Μια πρώτη ανάγνωση
Λίγο μετά τον πόλεμο, είδα σε μια εφημερίδα -κίτρινη την θυμάμαι, σαν όλες τις εφημερίδες- μια είδηση χαμένη στις πολλές, απ' την κατεστραμμένη Γερμανία. Έγραφε για μια γυναίκα που ο πόλεμος της είχε αρπάξει όλους τους δικούς της και για να επιζήσει έρημη καθώς ήταν, πουλούσε ερώτα μες στο ερειπωμένο υγρό λιμάνι του Αμβούργου. Και ένα βράδυ, όπως τριγύριζε στους σκοτεινούς δρόμους του λιμανιού, γνωρίζει ένα στρατιώτη, νέο παιδί και άρρωστο σχεδόν, που επέστρεφε απ' την αιχμαλωσία. Πηγαίνουν για έρωτα σ' ένα φτηνό ξενοδοχείο και πάνω στο κρεβάτι, από ένα φυλαχτό που είχε κρεμασμένο στο λαιμό του, τον ανεγνώρισε - ήταν ο γιος της. Τρέχει έξαλλος αυτός και πνίγεται στα κρύα νερά του λιμανιού. Κι εκείνη, που το μυαλό της σάλεψε, απόμεινε τρελή ν' αποζητάει το γιο της στο λιμάνι. Εδώ τελειώνει η είδηση.
Πώς ήρθε τ' όνομα της Μελισσάνθης μέσα μου ξαφνικά; Μια γυάλινη ηρωίδα του μεσοπολέμου, να παίρνει έτσι αυθαίρετα την όψη μια τρελής μητέρας, ερωμένης και αδελφής, μέσα στα ερείπια μιας κατεστραμμένης πόλης; Η ιστορία αυτή άφησε μέσα μου μια ταραχή ως τώρα, που τελείωσα την εποχή της Μελισσάνθης, χωρίς να ξέρω αν τέλειωσα και με το πρόσωπό της.
Δεύτερη ανάγνωση
Χρονικό ενός καιρού, οι πρώτες μέρες της απελευθέρωσης, με ανεξίτηλες αυτοβιογραφικές εικόνες. Σαν το ρολόι στο καπηλειό με τους δύο φίλους που ζητάν δραματικά και επίμονα να σταματήσουν τον Χρόνο ή εκείνο τον φίλο που τον χάσαμε σχεδόν παιδί -τον λέγαν Έκτορα Οικονομίδη και ήταν είκοσι χρονών όταν τον τύφλωσαν και τον θανάτωσαν οι Γερμανοί στο Χαϊδάρι, αφού βέβαια τον πρόδωσαν οι «εθνικόφρονες» εκείνου του καιρού. Και εικόνες άπειρες από κατεστραμμένα σπίτια σαν χέρια αιχμηρά που να ζητάν ελεημοσύνη από τον ουρανό. Και μάνες να γυρεύουν τα παιδιά τους πάνω από τις καμένες στέγες μ' ένα πλήθος που να κραυγάζει έξαλλα και αλλοπρόσαλλα συνθήματα. Μες στον αλαλαγμό, ρωτούσαμε και ψάχναμε να βρούμε την Μελισσάνθη, σύμβολο ιδανικών αλλοτινών καιρών. Μα η Μελισσάνθη δεν βρισκόταν πουθενά. Γιατί αν την βρίσκαμε, ίσως να μην επέτρεπε τους φόνους του Τζων Κέννεντυ και του Λουθήρου Κινγκ. Δεν θα 'φηνε να γίνει το Βιετνάμ χώρα της βίας και της χαμένης ανθρωπιάς, την Χιλή να αιμορραγεί στη Δύση του Ήλιου και την Αργεντινή να χορεύει τανγκό με τον ρυθμό των πολυβόλων. Οι νέοι της Αμερικής του '60 ανακάλυψαν τον Ντέμιαν και τα νεκρά παιδιά του Μάλερ κι εκείνο το ερωτικό παιδί από την Βενετία. Όμως η πτώση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, εξακολουθεί να παρασέρνει τον κόσμο μας στον τελικό του αφανισμό. Και η Μελισσάνθη, αφού τραγούδησε μια τελευταία φορά την τραγική Λιλή Μαρλέν, χάθηκε στα σκοτάδια των καιρών. Οριστικά.
Και μια τρίτη ανάγνωση
Η Μελισσάνθη απόμεινε τρελή ν' αποζητάει μοιρολογώντας τον πνιγμένο γιό της. Πώς βρέθηκε εκείνες τις μέρες στην Αθήνα; -δεν έγινε γνωστό . Όλοι ρωτούσαν, ψάχναν να την βρουν, μαζί μ' αυτούς κι εγώ, γνωρίζοντας πως ίσως να βρισκόταν κάπου εκεί ανάμεσά μας. Μάθαμε τέλος πως συνάντησε τυχαία διαδηλωτές, πως την καταδιώξανε, την ποδοπάτησαν και της σπάσανε τα κόκαλα. Έτσι στη γη πεσμένη και νεκρή, την βρήκανε περαστικοί και δίχως προσευχή ή ακολουθία θρησκευτική, την θάψαν βιαστικά για να πρόλαβουνε τη βραδινή παρέλαση και λαμπαδοφορία. Για την απελευθέρωση. Μια απελευθέρωση που έκρυβε μέσα της έναν θανατερό συμβιβασμό, την βία και την ενοχή, την προδοσία και την χωρίς γιατρειά τραυματισμένη ελευθερία. Μια απελευθέρωση που δεν πρόλαβε να γίνει λαϊκή. Την κατάγραψαν μ' ευκολία εθνική, και την γιορτάζουν στα Δημαρχεία και τις Νομαρχίες.
"Σου σπάσανε τα κόκκαλα τ' ασθενικά παιδιά μας", αναστροφή του Σολωμικού "Απ' τα κόκκαλα βγαλμένη των ελλήνων τα ιερά".
Πού βρίσκεται η αλήθεια της νεοελληνικής μας ελευθερίας; Βέβαια και στους δύο αυτούς στίχους. Αδιάκοπα, διαδοχικά και παραναοϊκά.
Η εποχή της Μελισσάνθης τελείωσε. Σήμερα ζω για πάντα τον χαμό της. Κι ο κόσμος μας δεν πάει να γίνει καλύτερος. Με όλα όμως αυτά, δεν θέλω να δώσω ιστορικές διαστάσεις στην Μελισσάνθη και στην εποχή της. Επιθυμώ να καταγράψω μονό, την προσωπική μου περιπέτεια και συμμετοχή στην πρόσφατη ιστορία του κόσμου, έτσι καθώς την έζησα μεσ' από το σπίτι μου και μέσα από την πόλη που εξακολουθώ να ζω.
Μάνος Χατζιδάκις
9 Δεκεμβρίου 1980
Πρόλογος στο έργο του Η εποχή της Μελισσάνθης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου