Το πρόγραμμα της συναυλίας αποτελείται από έργα κλασικής μουσικής με θρησκευτικό χαρακτήρα, που υπογράφουν δυο κορυφαίοι μουσουργοί, ο Wolfgang Amadeus Mozart και ο Joseph Haydn, ενώ με την ορχήστρα θα συμπράξουν η Αδαμαντία Πανούτσου (πιάνο) και ο Παναγιώτης Ανδριόπουλος σε ρόλο αφηγητή.
Αναλυτικά η Ορχήστρα Πατρών υπό τη διεύθυνση του Δημήτρη Μποτίνη θα ερμηνεύσει τα ακόλουθα έργα:
Α΄ Μέρος
-Wolfgang Amadeus Mozart: Αντάτζιο και Φούγκα για έγχορδα σε ντο ελάσσονα, KV 546
-Wolfgang Amadeus Mozart: Κοντσέρτο για πιάνο αρ.21 σε ντο μείζονα, KV 467
1. Allegro maestoso
2. Andante
3. Allegro vivace
Σολίστ στο πιάνο θα είναι η Αδαμαντία Πανούτσου.
-Joseph Haydn: Οι επτά τελευταίοι λόγοι του Χριστού στο Σταυρό, op.51
1. Maestoso ed adagio
2.Vater,vergib ihnen - Largo
3. Fürwahr, ich sag' es dir - Grave e cantabile
4. Frau, hier siehe deinen Sohn - Grave
5. Mein Gott, mein Gott, warum hast du mich verlassen? - Largo
6. Jesus rufet: Ach, mich dürstet! - Adagio
7. Es ist vollbracht - Lento
8. Vater, in deine Hände empfehle ich meinen Geist - Largo
9. Terremoto - Presto e con tutta la forza
Aφηγητής: Παναγιώτης Ανδριόπουλος
Τα μουσικά χαρίσματα του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ (1756-1791), ενός από τους κορυφαίους συνθέτες του κλασικισμού, αναδείχτηκαν πολύ νωρίς με την ολοκλήρωση των πρώτων του συνθέσεων σε ηλικία πέντε μόλις ετών. Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του γνωρίζει όχι μόνο σημαντικούς σύγχρονους του συνθέτες όπως ο Γιόχαν Κρίστιαν Μπαχ, ο Σαμμαρτίνι και ο Χάιντν, αλλά και μουσικά είδη, όπως η ιταλική όπερα, που επηρέασαν την μεταγενέστερη συνθετική του πορεία. Μετά το γάμο του με τη Κονστάντζα Βέμπερ το 1882, ο Μότσαρτ εγκαθίσταται οριστικά στη Βιέννη όπου και επιδίδεται στη σύνθεση της Λειτουργίας σε ντο ελάσσονα, της Συμφωνίας αρ. 36, των Κοντσέρτων για πιάνο αρ. 14-19 και τον κύκλο των έξι κουαρτέτων που αφιέρωσε στο Χάιντν. Κατά τη διάρκεια αυτής της ιδιαίτερα δημιουργικής περιόδου, ο Μότσαρτ συνθέτει (στις 29 Δεκεμβρίου του 1883) μια φούγκα για δυο πιάνα. Το θέμα της φούγκας μπορεί να προήλθε από ένα κουαρτέτο του Μποκερίνι ή ένα μπαλέτο του Στάρτσερ (πιθανόν των ετών 1770-80). Θα περάσουν τέσσερα χρόνια πριν να καταπιαστεί και πάλι ο Μότσαρτ με αυτή τη σύνθεση για να τη μεταγράψει για κουαρτέτο εγχόρδων προσθέτοντας και ένα πρελούδιο το οποίο ενισχύει τον δραματικό χαρακτήρα της τετράφωνης φούγκας. Η μεγάλη πολυπλοκότητα της φούγκας δείχνει το πόσο ο Μότσαρτ είχε μελετήσει και αφομοιώσει τα έργα του Μπαχ και του Χαίντελ.
Δυο μόλις χρόνια αργότερα, ο Μότσαρτ γράφει το Κοντσέρτο για πιάνο αρ.21 (1785). Το ενδιάμεσο μέρος του, Andante, -με χαρακτήρα νυχτερινού που διατηρεί το ενδιαφέρον αμείωτο χάρη στις ευφυείς μετατροπίες του Μότσαρτ- επιλέχθηκε ως μουσική επένδυση πολλών κινηματογραφικών ταινιών, κάνοντας το έργο ευρύτατα γνωστό. Το αρχικό μέρος, Αλλέγκρο μαεστόζο, ξεκινά με ένα θέμα εμβατηριακό που προσδίδει σοβαρότητα και επισημότητα. Ακολουθεί το δεύτερο θέμα, ένας σύντομος διάλογος ανάμεσα στα πνευστά. Μετά την επάνοδο του πρώτου θέματος προετοιμάζεται η είσοδος του σολίστα. Το τελικό Allegro vivace assai συνδυάζει τη φόρμα-σονάτα με αυτή του ροντό και συναρπάζει με την ενέργεια και ζωντάνια του δίνοντας περισσότερη βαρύτητα στο μέρος του πιάνου.
Ο F. J. Haydn (1732-1809), από τους κορυφαίους εκπροσώπους της περιόδου του κλασικισμού, θεωρείται δίκαια «πατέρας» της συμφωνίας και του κουαρτέτου εγχόρδων, αφού συνέβαλε ουσιαστικά στη διαμόρφωση των δυο αυτών μουσικών ειδών. Το συνολικό έργο του εξάλλου, επηρέασε βαθύτατα τους δυο μεταγενέστερους κλασικούς συνθέτες Μότσαρτ και Μπετόβεν.
Τρία σημαντικά γεγονότα σημάδεψαν τη ζωή και το έργο του. Το πρώτο ήταν η συνάντηση του με τον Πόρπορα, διάσημο συνθέτη της εποχής που δίδαξε στο Χάιντν τη τέχνη του τραγουδιού και της σύνθεσης. Τα πρώτα κουαρτέτα εγχόρδων op. 1 και 2 (1757) τον κάνουν διάσημο στους κύκλους της βιεννέζικης αριστοκρατίας. Το τρίτο όμως και σημαντικότερο γεγονός ήταν η πρόσληψη του από τους Εστερχάζι για τους οποίους θα συνθέσει όπερες, έργα συμφωνικά και μουσικής δωματίου, αλλά και θρησκευτική μουσική. Το 1791 ο Χάιντν εγκαταλείπει τους Εστερχάζι και ταξιδεύει στο Λονδίνο για να επιστρέψει οριστικά στη Βιέννη το 1795. Εκεί θα συνθέσει και τα δυο περίφημα ορατόρια του τη «Δημιουργία» και τις «Εποχές».
Το επόμενο έτος, η εκκλησία της Santa Cueva στο Cadix της Ισπανίας παραγγέλνει στον Αυστριακό συνθέτη μια σύνθεση για την Μεγάλη Εβδομάδα. Η μουσική του Χάιντν πρέπει να συνοδεύει τους Λόγους του Χριστού που εκφωνεί ο ιερέας. Ο Χάιντν συμπληρώνει τα μέρη της Ακολουθίας με μια εισαγωγή και ένα φινάλε που ονόμασε terremoto (σεισμός). Σε αυτή την πρώτη εκδοχή του έργου «Οι τελευταίοι επτά λόγοι του Χριστού στο Σταυρό» δεν υπήρχε καθόλου φωνητικό μέρος, μόνο τα εννέα μέρη για κουαρτέτο εγχόρδων. Το 1787, ο Χάιντν προσθέτει τα λόγια του Χριστού (στη λατινική γλώσσα) στα αντίστοιχα οργανικά μέρη και το έργο παρουσιάζεται στη Βιέννη. Το 1792, ο Joseph Friberth γράφει ένα σχετικό κείμενο στα γερμανικά και δημιουργεί μια τραγουδιστική εκδοχή την οποία ο Χάιντν ανακαλύπτει και ενσωματώνει στη μουσική του με την βοήθεια του Gottfried van Swieten. Το έργο παίρνει τη τελική του μορφή με την προσθήκη ενός ιντερλούδιου (adagio e cantabile σε λα ελάσσονα) ανάμεσα στον τέταρτο και πέμπτο Λόγο που παιζόταν μόνο από τα πνευστά. Αυτή η τελευταία εκδοχή του έργου υπό μορφή ορατορίου χρονολογείται στα 1795-96.
ΑΠΟ ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ ΤΗΣ ΔΕΠΑΠ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου