Η "ΣΤΟΡΓΙΚΗ ΕΙΡΩΝΕΙΑ" ΤΟΥ HANS-GEORG BECK
ὑπὸ
Γέροντος Χαλκηδόνος Ἀθανασίου
ὑπὸ
Γέροντος Χαλκηδόνος Ἀθανασίου
"Μᾶλλον δὲν μπορεῖ νὰ γραφτεῖ ποτὲ ἱστορία… ἂν δὲν περιέχει κι ἕνα ποσοστὸ εἰρωνείας, εἴτε ὡς ἐκτίμησης εἴτε ὡς περιφρόνησης ".
(H.-G. Beck)
(H.-G. Beck)
Ὁ διαπρεπής μου δάσκαλος H.-G. Beck, Πρόεδρος τοῦ Ἰνστιτούτου Βυζαντινολογίας στὴ Φιλοσοφικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Μονάχου, στὰ ὀγδόντα του ἔγραψε ἕνα πικρὸ βιβλιαράκι μὲ τίτλο: "Ἀποχαιρετισμὸς στὸ Βυζάντιο", ποὺ μετέφρασε ἡ ἄλλοτε φοιτήτριά του N. Eideneier τὸ 1999.
Στὸ ἀγγελτήριο τοῦ θανάτου του (1910-1999) ἀπὸ τὴ Σύγκλητο σημειώνεται, μετὰ τὶς διακρίσεις του, λακωνικὰ ὅτι, "ὡς ἐπιστήμων καὶ πολιτικὸς τοιοῦτος προσέφερε μεγάλες ὑπηρεσίες εἰς τὰς ἐπιστήμας τοῦ πνεύματος".
Ὁ καθηγ. Beck εἶχεν πολυκύμαντη σταδιοδρομία. Βενεδικτῖνος ἀρχικά, ἀπεσχηματίσθη καὶ ἐνυμφεύθη. Ἔζησε δέ, ὅπως ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος, σαράντα εὐτυχισμένα χρόνια τῆς ζωῆς του. Βέβαια ὄχι χωρὶς ἀνεξίτηλα ἴχνη στὴ διάβα του, ποὺ φαινόταν καὶ ἀπὸ τὸ ἰδιαίτερα σαρκαστικὸ καὶ αἰχμηρό του χιοῦμορ πάνω σὲ ὁρισμένα θέματα.
Πάντως, ἀξιοθαύμαστο τὸ πῶς πέτυχε νὰ καταλάβει τὴ θέση αὐτή, μέσα σὲ μιὰ κατ’ ἐξοχὴν Καθολικὴ χώρα, ὅπως ἡ Βαυαρία.
Λέγεται δέ, ὅτι ἦτο μισέλλην. Ἐὰν ναί, ἴσως διότι κυρίως Ἕλληνες μετεκπαιδευόταν στὸ Ἰνστιτοῦτο, ποὺ τοὺς γνώριζε ἀπ’ ὅλες τὶς πλευρές, ἢ ἐπειδὴ πολὺ ἀσχολήθηκε μὲ τὸ Βυζάντιο καὶ ἤξευρε τὰ "ἄπλυτά" του.
Τὸν ἔβλεπε κανεὶς σὰ "δαίμονας" νὰ περιφέρεται φευγαλέα στὴ βιβλιοθήκη τοῦ Ἰνστιτούτου γιὰ κάποιο βιβλίο, μὲ τὸ "φουγάρο" του ποὔβγαζε ἀρωματικοὺς καπνούς, καὶ ὄχι ἐκείνους τοῦ κρεματορίου ζώων τῆς Βαυαρίας.
Ὁ γράφων σπούδασε ὡς κύριο κλάδο Βυζαντινολογία, ὅμως τὸ πάθος του ἦταν ἡ ἱστορία τῆς τέχνης, μιὰ ποὺ δὲν ἔγινε ἁγιογράφος ὅπως τὸν προόριζαν, κοντὰ στοὺς μεγάλους Sedlmayr Oertel, Strauss κ.ἄ. Καὶ τοῦτο "ἀνεχόταν" ὁ Beck.
Ἀξέχαστη θὰ τοῦ μείνει ἡ ὑποδοχὴ τοῦ δασκάλου στὶς διδακτορικὲς ἐξετάσεις: Εἶχε ὁ Beck ἑτοιμάσει, γιὰ νὰ τὸν στηρίξει προφανῶς, "οὐζάκια καὶ μεζὲ ἑλληνικό", μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τὰ χάσει τελείως.
Ὁ Beck θεωρεῖται διεθνῶς ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς καλύτερους γνῶστες τοῦ Βυζαντίου σ’ ὅλες του τὶς πτυχές. Πνεῦμα σπινθηροβόλο καὶ καθαρό. Μὲ πολλὰ κλασικὰ συγγράματα καὶ μελέτες. Σὲ μιὰ νεκρολογία του γιὰ τὸν P. Lemerle λέγει, ὅτι σήμερον δεσπόζουν γενικὰ οἱ "μετριότητες"!
Τὸ παραπάνω βιβλιαράκι ἔγραψε ὁ "τρωγλοδύτης τῆς παγκόσμιας λογοτεχνίας", ἐμπνευσθεὶς ἀπὸ ἕνα δοκίμιο τοῦ ἔργου τοῦ νομπελίστα J. Bronsky (Β), "Less than one", Νέα Ὑόρκη 1987.
Καὶ τώρα ἐρχόμαστε σὲ κάποιες τολμηρὲς ἀπόψεις τοῦ μακαρίτη:
Στὸ πρῶτο μέρος περιγράφει τὸ ταξίδι τοῦ Β στὴν Ἰσταμπούλ. Τί περίμενε αὐτὸς νὰ δεῖ: σπίτια, μαγαζιά, καφενεῖα, "ὑπερατλαντικὸ τρίξιμο ἑνὸς τούρκικου κρεβατιοῦ" κ.ἄ. Καὶ δὲν εἶδε τίποτε ἀπ’ αὐτὰ τὸ 1985 ἀλλὰ βρωμισμένα μπετονόσπιτα, σαραβαλιασμένα Ντότζ καὶ Πλύμουθ τοῦ ΄50 ξεφορτώματα τῶν Ἀμερικανῶν, μιὰ πόλη ποὺ μύριζε ὕποπτα καὶ ἄσχημα Ἀστραχὰν καὶ Σαμαρκάνδη. Παντοῦ δὲ καὶ διαρκῶς σκόνη, ἐνῶ τὸν Beck, ὅταν ἦλθε, τὸν βασάνιζε ἡ ἔλλειψη τότε τοῦ καφέ.
Ἔπλασε τὸ μῦθο, ὅτι τὸ ὅραμα τοῦ Μ. Κωνσταντίνου ἦταν ἕνα σταυροδρόμι τῆς ρυμοτομίας, βασικὸ τῶν ρωμαϊκῶν στρατοπέδων καὶ πόλεων, ποὺ ἔδειχνε πρὸς ὅλα τὰ σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα ἀπὸ ὅπου ἀναμενόταν ἡ ρωμαϊκὴ νίκη!
Ἔτσι ὁδηγηθεὶς ἀνοικοδόμησε τὴ Δεύτερη Ρώμη. Στὸ τέλος ἔγινε καὶ αὐτὸς σκόνη καὶ δραπέτευσε ἀπὸ τὴν τούρκικη Ἰσταμπούλ.
Στὸ δεύτερο μέρος ὁ δάσκαλος ρωτᾶ: "Μήπως ἡ ἀπόδραση ἀπὸ τὸ Βυζάντιο εἶναι δικό μου πρόβλημα"; Τί νόημα ἔχει πιὰ στὴν ἡλικία μου νὰ σκουριάζεις ἔτσι, τριγυρνώντας ἀνάμεσα στὸν Ἱππόδρομο καὶ στὴν Ἁγια-Σοφιά…, ἀνάμεσα στὸν Συνέσιο καὶ στὸν Μετοχίτη ξεχνώντας τὰ βασικὰ προβλήματα τῆς ζωῆς; Δὲν μποροῦσα νὰ διανοηθῶ ὅτι ἡ πόλη τῶν ὀνείρων τῆς νιότης μου, ποὺ ὡς εἰκοσάχρονος ἤμουν ξετρελαμένος μὲ τὴ Βυζαντινολογία, μύριζε πολὺ ὕποπτα Σαμαρκάνδη.
Ἡ στροφή μου στὸ Βυζάντιο δὲν ἦταν συνέπεια προσεκτικῆς σκέψης, τὴ στιγμὴ ποὺ στὴ Βυζαντινολογία συναντᾶς πιὸ συχνὰ τσουκνίδες παρὰ λουλούδια, ἀλλ’ ἀποτέλεσμα μιᾶς νεανικῆς φιλίας, γεμάτης ἐνθουσιασμὸ μ’ ἕνα Βέλγο συμφοιτητὴ στὴ Ρώμη, τὸν F. Masai, ποὺ κορυφώθηκε τὴ νύχτα τοῦ Πάσχα σὲ μιὰ ἐκκλησούλα, κοντὰ στὴν S. Maria Maggiore.
Ἡ πρώτη μου βουτιὰ ἦταν στὴ βυζαντινὴ Θεολογία καὶ Γραμματεία της. Στὸ τέλος ὅμως ἐπιτελέστηκε καὶ τὸ "ὁλοκαύτωμά" μου. Εἶχα πέσει θῦμα ἑκατοντάδων θεολόγων τοῦ Βυζαντίου ποὺ τοὺς ἀνέλυσα μέσα σὲ 800! σελίδες, μέσα στὶς ὁποῖες ἀποτεφρώθηκαν πολλὰ ποὖχα ἀγαπήσει. "Μ’ αὐτὸ τὸ ὀγκῶδες ἔργο δὲν μπορῶ πιὰ νὰ ταυτιστῶ. Καὶ πιστεύω πὼς τὸ βιβλίο αὐτὸ σαπίζει μὲ πολὺ ἀργὸ ρυθμό. Σήμερα μοῦ φαίνεται σὰν ἕνα λατομεῖο σὲ ἀργία: Ποῦ καὶ ποῦ ἐμφανίζεται κάποιος γιὰ ν΄ἀποσπάσει κάποιους βράχους, χωρίς βεβαίως ’’εὐγνωμοσύνη’’ - ὁ ἰδιοκτήτης ἔχει γίνει ἔτσι κι ἀλλιῶς ἄφαντος".
Διεπίστωσα "πὼς τὸ Βυζάντιο δὲν μπορεῖ νὰ ξεπέφτει σ’ ἕνα θεολογικὸ ζητούμενο καὶ μόνον…". Γιατὶ ἦταν "μιὰ πολύχρωμη ποικιλία, ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ τὴν ὑποψιαστεῖ κανεὶς πίσω ἀπὸ τὰ παλιὰ τείχη".
Σχετικὰ μὲ τὴν ἰδέα τῆς Αὐτοκρατορίας καὶ τοὺ Αὐτοκράτορα "Δὲν μποροῦσα νὰ παραδεχτῶ πὼς ἀρκεῖ ‘’νὰ ἔχεις τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ’’ γιὰ νὰ ἐπικρατήσεις…", τὴν ὁποία ἔπαιρνε ὅποιος εἶχε ἤδη ἐπικρατήσει καὶ δὴ μὲ πολὺ σκληρὰ πολιτικὰ καὶ ἀθεολογικὰ μέσα.
Ἐξ ἴσου ἀδύνατο μοῦ ἦταν νὰ πιστέψω πὼς οἱ ζηλωτὲς αὐτῆς τῆς ἰδέας "χρησιμοποιοῦσαν ἀπὸ πίστη καὶ μόνον καὶ χωρὶς κανένα ἰδιοτελὲς συμφέρον, τὰ μεγάλα λόγια μιᾶς πολιτικῆς ψευδοθεολογίας…".
Κατόπιν ἀργότερα "κάποιες ὑπερβολὲς τῶν βυζαντινῶν θεολόγων δὲν μοῦ φαινόταν πιὰ ἄξιες λιβανίσματος", ὅπως ἡ "Μόλις ἀντίκρυσα τὴν εἰκόνα τοῦ ἐνσαρκωμένου Θεοῦ εἶδα τὴ σωτηρία μου", κηρυγματικὴ μέν, ὅμως χωρὶς ἔρεισμα στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τοὺς Πατέρες, στοὺς ὁποίους, ὅπως ἔλεγαν, ὤφειλαν τὰ πάντα.
Ἐπίσης δὲν κατάφερα ποτὲ νὰ ἀναγνωρίσω στὸ πρόσωπο τὸν ἑρμηνευτὴ τῶν Ἡσυχαστῶν Γρηγόριο Παλαμᾶ, ποὺ μελέτησα ἐξαντλητικά, ἕνα μεγάλο θεολόγο.
Ἀρκεῖ ἄραγε νὰ δικαιολογοῦμε θεολογικὰ τοὺς μυστικιστὲς θεολόγους ἐπαναλαμβάνοντες συνεχῶς φράσεις ἐπιχειρηματολογίας τους, σὰν νὰ θέλουμε νὰ τοὺς κάνουμε πιὸ πειστικούς;
Νόμιζα ἐπίσης πὼς μποροῦσα νὰ ἀποδείξω πῶς οἱ αὐστηρὲς ἐντολὲς τῶν Συνόδων μὲ ἀφορισμοὺς γιὰ κάθε εἴδους λαοφιλεῖς διασκεδάσεις, εἴτε παγνίδια μὲ ζάρια ἦταν αὐτές εἴτε κοινά, καὶ γιὰ τὰ δύο φύλα, λουτρά, δὲν εἶχαν καμμία ἀπολύτως ἐφαρμοστικότητα.
Ἔτσι θεωρήθηκα, ὅτι "μοῦ ἔλειπε ἡ σωστὴ κατανόηση γιὰ τὸ μεγαλεῖο τοῦ βυζαντινοῦ φαινομένου καὶ πὼς περιφρονῶ ἕνα σωρὸ πράγματα, ὑποτιμώντας τα ὡς πολυτελῆ μπιχλιμπίδια, ὡς ἕνας μὴ νομοταγὴς ἀπομυθοποιητής… ὡς ἕνας εἰκονοκλάστης". Ἡ μομφὴ αὐτή, τόσο αὐθεντικῶς βυζαντινὰ διατυπωμένη, εἶχε ὡς συνέπεια πολὺ σπάνια νὰ χρησιμοποιηθεῖ ἐπιχείρημα ἔναντι ἐπιχειρήματος καὶ νὰ γραφεῖ κάποια ἐποικοδομητικὴ βιβλιοκρισία γιὰ τὰ ἔργα μου.
"…κι’ ἔτσι κατέληξα ἀπὸ τακτικός, ἕνας ‘’ἄτακτος’’ καὶ ἀνεπαρκὴς καθηγητής, ἀσφαλῶς καὶ ὅσον ἀφορᾶ στὶς προσμονὲς καὶ στὶς δίκαιες ἀπαιτήσεις τῶν φοιτητῶν μου".
"Θέλησα νὰ κατεβάσω τοὺς Βυζαντινοὺς ἀπὸ τὶς πολυτελεῖς κορνίζες τῶν εἰκόνων τους καὶ νὰ τοὺς ἀπαλλάξω ἀπὸ τοὺς καπνοὺς τοῦ θυμιάματος ποὺ παρολίγο θὰ τοὺς ἔπνιγαν".
Δὲν ἀποκλείεται ὡστόσο, μέσα στὴν προσπάθεια αὐτὴ τῆς ἀπομυθοποίησης νὰ κατέληξα κι ἐγὼ σ’ ἕναν καινούργιο μύθο, χωρὶς νὰ μπορέσω νὰ καταστήσω πειστικὸ - τὸ μύθο δηλαδὴ τοῦ "δὲν ἦταν ποτέ, ἀλλὰ εἶναι πάντοτε".
"Τὰ θέματά μου ἐπιβάλλονταν σὰν ἀπὸ ἀπροσεξία, βυθιζόταν ἔπειτα γιὰ χρόνια στὸ ὑποσυνείδητό μου, ὥσπου ξανασάλευαν, κι’ ἐγὼ τὰ κατέγραφα, συχνὰ ἴσως ἀδέξια καὶ μὲ πολὺ ‘’ἀφοριστικὸ’’ τρόπο, σχοινοβατώντας στὴ διανοητικὴ ἔγκλιση".
"Ἀπὸ τὰ γραφτά μου δὲν θὰ μείνουν πολλά, ἴσως ἀπολύτως τίποτε. Ποτέ μου δὲν ξέχασα τοὺς λόγους τοῦ Schelling, πού, ὅπως λέει, ὁρμώμενος ἀπὸ τὶς ‘’Πράξεις τῶν Ἀποστόλων’’ εἶπε: ‘’Τὰ πόδια αὐτῶν ποὺ θὰ σὲ θάψουν βρἰσκονται ἤδη στὸ κατώφλι τοῦ σπιτιοῦ σου".
Μ’ ὅλα αὐτὰ διαισθανόμουν συνεχῶς πὼς εἶχα μείνει μόνος. Τὴ μοναξιὰ αὐτὴ δὲν μπορεῖς νὰ τὴν ἀντιμετωπίσεις οὔτε μὲ εἰρωνεία, ἀλλὰ οὔτε μὲ τὴν τρυφερὴ τοιαύτη, ποὺ ἀποσκοπεῖ στὸ νὰ κερδίσεις τὸν ἄλλον.
Κάτι τέτοιο λοιπὸν περίπου ἤτανε ὁ Beck, ἕνας ρέκτης ἐπιστήμονας καὶ ἄνθρωπος. Ὁ Θεὸς νὰ τὸν ἀναπαύσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου