«Ο Θάνος Βροντόλαλος», έργο του Φώτη Κόντογλου. |
Ο ΙΤΦΑΪΤΖΗΣ
(Ζω-γραφικὸ πορτραῖτο)
ὑπὸ
Γέροντος Χαλκηδόνος Ἀθανασίου
"Σήκω Πλαστῆρα γιὰ νὰ δεῖς πῶς κάναν τὴν Ἑλλάδα,
τὴ πούλησαν οἱ πολιτικοὶ στὴ Μέρκελ τὴ γελάδα."
(Γ. Ζῶτος)
Τὸ περασμένο καλοκαίρι, ἕνα μαγευτικὸ δειλινὸ βρέθηκε ὁ γράφων μαζὶ μὲ κάποιους φίλους κοντὰ στὴν ὄμορφη λίμνη τοῦ Πλαστήρα ἀγναντεύοντας τὴν περιοχὴ ποὺ "φύλαγε" ὁ ξακουστὸς Ἴταμος τὸ μεγαλόπρεπο ἐτοῦτο βουνό. Εἴμασταν καθισμένοι σ’ ἕνα μικρὸ γραφικὸ ξύλινο καὶ σκεπαστὸ μπαλκόνι γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε πιὸ ἔντονα τὴν "ξαπλωτὴ θεά".
Καὶ νά ἀπὸ μακρυὰ ἀνάμεσα στοὺς θάμνους προβάλλει ἓν ὀνάριον, μόνο καὶ περίλυπο κι’ αὐτό. Ὅμως σὲ λίγο ξεμπουκάρει καὶ ἕνας μεσόκοπος λεβέντης τῆς περιοχῆς ποὺ ὀνομαζόταν Χασοχώρι, καὶ μᾶς πλησιάζει. Ἕνας πανύψηλος ἀτόφιος γεροδεμένος "τσολιᾶς" ὁ Γιάννης Ζῶτος. Αὐτὸς ποὺ ζεῖ κοντὰ στὸ χῶμα, στὴ μάνα μας τὴ γῆ –μακρυὰ ἀπὸ τοὺς ἀποκρουστικοὺς καὶ ἀπάνθρωπους οὐρανοξύστες τῆς Πόλης μας, ποὺ φυτρώνουν ὁλονὲν σὰ μανιτάρια, ἐνῶ "κάποιοι ἄλλοι" ὑπνώττουν τὸν ὕπνον τοῦ "δικαίου". Ἦταν ἁπλά, μὰ ὄχι χωριάτικα ντυμένος, μ’ ἕνα γκρίζο παντελόνι καὶ ἀνοικτὸ μπλὲ πουκάμισο. Ἔντονα ροδοκόκκινος καὶ εἶχε ἕνα "στεφάνι" ἀπὸ ἀσημένια ὀντουλωτὰ καὶ πλούσια μαλλιά, λεβέντικο δὲ καὶ μακρὺ στὰ πλάγια μουστάκι καὶ γένεια τοῦ ἴδιου χρώματος ποὺ θύμιζαν πολὺ τοὺς Κινέζους. Ἕνας εὐειδὴς πάντως "κινεζόμορφος" Ἕλληνας! –Μήπως ὅμως ἐμεῖς μὲ τὴν ἀριστοκρατικὴ κλασσική μας ράτσα θὰ καταντήσουμε "μαϊμουδοκινέζοι" ἢ δὲν ξεύρω τί ἄλλο ἐπειδὴ αὐτὸ γουστάρουν κάποιοι ἀπάτριδες καὶ καραγκιοζοπαῖχτες ἀνεγκέφαλοι;–
Τὰ μάτια του ἦταν γλυκοκάστανα καὶ ἄστραφταν περήφανα ἀπὸ χαρά, ἂν καὶ στὸ βάθος τους διαφαινόταν καὶ κάποια λύπη, ποὺ ἴσως νὰ προερχόταν ἀπὸ οἰκογενειακά.
Ἔτσι λοιπὸν πιάσαμε κουβέντα, ἐμεῖς "πρωτευουσιάνικα" κι ἐκεῖνος στὴν τοπικὴ διάλεκτο. Ἐμεῖς καθισμένοι καὶ κεῖνος ὄρθιος. Καὶ τὸν ρωτᾶμε: Ἀπὸ ποὖσαι φίλε; Ἀπ’ ἰδῶ τὸ Χασοχώρι, καὶ τί ἔκανες στὸ βιό σου; Ἰγὼ ἤμουν στὶς καταδρομές, μετὰ ἔγινα πυροσβέστης –ὅτι πρέπει σκεφτήκαμε τουλάχιστον ἀπὸ τὸ παράστημά του, ἂν δὲν "ἄναβε" ὁ ἴδιος φωτιές! Ὅμως ὁ Ζῶτος ἦταν καὶ μπεκρῆς –πρᾶγμα ποὺ μαρτυροῦσε τὸ μοῦτρο καὶ ἡ θυμηδία του– καὶ ποιητής. Κι’ ἄρχισε νὰ μᾶς ἀπαγγέλλει κάποιους στίχους του καὶ σοφὲς λαϊκὲς ἐκφράσεις σὰν τὸ "Ἂν εἶσαι μορφωμένος θἆσαι ἢ χαζὸς ἢ παλιόμουτρο". Ἐκεῖ λοιπὸν ποὺ μιλάγαμε ἦρθε στὸ κέφι καὶ ξένοιαστα ἄρχισε ἕνα ξέφρενο τσάμικο χορὸ μὲ ρυθμικὲς κινήσεις χεριῶν, ποδιῶν καὶ τολμηρὰ πηδήματα καὶ γυρίσματα, τραγουδώντας συγχρόνως μὲ μιὰ γλυκειὰ καὶ βροντερὴ φωνὴ ποὺ διακόπτονταν καὶ ἀπὸ συνήθεις ἰαχές, τραγούδια τοῦ τόπου του, ἀλλὰ καὶ ψαλμουδίες γιατὶ ἦταν καὶ ψάλτης, τόσο ποὺ δὲν ἄντεξε καὶ σηκώθηκε καὶ ὁ μεγαλόπρεπος Γέροντας, ποὖταν ἐκεῖ κι’ ἄρχισαν νὰ χορεύουν μαζὶ σὰν παλιοὶ σταυραετοί. Ἕνα θέαμα ἐξαίσιο καὶ μοναδικό, μιὰ ὀπτικοακουστικὴ πανδαισία γιὰ τοὺς λοιπούς.
Καὶ κεῖ λοιπὸν ποὺ χόρευαν, νά κι’ ἕνα μοντέρνο κάρο μὲ τσοῦπρες ὄχι τὰ "ντουμούσια" τοῦ χωριοῦ. Πλησίασε καὶ ἀμέσως ἐξηφανίσθη. Ὅταν δὲ τὶς εἶδε ὁ ἀετομάτης Ζῶτος φώναξε: Νά καὶ τὰ "σεϊτάνια". Μήπως φοβήθηκαν καὶ ἀνέκρουσαν πρύμναν; Ὅμως ἀπὸ ποιόν; ἀπὸ κεῖνον ἢ τοὺς μπῆκε στὸ μυαλουδάκι, ὡς συνήθως, κάτι διαφορετικό;
Στὴ συνάφεια αὐτὴ θυμᾶμαι πὼς κάποιος ἐρημίτης ὅταν τὰ πρωτοεῖδε κι’ αὐτός, ρώτησε τί εἶναι τοῦτα; Τοὖπαν: Τὰ σεϊτάνια καὶ κεῖνος ἀπάντησε χαμογελῶντας, ὅτι τοῦ ἄρεσαν –τουλάχιστον στὴ μορφή!
Αὐτὲς τὶς ἀξέχαστες καὶ γραφικὲς ἐντυπώσεις μᾶς ἔδωσε ὁ πολύπλευρος αὐτὸς μύστης καὶ ἐκφραστὴς λαϊκῶν μας παραδόσεων, γιὰ τὶς ὁποῖες πρέπει νἄμαστε περήφανοι. Μακάρι νἄχαμε κι’ ἄλλους τέτοιους ὄμορφους ἀνθρώπους, ἀδιάβρωτους ἀπὸ τὸν σύγχρονο "πολιτισμὸ" καὶ τὴν τεχνολογία.
Ἔχε γειὰ ρὲ βουνολεβέντη Γιάννη καὶ σκόρπιζε πάντα τὴ χαρὰ καὶ τὴ ζωντάνια, ποὺ τόσο ἔχουμε ἀνάγκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου