ΤΑΚΗΣ ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ (1895-1976)
Η Κυριακή των Βαΐων
Τρεις Καλογέροι εβαίνανε τη χαραυγή στη στράταγια ν’ ανασάνουν του πρωιού τ’ αεράκια τα μοσχάτα·
και στο μισόφωτο, γλυκά γλυκά, σαν Υμνωδία
αγγέλων, σκόρπισε θαμπή μιαν άγια μυρωδία,
που κάθισε απαλά, ως λυγμός, στα κούφια μεσοκάρδια
των Καλογέρων, που διψάαν για τέτοια όμορφα χάδια·
λιγώνουνται οι ταλαίπωροι, κι αγιάζουν, και φιλούσιν
τους ώμους τους, νομίζοντας πως, τάχα, ιερουργούσιν
πασχαλινές Αγάπες, και, δίχως ορμή ανασαίνουν
το στάλαγμα της μυρωδίας, και το μεταλαβαίνουν.
Κι ευθύς ο γεροντότερος σιγηλά καβαλάει
κάποιο γαϊδούρι, που έβοσκε στον Κάμπο εκεί πλάι,
και η ακολουθία των άλλων δυο, ίδιο αγιαστό κοπάδι,
διαβαίνουν με τον Σεβαστόν Ηγούμενον ομάδι,
όσο που φτάνουν σοβαρά, επισκοπικά, στο Φρούριο,
στο Μοναστήρι, πούν’ μακριά από κάθε τι καινούργιο,
και με σφυράκια ολάργυρα βροντάν τη στέρεα πόρτα
(που ανοίγουν τα δυο φύλλα της, και στέκουνται ολόρθα,
γιγαντωμένα), και στρατοί Μαυροφόρων Οσίων
τιμώσι τον Ηγούμενον, με κλάδους των Βαΐων.
Και ύστερα, καθώς είν’ λευκοί από την πολλή νηστεία,
σφαλάν την Πύλη, κι αρχινάν την ιεροτελεστία.
Τι δεν οραματίζεται τινάς σε κεια τα βάθη,
που μέλλουνται να θρηνηθούν πιστά τα τίμια Πάθη.
Θυμιατά, Αξαφτέρυγα, Λάβαρα, σ’ έναν γύρον
Διακόνους, φέρνοντας το Φως των Δικηροτρικήρων,
και Στέμματα χρυσάργυρα, και πένθιμα Ωμοφόρια,
(βελούδα, με κεντήματα λευκών ανθών), - και χώρια
τις μελωδίες από τις Άρπες, και από τα Βιολίνα,
και από το Θείον Όργανον, ή από τ’ απλά Κλαρίνα,
ή απ’ τις φωνές των δυο Χορών, που κλαίνε αληθινά
ψέλνοντας το θριαμβευτικό και πένθιμο Ωσαννά!
………………… Μετά, στα Εσπερινά,
αφού τελειώσει η τελετή των πράσινων Βαΐων,
τα ορναμέντα κρύβουσι, και ψέλνουν το Νυμφίον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου