεκριμένα διηύρυνε τον όρο αυτόν, πέρα από τα πλαίσια, που ορίζει το Πηδάλιο, στα νέα πλαίσια της «μεταλλαγμένης εισπηδήσεως» (σελ.2 της δεύτερης απαντήσεως), στις «καινές μορφές εισπηδήσεως» (σελ.4 της πρώτης απαντήσεως) και στην «έμμεση κανονική εισπήδηση» (σελ.4 του πρώτου δημοσιεύματος της 25ης.11. 2012). Το ότι βέβαια όλα τα παρά πάνω «μετανεωτερικά, εξαμβλωματικά και καινοφανή μορφώματα» (σελ.1 της δεύτερης απαντήσεως) της σκέψεώς του είναι τελείως ξένα προς την Κανονική και Εκκλησιαστική μας Παράδοση, μόλις είναι ανάγκη να υπογραμμιστή. Το τραγικό στην παρούσα περίπτωση δεν είναι, ότι έχουμε να κάνουμε απλώς με το σοβαρό παράπτωμα της παραχαράξεως των θεοπνεύστων Ιερών Κανόνων, αλλά επί πλέον με την απόπειρα συμπληρώσεως αυτών, τους οποίους με θείο φωτισμό συνέγραψαν οι άγιοι Πατέρες, ανυψώνοντας έτσι εαυτόν υπεράνω Συνόδων και Πατέρων. Με τις ενέργειές του αυτές ο αγαπητός κ.Κ.Ν., χωρίς ίσως να το αντιλαμβάνεται, προκαλεί «από απλή ταραχή και σκανδαλισμό μέχρι και σοβαρότερες παρενέργειες στην Εκκλησία», και πάντως «σίγουρα κάνει την δουλειά του και διασκεδάζει ο αρχαίος όφις» (σελ.1 του πρώτου δημοσιεύματος της 25ης.11.2012). Αυτή η περίπτωση «τω όντι ανήκει στο φαινόμενο της ευρύτερης θεολογικής μας σχιζοείδειας» (σελ.3 της πρώτης απαντήσεως). 
Στο σημείο αυτό θα θέλαμε να ερωτήσουμε: Με τα νέα όρια, που έδωσε στους Ιερούς Κανόνες, δεν περιέπεσε άραγε και αυτός στο παράπτωμα της εισπηδήσεως; Με ποιό δικαίωμα ανακατεύεται σε θέματα άλλης Μητροπόλεως, στο ποίμνιο της οποίας δεν ανήκει; Τέλος, (για να κλείσουμε το θέμα αυτό), όταν πρόκειται για δογματικά θέματα, για θέματα πίστεως, δεν υπάρχει εισπήδηση, διότι ο θησαυρός της πίστεως είναι κοινό κτήμα όλων, και όλοι έχουμε ευθύνη, κληρικοί και λαϊκοί, για την διαφύλαξή της από κάθε αίρεση και πλάνη, σύμφωνα με την διακήρυξη των Πατριαρχών της Ανατολής του 1848: Ο πιστός λαός του Θεού «αποτελεί μετά του κλήρου την αγρυπνούσαν συνείδησιν της Εκκλησίας, ήτις μαρτυρεί (κρίνει, διακρίνει, εγκρίνει και αποδέχεται, ή κατακρίνει και απορρίπτει) την διδασκαλίαν και τας πράξεις της Ιεραρχίας, ως απεφάνθησαν και οι Πατριάρχαι της Ανατολής εν τη εγκυκλίω αυτών της 6ης Μαΐου 1848: ‘ο φύλαξ της Ορθοδοξίας, το σώμα της Εκκλησίας, τ.ε. ο λαός αυτός εστίν’». (Αρχ. Γεωργίου Καψάνη, Η ποιμαντική διακονία κατά τους Ιερούς Κανόνας, Πειραιεύς 1976, σελ. 110-112). 

Περί Πηδαλίου και Ιερών Κανόνων. 
Κατηγορήθηκε επίσης ο Σεβασμιώτατος για «τυπολατρική προσκόλληση στο Κανονικό Δίκαιο» (σελ.1 της δεύτερης απαντήσεως) και άρα και στο Πηδάλιο, «το απειλητικό κράδασμα» του οποίου «μαζί με την κανονιοβολιστική χρήση των Ιερών Κανόνων» (σελ.1,ο.π.) προκαλούν προφανώς στην ψυχή του συγγραφέως αίσθηση τρόμου και πολέμου. Αυτού του είδους η λανθασμένη, κατά τον συγγραφέα, χρήση του Πηδαλίου «δεν είναι παρά η θεολογία και η διεστραμμένη αντίληψη των πραγμάτων, που μας μεταφυτεύθηκε εκ δυσμών» (σελ.2,ο.π.). Το αποτέλεσμα δε μιάς τέτοιας «διεστραμμένης αντιλήψεως» είναι «η απογεννωμένη απέχθεια, η απώθηση και η απώλεια της επαφής με την πραγματικότητα και τον αληθινό άνθρωπο» (σελ.2,ο.π.). Με όσα γράφει περί Ιερών Κανόνων και Πηδαλίου ο συγγραφέας, φαίνεται να αγνοεί κάποιες βασικές έννοιες και αλήθειες, που αφορούν τους εν λόγω Ιερούς Κανόνες και τον ρόλο και την θέση, που έχουν στην ζωή της Εκκλησίας. Απόρροια δε αυτής της άγνοιας είναι στη συνέχεια, όπως θα φανεί με όσα θα παραθέσουμε παρά κάτω, η πεποίθησή του περί μη ορθής, δηλαδή «τυπολατρικής», χρήσεώς των υπό του Σεβασμιωτάτου.
Πριν από όλα, εκείνο που πρέπει να τονίσουμε και να υπογραμμίσουμε είναι, ότι οι Ιεροί Κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων και όσοι εκ των τοπικών Συνόδων και των αγίων Πατέρων έχουν επικυρωθεί από τις Οικουμενικές, δεν είναι απλές απόψεις κάποιων εκκλησιαστικών συγγραφέων ή και μεμονομένων αγίων, που επιδέχονται αναθεώρηση και τροποποίηση, αλλά κείμενα θεόπνευστα με καθολικό και διαχρονικό κύρος. Αποτελούν ένα κομμάτι, ούτως ειπείν, της Ιεράς Παραδόσεως, ισότιμο και ισόκυρο προς την αγία Γραφή, επί τη βάσει των οποίων οφείλει η Εκκλησία να πορεύεται μέσα στο πέλαγος της παρούσης ζωής (εξ’ ού και Πηδάλιον), και να ρυθμίζει την ζωή της, δηλαδή τα πάσης φύσεως εκκλησιαστικά ζητήματα, που αναφύονται μέσα στους κόλπους της. Ο μέγας της Εκκλησίας Πατήρ Βασίλειος ο Μέγας σημειώνει τα εξής άξια πολλής προσοχής σχετικά με τους Ιερούς Κανόνες: «Πάνυ με λυπεί, ότι επιλελοίπασι, λοιπόν οι των Πατέρων Κανόνες και πάσα ακρίβεια των Εκκλησιών απελήλαται και φοβούμαι μη κατά μικρόν, της αδιαφορίας ταύτης, οδώ προϊούσης, εις παντελή σύγχυσιν έλθη τα της Εκκλησίας πράγματα» (PG 32, 400B). Αισθάνεται μεγάλη λύπη ο άγιος, διότι εγκαταλείφθηκαν και παραμερίσθηκαν οι Ιεροί Κανόνες των Πατέρων με αποτέλεσμα να χαθή η ακρίβεια των Εκκλησιών και φοβείται μήπως σιγά-σιγά, εάν η αδιαφορία αυτή προχωρήσει ακόμη περισσότερο, οδηγηθούν τα πράγματα της Εκκλησίας σε ολοκληρωτική σύγχυση. Αυτό το θλιβερό γεγονός, που επισημαίνει εδώ ο άγιος, έγινε αντιληπτό και από τους μεταγενέστερους Πατέρες της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου, οι οποίοι προκειμένου να αναχαιτίσουν αυτό το κακό, νομοθετούν διά του Β΄ Κανόνος των ότι: «Ει τις αλώ Κανόνα τινά των ειρημένων καινοτομών, ή ανατρέπειν επιχειρών, υπεύθυνος έσται κατά τον τοιούτον κανόνα, ως αυτός διαγορεύει την επιτιμίαν δεχόμενος και δι’ αυτού, εν ώπερ πταίει θεραπευόμενος» (Β΄ της ΣΤ΄ Οικουμενικής). Ένας άλλος άγιος, ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης, παρατηρεί πολύ εύστοχα στα προλεγόμενα του Πηδαλίου (σελ. λθ΄), ότι «παρά πάντων πρέπει να φυλάττωνται οι θείοι Κανόνες απαρασάλευτα. Οι γαρ μη φυλάττοντες, εις φρικτά επιτίμια υποβάλλονται». «Ταύτα περί κανόνων διατετάχθω υμίν παρ’ ημών, ω επίσκοποι. Υμείς δε εμμένοντες αυτοίς σωθήσεσθε και ειρήνην έξετε, απειθούντες δε κολασθήσεσθε και πόλεμον μετ’ αλλήλων αΐδιον έξετε δίκην της ανηκοΐας την προσήκουσαν τιννύντες» (Οι απόστολοι εν τω επιλόγω των Κανόνων). Ο μεγάλος Ρώσος θεολόγος V. Lossky παρατηρεί επί του θέματος αυτού ότι «οι Κανόνες οι οποίοι ρυθμίζουν την ζωή της Εκκλησίας ‘εν τη γηΐνη αυτής όψει’ είναι αχώριστοι των χριστιανικών δογμάτων. Δεν είναι νομικοί κανονισμοί, κυρίως ειπείν, αλλά εφαρμογαί των δογμάτων της Εκκλησίας, της αποκαλυφθείσης παραδόσεως εις όλους τους τομείς της πρακτικής ζωής της χριστιανικής κοινωνίας» (V. LOSSKY, Η Μυστική Θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας, μεταφρ. Σ. Πλευράκης, Θεσσαλονίκη 1973, σ. 206). 
Κατά συνέπεια η προσπάθεια ορισμένων Οικουμενιστών συγχρόνων θεολογούντων, να επανερμηνεύσουν, ή να καινοτομήσουν στους Ιερούς Κανόνες, με βάση τα δεδομένα της σύγχρονης εκκλησιαστικής ζωής και πραγματικότητος, αποδεικνύεται, εσφαλμένη και μετέωρη θεολογικά, μη δυνάμενη να θεμελιωθή στην Κανονική και Πατερική Παράδοση της Εκκλησίας. Κατόπιν των ανωτέρω οι ισχυρισμοί του αγαπητού κ. Κ.Ν. περί «διεστραμμένης αντιλήψεως» και περί «τυπολατρικής προσκολλήσεως», ή περί «δικανικού και νομικίστικου πνεύματος», από τα οποία δήθεν κατέχεται ο Σεβασμιώτατος, καταρρίπτονται και σωριάζονται κάτω σε ερείπεια ως ετοιμόρροπος μιναρές, μη έχοντες ουδέν θεολογικόν ή κανονικόν έρεισμα. Εάν, όπως ισχυρίζεται ο κ.Κ.Ν., ο Σεβασμιώτατος κατέχεται από πνεύμα «δικανικό και νομικίστικο» (σελ.1,ο.π.), επειδή απλώς και μόνον επικαλέστηκε κάποιους Ιερούς Κανόνες, για να διαλευκάνη το θέμα της εισπηδήσεως, τότε πολύ περισσότερο οι άγιοι και θεοφόροι Πατέρες, οι οποίοι εν Πνεύματι αγίω συνέγραψαν τους εν λόγω Κανόνες κατέχονται από παρόμοιο πνεύμα, πράγμα το οποίο αποτελεί σε τελική ανάλυση βλασφημία προς τους αγίους Πατέρες και προς αυτό το άγιο Πνεύμα. Το γεγονός δε ότι κ.Κ.Ν. «μπερδεύεται με τις σχολαστικές χρήσεις και εμμονές του Σεβασμιωτάτου» (σελ.1,ο.π.), νομίζει, ότι βλέπει «με βλέμματα και γυαλιά ιεροεξεταστικά» (σελ.2,ο.π.), αισθάνεται να αποπνέει το Πηδάλιο «ένα παγερό, άχρωμο, δύσγευστο, άκαμπτο και ανάλγητο, δικανικό και νομικίστικο πνεύμα», όπως επίσης «απέχθεια και απώθηση» (σελ.2,ο.π.), αυτό οφείλεται, στο ότι τα πνευματικά του αισθητήρια είναι αρρωστημένα, αφού αδυνατούν πλέον να συλλάβουν την ευωδία και την αύρα του αγίου Πνεύματος, την οποία μεταδίδουν οι Ιεροί Κανόνες και την οποίαν αισθάνονται όσοι έχουν υγιή τα πνευματικά τους αισθητήρια. Εκείνο το οποίο λοιπόν χρειάζεται, ο αγαπητός κ.Κ.Ν., είναι να θεραπεύση τα πνευματικά του αισθητήρια διά της μετανοίας, να βγάλει τα οικουμενιστικά «γυαλιά» που φοράει, και να φορέσει άλλα γυαλιά, τα γυαλιά των αγίων Πατέρων, τα γυαλιά της αγίας και Ιεράς μας Παραδόσεως, «επόμενος τοις αγίοις Πατράσι» και όχι προπορευόμενος αυτών, μηδέ διανοούμενος να συμπληρώσει ή επανερμηνεύσει αυτούς. Επομένως την «διεστραμμένη αντίληψη των πραγμάτων», την οποία αποδίδει στον Σεβασμιώτατον, πρέπει να ψάξη να την βρή μέσα του και όχι σ’ αυτόν.
Ο ισχυρισμός επίσης του κ.Κ.Ν. περί «τυπολατρικής προσκόλλησης» του Σεβασμιωτάτου στους Ιερούς Κανόνες και στο Πηδάλιο, παραπέμπει στο θέμα της διακρίσεως τύπου και ουσίας ή γράμματος και πνεύματος στους Ιερούς Κανόνες. Σύμφωνα με την καινοφανή αυτή αντίληψη, ευρύτατα διαδεδομένη μεταξύ των Οικουμενιστών, οι Ιεροί Κανόνες έχουν τύπο και ουσία ή γράμμα και πνεύμα και ότι ο μεν τύπος πρέπει να παραμεριστεί, ενώ η ουσία να εφαρμοστεί, δεν έχει κανένα θεολογικό έρεισμα. Ποτέ κανένας Πατέρας ή άγιος της Εκκλησίας μέχρι σήμερα δεν κάνει αυτή την διάκριση στους Ιερούς Κανόνες, αλλά όλοι τους ομιλούν για αυστηρή και ακριβή τήρηση αυτών, όπως σαφέστατα φαίνεται από τις παρά πάνω μαρτυρίες των αγίων Πατέρων, που μνημονεύσαμε. Ο άγιος Ιουστίνος ο Πόποβιτς, για παράδειγμα, που έζησε κάτω από τις συνθήκες της σύγχρονης εκκλησιαστικής ζωής, υπήρξε αυστηρός υπέρμαχος της ακριβούς τηρήσεως των Ιερών Κανόνων. Αυτή η επινόησις απηχεί στην ουσία μια πονηρή προσπάθεια των Οικουμενιστών θεολόγων, να υπερβούν τους Πατέρες και να τους υποκαταστήσουν, ως γνήσιοι οπαδοί της Μεταπατερικής «Θεολογίας», για να παύσουν να γίνονται φραγμός στο οικουμενιστικό τους κατρακύλισμα.

Περί Η΄και Θ΄Οικουμενικής Συνόδου. 
Ισχυρίζεται επίσης ο κ.Κ.Ν., ότι «το θέμα της μεταλλαγμένης εισπήδησης της εποχής μας συνιστά πιό επικαιρικό και καυτό ζήτημα από την αναγνώριση της ογδόης και ενάτης οικουμενικής συνόδου» (σελ.2,ο.π.). Και εδώ δυστυχώς αστοχεί ο αγαπητός κ.Κ.Ν., διότι το θέμα της αναγνωρίσεως των εν λόγω Συνόδων ως Οικουμενικών είναι θέμα δογματικό, είναι θέμα πίστεως, αφού στις Συνόδους αυτές καταδικάζονται σοβαρότατες αιρετικές διδασκαλίες των Παπικών, τις οποίες δεν είναι του παρόντος να αναπτύξουμε και έτσι με τον τρόπο αυτό καταισχύνονται ακόμη περισσότερο οι αιρετικοί Παπικοί. Κατά συνέπεια είναι μείζονος σημασίας σε σχέση με το θέμα της μεταλλαγμένης εισπήδησης, διότι πάνω απ’ όλα είναι η πίστη, το δόγμα και έπονται όλα τα άλλα. Δυστυχώς και εδώ υπάρχει «διεστραμμένη αντίληψη των πραγμάτων, που μας μεταφυτεύθηκε» όχι «εκ δυσμών», ούτε εξ ανατολών, αλλά από το χώρο του Οικουμενισμού.

Κατηγορητήριο με σειρά ερωτημάτων. 
Στην επόμενη παράγραφο ο αγαπητός κ.Κ.Ν. απευθύνει προς τον Σεβασμιώτατο σειρά ερωτημάτων, που ουσιαστικά, με τον τρόπο που διατυπώνονται, αποτελούν κατηγορητήριο και θυμίζουν, ας μας συγχωρέση ο κ.Κ.Ν., «γυαλιά ιεροεξεταστικά …αρκετή πολιτική και διαφθορά, λίγο στρατό, πολύ δικαστήρια, τηβέννους και εισαγγελείς» (σελ.2,ο.π.), δηλαδή «δικανικό και νομικίστικο πνεύμα» (σελ.1,ο.π.).

α. Περί των δύο ιερέων. 
Στην πρώτη του κατηγορία, ως άλλος δικαιοκρίτης εισαγγελεύς, αφού έστησε στο εδώλιο τον Σεβασμιώτατο, του καταλογίζει ευθύνες για παράλειψη καθήκοντος, διότι παρέλειψε να «καλέση σε απολογία τους δύο ιερείς της δικαιοδοσίας του για την διαδικτυακή τους κατά των Οικουμενικών Πατριαρχών παρέμβαση» (σελ.2,ο.π.). Κατ’ αρχήν οι παρεμβάσεις των δύο κληρικών δεν αφορούσαν άλλης φύσεως θέματα, αλλά θέματα πίστεως, τα οποία, όπως ελέχθη παρά πάνω, είναι κοινό κτήμα και θησαυρός όλων, κλήρου και λαού και όχι μόνον των Πατριαρχών και Αρχιεπισκόπων και για τα οποία επομένως όλοι έχουμε ευθύνη, κλήρος και λαός. Έπειτα οι παρεμβάσεις δεν αφορούσαν τα πρόσωπα των Πατριαρχών, αλλά τις βλάσφημες και αντορθόδοξες δηλώσεις και ενέργειές των, οι οποίες, επειδή έγιναν δημοσίως, προκάλεσαν βαρύτατο και ευρύτατο σκανδαλισμό και σάλο στον πιστό λαό του Θεού. Για το βαρύτατο αυτό αμάρτημα του σκανδαλισμού μας πληροφορεί ο ίδιος ο Κύριος ότι «ος δ’ αν σκανδαλίση ένα των μικρών τούτων των πιστευόντων εις εμέ συμφέρει αυτώ ίνα κρεμασθή μύλος ονικός εις τον τράχηλον αυτού και καταποντισθή εν τω πελάγει της θαλάσσης» (Ματθ.18,6), δηλαδή να κρεμάση μιά μυλόπετρα στο λαιμό και να φουντάρη στη θάλασσα. Εάν πάλι ο αγαπητός κ.Κ.Ν. νομίζει, ότι δεν υπήρξαν βλάσφημες δηλώσεις και ενέργειες εκ μέρους των Πατριαρχών, τότε ας κάνη τον κόπο να μας το αποδείξει, με βάση, βέβαια, την αγία Γραφή, τους Ιερούς Κανόνες και τους αγίους Πατέρες. Εξ άλλου τα όσα έγραψαν οι δύο κληρικοί σχετικά με τις παρά πάνω βλασφημίες, δεν αποτελούν ιδικές τους εκτιμήσεις και απόψεις, αλλά στηρίζονται εξ’ ολοκλήρου σε μαρτυρίες αγίων και καταξιωμένων ανδρών, όπως ο γέροντας Παΐσιος, κ.α.

β. Περί του Σεβ. πρώην Ράτσκας Αρτεμίου. 
Σε μια δεύτερη κατηγορία του ζητά να μάθη: «Ποία η στάση σας έναντι του επισήμως καθηρημένου πρ. Ράτσκας Αρτεμίου;». Κατά τον συγγραφέα εάν «ισχύουν τα όσα λέγονται και γράφονται περί στήριξής του εκ μέρους» του Σεβασμιωτάτου, τότε το γεγονός αυτό «συνιστά πεντακάθαρο πρόβλημα επισκοπικής εισπηδήσεως στη Σερβική Εκκλησία» (σελ.2,ο.π.). Κατ’ αρχήν το ότι οι περί του ζητήματος αυτού παρεμβάσεις και δημοσιεύσεις του Σεβασμιωτάτου δεν αποτελούν εισπήδηση σε ξένη επισκοπική δικαιοδοσία, το αποδείξαμε με όσα περί εισπηδήσεως παραθέσαμε παρά πάνω. Στο σημείο αυτό ερωτώμεν: Έκανε τον κόπο άραγε ο τα πάντα ανακρίνων και εξετάζων κ.Κ.Ν. να ερευνήσει τα πραγματικά αίτια της καθαιρέσεως του εν λόγω επισκόπου, μη περιοριζόμενος μόνον στους ισχυρισμούς και διακηρύξεις της μιάς πλευράς, δηλαδή των ιεραρχών οι οποίοι τον καθήρεσαν, αλλά και εις όσα ο ίδιος αποδεικτικά έγγραφα και λοιπά στοιχεία παραθέτει από την δικογραφία του; Έκανε τον κόπο να ερευνήσει, εάν, με βάση τα παρά πάνω αποδεικτικά έγγραφα, η καθαίρεσή του υπήρξε σύμφωνη προς τους Ιερούς Κανόνες και τον Καταστατικό Χάρτη της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας; Έλαβε άραγε υπ’ όψιν του το γεγονός, ότι ο εν λόγω επίσκοπος καθηρέθη «δίχα Κανονικού κατηγορητηρίου και προσάψεως πραγματικών περιστατικών, κανονικών ανακρίσεων και διερευνήσεως του κατηγορητηρίου, Κανονικής δίκης και απολογίας και ενδίκων μέσων» (ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Ἐπιστολή συμπαραστάσεως προς τον Ἐπίσκοπο Ἀρτέμιο, ἀριθμ. πρωτ. 115, Πειραιᾶς 31-1-2011, σελ.2), όπως ευστοχώτατα επισημαίνει ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας, ο επί 20ετίαν διατελέσας Εκκλησιαστικός Ανακριτής και Γραμματεύς των Συνοδικών Δικαστηρίων της Ελλαδικής Εκκλησίας και ως εκ τούτου πλουσιωτάτην εμπειρίαν διαθέτων επί θεμάτων Εκκλησιαστικής Δικαιοσύνης; Πώς λοιπόν ο κ.Κ.Ν., από τον οποίον τίποτα δεν ξεφεύγει, ούτε ακόμη το ότι «ο λόγος» του Σεβασμιωτάτου «και δή ο γραπτός, κινούμενος μεταξύ δημοτικής και μιάς ιδιόλεκτης …καθαρεύουσας» (σελ.3,ο.π.), προσπέρασε όλα τα παρά πάνω κραυγαλέα στοιχεία; Τα κατάπιε άραγε, ή τα έκανε γαργάρες; Αλοίμονο σ’ αυτούς, που «διϋλιζουν τον κώνωπα και καταπίνουν την κάμηλον», σύμφωνα με τον λόγον του Κυρίου (Ματθ.23,24). Πέραν αυτών επισημαίνουμε ότι ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. Σεραφείμ οὐδέποτε ἦλθε σέ ἐκκλησιαστική-εὐχαριστιακή κοινωνία μέ τόν ἐπίσκοπο Ἀρτέμιο, ἀλλά ἁπλῶς ἐπεσήμανε, ὅτι οἱ ἀποφάσεις τῆς Ι.Σ.Ι. τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας «παραβιάζουν καταφόρως πάσαν ἔννοιαν κανονικοῦ δικαίου καί κανονικῆς δικονομικῆς εὐταξίας» (Σχ. βλ. ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Ἐπιστολή συμπαραστάσεως…ο.π., σελ.2 και Άπάντησις προς τον Σέρβο Έπίσκοπο Άμφιλόχιο, Πειραιᾶς 1-3-2011). Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ μέγας αδικημένος άγιος τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ἀδίκως καθαιρεθείς ὑπό ληστρικῆς συνόδου (Σύνοδος της Δρυός το 404) καί ἀκολουθήσας «ὡς πρόβατον ἐπί σφαγήν» τόν δρόμο τῆς ἐξορίας, ἐρωτηθείς ὑπό Ἐπισκόπων-πνευματικῶν του τέκνων γιά τήν στάση, τήν ὁποία ἔπρεπε νά τηρήσουν μετά τήν ἄδικη καί ἀντικανονική του καθαίρεση, ἀπάντησε ἐμπνευσμένως: θά κοινωνήσετε μετά τοῦ διαδόχου μου πρός ἀποφυγήν σχίσματος, ἀλλά δέν θά ὑπογράψετε τήν καταδίκη μου, διότι εἶναι ἄδικη. Αὐτή τήν τακτική ἀκολουθῶν ο Σεβασμιώτατος, εξακολουθεί μεν να έχει εκκλησιαστική κοινωνία με την Σερβική Εκκλησία, ωστόσο όμως εκφράζει ελευθέρως την διαφωνία του με την γενομένη αντικανονική πράξη της καθαιρέσεως.

γ. Περί του κ. Νικολάου Σωτηροπούλου. 
Ζητά επίσης να μάθη ο κ.Κ.Ν. εάν «ο επισήμως, επισημότατα αφορισθείς Ν. Σωτηρόπουλος τυγχάνει της ευρύτερης αποδοχής» (σελ.2,ο.π.) του Σεβασμιωτάτου. Και εδώ θα θέσωμε τα ίδια ερωτήματα στον αγαπητό κ.Κ.Ν. όπως προηγουμένως περί του πρώην Ράτσκας κ. Αρτεμίου, διότι και οι δύο άνδρες αδίκως και αντικανονικώς κατεδικάσθησαν με την εσχάτην των ποινών, ο μέν πρώτος με καθαίρεση, ο δε δεύτερος με αφορισμό, δηλαδή «δίχα Κανονικού κατηγορητηρίου και προσάψεως πραγματικών περιστατικών, κανονικών ανακρίσεων και διερευνήσεως του κατηγορητηρίου, κανονικής δίκης και απολογίας και ενδίκων μέσων». Και επομένως και διά τους δύο ισχύει ο μακαρισμός του Κυρίου «μακάριοι εστέ όταν ονειδήσωσιν υμάς και διώξωσι και είπωσι παν πονηρόν ρήμα καθ’ υμών ψευδόμενοι ένεκεν εμού. Χαίρετε και αγαλλιάσθε ότι ο μισθός υμών πολύς εν τοις ουρανοίς» (Ματθ.5,11-12). Το συμπέρασμα λοιπόν είναι, ότι ο αγαπητός κ.Κ.Ν. θα έπρεπε να απευθύνει τις κατηγορίες και διαμαρτυρίες του προς άλλες κατευθύνσεις, προς την κατεύθυνση του Πατριαρχείου Σερβίας και προς την κατεύθυνση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και όχι προς τον Σεβασμιώτατον.

δ. Περί των Αναθεμάτων. 
Ζητά επίσης να μάθη ο κ.Κ.Ν. εάν «οι εκφωνήσεις των προσθέτων αναθεμάτων-ζήτημα λειτουργικό της καθ’ όλου Ορθοδοξίας- έγιναν με την Ελλαδική Συνοδική ευλογία, ή τουλάχιστον σε συννενόηση με ανώτερα συλλογικά όργανα της Εκκλησίας, ή έστω με τον Οικουμενικό Πατριάρχη» (σελ.2,ο.π.). Σχετικά με το θέμα αυτό, ο Σεβ. Μητροπολίτης Κυθήρων και Αντικυθήρων κ. Σεραφείμ, ο οποίος διατελούσε μέλος της Δ.Ι.Σ. της περιόδου εκείνης, κατά την οποίαν εξεφωνήθη υπό του Σεβ. Μητροπολίτου μας το διηυρημένο Συνοδικό (4.3.2012) με τα πρόσθετα αναθέματα, μας δίδει τις εξής διαφωτιστικές πληροφορίες: «Ως Συνοδικόν μέλος της τρεχούσης Συνοδικής περιόδου διά τα θέματα αυτά έδωκα εξηγήσεις ενώπιον της Δ.Ι.Σ. εξ’ αφορμής της πρό του Πάσχα αφιχθείσης σχετικής επιστολής του Παν. Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, η οποία κυρίως αφεώρα εις το πρόσωπον του Σεβ. Μητροπολίτου Πειραιώς κ. Σεραφείμ, το διηυρημένον Συνοδικόν, το οποίον εξεφώνησε κατά την Κυριακήν της Ορθοδοξίας και τας αντιοικουμενιστικάς κινήσεις του. Ο Μακαριώτατος Πρόεδρος και όλοι οι άγιοι Συνοδικοί σαφώς ετοποθετήθημεν επί των θιγομένων θεμάτων της Πατριαρχικής επιστολής και τα τηρηθέντα πρακτικά δύνανται να μαρτυρήσουν περί αυτού, αλλά και αυτή η Συνοδική απάντησις, η οποία διαπέμπεται κατ’ αυτάς εις τον Παναγιώτατον» (ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΚΥΘΗΡΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΥΘΗΡΩΝ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, «Επιστολή προς τους θεράποντας της Ιεράς επιστήμης της θεολογίας», Θεοδρομία ΙΔ2 (Απρίλιος-Ιούνιος 2012), σελ. 277). Η συνέχεια των γεγονότων απέδειξε, ότι η Δ.Ι.Σ. δεν εθεώρησε αναγκαίον να εκφράση την αποδοκιμασία της, ή έστω απλήν τινά μέμψιν, επισήμως και γραπτώς, προς τις εν λόγω ενέργειες του Σεβασμιωτάτου. Πέραν αυτών, εις ό,τι αφορά τα αναθέματα, προσθέτουμε τα εξής: Τό Συνοδικό της Ὀρθοδοξίας γράφτηκε γιά πρώτη φορά τό 843 ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου μετά τό τέλος τῆς δευτέρας φάσεως τῆς εἰκονομαχίας καί περιελάμβανε ἀναθέματα γιά ὅλους τούς αἱρετικούς ἀπό τόν Ἄρειο μέχρι καί τούς εἰκονομάχους. Ἀπό τόν 9ο αἰώνα καί μετά ἔκαναν τήν ἐμφάνισή τους κι ἄλλες αἱρέσεις, ἰδίως ἡ αἱρετική παρασυναγωγή τοῦ Παπισμοῦ, ὁπότε ἡ Ἐκκλησία ἀπεφάσισε τόν 14ο αἰώνα νά ἐμπλουτίσει τό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας μέ νέα ἀναθέματα, ὁπότε προστέθηκαν τά «Κεφάλαια κατά Βαρλαάμ», μέ τά ὁποία ἀναθεματίζεται στό πρόσωπο τοῦ Βαρλαάμ Καλαβροῦ, ἡ αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ. Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ὅτι ἡ προσθήκη καινούργιων ἀναθεμάτων ἦταν καί εἶναι συνήθης τακτική τῆς Ἐκκλησίας. Δέν εἶναι δόγμα ἡ προσθήκη ἀναθεμάτων. Προσθαφαιρέσεις ἀπαγορεύονται ρητῶς ἀπό τόν Ζ΄ Ἱερό Κανόνα τῆς ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Γ΄ Συνόδου μόνο στό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Οὔτε μποροῦμε νά κατηγορήσουμε τούς ἁγίους Πατέρες, ὅτι δῆθεν εἶναι πάνω ἀπό τήν Ἐκκλησία, δέν κάνουν ὑπακοή, διότι προσέθεσαν νέα ἀναθέματα.
Αὐτή, λοιπόν, τήν συνήθη ἐκκλησιαστική τακτική ἀκολούθησε καί ὁ Σεβασμιώτατος, «ἑπόμενος τοῖς ἁγίοις Πατράσι καί τῆ Ἐκκλησία», ὅταν τήν Κυριακή της Ὀρθοδοξίας του 2012 ἐξεφώνησε νέα ἀναθέματα ἐναντίον τοῦ Ἑβραϊσμοῦ, τοῦ Σιωνισμοῦ, τοῦ Μουσουλμανισμοῦ, τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, τοῦ Προτεσταντισμοῦ, τοῦ Ἀγγλικανισμοῦ, τοῦ Λουθηροκαλβινισμοῦ, τοῦ Παπισμοῦ, τοῦ Πάπα Ρώμης Βενεδίκτου ΙΣΤ΄, τοῦ Ἰεχωβισμοῦ, τοῦ Χιλιασμοῦ, τοῦ Πεντηκοστιανισμοῦ, τοῦ Διαχριστιανικοῦ καί Διαθρησκειακού Οἰκουμενισμοῦ κ.ἄ. Ἤ μήπως ἀγνοεῖται τό γεγονός, ὅτι ὅλες οἱ παραπάνω αἱρέσεις εἶναι κατεγνωσμένες ἀπό συνόδους καί ἀπό ἁγίους Πατέρες; (Σχ. βλ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΗΜΑΤΗΣ, «Είναι αἵρεση ὁ Παπισμός; Τι λένε Οἰκουμενικές Σύνοδοι και Πατέρες», Θεοδρομία Θ2, Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 2007, σελ. 233-284).  Ἐξάλλου καί τό ἴδιο τό Συνοδικό της Ὀρθοδοξίας ἀναφέρει σέ κάποιο σημεῖο˙«ὅλοις τοῖς αἱρετικοῖς ἀνάθεμα!», ἀνάθεμα σέ ὅλους τούς αἱρετικούς, καί στούς παλαιούς καί τούς νέους, τούς συγχρόνους, σ’ αὐτούς, ποῦ ὑπῆρξαν, ὑπάρχουν καί θά ὑπάρξουν μέχρι συντελείας των αἰώνων. Ἄρα, ὁ Σεβαμιώτατος οὔτε πρωτοτύπησε, οὔτε ἔθεσε τόν ἑαυτό του ὑπεράνω Συνόδων καί Ἐκκλησίας, ἀλλά ἁπλῶς ἀκολούθησε ταπεινῶς τήν συνήθη ἐκκλησιαστική τακτική, καί τήρησε τήν τάξη τοῦ λειτουργικοῦ βιβλίου τοῦ Τριωδίου, ἡ ὁποία καί βεβαίως ἰσχύει μέχρι καί τῆς σήμερον. Ὁ ποιμαντικός σκοπός καί στόχος τοῦ Σεβασμιωτάτου μας εἶναι διφυής, διττός: Ἀπό τή μιά ἡ μετάνοια τῶν ἀναθεματισμένων, καί ἀπό τήν ἄλλη ἡ προφύλαξη τοῦ ποιμνίου του ἀπό τίς αἱρέσεις, οἱ ὁποῖες στερροῦν τήν σωτηρία ἀπό τούς ἀνθρώπους. Δηλαδή φταίει ὁ Σεβασμιώτατος, ποῦ ἀγρυπνεῖ καί ἐπιδεικνύει ἀνύστακτο ἐνδιαφέρον γιά τό ποίμνιο καί δέν ἀφήνει τούς λύκους νά φᾶνε τά πρόβατα;

ε. Περί της υπογραφής στην «Ομολογία Πίστεως».
Ζητά επίσης να μάθη ο κ. Κ.Ν. εάν ο Σεβασμιώτατος «αναιρεί την υπογραφή του στην περιβόητη ‘Ομολογία Πίστεως’» (σελ.3,ο.π.). Ο Σεβασμιώτατος δεν αναιρεί ούτε πρόκειται ποτέ να αναιρέσει την υπογραφή του στο μοναδικό, ανεπανάληπτο, θεολογικότατο κείμενο «Ομολογία Πίστεως κατά του Οικουμενισμού». Ἡ «῾Ομολογία» εἶναι ὁμολογία, εἶναι ἔργο καί πράξη θεάρεστη, δέν εἶναι ἁπλᾶ λόγια καί χαρτοπόλεμος. Εἶναι πράξη παρρησίας καί θάρρους μέ πολύ προσωπικό κόστος, μέ κατασυκοφάντηση ὅσων την υπέγραψαν και πρωτοστάτησαν στη διάδοσή της καί μέ ἀπειλές ἐναντίον τους. Η Ι.Σ.Ι. της Ε.τ.Ε. έχει πάρει τελεσίδικη και οριστική απόφαση για το κείμενο της Ομολογίας. Αποφάνθηκε ότι «Η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος παρακολουθεί και θα συνεχίσει να παρακολουθεί επαγρυπνούσα το θέμα των διαλόγων της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τους Ετεροδόξους, γι’ αυτό και θεωρεί το, ως «Ομολογία Πίστεως» κείμενο, ως εκ περισσού» (Σχ. βλ. ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, «Ανακοινωθέν για «Ομολογία Πίστεως» και «Διάλογο», Θεοδρομία ΙΑ3, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2009, 449-451). Υπενθυμίζουμε, ότι ο Πατριάρχης και σε ομιλίες του και σε επίσημο Πατριαρχικό Γράμμα, «συνοδική διαγνώμη» μάλιστα, είχε ζητήσει την αποκήρυξή της ως προς το περιεχόμενο και τη μορφή και την καταδίκη όσων υπέγραψαν, διότι η Ομολογία, κατά τον Πατριάρχη, «παραπλανά τον πιστό λαό», δημιουργεί «σχίσμα» στο λαό και την Ιεραρχία, παρακωλύει σοβαρά τη διορθόδοξη συνεργασία κ.ο.κ.
Η ανακοίνωση της Ιεραρχίας αξίζει μια προσεκτικότερη ανάγνωση. Από το ανακοινωθέν (παραγρ. 6) προκύπτει, ότι η Ιεραρχία προφανώς δεν συμμερίζεται τις Πατριαρχικές ανησυχίες και δεν τις βρίσκει δικαιολογημένες. Ο τότε εκπρόσωπος Τύπου Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος εδήλωσε, ότι η Ομολογία δεν προκαλεί κανένα σχίσμα. Για το λόγο αυτό η Ιεραρχία δεν την αποκήρυξε, ούτε ως προς το περιεχόμενο, ούτε ως προς τη διαδικασία (συγκέντρωση υπογραφών κλπ)! Και ασφαλώς δεν επέβαλε εκκλησιαστικά επιτίμια στους υπογράψαντες κληρικούς, ούτε καν επίπληξη, ή έστω απλή σύσταση! Αλλά, ούτε και οι υπογραφές των πιστών χαρακτηρίστηκαν ως εκκλησιολογικά απαράδεκτες! Άλλωστε πώς ήταν δυνατόν να καταδικάσει τέτοιο κείμενο, όταν είναι πρόδηλο από το ανακοινωθέν, ότι οι ίδιοι οι Ιεράρχες συμμερίζονται τις ανησυχίες των συντακτών της; Πώς να καταδικάσουν Αρχιερείς, αλλά και σεβασμίους καθηγουμένους με ολόκληρες Αδελφότητες και λοιπούς κληρικούς από πολλές Ορθόδοξες χώρες, όταν η υπογραφή τους στην «Ομολογία» στάθηκε αφορμή, για να λάβη η Ιεραρχία μία πρώτη ενημέρωση σχετικά με την Παναίρεση του Οικουμενισμού και του Θεολογικούς διαλόγους; Όπως εδήλωσε Αρχιερέας εκ των μη υπογραψάντων «τελικά η Ομολογία μας βγήκε σε καλό. Ενημερώθηκε η Ιεραρχία για τα θέματα αυτά, στα οποία είχε μεσάνυκτα»! Και μόνο το γεγονός, ότι η Ομολογία στάθηκε αφορμή για τη συζήτηση και απόφαση της Ιεραρχίας αυτό και μόνο αποτελεί την καταξίωσή της στη σύγχρονη εκκλησιαστική πραγματικότητα.Είναι επίσης άξιον προσοχής, ότι η Ιεραρχία δεν απαξιοί θεολογικά την «Ομολογία», αλλά την χαρακτηρίζει απλώς «ως εκ περισσού», δηλαδή «χωρίς να είναι απαραίτητη, αναγκαία» (Μπαμπινιώτης). Έχει ιδιαίτερη σημασία η αιτιολόγηση της φράσεως αυτής: δεν είναι απαραίτητη, διότι η ίδια η Ιεραρχία πλέον «παρακολουθεί και θα συνεχίσει να παρακολουθεί επαγρυπνούσα το θέμα των διαλόγων». Όσοι στη συνοδική φράση «ως εκ περισσού» βλέπουν θεολογικό χαρακτηρισμό και μάλιστα απαξιωτικό για την «Ομολογία», είναι πρόδηλο, ότι εκφράζουν τους ανεκπλήρωτους πόθους και τις ανικανοποίητες επιθυμίες τους… (Σχ. βλ. ΠΡΕΣΒ. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΓΚΟΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, «Έδοξε τω Αγίω Πνεύματι και τη Ιεραρχία», Θεοδρομία ΙΑ3, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2009, σελ. 459-460). Στην «Ομολογία Πίστεως», επίσης, οφείλεται το ναυάγιο του Θεολογικού Διαλόγου της Μικτής Επιτροπής Ορθοδόξων και Παπικών σχετικά με την αναγνώριση του πρωτείου του Πάπα τόσο στην Κύπρο τον Οκτώβριο του 2009, όσο και στην Βιέννη το 2010 (Σχ. βλ. Ι. Μ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ, Κριτικές επισημάνσεις και παρατηρήσεις στο βιβλίο του κ. Αθανασίου Μπασδέκη ‘Εμείς και οι άλλοι. Η Ορθόδοξη Εκκλησία και οι άλλες Εκκλησίες και ομολογίες. Τί μάς χωρίζει και τί μάς ενώνει’, 3-9-2012, σσ. 23-29).

στ. Περί συνοδείας μελών της «Χρυσής Αυγής» στην μήνυση κατά του Corpus Christi. 
Ζητά επίσης να μάθη ο κ. Κ.Ν. εάν «εγνώριζε, ότι θα τον συνοδεύσουν μέλη πολιτικού κόμματος στην πρόσφατη κατάθεση μήνυσης κατά του επαίσχυντου θεατρικού δρωμένου» (σελ.3,ο.π.). Σχετικά με το θέμα αυτό παραθέτουμε απόσπασμα από το ανακοινωθέν του Σεβασμιωτάτου: «…Κατόπιν τῶν ἀνωτέρω ἐνεργώντας ὄχι ὡς Μητροπολίτης, ἀλλά ὡς πολίτης, ὅπως εἶχα κάθε ἔννομο δικαίωμα στήν δημοκρατική χώρα, πού θέλω νά πιστεύω ὅτι ζοῦμε, μετέβην στό ἁρμόδιο Ἀστυνομικό Τμῆμα Ὁμονοίας, στήν περιοχή εὐθύνης τοῦ ὁποίου διαπράττεται τά ἀνωτέρω ἀδίκημα τό ἀπόγευμα τῆς Πέμπτης 11 Ὀκτωβρίου ἐ.ἔ. καί κατέθεσα μήνυση γιά τήν αὐτεπαγγέλτως διωκομένη ἐγκληματική ἐνέργεια τῆς κακόβουλης βλασφημίας τῶν θείων. Ὑπό τῆς εἰσαγγελικῆς Ἀρχῆς μοῦ ἐζητήθησαν συμπληρωματικά στοιχεῖα καί τό ἀπόγευμα τῆς ἑπομένης προσῆλθα, γιά νά καταθέσω τά συγκεκριμένα στοιχεῖα. Μάρτυρες ἐπρότεινα τόν ἐλλογιμώτατο κ. Κωνσταντῖνο Χολέβα, Πολιτικό Ἐπιστήμονα καί τόν Ραδιοφωνικό παραγωγό κ. Λυκοῦργο Μαρκούδη, αὐτήκοο καί αὐτόπτη μάρτυρα τοῦ θεατρικοῦ ἔργου. Κατά τήν διαδικασία τῆς καταθέσεως ὁμάδα βουλευτῶν προσῆλθε αὐθορμήτως καί μοῦ ἐδήλωσε συμπαράσταση. Τούς συνεχάρην καί τούς εὐχαρίστησα, ὅπως θά εὐχαριστοῦσα οἱονδήποτε ἐπώνυμο ἤ ἀνώνυμο ἔσπευδε νά ἐκφράση τήν συμπαράστασή του. Μέ ποῖα λογική θά ἔπρεπε νά ἀποπέμψω τούς συγκεκριμμένους βουλευτές; Μήπως λάμβανε χώρα στό ἀστυνομικό τμῆμα κομματική ἐκδήλωση ἤ μετεῖχα σέ προεκλογική ἐκστρατεία ὑπέρ κόμματος; Δυστυχῶς γιά τό πολιτικό μας σύστημα καί τούς κομματικούς του σχηματισμούς ἡ βάναυση καταπάτηση τοῦ ποινικοῦ νόμου, πού ἐξωραΐζεται ὡς δῆθεν ἐλευθερία ἐκφράσεως ἤ ἐλευθερία τῆς τέχνης, οὐδόλως τούς ἀφύπνισε καί τούς διέγειρε μέ ἀποτέλεσμα ἤ νά ἀερολογοῦν στά τηλεπαράθυρα ἤ νά τυρβάζουν περί ἄλλα ἀπομειώνοντας τήν ἐγκληματική καί κακόβουλη βλασφημία εἰς βάρος τοῦ Παναγίου Θεοῦ, τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν πίστεως καί τοῦ εὐσεβοῦς Γένους πού θρησκεύεται καί λατρεύει τόν ὑβριζόμενο Θεό. Θά ἤμουν ἀναπολόγητος ἐάν συνέπραττα μέ ὁποιαδήποτε κομματική σημαία ἤ ἐάν δέν ἐδεχόμην τήν συμπαράσταση ὁποιουδήποτε προστρέχοντος. Δέν ἔδειξαν ἐνδιαφέρον βουλευτές ἄλλων κομμάτων οὔτε ὁ χῶρος ὑποβολῆς μηνύσεως ἦταν ἰδιωτικός. Ἔχει δέ ἀπόλυτη ἐφαρμογή ὁ λόγος τοῦ ἀειμνήστου Γέρου τῆς Δημοκρατίας: «Ἐμεῖς λειτουργοῦμε καί ὅποιος θέλει προσέρχεται» (Σχ.βλ.http://www.imp.gr/index.php/home-4/anakoino8enta-deltia-typoy/anakoino8enta-deltia-typoy-2012/22-anakoino8enta-deltia-typoy-2012/274-de-fobomaste-gia-th-zwh-otan-loidoreitai-to-proswpo-toy-kyrioy Ανακοινωθέντα - Δελτία Τύπου (2012) Σεβασμιώτατος Πειραιώς Σεραφείμ για Corpus Christi: "Δεν φοβούμαστε ούτε και για την ίδια μας την ζωή, όταν πρόκειται για την λοιδορία προς το πρόσωπο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού’᾿Εν Πειραιεῖ τῇ 18ῃ Ὀκτωβρίου 2012). Επίσης, ο Σεβασμιώτατος σε αποκλειστική συνέντευξη στο «Αγιορείτικο Βήμα» απάντησε στους επικριτές του και σε διάφορα blogs, που γράφουν, ότι ο «μητροπολίτης συνοδεύονταν μάλιστα στο Αστυνομικό Τμήμα από βουλευτές της Χρυσής Αυγής και συγκεκριμένα από τους κ. κ. Χρήστο Παππά, Πολύβιο Ζησιμόπουλο, Παναγιώτη Ηλιόπουλο και Ευστάθιο Μπούκουρα», διευκρινίζοντας ότι, τη μήνυση την κατέθεσε προσωπικά. Οι βουλευτές της «Χρυσής Αυγής» έμαθαν και ήρθαν για συμπαράσταση (Σχ. βλ. ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Γιατί κατέθεσα μήνυση κατά του έργου «Corpus Christi», http://www.aegeantimes.gr/article.asp?id=56706&type=26&kata=0 15/10/2012). Άραγε ο αγαπητός κ.Κ.Ν. έπραξε το καθήκον του απέναντι στο «επαίσχυντο θεατρικό δρώμενο;». Κατάθεσε δηλαδή και αυτός παρόμοια μήνυση, ή έστω, καυτηρίασε αυτή την φοβερή βλασφημία κατά του παναγίου προσώπου του Κυρίου μας Ιησού Χριστού με κάποιο άρθρο του στο διαδύκτιο ή σε εφημερίδα; Ας μας δώσει «μια ειλικρινή και αντρίκεια απάντηση» (σελ.3,ο.π.).
Προσπερνούμε το επόμενο ερώτημά του, το οποίο αναφέρεται σε «γενικότερες πληθωρικές παρεμβάσεις επί παντοίων θεμάτων εκκλησιαστικού (και όχι μόνο) ενδιαφέροντος» και αν αυτές «τυγχάνουν άμεσης ή έμμεσης συνοδικής προστασίας και συμφωνίας» (σελ.3,ο.π.), διότι εδώ ο συγγραφέας ομιλεί γενικά και αόριστα χωρίς να προσδιορίζει τις παντός είδους παρεμβάσεις και τα παντός είδους εκκλησιαστικά θέματα. Υπάρχουν πολλών ειδών παρεμβάσεις και άλλες μεν από αυτές αναφέρονται σε ουσιαστικά αξιόποινες πράξεις προβλεπόμενες από τους Ιερούς Κανόνες, ενώ άλλες όχι, όπως επίσης υπάρχουν εκκλησιαστικά θέματα αναφερόμενα στις ποιμαντικές του αρμοδιότητες και ευθύνες και άλλα όχι.

ζ. Περί σεξουαλικών θεμάτων. 
Αποδοκιμάζει επίσης ο συγγραφέας «τις λεπτομερείς εξονυχιστικές και λίαν εξειδικευμένες παρατηρήσεις του επί σεξουαλικών θεμάτων, επειδή κατά τον συγγραφέα βρίσκονται «στον αντίποδα ακριβώς της πατερικής εν προκειμένω διαχρονικής διδασκαλίας, ποιμαντικής πρακτικής και πνευματικής προοπτικής» (σελ.3,ο.π.). Ὁ Σεβασμιώτατος ἀπέστειλε πρός μέρος τοῦ ἐντύπου τύπου, πού σχολίασε δυσμενῶς Ἀνακοινωθέν του διά τήν παράχρησιν τῶν σωματικῶν ὀργάνων μέσα στήν τραγική χοάνη τῆς πανσεξουαλικῆς μόδας μέ τίς φρικιαστικές ἐπιπτώσεις στήν ψυχοσωματική ὑγεία τῶν ἀνθρώπων τήν κατωτέρω ἀπάντηση: «Ἀνέγνωσα τό περιπαικτικό καί ἀπαξιωτικό σχόλιό Σας, πού ἀφοροῦσε κείμενό μου, μέ τό ὁποῖο ἐφιστοῦσα τήν προσοχή γιά τις δεινές ἐπιπτώσεις ἀπό τήν παράχρηση τῶν σωματικῶν ὀργάνων. Προέβαλα, ἔστω καί ἄν δέν συμφωνοῦσα μέ τήν ὁρολογία, δύο δημοσιεύματα τῆς ἰατρικῆς ἐπιστημονικῆς κοινότητος, πού ἰσχυροποιοῦσαν τήν ταπεινή μου πρόταση καί θά ἤθελα παρ' ὅτι γνωρίζω, ὅτι μιλάω σέ «ὦτα μή ἀκουόντων», νά Σᾶς πῶ μέ εἰλικρινῆ ἀγάπη στά πρόσωπά Σας, ἔστω καί ἄν δέν τό πιστεύετε, ὅτι ἑκόντες ἄκοντες εἶσθε οἱ μεγαλύτεροι εὐεργέτες μου καί ὅτι οἱ λοιδωρίες Σας ἔστω καί ἄν δέν τό ἀντιλαμβάνεσθε πρός καιρόν θά εἶναι ὁ μεγαλύτερος δήμιός Σας. Δέν πρωτοαναφέρθηκα στό θέμα τῆς παράχρησης τῶν ὀργάνων τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος τώρα. Εἶναι μόνιμος καί συνεχής ἡ ἀναφορά μου σέ αὐτό, διότι τό ἀνθρώπινο σῶμα συνιστᾶ ἀναπόσπαστο τμῆμα τῆς ἀνθρώπινης ὀντολογίας καί φυσιολογίας, κατά δέ τήν πίστη μας ἀποτελεῖ τόν «ναόν τοῦ Παναγίου Πνεύματος». Θεωρῶ, ὅτι λογικός ἄνθρωπος δέν εἶναι δυνατόν νά ἀποδέχεται, ὅτι ἡ ὑπερμαθηματική ἀκρίβεια, λειτουργικότητα καί ἑνοείδεια τῆς βιοχημείας τοῦ ἀνθρωπίνου ὀργανισμοῦ, πού προϋποθέτει ἀναποδράστως σκέψη, προέρχεται ἀπό τό τίποτα καί τόν κανένα, καί εἰδικώτερα ἡ θαυμαστή λειτουργία καί ἀλληλοεπίδραση τῆς ὑποφύσεως, τοῦ ὑποθαλάμου, τῶν ἐπινεφριδίων καί τῶν γεννητικῶν ἀδένων δέν μπορεῖ νά εἶναι προϊόν τύχης ἤ ἄλογης καί ἀσυνείδητης φυσικῆς ἐπιλογῆς. Ὡς Ἐπίσκοπος δέν εἶναι δυνατόν νά ἐναντιοῦμαι στήν ὑγιᾶ σεξουαλικότητα ἐντός τοῦ μεγάλου μυστηρίου τοῦ Γάμου, ἀλλά ὀφείλω σάν ποιμένας νά καταδεικνύω τίς τραγικές ἀποκλίσεις ἀπό τήν ἀνθρώπινη φυσιολογία, πού ἀναποδράστως ἀπομειώνουν τήν ἀθάνατη ἀνθρώπινη ψυχή καί φυσικά οὐδέποτε ἀπομείωσα τήν ἀληθῆ ἐπιστήμη, πού ἀποτελεῖ ἔργο τῆς θεόσδοτης ἀνθρώπινης λογικῆς ἰδιότητος τῆς κατ' εἰκόνα Θεοῦ κτισμένης ἀνθρώπινης ψυχῆς, ἀλλά ἐπισημείωσα τήν φαιδρότητα τῆς ψευδοῦς ἐπιστήμης πού γίνεται ὄχημα καί ἄθυρμα τῆς ἀθεϊστικῆς προπαγάνδας. Γιά τίς σχετικές μου δηλώσεις (Veto 20/12/2009) τά ὁμοφυλοφιλικά σωματεῖα μέ κατεμήνυσαν γιά δῆθεν προσβολή τῆς τιμῆς τους καί ἀπηλλάγην μέ τήν ὑπ' ἀριθμ. 455/2011 Διάταξη τοῦ Εἰσαγγελέα Ἐφετῶν Ἀθηνῶν. Θά ἔπρεπε ὅμως προτοῦ σύρετε τίς «ὡραῖες» γραμμές Σας, νά κάνατε μιά «βολτούλα» μέχρι τό ὀγκολογικό Νοσοκομεῖο «ΜΕΤΑΞΑ», πού συχνά ἐπισκέπτομαι γιά νά φρίξετε μέ νέους καί νέες πού τούς ἀφαιροῦν τό λάρυγγα, τήν ὑπερώα καί πού ἔχουν τραχειοστομία, ἀποτελέσματα τῆς ἄφρονος παραχρήσεως τοῦ σώματός των ἤ νά συζητήσετε μέ εἰδικούς ἰατρούς γιά τήν «ἀναβίωση» φοβερῶν ἀφροδισίων νοσημάτων καί τότε ἴσως ἀντιλαμβανόσαστε καί τήν προσωπική Σας εὐθύνη σάν διαμορφωτές τῆς κοινῆς γνώμης. Ἀσφαλῶς οἱ ἄνθρωποι μέ τίς ὅποιες ἐπιλογές τους καί τήν κατάχρηση τῆς ἐλευθερίας τους δέν τιμωροῦνται ἀπό τόν Πανάγιο Θεό, ἀλλά ἀπό τόν ὑπάρχοντα πνευματικό Νόμο καί τήν ἀσέβεια στό ἱερό πρόσωπό τους. Μήπως δέν γνωρίζετε, ὅτι ὅλη ἡ πρακτική τῆς ὁμοφυλοφιλίας, ἀνδρικῆς καί γυναικείας, ἑδράζεται στήν παράχρηση τῶν σωματικῶν ὀργάνων καί ὅτι νομοπαρασκευαστική ἐπιτροπή τοῦ Ὑπουργείου Δικαιοσύνης «ἑτοιμάζει» ἐπέκταση τοῦ συμφώνου συμβίωσης καί μεταξύ ὁμοφύλων ζευγαριῶν!!! Δηλαδή ἡ θεσμοθετημένη πολιτεία νομιμοποιεῖ «ἠθικά» τήν παράχρηση τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος καί τήν ψυχοπαθολογία περί τό γενετήσιο ἔνστικτο καί αὐτό δέν Σᾶς ἀπασχολεῖ, ἐνῶ ἀποβαίνει τραγική ὁδός πόνου καί ἀφόρητης ὀδύνης γιά τούς συναθρώπους Σας, πού παγιδεύονται σέ μιά τέτοια ἀλλοτρίωση τῆς προσωπικότητός τους. Εὔχομαι εἰλικρινά ὁ Θεός νά μή «στήσῃ» στίς ψυχές Σας τήν ἁμαρτία αὐτή» (Σχ. βλ. Ανακοινωθέντα - Δελτία Τύπου (2012) ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ : "Εμείς στηλιτεύουμε την ασέβεια στο ελεύθερο και ιερό πρόσωπο του ανθρώπου", Εν Πειραιεῖ τῇ 18ῃ Ὀκτωβρίου 2012, http://www.imp.gr/index.php/home-4/anakoino8enta-deltia-typoy/anakoino8enta-deltia-typoy-2012/22-anakoino8enta-deltia-typoy-2012/273-emeis-sthliteyoyme-thn-asebeia-sto-eley8ero-kai-iero-proswpo-toy-an8rwpoy).

η. Περί της μέσης οδού μεταξύ νεοζηλωτισμού και νηφαλιότητας. 
Κατηγορείται επίσης ο Σεβασμιώτατος, ότι τηρεί «μία διλημματική στάση μεταξύ φονταμενταλισμού-νεοζηλωτισμού και νηφαλιότητας-διακρατήσης της εκκλησιαστικής ενότητας» (σελ.3,ο.π.). Δικαίωμα του καθενός, και φυσικά και του κ.Κ.Ν. είναι να αμφισβητεῖ τήν ἐν Χριστῷ θεόσδοτη ἐλευθερία τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἱ. Μητροπόλεως, πού ὀφείλομε, ὡς μέλη τοῦ σώματός Του, νά τηροῦμε ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ καί τήν μέση καί βασιλική ὁδό τῆς διακρίσεως, πού πειρώμεθα ἀναξίως νά τηρήσωμε, βαλλόμενοι ἐν ταὐτῷ ἀπό τούς ἐκπροσωποῦντας τά δύο ἄκρα τῆς πλάνης, τόν συγκρητιστικό Οἰκουμενισμό καί τόν ἀνεπίγνωστο Ζηλωτισμό (ἰδ. τεῦχος 13-14 Μάρτιος-Σεπτέμβριος 2012 φιλορθοδόξου Ενώσεως ΚΟΣΜΑΣ ΦΛΑΜΙΑΤΟΣ και ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Ο Μητροπολίτης Πειραιώς απαντά εκ νέου σε δημοσίευμα της ‘Ιδιωτικής Οδού’, http://panagiotisandriopoulos.blogspot.gr/ 29-11-2012). Προς αυτήν την μέση και βασιλική οδό άλλωστε μας προτρέπει και ο θεόπνευστος λόγος της Γραφής: «Ορθάς τροχιάς ποίει σοις ποσί και τας οδούς σου κατεύθυνε. Μη εκκλίνης εις τα δεξιά μηδέ εις τα αριστερά, απόστρεψον δε σον πόδα από κακίας» (Παροιμ.4,26-27). Δεν είναι του παρόντος να αναπτύξουμε γιατί τα δύο αυτά μεγέθη, ο Ζηλωτισμός και ο Οικουμενισμός αποτελούν νοσολογικές οντότητες στο Σώμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η πρώτη ως κατάσταση σχίσματος και η δεύτερη ως αίρεση. Υπάρχει πλούσια σχετική βιβλιογραφία, στην οποία μπορεί να ανατρέξει ο αγαπητός κ.Κ.Ν.. Εμείς εδώ ενδεικτικά μόνον παραπέμπουμε στο περισπούδαστο σύγγραμμα του αειμνήστου και αγίου Γέροντος π. Επιφανίου Θεοδωροπούλου με τίτλο «Τα Δύο Άκρα, Οικουμενισμός και Ζηλωτισμός», Έκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου Κεχαριτωμένης Τροιζήνος, Τροιζήνα 2008.
Τέλος απόλυτη απόδειξη της ελευθερίας που επικρατεί στην Μητρόπολη μας αποτελεί η εφετεινή εορτή της μνήμης του Αγίου Ιερομάρτυρος Σεραφείμ επισκόπου Φαναρίου και Νεοχωρίου κατά την οποία εορτάζει τα ονομαστήρια του και ο Σεβ. Μητροπολίτης μας κατά την τελεσθείσα Θ. Λειτουργία στον Καθεδρικό Ι. Ναό Αγ. Τριάδος ο ορισθείς υπό του Σεβ. Μητροπολίτου κ. Σεραφείμ ομιλητής Αἰδεσιμ. Γ.Δ. εξ ιδίας πρωτοβουλίας του δεν ανέφερε κατά την ομιλία του ούτε μία λέξη για τον εορτάζοντα Σεβ. Μητροπολίτη ούτε μία ευχή. Και όμως ο Σεβ. τον συνεχάρη δημοσίᾳ και τον ευχαρίστησε δια την ομιλία του. Αν αυτό δεν ικανοποιεί τον κ. Κ.Ν. και εξακολουθεί να αμφιβάλλει για την επικρατούσα ελευθερία στην Μητρόπολη μας τότε δεν έχουμε να πούμε τίποτε άλλο.
Related Posts with Thumbnails