Ο ποιητής της Ιδιωτικής Οδού Οδυσσέας Ελύτης είχε επισημάνει από νωρίς το μεγαλείο του Ελληνοσύρου μάγου: του ταπεινού Ρωμανού του Μελωδού. Στο δοκίμιό του για τον Ρωμανό αναδεικνύει την ποιητική υπόσταση του Ρωμανού ως μια από τις προσόψεις του ενιαίου ελληνικού λόγου: «Πίνδαρος, Ρωμανός ο Μελωδός, Ανδρέας Κάλβος».
Χαίρομαι πολύ όταν βλέπω ότι και σήμερα άνθρωποι των γραμμάτων και των επιστημών καταφεύγουν στον λόγο του Ρωμανού, όπως ο γνωστός καθηγητής του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου Θ. Π. Τάσιος, ο οποίος σε άρθρο του στο Κυριακάτικο Βήμα (4-5-08) υποπίπτει, όπως λέει, στη γοητεία των στίχων του Ρωμανού.
Χαίρομαι πολύ όταν βλέπω ότι και σήμερα άνθρωποι των γραμμάτων και των επιστημών καταφεύγουν στον λόγο του Ρωμανού, όπως ο γνωστός καθηγητής του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου Θ. Π. Τάσιος, ο οποίος σε άρθρο του στο Κυριακάτικο Βήμα (4-5-08) υποπίπτει, όπως λέει, στη γοητεία των στίχων του Ρωμανού.
Αναδημοσιεύω στη συνέχεια το απάνθισμα του Θ. Π. Τάσιου από τα επίκαιρα κοντάκια του Ρωμανού.
Πριν από τρία χρόνια περίπου, στην ίδια ετούτη στήλη, είχα αναφερθεί στη διπλή «παγκοσμιότητα» του 5ου αιώνος - Χριστιανική πίστη αφενός και Ελληνική γλώσσα αφετέρου. Μέσα της άνθησε ο ωραίος εκείνος εβραιοσύριος ποιητής, ο διάκονος του ναού της Θεοτόκου στην Πόλη - ο Έλλην την παιδείαν Ρωμανός. Υποπίπτω σήμερα στην ίδια γοητεία των στίχων του, μ' ένα άλλο απάνθισμα, λόγω επικαιρότητος.
* Και πώς να μην αρχίσεις πάλι από της Μάννας το δράμα όταν, κατά τον ποιητή, προσπαθεί να μεταπείσει τον Υιόν της: «Υπάγεις ώ τέκνον προς άδικον φόνον». Κι εκείνος απαντά «μη θάνω; πώς ουν ελκύσω προς ζωή τους εν τω Άδη;»· Αλλ' η τυραγνισμένη Μάννα δεν πείθεται απ' το μεταφυσικό επιχείρημα· και αντιτάσσει την πρακτική άποψη οτι πάμπολλους έσωσες, χωρίς να πάθεις τίποτε - τώρα γιατί να πάθεις: «Τί μοι λέγεις, σπλάγχνον, "ει μή θάνω, ο Αδάμ ουχ υγιαίνει"; Και μήν άνευ πάθους εθεράπευσας πολλούς: Λεπρόν γάρ καθήρας και ούκ ήλγησας ουδέν. Παράλυτον σφίγξας, ου κατεπονήθης. Πήρον πάλιν λόγω ομματώσας, απαθής μεμένηκας». Αλλεπάλληλα τα επιμέρους παραδείγματα σωτηρίας ανθρώπων, χωρίς κατ' ανάγκην να πάθει τίποτα το Παιδί της: «Νεκρούς αναστήσας, νεκρός ούκ εγένου»! Καθώς όμως Εκείνος εμμένει στην υπέρτατη θυσία, η κατακαϋμένη Μάννα τολμάει να ρωτήσει άν πάντως θα μπορέσει να τον ξαναϊδεί. «Μην οργισθής μοι, έτι άπαξ άν ειπώ: Αν θάνης, βλέψω σοι πάλιν;»· Δεν αμφιβάλλει για την Ανάσταση. Φοβάται μόνον μήπως Εκείνος μετά τον τάφο φύγει για τα Ουράνια και «ζητούσα σε ιδείν, κλαύσω, κράξω "πού εστίν ο υιός και θεός μου"»· Ανθρώπινος πόνος βαθύς και μητρικό αίσθημα απαρηγόρητο. Θα την διαβεβαιώσει όμως Εκείνος: «Θάρσει μήτερ οτι πρώτη με οράς απο του τάφου!».
Ο χώρος δεν επιτρέπει μιαν εκτενέστερη σταχυολόγηση εικόνων και λόγου αυτού του δυνατού ποιητή. Επιτρέψτε μου μόνον να κλείσω αυτήν τη σκηνή με την ποιητική περιγραφή του σχεδίου δράσης του ίδιου του Ιησού για τη σωτηρία των ανθρώπων: «Σάν ιατρός ετοιμάζομαι / και φθάνω εκεί που κείνται / τις πληγές-τους ξετάζω / με ξίδι τις πλένω / και με τον ίδιον τον Σταυρό μου / ως νάρθηκα τις περιδένω, / για να μπορείς να ψάλλεις Μάννα μου / έπαθεν ο Υιός μου / για ν' απαλλάξει τους ανθρώπους απ' τα βάσανα».
* Ας πάμε όμως να ακούσομε και τα κατά Ρωμανόν Πάθη του Άδη. Και πρώτα η άκρως εμβληματική εικόνα την οποία χρησιμοποιεί ο ποιητής: «Τους τρεις σταυρούς τους έμπηξε στον Γολγοθά ο Πιλάτος. / Το νοιώθει ο Αδης και ρωτά / το καρφί στην καρδιά ποιός μου τό 'μπηξε; / Πονάν τα μέσα μου, αλγεί η καρδιά μου / και μ' αναγκάζουνε να βγάλω έξω / το σόι του Αδάμ· / με το ξύλο της Γνώσης τους απόχτησα / και τώρα ενα ξύλο πάλι / τους ξαναμπάζει στον Παράδεισο»!
Ετούτη η ανεπαρκής παράφραση του Οίκου α´ του Κοντακίου της Σταυρώσεως περισώζει παρα ταύτα την εικονοποιητική δεινότητα του Μελωδού. Και λέει ο Άδης ο ταλαίπωρος στον Διάβολο: «Δράμε και ίδε, του ξύλου την ρίζαν εντός της ψυχής μου· κάτω κατήλθεν ίν' αναστήση τον Αδάμ ως σίδηρον». Ο Διάβολος όμως αρνείται να παραδεχθεί την ήττα· κατηγορεί τον Άδη («δειλέ και φοβιτσιάρη»), θυμίζει πως κι η σταύρωση άλλωστε διαβολικό έργο είναι - και τάζει να ανατρέψει την κατάσταση. Αλλ' ο πληγωμένος Αδης αποκρίνεται: «Αυτό γαρ το ξύλον εις ό εγκαυχάσαι, το πάν εσάλευσεν, και τους εν μνήμασι εξανέστησε».
* Τα «Πάθη των Κάτω» θα τελειώσουν βέβαια με τον Διάβολο να «τύπτει το στήθος εκπληττόμενος» και να παρακαλάει τον Άδη να του προσφέρει καταφύγιο αφού «τα σά γάρ υπέστην, τοις σοίς μή πιστεύσας»...
Κι ίσως, πιστεύοντες και μή πιστεύοντες, είναι ωραίο να τραγουδήσουμε μαζί με τον Ρωμανό «συναναστήτω σοι, σωτήρ, η νεκρωθείσα ψυχή μου, και μή εις λήθην έλθη των ασμάτων τούτων».
Κι ίσως, πιστεύοντες και μή πιστεύοντες, είναι ωραίο να τραγουδήσουμε μαζί με τον Ρωμανό «συναναστήτω σοι, σωτήρ, η νεκρωθείσα ψυχή μου, και μή εις λήθην έλθη των ασμάτων τούτων».
Εικόνες: Το όραμα του Ρωμανού (Codex Vaticanus graecus 1613)
Ρωμανός ο Μελωδός, τοιχογραφία του Θεοφάνη, Μ. Σταυρονικήτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου