Του ΑΡΙΣΤΕΙΔΗ ΒΙΚΕΤΟΥ
Η εξέλιξη και ο κοινωνικός ρόλος της κυπριακής τέχνης, από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας, παρουσιάζεται μέσα από μια μεγάλη και εντυπωσιακή έκθεση, την οποία οργανώνει το Πολιτιστικό Κέντρο της Marfin Laiki Bank, προς τιμή των 50χρονων της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η έκθεση, με γενικό τίτλο «Τέχνη Εστί… H Τέχνη της Κύπρου μέσα από τους Αιώνες», περιλαμβάνει έργα από τη Συλλογή Σύγχρονης Τέχνης της Marfin Laiki Bank, την Εθνογραφική Συλλογή της και τη Συλλογή Αρχαιοτήτων από το Μουσείο Πιερίδη-Marfin Laiki. Χώρος της έκθεσης είναι το οίκημα - αρχοντικό του Πολιτιστικού Κέντρου της Marfin Laiki Bank στην οδό Βύρωνος στη Λευκωσία, ενώ μέρος της παρουσιάζεται στον προθάλαμο του Γραφείου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην Κύπρο.
Η έκθεση είναι σκηνογραφημένη και χωρισμένη σε ενότητες. Ακολουθώντας ένα μονοπάτι μπορεί κανείς να εξερευνήσει την Αρχαιότητα, τη Βυζαντινή εποχή, τον Μεσαίωνα, την Οθωμανική περίοδο, την Αγγλοκρατία, καταλήγοντας, τέλος, στη σύγχρονη εποχή. Μέσα από αυτό το ταξίδι αναδεικνύονται σημαντικοί σταθμοί της ιστορίας της Κύπρου, όπως παρουσιάζονται μέσα από τα μάτια των καλλιτεχνών.
Ταυτόχρονα με την έκθεση το Πολιτιστικό Κέντρο της Τράπεζας παρουσιάζει την πολυτελή έκδοση «Με Εκτίμηση… Επιλογές από τη Συλλογή Έργων Τέχνης της Marfin Laiki Bank», όπου απεικονίζεται η εξελικτική πορεία των κυπρίων καλλιτεχνών των οποίων τα έργα περιλαμβάνονται στη Συλλογή, ξεκινώντας από τους ‘πατεράδες’ της σύγχρονης κυπριακής τέχνης και φτάνοντας στους σημερινούς εκπροσώπους της.
Τα εγκαίνια της έκθεσης τέλεσε ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Δημήτρης Χριστόφιας, ο οποίος ανέφερε ότι η τέχνη και τα επιτεύγματά της, σε κάθε μορφή και έκφανσή της, είναι η διαυγέστερη απεικόνιση της ψυχικής υπόστασης του κάθε λαού και το αποτελεσματικότερο εργαλείο μέσω του οποίου ενσαρκώνεται η ύπαρξή του.
Η έκθεση, με γενικό τίτλο «Τέχνη Εστί… H Τέχνη της Κύπρου μέσα από τους Αιώνες», περιλαμβάνει έργα από τη Συλλογή Σύγχρονης Τέχνης της Marfin Laiki Bank, την Εθνογραφική Συλλογή της και τη Συλλογή Αρχαιοτήτων από το Μουσείο Πιερίδη-Marfin Laiki. Χώρος της έκθεσης είναι το οίκημα - αρχοντικό του Πολιτιστικού Κέντρου της Marfin Laiki Bank στην οδό Βύρωνος στη Λευκωσία, ενώ μέρος της παρουσιάζεται στον προθάλαμο του Γραφείου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην Κύπρο.
Η έκθεση είναι σκηνογραφημένη και χωρισμένη σε ενότητες. Ακολουθώντας ένα μονοπάτι μπορεί κανείς να εξερευνήσει την Αρχαιότητα, τη Βυζαντινή εποχή, τον Μεσαίωνα, την Οθωμανική περίοδο, την Αγγλοκρατία, καταλήγοντας, τέλος, στη σύγχρονη εποχή. Μέσα από αυτό το ταξίδι αναδεικνύονται σημαντικοί σταθμοί της ιστορίας της Κύπρου, όπως παρουσιάζονται μέσα από τα μάτια των καλλιτεχνών.
Ταυτόχρονα με την έκθεση το Πολιτιστικό Κέντρο της Τράπεζας παρουσιάζει την πολυτελή έκδοση «Με Εκτίμηση… Επιλογές από τη Συλλογή Έργων Τέχνης της Marfin Laiki Bank», όπου απεικονίζεται η εξελικτική πορεία των κυπρίων καλλιτεχνών των οποίων τα έργα περιλαμβάνονται στη Συλλογή, ξεκινώντας από τους ‘πατεράδες’ της σύγχρονης κυπριακής τέχνης και φτάνοντας στους σημερινούς εκπροσώπους της.
Τα εγκαίνια της έκθεσης τέλεσε ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Δημήτρης Χριστόφιας, ο οποίος ανέφερε ότι η τέχνη και τα επιτεύγματά της, σε κάθε μορφή και έκφανσή της, είναι η διαυγέστερη απεικόνιση της ψυχικής υπόστασης του κάθε λαού και το αποτελεσματικότερο εργαλείο μέσω του οποίου ενσαρκώνεται η ύπαρξή του.
«Και ο κυπριακός λαός πάντοτε κατέφευγε στην τέχνη για να εκφράσει τη λύπη, τον πόνο ή τη χαρά του. Η τέχνη ήταν τροφοδότης των αγώνων μας και έκφραση των οραμάτων μας», τόνισε. Η έκθεση θα διαρκέσει δύο χρόνια και, στο πλαίσιό της, θα λειτουργεί το εκπαιδευτικό πρόγραμμα «Τέχνη Είναι…» για παιδιά της Δημοτικής εκπαίδευσης, που θα τους δίνει την ευκαιρία με εμπειρικό και δημιουργικό τρόπο, να εξερευνήσουν την τέχνη των κατοίκων της Κύπρου, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.
Η Marfin Laiki Bank ξεκίνησε να συλλέγει έργα τέχνης στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν η Τράπεζα θεσμοθέτησε ένα εικαστικό πρόγραμμα δραστηριοτήτων, καταλαμβάνοντας ηγετική θέση μεταξύ των επιχειρήσεων που συλλέγουν έργα τέχνης.
Σήμερα, η Τράπεζα διαθέτει μια από τις παλαιότερες και μεγαλύτερες συλλογές έργων τέχνης στην Κύπρο, η οποία αποτελείται από παραστατική και σύγχρονη ζωγραφική, γλυπτική, εγκαταστάσεις χώρου, καθώς και έργα μικτών τεχνικών και υλικών, μέσα από τα οποία μπορεί να σκιαγραφηθεί η εξέλιξη της κυπριακής τέχνης στο πέρασμα του 20ού και τις αρχές του 21ου αιώνα.
Η Συλλογή επικεντρώνεται σε έργα μουσειακού επιπέδου, τα οποία παρουσιάζουν ιδιαίτερο αισθητικό και θεματικό ενδιαφέρον, έργα ανερχόμενων, αλλά και παλαιότερων κυπρίων καλλιτεχνών. Είναι μια συλλογή που αντικατοπτρίζει τα καλλιτεχνικά και τα κοινωνικά ρεύματα της εποχής.
Επιπρόσθετα, από το 2000, το Πολιτιστικό Κέντρο ανέλαβε να διατηρεί τις σημαντικές συλλογές αρχαιοτήτων της οικογένειας Πιερίδη. Έτσι, η βασική συλλογή έργων τέχνης της Τράπεζας εμπλουτίζεται από ένα ποικίλο, αλλά και αντιπροσωπευτικό φάσμα της αρχαίας κυπριακής τέχνης. Το 2006 η Marfin Laiki Bank απέκτησε, επίσης, την Εθνογραφική Συλλογή του Ιδρύματος Πιερίδη, που αποτελείται από μοναδικά δείγματα κυπριακής λαϊκής τέχνης από τον 18ο αιώνα μέχρι τη δεκαετία 1960.
Η Συλλογή περιέχει ξυλόγλυπτα έπιπλα, είδη κεραμικής, κεντήματα και υφαντά, παραδοσιακές ενδυμασίες, κοσμήματα και πίνακες. Η προσθήκη των συλλογών αυτών, τεκμηριώνει την πορεία της κυπριακής τέχνης και του πολιτισμού από την αρχαία μέχρι τη σύγχρονη εποχή.
Για την πορεία και εξέλιξη της τέχνης στην Κύπρο είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικά τα όσα αναφέρονται σε ειδικό έντυπο από την υπεύθυνη του Πολιτιστικού Κέντρου της Marfin Laiki Bank κυρία Μαρίνα Βρυωνίδου-Γιάγκου.
Η Marfin Laiki Bank ξεκίνησε να συλλέγει έργα τέχνης στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν η Τράπεζα θεσμοθέτησε ένα εικαστικό πρόγραμμα δραστηριοτήτων, καταλαμβάνοντας ηγετική θέση μεταξύ των επιχειρήσεων που συλλέγουν έργα τέχνης.
Σήμερα, η Τράπεζα διαθέτει μια από τις παλαιότερες και μεγαλύτερες συλλογές έργων τέχνης στην Κύπρο, η οποία αποτελείται από παραστατική και σύγχρονη ζωγραφική, γλυπτική, εγκαταστάσεις χώρου, καθώς και έργα μικτών τεχνικών και υλικών, μέσα από τα οποία μπορεί να σκιαγραφηθεί η εξέλιξη της κυπριακής τέχνης στο πέρασμα του 20ού και τις αρχές του 21ου αιώνα.
Η Συλλογή επικεντρώνεται σε έργα μουσειακού επιπέδου, τα οποία παρουσιάζουν ιδιαίτερο αισθητικό και θεματικό ενδιαφέρον, έργα ανερχόμενων, αλλά και παλαιότερων κυπρίων καλλιτεχνών. Είναι μια συλλογή που αντικατοπτρίζει τα καλλιτεχνικά και τα κοινωνικά ρεύματα της εποχής.
Επιπρόσθετα, από το 2000, το Πολιτιστικό Κέντρο ανέλαβε να διατηρεί τις σημαντικές συλλογές αρχαιοτήτων της οικογένειας Πιερίδη. Έτσι, η βασική συλλογή έργων τέχνης της Τράπεζας εμπλουτίζεται από ένα ποικίλο, αλλά και αντιπροσωπευτικό φάσμα της αρχαίας κυπριακής τέχνης. Το 2006 η Marfin Laiki Bank απέκτησε, επίσης, την Εθνογραφική Συλλογή του Ιδρύματος Πιερίδη, που αποτελείται από μοναδικά δείγματα κυπριακής λαϊκής τέχνης από τον 18ο αιώνα μέχρι τη δεκαετία 1960.
Η Συλλογή περιέχει ξυλόγλυπτα έπιπλα, είδη κεραμικής, κεντήματα και υφαντά, παραδοσιακές ενδυμασίες, κοσμήματα και πίνακες. Η προσθήκη των συλλογών αυτών, τεκμηριώνει την πορεία της κυπριακής τέχνης και του πολιτισμού από την αρχαία μέχρι τη σύγχρονη εποχή.
Για την πορεία και εξέλιξη της τέχνης στην Κύπρο είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικά τα όσα αναφέρονται σε ειδικό έντυπο από την υπεύθυνη του Πολιτιστικού Κέντρου της Marfin Laiki Bank κυρία Μαρίνα Βρυωνίδου-Γιάγκου.
Η ΤΕΧΝΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΚΥΠΡΟ (7000 π.Χ.-4ος ΑΙΩΝΑΣ μ.Χ.)
Η ΑΡΧΗ… ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ
Στα πρώιμα στάδια της ιστορίας της Κύπρου, από τη Νεολιθική εποχή, η τέχνη είχε διπλό ρόλο στη ζωή του ανθρώπου. Μέσα από τη δημιουργία χρηστικών αντικειμένων, συνιστούσε τμήμα της καθημερινής ζωής. Παράλληλα, αποτελούσε μια μορφή επικοινωνίας και πνευματικής έκφρασης. Η εύρεση τοιχογραφιών σε σπήλαια ή τοίχους οικιών, όπως αυτή στην περιοχή Τέντα της Καλαβασού, μαρτυρά ότι πριν από τη χρήση της γραφής, η ζωγραφική απεικόνιση καταστάσεων ήταν ο μοναδικός τρόπος καταγραφής των σημαντικών γεγονότων της καθημερινής ζωής.
Την εποχή της Χαλκοκρατίας, το εμπόριο βοήθησε στην οικονομική ανάπτυξη του νησιού, ανέβασε το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων και κατέστησε την Κύπρο σημαντικό εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο της Ανατολικής Μεσογείου. Οι, κατά καιρούς, στενές σχέσεις της Κύπρου με γειτονικές χώρες άφησαν σαφείς επιρροές στο ύφος της τέχνης και η κεραμική, η μεταλλοτεχνία και η κοσμηματοτεχνία παρουσίασαν ιδιαίτερη άνθηση.
Στην Ελληνιστική και τη Ρωμαϊκή εποχή, χαρακτηριστικές μορφές τέχνης ήταν η δημιουργία αγαλμάτων, ψηφιδωτών, αλλά και η τέχνη του φυσητού γυαλιού, που αποτελούσε καινοτομία του ρωμαϊκού κόσμου.
Τον 1ο αιώνα μ.Χ., διδάχτηκε, για πρώτη φορά στην Πάφο, ο Χριστιανισμός. Οι πρώτες βασιλικές όμως παρουσιάζονται πολύ αργότερα, τον 4ο αιώνα. Από ψηφιδωτά δάπεδα και τοιχογραφίες κτηρίων της εποχής, φαίνεται ότι τα παλιά παγανιστικά σύμβολα συνυπήρχαν με τα νέα σύμβολα της Χριστιανικής πίστης τόσο στην τέχνη όσο και στον τρόπο ζωής. Οι Αραβικές Επιδρομές, που άρχισαν στα μέσα του 7ου αιώνα, σημάδεψαν το τέλος της αρχαίας παράδοσης στο νησί και συγχρόνως έφεραν στοιχεία ανατολίτικης τέχνης επηρεασμένα από τον Μουσουλμανικό κόσμο, στην τέχνη της Κύπρου.
Την εποχή της Χαλκοκρατίας, το εμπόριο βοήθησε στην οικονομική ανάπτυξη του νησιού, ανέβασε το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων και κατέστησε την Κύπρο σημαντικό εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο της Ανατολικής Μεσογείου. Οι, κατά καιρούς, στενές σχέσεις της Κύπρου με γειτονικές χώρες άφησαν σαφείς επιρροές στο ύφος της τέχνης και η κεραμική, η μεταλλοτεχνία και η κοσμηματοτεχνία παρουσίασαν ιδιαίτερη άνθηση.
Στην Ελληνιστική και τη Ρωμαϊκή εποχή, χαρακτηριστικές μορφές τέχνης ήταν η δημιουργία αγαλμάτων, ψηφιδωτών, αλλά και η τέχνη του φυσητού γυαλιού, που αποτελούσε καινοτομία του ρωμαϊκού κόσμου.
Τον 1ο αιώνα μ.Χ., διδάχτηκε, για πρώτη φορά στην Πάφο, ο Χριστιανισμός. Οι πρώτες βασιλικές όμως παρουσιάζονται πολύ αργότερα, τον 4ο αιώνα. Από ψηφιδωτά δάπεδα και τοιχογραφίες κτηρίων της εποχής, φαίνεται ότι τα παλιά παγανιστικά σύμβολα συνυπήρχαν με τα νέα σύμβολα της Χριστιανικής πίστης τόσο στην τέχνη όσο και στον τρόπο ζωής. Οι Αραβικές Επιδρομές, που άρχισαν στα μέσα του 7ου αιώνα, σημάδεψαν το τέλος της αρχαίας παράδοσης στο νησί και συγχρόνως έφεραν στοιχεία ανατολίτικης τέχνης επηρεασμένα από τον Μουσουλμανικό κόσμο, στην τέχνη της Κύπρου.
Η ΤΕΧΝΗ ΣΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΚΥΠΡΟ (4ος-12ος ΑΙΩΝΑΣ μ.Χ.)
Η Βυζαντινή τέχνη έχει την αφετηρία της στον 4ο αιώνα μ.Χ., όταν ο αρχαίος κόσμος παραχώρησε σταδιακά τη θέση του στον θεοκρατικό κόσμο του Βυζαντίου, όπου η Εκκλησία καθόριζε την κυρίαρχη ιδεολογία, την καθημερινότητα των ανθρώπων, αλλά και τις καλλιτεχνικές τάσεις. Στις πρώτες εκκλησίες που χτίστηκαν, τοποθετήθηκαν ψηφιδωτές συνθέσεις με γεωμετρικά μοτίβα, ζώα και φυτά που σχετίζονταν με χριστιανικές αλληγορίες και συμβολισμούς. Αργότερα, στις συνθέσεις κυριάρχησε η φιγούρα του Χριστού, της Παναγίας και άλλων αγίων και οσίων.
Στους αιώνες που ακολούθησαν, η βυζαντινή τέχνη εξελίχθηκε κυρίως σε τοιχογραφίες και φορητές εικόνες. Η εικόνα ήταν μέρος του πλούτου της λειτουργικής και λατρευτικής ζωής της Ορθόδοξης Εκκλησίας και ο βυζαντινός αγιογράφος ακολουθούσε κανόνες που είχαν θεσπιστεί για την εκκλησιαστική ζωγραφική. Η τεχνοτροπία κάθε εικόνας μπορεί να παρουσίαζε διαφοροποιήσεις, όμως ποτέ δεν υπήρξε αλλαγή των φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών και της στάσης των αγίων. Τα πρόσωπά τους έπρεπε να είναι σχεδόν ανέκφραστα και δεν επιδιωκόταν η απεικόνιση της εξωτερικής ομορφιάς.
Η κυπριακή τέχνη αυτής της περιόδου δεν αποτυπώθηκε μόνο στη μνημειακή διακόσμηση εκκλησιών, αλλά και με άλλες μορφές τέχνης, όπως η μεταλλοτεχνία. Υπάρχουν αξιόλογα δείγματα αργυροχρυσοχοΐας στην κατασκευή εκκλησιαστικών σκευών, κοσμημάτων και μεταλλικών χρηστικών αντικειμένων, όπως εγκολπίων και σταυρών λιτανείας. Παράλληλα, εργαστήρια στην Πάφο και τη Λάπηθο ήταν γνωστά για την κατασκευή κεραμικών αγγείων καθημερινής χρήσης. Επίσης, στους βυζαντινούς χρόνους, η Κύπρος έγινε γνωστή για την παραγωγή υφασμάτων, όπως λινά, βαμβακερά και μεταξωτά. Συνέπεια αυτών, ήταν η ανάπτυξη της κεντητικής, που επεκτάθηκε και στον Μεσαίωνα.
Η ΤΕΧΝΗ ΣΤΗ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΚΥΠΡΟ (1191-1571)
Η μεγάλη ζήτηση από τη Δυτική αγορά για πολυτελή υφάσματα, βοήθησε την Κύπρο να αναπτύξει μια αξιόλογη βιοτεχνία στην υφαντική και την κεντητική. Το νησί έγινε γνωστό κέντρο παραγωγής υφαντών πολυτελείας, όπως τα μεταξωτά και τα χρυσοΰφαντα. Συγκεκριμένα, στην Κύπρο παράγονταν εννέα από τα δεκατέσσερα είδη πολυτελούς υφαντικής της εποχής. Είναι, μάλιστα, πολύ γοητευτική η παράδοση που θέλει τον αναγεννησιακό ζωγράφο Λεονάρντο ντα Βίντσι να μεταφέρει στην Ιταλία λευκαρίτικο τραπεζομάντηλο, που αγόρασε κατά την επίσκεψή του στην Κύπρο το 1481 και το οποίο προοριζόταν για την Αγία Τράπεζα του Καθεδρικού Ναού του Μιλάνου.
Τον 13ο αιώνα, αναπτύχθηκε και διαδόθηκε στην Κύπρο η εφυαλωμένη κεραμική και ταυτόχρονα, εξελίχθηκαν οι διάφορες διακοσμητικές τεχνοτροπίες της. Η θεματολογία της διακόσμησης εμπλουτίστηκε με σκηνές της καθημερινής ζωής, όπως παραστάσεις από οπλισμένους ιππότες, σκηνές από κυνήγι, σκηνές γάμου, με ανδρικές και γυναικείες μορφές της αριστοκρατικής τάξης και στοιχεία εμπνευσμένα από ζώα και πουλιά.
Η ξυλογλυπτική φαίνεται ότι απέκτησε ιδιαίτερη σημασία αυτή την εποχή, όπως μαρτυρούν τα εντυπωσιακά τέμπλα, τα βημόθυρα και τα ξύλινα εκκλησιαστικά σύμβολα. Αργυρά και επίχρυσα δισκοπότηρα και μεταλλικοί σταυροί δείχνουν την προσήλωση της κυπριακής κοινωνίας στη διατήρηση της παράδοσης της μεταλλοτεχνίας και τη διάθεση για περαιτέρω εξέλιξή της.
Στα τέλη του 15ου και στις αρχές του 16ου αιώνα, κατά την Ενετοκρατία, αναπτύχθηκε, επίσης, στην Κύπρο η «ιταλοβυζαντινή» ζωγραφική, μία μικτή τεχνική ζωγραφικής που συνδύαζε στοιχεία από την κλασική βυζαντινή και την Ιταλική Αναγεννησιακή τέχνη.
Τον 13ο αιώνα, αναπτύχθηκε και διαδόθηκε στην Κύπρο η εφυαλωμένη κεραμική και ταυτόχρονα, εξελίχθηκαν οι διάφορες διακοσμητικές τεχνοτροπίες της. Η θεματολογία της διακόσμησης εμπλουτίστηκε με σκηνές της καθημερινής ζωής, όπως παραστάσεις από οπλισμένους ιππότες, σκηνές από κυνήγι, σκηνές γάμου, με ανδρικές και γυναικείες μορφές της αριστοκρατικής τάξης και στοιχεία εμπνευσμένα από ζώα και πουλιά.
Η ξυλογλυπτική φαίνεται ότι απέκτησε ιδιαίτερη σημασία αυτή την εποχή, όπως μαρτυρούν τα εντυπωσιακά τέμπλα, τα βημόθυρα και τα ξύλινα εκκλησιαστικά σύμβολα. Αργυρά και επίχρυσα δισκοπότηρα και μεταλλικοί σταυροί δείχνουν την προσήλωση της κυπριακής κοινωνίας στη διατήρηση της παράδοσης της μεταλλοτεχνίας και τη διάθεση για περαιτέρω εξέλιξή της.
Στα τέλη του 15ου και στις αρχές του 16ου αιώνα, κατά την Ενετοκρατία, αναπτύχθηκε, επίσης, στην Κύπρο η «ιταλοβυζαντινή» ζωγραφική, μία μικτή τεχνική ζωγραφικής που συνδύαζε στοιχεία από την κλασική βυζαντινή και την Ιταλική Αναγεννησιακή τέχνη.
Η ΤΕΧΝΗ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΓΓΛΟΚΡΑΤΙΑ (1571-1960)
Η καλλιτεχνική παραγωγή στην Κύπρο κατά την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας και αργότερα της Αγγλοκρατίας, εξελίχθηκε μέσα σε νέες κοινωνικές, αλλά και δύσκολες οικονομικές συνθήκες. Αναπτύχθηκε η λαϊκή τέχνη, η οποία περιλαμβάνει την αρχιτεκτονική και όλους τους κλάδους της χειροτεχνίας και διακοσμητικής.
Η ανώνυμη λαϊκή αρχιτεκτονική, λιτή, λειτουργική και πολύμορφη, αξιοποίησε τα διαθέσιμα σε κάθε περιοχή δομικά υλικά για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες μιας κυρίως αγροτικής κοινωνίας. Στα αστικά κέντρα, ιδιαίτερα στη Λευκωσία, η ολιγάριθμη άρχουσα τάξη κατοικούσε σε αρχοντικά που έφεραν τη σφραγίδα της νέας εποχής, που αντιπροσώπευε τον τρόπο ζωής των Οθωμανών κατακτητών.
Με τον αρχιτεκτονικό διάκοσμο είναι συνυφασμένη και η τέχνη της λιθογλυπτικής, ενώ η ξυλογλυπτική εκφράστηκε κυρίως στα τέμπλα και τα είδη εκκλησιαστικής χρήσης.Η τάση όμως για διακόσμηση ειδών της καθημερινής ζωής, δημιούργησε σημαντικά δείγματα λαϊκής τέχνης, όπως τα σκαλιστά και επιζωγραφισμένα ράφια, τα ερμάρια και τα σεντούκια. Εκκλησίες, γλάστρες με λουλούδια, λιοντάρια, δικέφαλοι αετοί, κλάδοι αμπέλου, σταυροί και εξάλφες, αποτελούν χαρακτηριστικά μοτίβα με προέλευση το ανεξάντλητο θεματολόγιο της ελληνικής και της βυζαντινής τέχνης, της τέχνης της Δύσης και της Ανατολής, θρησκευτικά σύμβολα, αλλά και παγ σε μια κλειστή, σχεδόν αυτάρκη οικονομία. Με πρώτες ύλες το μετάξι, το βαμβάκι, το λινάρι και το μαλλί, η υφαντική εξελίχθηκε σε αξιόλογη οικοτεχνία και βιοτεχνία. Στον αργαλειό ύφαιναν τον οικιακό ρουχισμό, την προίκα, αλλά και τα περισσότερα ενδύματα που ήταν χειροποίητα.
Η μεταλλοτεχνία και ειδικότερα η αργυροχρυσοχοΐα ανθούσε από τον 17ο αιώνα. Αξιοποιώντας παλιές παραδοσιακές τεχνικές της αργυροχοΐας, οι χρυσοχόοι της Κύπρου κατασκεύαζαν εξαίρετα εκκλησιαστικά σκεύη, είδη οικιακής χρήσης, καθώς και περίτεχνα κοσμήματα που στόλιζαν τις παραδοσιακές φορεσιές.
Η καλλιτεχνική δημιουργία συνέχισε την παράδοση σε όλους τους τομείς και κατά την περίοδο της βρετανικής διακυβέρνησης. Ο 20ός αιώνας, με τη βιομηχανοποίηση της παραγωγής, το ρεύμα της αστυφιλίας και τη γενικότερη ανάπτυξη, έφερε τη σταδιακή παρακμή της λαϊκής τέχνης. Παρά τον εκσυγχρονισμό, όμως, η παράδοση δεν χάθηκε. Η ζωή της κυπριακής υπαίθρου, οι αγροτικές εργασίες, τα ήθη και τα έθιμα του νησιού, αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για τους ναΐφ ζωγράφους και γλύπτες, όπως ο Μιχαήλ Χρ. Κάσιαλος και ο Κώστας Αργυρού. Το έργο τους άνοιξε τον δρόμο στους ‘εθνογράφους’ καλλιτέχνες του 20ού αιώνα, όπως ο Αδαμάντιος Διαμαντής και ο Γεώργιος Πολ. Γεωργίου, που θεωρούνται πρόδρομοι της σύγχρονης κυπριακής τέχνης.
Σε διεθνές επίπεδο, από τις αρχές του 20ού αιώνα, οι τέχνες έσπασαν τους παραδοσιακούς φραγμούς και αναζήτησαν νέες προσωπικές ερμηνείες της εικαστικής πραγματικότητας. Στις δεκαετίες 1930 και 1940, επικρατούσε έντονη συζήτηση για την αξία του μοντερνισμού σε σχέση με την παραδοσιακή παραστατική ζωγραφική. Οι κοινωνικές αναταραχές και οι μαζικές πολιτικές κινητοποιήσεις τις δεκαετίας του 1930 απαιτούσαν την αλλαγή που τελικά επιτεύχθηκε κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Την ίδια εποχή τα πρωτοποριακά καλλιτεχνικά ρεύματα του ντανταϊσμού, κυβισμού και σουρεαλισμού επικρατούσαν στην Ευρώπη. Οι κύπριοι καλλιτέχνες αυτής της γενιάς, όμως, είχαν περισσότερη σχέση με τον φοβισμό και πιο ήπιες πτυχές του εξπρεσιονισμού.
Η ανώνυμη λαϊκή αρχιτεκτονική, λιτή, λειτουργική και πολύμορφη, αξιοποίησε τα διαθέσιμα σε κάθε περιοχή δομικά υλικά για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες μιας κυρίως αγροτικής κοινωνίας. Στα αστικά κέντρα, ιδιαίτερα στη Λευκωσία, η ολιγάριθμη άρχουσα τάξη κατοικούσε σε αρχοντικά που έφεραν τη σφραγίδα της νέας εποχής, που αντιπροσώπευε τον τρόπο ζωής των Οθωμανών κατακτητών.
Με τον αρχιτεκτονικό διάκοσμο είναι συνυφασμένη και η τέχνη της λιθογλυπτικής, ενώ η ξυλογλυπτική εκφράστηκε κυρίως στα τέμπλα και τα είδη εκκλησιαστικής χρήσης.Η τάση όμως για διακόσμηση ειδών της καθημερινής ζωής, δημιούργησε σημαντικά δείγματα λαϊκής τέχνης, όπως τα σκαλιστά και επιζωγραφισμένα ράφια, τα ερμάρια και τα σεντούκια. Εκκλησίες, γλάστρες με λουλούδια, λιοντάρια, δικέφαλοι αετοί, κλάδοι αμπέλου, σταυροί και εξάλφες, αποτελούν χαρακτηριστικά μοτίβα με προέλευση το ανεξάντλητο θεματολόγιο της ελληνικής και της βυζαντινής τέχνης, της τέχνης της Δύσης και της Ανατολής, θρησκευτικά σύμβολα, αλλά και παγ σε μια κλειστή, σχεδόν αυτάρκη οικονομία. Με πρώτες ύλες το μετάξι, το βαμβάκι, το λινάρι και το μαλλί, η υφαντική εξελίχθηκε σε αξιόλογη οικοτεχνία και βιοτεχνία. Στον αργαλειό ύφαιναν τον οικιακό ρουχισμό, την προίκα, αλλά και τα περισσότερα ενδύματα που ήταν χειροποίητα.
Η μεταλλοτεχνία και ειδικότερα η αργυροχρυσοχοΐα ανθούσε από τον 17ο αιώνα. Αξιοποιώντας παλιές παραδοσιακές τεχνικές της αργυροχοΐας, οι χρυσοχόοι της Κύπρου κατασκεύαζαν εξαίρετα εκκλησιαστικά σκεύη, είδη οικιακής χρήσης, καθώς και περίτεχνα κοσμήματα που στόλιζαν τις παραδοσιακές φορεσιές.
Η καλλιτεχνική δημιουργία συνέχισε την παράδοση σε όλους τους τομείς και κατά την περίοδο της βρετανικής διακυβέρνησης. Ο 20ός αιώνας, με τη βιομηχανοποίηση της παραγωγής, το ρεύμα της αστυφιλίας και τη γενικότερη ανάπτυξη, έφερε τη σταδιακή παρακμή της λαϊκής τέχνης. Παρά τον εκσυγχρονισμό, όμως, η παράδοση δεν χάθηκε. Η ζωή της κυπριακής υπαίθρου, οι αγροτικές εργασίες, τα ήθη και τα έθιμα του νησιού, αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για τους ναΐφ ζωγράφους και γλύπτες, όπως ο Μιχαήλ Χρ. Κάσιαλος και ο Κώστας Αργυρού. Το έργο τους άνοιξε τον δρόμο στους ‘εθνογράφους’ καλλιτέχνες του 20ού αιώνα, όπως ο Αδαμάντιος Διαμαντής και ο Γεώργιος Πολ. Γεωργίου, που θεωρούνται πρόδρομοι της σύγχρονης κυπριακής τέχνης.
Σε διεθνές επίπεδο, από τις αρχές του 20ού αιώνα, οι τέχνες έσπασαν τους παραδοσιακούς φραγμούς και αναζήτησαν νέες προσωπικές ερμηνείες της εικαστικής πραγματικότητας. Στις δεκαετίες 1930 και 1940, επικρατούσε έντονη συζήτηση για την αξία του μοντερνισμού σε σχέση με την παραδοσιακή παραστατική ζωγραφική. Οι κοινωνικές αναταραχές και οι μαζικές πολιτικές κινητοποιήσεις τις δεκαετίας του 1930 απαιτούσαν την αλλαγή που τελικά επιτεύχθηκε κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Την ίδια εποχή τα πρωτοποριακά καλλιτεχνικά ρεύματα του ντανταϊσμού, κυβισμού και σουρεαλισμού επικρατούσαν στην Ευρώπη. Οι κύπριοι καλλιτέχνες αυτής της γενιάς, όμως, είχαν περισσότερη σχέση με τον φοβισμό και πιο ήπιες πτυχές του εξπρεσιονισμού.
Μετά την Ανεξαρτησία της Κύπρου το 1960, η τέχνη στην Κύπρο άρχισε να εκφράζει την αναζήτηση μιας νέας ταυτότητας. Αναδυόμενη από μία περίοδο γεμάτη από κοινωνικές εντάσεις και ραγδαίες αλλαγές, η τέχνη της εποχής αυτής έχει γίνει εμβληματική της τεχνολογικής, κοινωνικής και πολιτικής επανάστασης και παγκόσμιας αλλαγής. Αρχικά, η κυπριακή τέχνη εξέφραζε την ανάγκη φυγής από την περιγραφή και τη στροφή προς την ερμηνεία. Στη συνέχεια, ταυτίστηκε συνειδητά με τα παγκόσμια καλλιτεχνικά ρεύματα. Εμφανίστηκαν νέοι κύπριοι καλλιτέχνες που παρουσίασαν νέες μορφές έκφρασης όπως την τέχνη με κατασκευές, την κινητική αφαίρεση και την Οπ Αρτ ή οπτική τέχνη που επηρέασε ιδιαίτερα τη σύγχρονη τέχνη, καθώς ενθάρρυνε ένα διαδραστικό διάλογο με τον θεατή.
Από τη δεκαετία του 1970, συνεχίστηκε η ροή καλλιτεχνών που επέστρεφαν στο νησί, με επιρροές από το εξωτερικό. Σταδιακά, από αυτή τη δεκαετία καθώς και στις δύο που ακολούθησαν, η αφαίρεση και ο γεωμετρικός μινιμαλισμός στην τέχνη υποχώρησαν μπροστά σε μια νέα μορφολογία που είναι πιο αφηγηματική σε έκφραση.
Το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της εξέλιξης είναι η πολυμορφία του προσανατολισμού και της έρευνας. Νέες ιδέες και τάσεις εμφανίζονται συνεχώς, σαν αποτέλεσμα της προσπάθειας που καταβάλλουν οι καλλιτέχνες να εκφράσουν τον πολυσύνθετο και συχνά διφορούμενο χαρακτήρα του περιβάλλοντος και της εποχής τους. Γι’ αυτό τον λόγο, οι καλλιτέχνες συχνά αναζητούν, όχι μόνο νέα στοιχεία, αλλά και νέα υλικά, μέσα και τεχνολογίες, μέσω των οποίων οι εικαστικές αναζητήσεις τους εμπλουτίζονται συνεχώς. Προσωπικές μνήμες, καταθέσεις και ιστορικά γεγονότα, αναμιγνύονται σε μια μοναδική εικαστική έκφραση, που μπορεί να χαρακτηριστεί ως πολύγλωσση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου