Βασίλης Λαδάς Δείπνα, ποίηση, εκδόσεις Γαβριηλίδης
Με τα δείπνα προστρέχω πάλι στην τέχνη της ποιήσεως, ύστερα από τα δύο πεζά, «Ασώματη κεφαλή» και «Μουσαφεράτ». Πιάνω έτσι το νήμα με το «Απόκρεω», την ακρεοφαγία δηλαδή, που εκδόθηκε το 2004 από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης. Πάλι η βρώσις και η πόσις με μία διαφορά: Στα «Δείπνα» του δειλινού αποφεύγω αυτοαναφορικούς συμβολισμούς και μεταφορές. Εχω κατά νου την ποίηση των ιδεών και τα επιγράμματα. Πώς αλλιώς να αντιμετωπίσω τους βομβαρδισμούς των τηλεοπτικών εκπομπών με γκουρμέ συνταγές, σε μια εποχή που η ιερότητα του δείπνου έχει χαθεί και πολλαπλασιάζονται οι θάνατοι από δίψα και πείνα.
Αίφνης, μια μέρα είδα πάνω σε κάδο σκουπιδιών αυτοκόλλητο σύνθημα αντιεξουσιαστών: «Προσέχτε τα σκουπίδια που πετάτε, από τους κάδους τρώνε άνθρωποι». Ο σαρκασμός υπενθύμιζε ότι ενώ εξαφανίστηκαν οι δηλητηριάσεις ως μέσον δολοφονίας σε αυτοκρατορικές αυλές, μα και σε φτωχόσπιτα, όπου επιδέξιες μαγείρισσες φαρμάκωναν καταπιεστές συζύγους, πολλαπλασιάστηκαν οι εξ αμελείας από μουχλιασμένα και σκουληκιασμένα τρόφιμα και από βρόμικο νερό, όσο κι αν οι μικρές καθημερινές δόσεις δηλητηρίου δημιουργούν αντισώματα στο αίμα. Το σύνθημα με παρακίνησε στον ακτιβισμό των λέξεων.
Ομως «αν είναι ανθρώπινος ο πόνος δεν είμαστε άνθρωποι μόνο για να πονούμε». Το ημερήσιο σιτηρέσιο, το φαγητό του δειλινού, ανάμεσα στον κάματο της ημέρας και την αγωνία του σκότους, είναι το πλέον εμβληματικό. Εκεί δένονται οι άνθρωποι, χαίρονται, διαλογίζονται, ζεσταίνονται, ερωτεύονται και ενίοτε σκοτώνονται. Από ένα δείπνο ξεκίνησε η ανθρώπινη τραγωδία του Ιησού. Οι δεκαπέντε, πληκτικοί σε μεγάλο βαθμό, τόμοι των δειπνοσοφιστών βρίθουν πληροφοριών και παραπληροφοριών για τη διασκέδαση, τα καλά φαγητά, την καλή χαρά των αρχαίων, ένα είδος μεσημεριανάδικου του 2ου μ.Χ. αιώνα, όπου οι καλοζωιστές δειπνοσοφιστές ξεκατινιάζονται, πίνοντας, τρώγοντας και κουτσομπολεύοντας. Δεν έχουν αλλάξει τα πράγματα, παρά την είσοδο της πατάτας στο διαιτολόγιο της Ευρώπης και τη δραστική μείωση των θαλασσινών. Εχουμε ανάγκη το μοίρασμα του φαγητού στα δείπνα και στα μικρά γλέντια.
Υπάρχουν, λοιπόν, αφ' ενός, φιλόσοφοι που συμποσιάζονται, ξακουστοί νέοι που περνούν τη νύχτα «με τα καλά κρασιά και μες στα ωραία ρόδα», εταίρες ξεμυαλίστρες, χοντροί κρεατοφάγοι, αφ' ετέρου, οι πεινώντες και διψώντες και μαζί οι φτωχοί που μοιράζονται λιγοστό ψωμί και φαΐ, οι χωμάτινοι άνθρωποι του Βαν Γκογκ, που τρώνε πατάτες έντρομοι μπροστά στη θεότητα του τραπεζιού. Η ψυχή μου είναι πιο κοντά σε αυτούς. Αλλά και σε έναν αλήτη κυνικό φιλόσοφο που κοιμάται σε ψαρόβαρκα στο παλιό λιμάνι της Πάτρας και όταν πίνουμε προσεύχεται ειρωνικά «Χριστούλη μου, αν ένα κιλό κρασί σε νερό το μετατρέπεις κάθε μέρα, επί των υδάτων της θαλάσσης θα σε βλέπω να περιπατείς».
Η λέξη «δείπνο» έρχεται από το ρήμα «δαίω», που σημαίνει μοιράζω ίσες μερίδες. Κι έτσι γίνεται, μοιράζεται το φαγητό στο τραπέζι της οικογένειας, της φυλής, της παρέας. Πάει πολύ πίσω αυτό το μοίρασμα, στις πρώτες κοινότητες. Στον Πιανίστα του Πολάνσκι, πατέρας τετραμελούς οικογένειας, που έπαιρνε το τρένο για το κρεματόριο, αγόρασε μια καραμέλα (μία μόνο) και με ξυραφάκι τη μοίρασε στα τέσσερα. Αλλά το μοίρασμα του φαγητού έχει πλέον χάσει την ιερότητά του. Υπαινίσσομαι αυτήν την απώλεια. Στα ποιήματα επίσης απέφυγα τη βαρυστομαχιά των θυέστειων δείπνων. Επιδίωξα το οψάριον, ακόμα και όταν αναφέρονται οι κλεμμένες πατσές των δείπνων της παρέας του Βιγιόν ή οφθαλμοπορνεία του πτωχοπρόδρομου στα εδέσματα των πλούσιων παπάδων. Δεν υπάρχουν, εννοείται, συνταγές στο βιβλίο, έστω κι αν αναφέρονται προτιμήσεις ποιητών ή οι ντομάτες γεμιστές του αστυνόμου Χαρίτου.
Και βέβαια, κάτω από τις γραμμές επιδιώκω να διαγράφονται τα ίχνη από ένα παιδί, έναν μετανάστη που πεινάει ή ψάχνει νερό, όπως και η μοναξιά του άρρωστου που δειπνεί μόνος του, με το στρογγυλό σαν μηδέν χάπι της ισορροπίας, ή του πατέρα με τη μονάκριβη κόρη του σε εξορία. Και δεν ξεχνώ ένα μαύρο γατί που παραμονή εκλογών του 2007 πετάχτηκε στον δρόμο, γιατί του φάνηκε πως μύρισε φαγητό στο απέναντι πεζοδρόμιο και το πάτησαν στη χλαλοή τα αυτοκίνητα. Μόνον αφίσες υπήρχαν υποψηφίων και ηλίθια χαμόγελα στους τοίχους.
Βασίλης Λαδάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου