Του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου
Με αφορμή μια εκδήλωση-παρουσίαση του βιβλίου του Τάσου Λιγνάδη "Κριτικές θεάτρου - Αρχαίο δράμα (1975-1989)", Αθήνα, 2013, 563 σελ.(+ ευρετήρια προσώπων, θεατρικών έργων, θεατρικών οργανισμών), που κυκλοφορήθηκε από το Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, είχα γράψει τα δέοντα στην Ιδιωτική Οδό.
Επαναλαμβάνω ότι τον Τάσο Λιγνάδη τον θεωρώ Διδάσκαλο του Γένους και
προσωπικά του χρωστώ μεγάλη ευγνωμοσύνη, διότι μ' αυτόν μεγάλωσα κι ας μη το ξέρει. Διάβαζα φανατικά τις θεατρικές κριτικές του, ρούφαγα τα πονήματά του για τον Ελύτη, τον Γκάτσο, το Αρχαίο Θέατρο και το Ευρωπαϊκό, τον Λόρκα, τον Χουρμούζη.
Τώρα διαβάζω σαν προσευχή τις κριτικές για το Αρχαίο Δράμα και θαυμάζω πραγματικά την σπάνια διεισδυτική ματιά του και την ακρίβεια της κριτικής του πένας.
Οφείλουμε χάριτας στην επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών, Καίτη Διαμαντάκου-Αγάθου, τόσο για την επιμέλεια του τόμου αυτού, όσο και για την κατατοπιστικότατη εκτενή εισαγωγή.
Θα επανέρχομαι κατά διαστήματα σ’ αυτές τις κριτικές. Για τώρα στέκομαι σε μια απ’ αυτές που παρουσιάζει και μουσικολογικό (!) ενδιαφέρον.
Στην κριτική του για τους Πέρσες του Αισχύλου από το Κ.Θ.Β.Ε. στην Επίδαυρο το καλοκαίρι του 1978 (η κριτική δημοσιεύτηκε στα Επίκαιρα στις 24 Αυγούστου 1978), ο Λιγνάδης προβαίνει σε καίριες παρατηρήσεις σχετικά με την μουσική της παράστασης που έγραψε ο συνθέτης Χριστόδουλος Χάλαρης. Διατυπώνει, όμως, και σημαντικές θέσεις γύρω από την ...ακανθώδη –για τους μουσικολόγους, τουλάχιστον –σχέση βυζαντινού μέλους και ανατολικής μουσικής.
Παραθέτω στη συνέχεια το σχετικό απόσπασμα (σ. 123) χωρίς να το σχολιάσω περαιτέρω. Ο νοών νοείτω.
"Ο κ. Χρ. Χάλαρης μας έδωσε με «αρετήν και τόλμην» τη μουσική διάσταση του έργου. Εγκλιμάτισε την παράσταση με την υποβλητικότητα του ριζικού μας «σκοτεινού» ήχου, αξιοποιώντας την περιουσία του βυζαντινού μέλους και του δημοτικού τραγουδιού. Με την επισεσυρμένη φωνή, τον μελισμένο τόνο της εκκλησιαστικής εκφοράς του ιερού αισχυλικού λόγου ή με την κορυβαντική μανία, που «ανατόλιζε» σε ορχηστική και φωνητική έξαρση (υπαινιγμός δερβισικής αντιστοιχίας), η μουσική μας πυροδότησε με μια αίσθηση ιθαγένειας στην ευρασιατική της αντίληψη. Σωστά! Η ελληνική θρέψη φανέρωνε πάντα την ανατολική τροφή. Γι’ αυτό ο «ανατολισμός» στην Τέχνη, η πρόταση δηλαδή να αποδοθεί το εξωτερικό στοιχείο της «βάρβαρης» Χώρας μεσ’από την ελληνική λαϊκή αίσθηση με τα αφομοιωμένα ασιατικά δάνειά της, είναι και θεμιτή και φυσιολογική, γιατί αναφέρεται σε μια πανάρχαιη δοσοληψία. Ο «ανατολισμός» του αισχυλικού μέλους δεν θα ήταν κάτι διαφορετικό.
Ένας όμως σοβαρός ενδοιασμός εγείρεται ως προς την ψαλμική εκφορά ορισμένων μερών του χορικού λόγου, που οπωσδήποτε ξένισε ή προξένησε σύγχυση. Και δικαιολογημένα. Η σύνθεση που ονομάζουμε Ορθοδοξία ή Ρωμιοσύνη, είμαστε το «εμείς» στη λαϊκή συνείδηση. Και η ψαλμωδία, περ’ από την προέλευσή της, υπήρξε αιώνες αιώνων μια ελληνική έκφραση. Έτσι, η προσπάθεια να αποδοθεί ο εξωτισμός με κάτι πάρα πολύ οικείο, όπως είναι π.χ. η ανάγνωση του Ευαγγελίου, υπήρξε μια λύση που οδηγούσε σε επικίνδυνες παρεξηγήσεις."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου