Το νέο τεύχος του γνωστού περιοδικού Οδός Πανός που επιμελείται χρόνια τώρα ο φιλόπονος ποιητής Γιώργος Χρονάς, κυκλοφόρησε τώρα (τχ. 160) και είναι αφιερωμένο στον Μίκη Θεοδωράκη.
Για τον μεγάλο μας συνθέτη γράφουν οι: Γεώργιος Κασιμάτης, Κώστας Γεωργουσόπουλος, Μίμης Ανδρουλάκης, Στεφανία Μεράκου, Ιουλία Λαζαρίδου–Ελμαλόγλου, Τατιάνα Παπαγεωργίου, Βάλια Bράκα, Σπύρος Ευαγγελάτος, Ηenning Schmiedt, Gail Holst–Warhaft, Λουκάς Kαρυτινός, Aναστασία Μπακογιάννη, Peter Zacher, Aστέρης Κούτουλας, Αντώνης Κοντογεωργίου, Γιώργος Δεμερτζής, Θάνος Μικρούτσικος, Ανδρέας Μαράτος, Χαρά Θλιβέρη και ο Γιώργος Χρονάς με μια μεγάλη συνέντευξη του Μ. Θεοδωράκη.
Την ώρα που εφημερίδες και περιοδικά διανέμουν άφθονα cd με τραγούδια του Μ. Θεοδωράκη, η Οδός Πανός κάνει τη διαφορά. Στο τεύχος περιλαμβάνεται ψηφιακός δίσκος με έργα μουσικής δωματίου του συνθέτη, με τον γενικό τίτλο: 1942-1952 | H δεκαετία της πρώιμης έντεχνης μουσικής.
Τα περιεχόμενα του cd είναι: Κουαρτέτο αρ. 1, Στροφή | Κουαρτέτο αρ. 2, Το κοιμητήριο | Κουαρτέτο αρ. 3, Epoca Nocturna | Κουαρτέτο αρ. 4, Μάζα | Τρία κομμάτια για τον Δεκέμβρη για βιολί και πιάνο | Τέσσερα ποιήματα του Καβάφη | Κασσιανή.
Εκτός από την Κασσιανή (για την οποία στο τεύχος υπάρχει εκτενές άρθρο του Αντώνη Κοντογεωργίου) τα υπόλοιπα έργα ήρθαν στην επιφάνεια χάρη στον Γιώργο Δεμερτζή κι αυτό το λέει ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης στο σημείωμα του κατά την έκδοση αυτών των έργων σε cd από την Legend Classics (2007):
"Η τύχη και ο ρόλος των προσώπων διαδραματίζουν κάποτε καθοριστικό ρόλο στη ζωή των ανθρώπων και ιδιαίτερα των καλλιτεχνών. Μπορεί κανείς άραγε να φανταστεί για πόσα χρόνια ακόμα θα παρέμενε βυθισμένο στην αφάνεια το ξεχασμένο και εν πολλοίς άγνωστο έργο του Μπαχ, εαν δεν υπήρχε ο Μέντελσον; Τηρουμένων των αναλογιών, τα ξεχασμένα και από μένα τον ίδιο κουαρτέτα μου και άλλα έργα της ίδιας εποχής (1945-1948) θα παρέμεναν απλές κόλλες μουσικής γεμάτες νότες μέσα στο αρχείο μου, αν δεν τα ανακάλυπτε πριν από μερικά χρόνια ο Γιώργος Δεμερτζής. Ο οποίος όχι μόνο τα ανακάλυψε, αλλά ευθύς αμέσως τα τύλιξε με το ενδιαφέρον και το ταλέντο του, με αποτέλεσμα να τα βγάλει στο φως μαζί με τους άξιους συνεργάτες του με τόσο μεγάλη ευαισθησία και - ας μου επιτραπεί η φράση - ερμηνευτική τελειότητα, που ξάφνιασε πρώτα απ' όλους εμένα τον ίδιο".
Σήμερα δημοσιεύουμε, αγαπητοί συνοδίτες, το κείμενο του Γιώργου Δεμερτζή στο τεύχος της Οδού Πανός, που έχει ως τίτλο: Μουσική δωματίου του Μίκη Θεοδωράκη. Τέσσερα κουαρτέτα για έγχορδα/Τρία κομμάτια του Δεκέμβρη για βιολί και πιάνο/Καβάφης.
Πάνε δέκα χρόνια περίπου από τότε που μία τυχαία συνάντηση με τον Μίκη με οδήγησε στην ανακάλυψη ενός θησαυρού. Του άγνωστου, ξεχασμένου και από τον ίδιο τον συνθέτη, έργου του μουσικής δωματίου. Πόσο άραγε είναι δικαιολογημένο σε μία χώρα με αφθονία μουσικολογικών σχολών για το μέγεθός της, να χρειάζεται ένας μουσικός εκτελεστής για να βρει έργα που ουσιαστικά αλλάζουν τον χάρτη του εθνικού μας ρεπερτορίου, όπως τουλάχιστον το ξέραμε. Και όλα αυτά, ή τουλάχιστον τα περισσότερα, όχι ξεχασμένα σε κάποιο πατάρι, ή σκορπισμένα σε απίθανα μέρη, όπως τα περισσότερα έργα ενός από τους παλαιότερους συνθέτες, του Σκαλκώτα ας πούμε, αλλά προσεκτικά τακτοποιημένα στο αρχείο του συνθέτη, πάντα ανοιχτού στον ανήσυχο μουσικό ή ερευνητή που θα ήθελε να ψάξει βαθύτερα στο έργο του Μίκη αλλά και της ελληνικής μουσικής γενικότερα.
H ανακάλυψη έφερε στο φως αλλά και στα αυτιά μας, μια σειρά έργων που παίχτηκαν, ηχογραφήθηκαν, μερικά εκδόθηκαν. Πάλι καλά…! Για να έρθει ακόμα μία στιγμή όπου η περιέργεια του εκτελεστή θα βρει ένα ακόμη… αριστούργημα, έτοιμο για παίξιμο. Έτσι λοιπόν, είναι βέβαιο πως υπάρχουν πολλά ακόμα, ίσως και πέρα από το αρχείο που περιμένουν αυτή τη φορά όχι τον περίεργο εκτελεστή, αλλά τον συστηματικό ερευνητή.
Γιώργος Δεμερτζής |
Το γένος του κουαρτέτου εγχόρδων, στοιχειωμένο από τα αριστουργήματα των μεγάλων παλιών, του Μπετόβεν και του Σούμπερτ, ή νεότερων όπως του Μπάρτοκ και του Σοστακόβιτς υπήρξε πάντα πεδίο αναμέτρησης του συνθέτη με την μεγάλη παράδοση και ο Μίκης, δεν υπήρχε περίπτωση να λείπει από μια τέτοια μάχη… και ας το είχε ξεχάσει πως το έκανε, αφού αυτό που τον απασχολούσε, όπως κάθε μεγάλο δημιουργό, δεν ήταν παρά το επόμενο έργο. Για τα τέσσερα κουαρτέτα που κυκλοφόρησαν ηχογραφημένα από το Νέο Ελληνικό Κουαρτέτο –ένα πέμπτο, μία σουίτα για κουαρτέτο εγχόρδων, ανακαλύφτηκε δυστυχώς αργότερα και δεν περιελήφθη στη συλλογή – ο συνθέτης Φίλιππος Τσαλαχούρης που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην αποκατάσταση κάποιων έργων σημειώνει:
…Νεανική ορμή που εκδηλώνεται με τη σιγουριά της απόλυτης βεβαιότητας, εξωστρεφής ρητορεία και εσωστρεφής λυρισμός, ελληνικό λεξιλόγιο δομημένο σε δυτικές φόρμες και γενικότερα όλες οι αντιθέσεις που γεννιούνται από την προσήλωση στην ελληνική μουσική με εργαλεία δανεισμένα από τα επιτεύγματα της δυτικής «κλασσικής» μουσικής, παρόρμηση και αυτοσυγκράτηση, πρωτοποριακή εκφορά σε κλασσικές δομές, και ταυτόχρονα, κλασσικές διατυπώσεις σε πρωτοποριακές φόρμες, κάθετες συγκρούσεις ρυθμικών και μελωδικών σχημάτων, ομορφιά και δυσμορφία, τρυφερότητα και βία, φως και σκοτάδι, φυγή και επιστροφή. Δεν είναι καθόλου εύκολο να ισορροπεί το μολύβι ένας συνθέτης επάνω στα πεντάγραμμά του με αυτό τον τρόπο, με τη βοήθεια μόνον της εσωτερικής του ακοής και μάλιστα στην πρώτη συνθετική περίοδο της ζωής του· παράγοντας, έργα που έχουν χαρακτηριστικά τα όσα προκύπτουν από τις παραπάνω αντιθέσεις. Η θεματική ευφράδεια σε έργα τόσο πρώιμα για ένα συνθέτη και μάλιστα σε στίβο διαμορφωμένο με τα καλούπια αυστηρών δομών όπως του κουαρτέτου, και με φορείς λόγου τα έγχορδα που απαιτούν γνώση και γούστο δεν είναι κάτι, ούτε συνηθισμένο ούτε ευκαταφρόνητο.
Τα τέσσερα κουαρτέτα έχουν μεταξύ τους διαφορές. Με εξαίρεση το πρώτο που αναπτύσσεται σε τρία μέρη, τα υπόλοιπα είναι μονομερή.
Το πρώτο, με τον τίτλο Στροφή, αν και οφθαλμοφανώς νεανικό, κερδίζει τον ακροατή με την καθαρότητα του υλικού και την ανανεωτική διάθεση που έχει ο συνθέτης στη χρήση της καθιερωμένης φόρμας.
Το δεύτερο, με τίτλο Το Κοιμητήριο, μας οδηγεί κατευθείαν στον πυρήνα της σχέσης του Θεοδωράκη με την νεοελληνική ποίηση, προσφέροντάς μας ένα από τα καλύτερα παραδείγματα της μουσικής που γεννά η ποίηση στο νου του συνθέτη. Ένα σύντομο οργανικό κομμάτι χωρίς λόγια που περικλείει την ουσία του ποιήματος του Διονυσίου Σολωμού, μας βοηθά να κατανοήσουμε τη διαδικασία μετουσίωσης του ποιητικού λόγου σε μουσική.
Το τρίτο, ο Οιδίποδας Τύραννος, με τη σκιώδη εσωστρέφειά του, στην αρχική του μορφή για ορχήστρα εγχόρδων, αποτελεί ένα από τα πλέον ολοκληρωμένα έργα του συνθέτη. Η μοναδικότητα του έργου αυτού είναι πως δεν περιγράφει τον τίτλο που φέρει, όπως τόσα και τόσα έργα, αλλά αντίθετα εστιάζει την προσοχή του ακροατή σε σκέψεις και συναισθήματα της εποχής μας, ωσάν ο Οιδίπους να συμβολίζει με τα πάθη του κάθε συμφορά. Από την πρώτη ακρόαση αυτού του έργου και κατά τη διαδικασία της μεταγραφής του για κουαρτέτο έκανα αυτές τις σκέψεις χωρίς να γνωρίζω το κείμενο που συνόδευσε την πρώτη εκτέλεση του έργου: «…πρέπει να πω ότι η Ωδή δεν είναι έργο με ιστορία, με πρόγραμμα ή με σχέδιο. Οιδίποδες είμαστε όλοι μας – εμείς οι Έλληνες- αυτοτυφλωμένοι, ρημαγμένοι, άθελά μας, καθώς περνάμε απ’ το ένα κακό στο άλλο, απ’ τη μια συμφορά στην άλλη». Ο ίδιος ο συνθέτης έδωσε στην μεταγραφή για κουαρτέτο τον τίτλο Νύχτια Εποχή, υπενθυμίζοντας δεκαετίες μετά την έλλειψη του φωτός εκείνων των χρόνων.
Το τέταρτο, που βρέθηκε σε σκόρπιες σελίδες και χρειάστηκε ειδική επεξεργασία για να μπορεί να εκτελεστεί, αποτελεί μια ξεχωριστή οντότητα στη νεοελληνική μουσική. Έχει τον τίτλο Μάζα - χωριού της δυτικής Κρήτης απ’ όπου κατάγεται η οικογένεια του συνθέτη με γενάρχη τον ξακουστό λυράρη Θεοδωρομανώλη που κρέμασαν οι Τούρκοι στις αρχές του 19ου αιώνα-. Δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτε, δεν ακολουθεί κανέναν γνωστό αισθητικό δρόμο της εποχής του, παρά μόνον εκείνο που χρόνια αργότερα θα φέρει το όνομα του δημιουργού του. Η δραματική ένταση της ανάπτυξης, η ανάδυση των θεμάτων από το συμπαγή ήχο των εγχόρδων, η διαρκής ανανέωση του μοτιβικού υλικού και η εμφάνιση νέου τη στιγμή ακριβώς που το έχεις ανάγκη χωρίς, όμως, να το περιμένεις, είναι κάποια από τα στοιχεία που συνθέτουν αυτό το αριστούργημα...
Ο Μίκης φαίνεται πως μετουσιώνει σε μουσική την εμπειρία του από την ταραγμένη πορεία των νεανικών του χρόνων, με την ενεργό συμμετοχή του στους αγώνες, αλλά και την επαφή του με τον ποιητικό ρόλο. Φαίνεται πως κάθε γεγονός, κάθε εικόνα γεννά μέσα του μοτίβα και τα μοτίβα σχηματίζονται σε μορφές μικρές και μεγάλες, μερικά από αυτά θα γίνουν και τραγούδια πριν γραφτούν οι ίδιοι οι στίχοι. Αυτό κάνει και στην περίπτωση του Καβάφη. Η μουσική για κουαρτέτο πνευστών αντανακλά με τον πιο πρωτότυπο τρόπο την ουσία του ποιητικού λόγου που αφήνεται ανέγγιχτος. Το ίδιο θα κάνει όμως και στα κομμάτια του Δεκέμβρη. Αγωνιστικές στιγμές, γεγονότα που περιγράφει ο ίδιος με την μοναδική του γλαφυρότητα, όπως την «πορεία προς τον Μακρυγιάννη» θα μεταμορφωθούν σε έργα για βιολί και πιάνο. Ή επιλογή των οργάνων, όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις θα έχει να κάνει με την συγκυρία, τους ανθρώπους που είναι δίπλα του, μουσικούς που θα τα παίξουν, ή που ελπίζει να το κάνουν ακόμα και αν δεν το κάνουν τελικά ποτέ. Τα τρία κομμάτια του Δεκέμβρη θα παιχτούν μαζί με ένα ακόμα –για βαρύτονο και πιάνο και τίτλο «το συλλαλητήριο στις τρεις Δεκέμβρη»- σε μία συναυλία στη Λέσχη του Ελληνοσοβιετικού συνδέσμου την άνοιξη του 1946 για να ξεχασθούν για 60 περίπου χρόνια. Σελίδες μουσικού ημερολογίου, όπως πάλι τις χαρακτηρίζει ο Τσαλαχούρης, δεν αποτυπώνουν μόνον μουσικά στιγμές και συναισθήματα… προσφέρουν τροφή στον βιολιστή που ψάχνει αγωνιωδώς στο εγχώριο ρεπερτόριο για να δικαιολογήσει την διπλή του ιδιότητα ως Έλληνα και βιολιστή μαζί. Το βιολί τραγουδά, σκαρφαλώνει ψηλά, μιμείται… Τα κομμάτια του Δεκέμβρη μαζί με τις δύο σονατίνες, αποτελούν μερικά από τα πιο δόκιμα βιολιστικά έργα του Ελληνικού ρεπερτορίου αφήνοντας –όχι αδικαιολόγητα –την απορία πως ήξερε τόσο καλά ο Μίκης ένα όργανο που μπορεί να ήταν το πρώτο του, αλλά ποτέ δεν καυχήθηκε πως το κατέκτησε. Λάθος!… Το κατέκτησε, όπως τα πάντα με τον δικό του τρόπο. Πάντα τολμώντας, κλείνοντας τα αυτιά του σε πρωτοποριακά πειράματα που δεν του μιλούσαν, μουσικά γλωσσικά ιδιώματα που δεν τον εξέφραζαν, την εποχή μάλιστα που ο μουσικός μεταπολεμικός αβανγκαρντισμός, φάνταζε ως το ασφαλές εισιτήριο για την ντόπια αλλά και διεθνή αναγνώριση. Όλες αυτές οι «σπουδές» -υπερβολικά σεμνός τίτλος για πολλά από τα κομμάτια- θα τον οδηγήσουν στην μουσική της «Αντιγόνης». Και την στιγμή που οι πάντες πανηγυρίζουν, εκεί στo Covent Garden, στην καρδιά του Λονδίνου κάπου πενήντα χρόνια πριν, ο Μίκης γράφει τον «Επιτάφιο»…
Γιώργος Δεμερτζής
- Για τα Κουαρτέτα του Μ. Θεοδωράκη δείτε παλαιότερη ανάρτηση της Ιδιωτικής Οδού (2008) εδώ.
- Για τα Κουαρτέτα του Μ. Θεοδωράκη δείτε παλαιότερη ανάρτηση της Ιδιωτικής Οδού (2008) εδώ.
1 σχόλιο:
''ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ: Ο ΔΙΚΟΣ ΜΑΣ ΜΟΤΣΑΡΤ !!!''
Έρχεται στο μυαλό μου η αλησμόνητη φραστική ατάκα του Ελύτη''...όπου και να σας εύρει το κακό αδελφοί, όσο και να θολώσει ο νους σας, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη...''...και με δική μας παράφραση: ΜΝΗΜΟΝΕΥΕΤΕ ΚΑΙ ΑΚΟΥΤΕ ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ!!!
Ό,τι και να πει κανείς γι' αυτόν τον τρανό συνθέτη θάναι πολύ λίγο και φτωχό! Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε όλοι μας είναι να ακούμε ξανά και ξανά τις αθάνατες δημιουργίες του Μίκη και να ''λουζόμαστε'' στο μελωδικό τους φως!
Υ.Γ. Να εξομολογηθώ και την αμαρτία μου!
Ο Μίκης είναι από τους πιο αγαπημένους μου συνθέτες! Ακολουθούν όλοι οι άλλοι μεγάλοι(ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ, ΞΑΡΧΑΚΟΣ, ΠΛΈΣΣΑΣ, ΜΑΜΑΓΚΑΚΗΣ,ΧΑΤΖΗΝΑΣΙΟΣ, ΧΑΤΖΙΔΑΚΗΣ, ΣΠΑΝΟΣ,ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟΣ Κ.Α)!
Ε,τι να κάνουμε, περί μουσικής ορέξεως...κάθε λόγος διαφορετικός είναι μεν σεβαστός και ανεκτός,αλλά μάλλον μάταιος!
Διογένης/Ε.Μ.
Δημοσίευση σχολίου