Γράφει η ΑΝΘΟΥΛΑ
ΔΑΝΙΗΛ
Η Παναγία η
Παντοχαρά είναι δεσποτική εικόνα στο τέμπλο του καθολικού της Μονής Στροφάδων
του 15ου αιώνα. Ο Οδυσσέας Ελύτης την είχε δει και είχε εκφράσει την
επιθυμία να χτίσει εκκλησάκι στο όνομά της στη Σίκινο, όπου δεν είχε πάει ποτέ.
Την νοητή μετοικεσία του ποιητή πραγμάτωσε η Ιουλίτα Ηλιοπούλου το καλοκαίρι
του 2011. Γι’ αυτό το λευκό, πάνω στο βράχο εκκλησάκι, ο π. Παναγιώτης
Καποδίστριας, ποιητής και φίλος του Ελύτη, έγραψε το ποίημα που ακολουθεί και
περιλαμβάνεται στην τέταρτη ενότητα της συλλογής Ανακαλυπτήρια, 2014:
ΤΗΣ ΠΑΝΤΟΧΑΡΑΣ
του Ελύτη
Στη Σίκινο
κινώ το
χέρι προς τα Σε
και με βλέμμα κοινό
-εκείνο των
φευγάτων-
μετακινώ
απ’ το κολάζ
για χάρη Σου στον
βράχο
ναό σε γαλάζιο
λευκό
σκήτη να ’χεις ευάερη
ευήλια να παρθενεύεις.
(6.8.2011).
Παρακολουθώντας
τις λέξεις μία μία βλέπω ότι έχουν επιλεγεί έτσι ώστε το ρήμα «κινώ» (οι
τονισμοί δικοί μου), καθώς και η αντωνυμία και το επίθετο να συμμετέχουν
ακουστικά σ’ αυτή τη μετακίνηση που ο ποιητής π. Παναγιώτης επιχειρεί. Μια
κίνηση μεγάλης συναισθηματικής αξίας και παράλληλα «μια κίνηση μικρή σαν του
κλειδούχου»[1].
Μετακινεί από το κολάζ (αγαπημένη ενασχόληση του Ελύτη και συμπληρωματική της
ποίησης) στο βράχο, «ναό σε γαλάζιο
λευκό … σκήτη… ευάερη και ευήλια» να παρθενεύει. Η εικόνα μου δίνει την
εντύπωση ενός γιγαντιαίου χεριού -θεϊκού- που συμπληρώνει από ψηλά την ψηφίδα
που έλειπε και υλοποιεί την επιθυμία του ποιητή, στην οποία συχνά στην ποίησή
του επανέρχεται: «Σε μεγάλη απόσταση μέσα στην ευωδιά του δυόσμου
αναλογίστηκα πού πάω κι είπα
για να μη μ’ έχει του χεριού της η ερημιά να βρω εκκλησάκι να ’χω να μιλήσω … («Η
Κόρη που ’φερνε ο Βοριάς») και έτσι «Από
τέσσερις πέτρες και λίγο θαλασσινό νερό είχα / Κάνει Ναό και κάθομουν να τον
φυλάγω…» («Περί Πολιτείας»).
Το ποίημα του π.
Παναγιώτη δεν έχει δυσκολίες στην προσέγγισή του, είναι ένα λιτό αφιέρωμα στον
Ελύτη, συνθεμένο από τα υλικά που ο ίδιος αγαπούσε· γαλάζιο και λευκό εκκλησάκι
«με την ιερατική του ασβέστη … αίγλη και ομορφιά», («Θεοκτίστη»), πάνω
στους βράχους, όπου η Μαρίνα του «ολημερίς και ολονυχτίς γύριζε» και
τελικά «τη βρήκε σ’ ένα ταρατσάκι να την ξυλώνει ο δυνατός αέρας»,
(«Αρχέτυπον»). Δεν αναφέρεται, αλλά εκ των ων ουκ άνευ είναι η θάλασσα, μητέρα
Παναγιά που «το πέλαγο κρατούσε στην ποδιά της / Τη Σίκινο, την
Αμοργό και τ' άλλα τα παιδιά της» («Τα τζιτζίκια»). Η επιθυμία του λοιπόν
λάμπει στα λευκά της και σαν σχήμα πρωθύστερο ο στίχος «Έσπρωξα τη μικρή
ξύλινη πόρτα κι άναψα κερί που μια ιδέα μου είχε γίνει αθάνατη» («Η Κόρη
που ’φερνε ο βοριάς») δίνει υλοποιημένη και απαστράπτουσα την ιδέα .
Πάντα κόντρα στον άνεμο, μπροστά στη
θάλασσα, μπαλκόνι ή κατάστρωμα στο πέλαγος, ένα μικρό κάτασπρο εκκλησάκι, λιτό,
όπως ο βράχος ή ο λόφος που το φιλοξενεί, λιτό και το ποίημα του π.
Παναγιώτη.
Το ποίημα φέρει χρονολογική ένδειξη
«6.8.2011». Το έτος δείχνει τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Ελύτη. Η 6η
8ου όμως είναι η εορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Και
επειδή δεν πιστεύω πως η ημερομηνία είναι τυχαία, εκφράζω την πίστη πως
επιλέχτηκε για την «μεταμόρφωση» του ποιητή σε άγγελο, που πάντα υπήρξε άγγελος
της ποίησης και κόμισε νέα στοιχεία ανανεώνοντας - αναπαλαιώνοντας, «Όπως
ύστερα που κάποιος άγιασε και τα καινούρια φαίνονται κι εκείνα σαν παλαιά»
και «τα παλαιά φαίνονται πάλι κι εκείνα σαν καινούρια»[2].
Θα επικαλεστώ εδώ ένα απόσπασμα από
το βιβλίο του Πωλ Βαλερύ, Ευπαλίνος ή ο Αρχιτέκτων, όπου ο Ευπαλίνος
μιλάει στον Φαίδρο: «αν ήξερες τι είναι για μένα εκείνος ο μικρός ναός που
έχτισα για τον Ερμή… Εκεί που ο διαβάτης δεν βλέπει παρά ένα κομψό μικρό ιερό
-μικροπράματα είναι: τέσσερις κίονες, ρυθμός πολύ απλός- έβαλα εγώ την ανάμνηση
μιας λαμπερής ημέρας της ζωής μου… Ο λεπτοκαμωμένος αυτός ναός… είναι η
μαθηματική εικόνα μιας Κόρης… Παρασταίνει πιστά τις ιδιαίτερες αναλογίες της.
Για μένα ζει»[3].
Μεταφέροντας στα καθ’ ημάς το
παράδειγμα, μπορούμε να πούμε πως το εκκλησάκι της Παντοχαράς είναι η περίληψη
όλων εκείνων που αναφέρει στην ποίησή του ο Ελύτης και προετοιμάζει την ιδεατή
εγκατάστασή του, γίνεται ο ίδιος εκκλησάκι και «Παντοχαρά». «Ανακάθισε ύστερα
κι έβαλε ήρεμα στο πλάι του τον γκρεμό / Από το άλλο μέρος άπλωσε προσεχτικά
ένα κομμάτι θάλασσας, όλο ριπές γαλάζιες»[4],
εκεί ήδη έχει βρει «τρόπο ευάερο για
τ’ Όχι και το Ναι» του, κατά το στίχο του π. Παναγιώτη[5],
αποδεχόμενος «το Δεν και το Αδύνατον του κόσμου ετούτου» κατά το στίχο
τον δικό του[6]. Εκεί, στην αγκαλιά του βράχου, όπως το θείο
βρέφος στην αγκαλιά της Παρθένου, ακούει το τραγούδι των σειρήνων, από εκεί
χαιρετά τη γοργόνα, το τρικάταρτο που διασχίζει τη θάλασσα, τα δελφίνια που
παίζουν με τη δαντέλα των αφρών, τη χελιδόνα που «θέρισε τα βλέμματα των
νοσταλγών της» και έγινε «μεσημέρι»[7].
Και να ’τον «τ’ απογεύματα έξω στο
πεζούλι» να κρατιέται «στις κακοκαιρίες»[8] σε
ένα ηλιόλουστο διαρκές καλοκαίρι. Πέρα από τα
Δυτικά της Λύπης όπου «Ποίηση μόνο είναι /Κείνο που απομένει.
Ποίηση. Δίκαιη και ουσιαστική κι ευθεία»[9], η
χώρα του Αύριο, αισθητοποιημένη στη Σίκινο, στη θάλασσα, στον ήλιο, στον αέρα,
σ’ ένα εκκλησάκι που ρωτά ανάκουστα: «φιλείς με;», ο ποιητής απολαμβάνει την
αιωνιότητά του.
Ο π. Παναγιώτης, με τη διπλή του ιδιότητα, έγραψε και το
ακόλουθο Απολυτίκιο, όπως τα χρόνια εκείνα τα βυζαντινά οι ενδεδυμένοι το ράσο
έγραφαν τους ύμνους της Εκκλησίας και έσωζαν τα κλασικά κείμενα στις
βιβλιοθήκες.
Α Π Ο Λ Υ Τ Ι Κ
Ι Ο Ν
Παντοχαρᾶς τοῦ Ἐλύτη
εἰς νῆσον
Σίκινον
ποιηθὲν
ὑπὸ π. Παναγιώτου Καποδίστρια
Ἦχος
α΄. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τῆς
χάριτος γαστέρα,
χαρᾶς
πάντων μητέρα,
τὴν
τὸν ποθεινὸν ἐν τῷ κόσμῳ
ποιητὴν
ἀναβλύζουσαν,
πανδήμως
τιμῶμεν καὶ ἡμεῖς
σχεδίαν
τῷ κλύδωνι σωστικήν,
οὐρανίσασαν
ἀνθρώπων τὸ χοϊκόν,
τῇ γῇ
τὸ θεῖον δεικνῦσα.
Χαίροις,
γλυκυτάτη Παντοχαρά,
χαίροις,
ἐσχάτων πρόναος,
χαίροις,
ὡραιότης ἔλλογος, θεοπερίχυτη.
[Zάκυνθος,
27 Ιουλίου 2011]
Ούτε αυτό το
ποίημα χρειάζεται ερμηνεία. Είναι κατανυκτικό, υμνητικό, τιμά την Παναγία την «οὐρανίσασαν ἀνθρώπων τὸ χοϊκόν», την «γλυκυτάτην»
και «θεοπερίχυτην» και τιμά τον ποιητή «σχεδίαν τῷ κλύδωνι
σωστικήν», διότι η ποίηση του Ελύτη είναι παρηγορητική, ελεητική,
γλυκοφιλούσα και «παντοχαρά» με την ιδέα μιας «άλλης» χαράς που ενέχει θλίψη
και μελαγχολία, αλλά και ελπίδα, που στάζει σταγόνες φως στο σκοτάδι, όπως
λάμπει στο καντήλι το λάδι. Ο ποιητής του «Απολυτίκιου», αλλά και του ποιήματος
«Της Παντοχαράς», σαν άγγελος Αστροφόρος φέρνει στα μάτια μας μια θάλασσα κι
ένα νησί και με χέρι στιβαρό και γενναίο συμπληρώνει το εκκλησάκι που λείπει
για Κείνον που έρχεται πιωμένος φως να το κατοικήσει. Συγχρόνως, απευθύνει το
«Χαίρε» σ’ Εκείνην που είναι των «εσχάτων πρόναος» και ωραιότητος «έλλογος»,
για Κείνην που μεταμορφώθηκε σε εκκλησάκι για να τον στεγάσει.
Κι
αν ο τιμώμενος Ελύτης είναι στο πρώτο πλάνο, ο τιμών ποιητής Καποδίστριας, επίσης
πρώτος, μας προσφέρει την κάθαρση που από τη σεμνή ποίησή του απορρέει.
[3] Πρόλογος: Άγγελος Σικελιανός,
μετ: Έλλη Λαμπρίδη, Επίμετρο: Γ.
Σημαιοφορίδης, Εκδ. Άγρα 1988, σελ. 36.
1 σχόλιο:
Ἀναμφίβολα, οἱ κριτικὲς τῆς κ. Ἀνθούλας Δανιήλ, εἶναι ἀπὸ τὶς πλέον προσεγμένες, ὑπεύθυνες καὶ ἔντιμες. Γαιτὶ στέκεται μὲ ἱερότητα καὶ προσοχὴ πάνω στὸ γραφτό, τὸ κάθε γραφτὸ ποὺ στὴ συνέχεια θὰ παρουσιάσει. Καὶ νομίζω πὼς οἱ κριτικές της εἶναι ἐφάμιλλες τῶν Καραντώνη, Σαχίνη, κ. α.
Ὅσον ἀφορᾶ τὴν ποίηση τοῦ π.Παναγιώτη νομίζω ὅτι πολὺ σωστὰ ἔπραξε ποὺ τὴν εἶδε κάτω ἀπό τὸ φῶς τῆς ποίησης τοῦ Ἐλύτη, γιατὶ ἡ ποητικὴ τέχνη τοῦ π. Π. εἶναι σὲ πολλές της πτυχὲς μιὰ συνέχεια τοῦ λόγου τοῦ Ἐλύτη. Πολὺ σωστά, λοιπόν, ἔπραξε ἠ κ. Ἀνθούλα ποὺ μὲ ἀφορμὴ τὴν Παναγία τὴν πάντων χαρά ἄνοιξε μὲ κλειδὶ τὴν ἐμεπιρία της, τὴ "σεμνὴ ποίηση" τοῦ π. Π.
π. κ. ν. καλλιανός
Δημοσίευση σχολίου