ΤΑ ΝΕΑ
Του Κώστα Λογαρά
Δεν ήταν μόνο η παράλυση του κράτους στα πεντέμισι χρόνια της πρόσφατης διακυβέρνησης. Ακόμα χειρότερη ήταν η στρέβλωση της γλώσσας από έναν ικανό χειριστή της. Ο χωρίς αντίκρυσμα ηθικολογικός λόγος του χρησιμοποιήθηκε, στην πράξη, μόνο από ξεφτέρια και λογής ξεσκολισμένους για να εφορμήσουν στο δημόσιο χρήμα.
Αλλά και προεκλογικά ακόμα, η επιχειρηματολογία του στηρίχτηκε σε ένα αληθοφανές, και πάλι, σύνθημα «λέμε την αλήθεια στον λαό», που ως προς την ουσία του δεν είναι παρά μία ψευδεπίγραφη αλήθεια. Όταν έχει εξαντλήσει κάποιος όλα τα αποθέματα επικοινωνιακής οφθαλμαπάτης, ομολογεί την αλήθεια εξ ανάγκης κι όχι εκ πεποιθήσεως. Γίνεται θέλοντας και μη «ειλικρινής», επιλέγοντας την ομολογία σαν τελευταίο δόλωμα, σαν έσχατο ελαφρυντικό. Ήταν λοιπόν μια μορφή ευθανασίας που βαφτίστηκε «ειλικρίνεια».
Όμως η αλήθεια για να πιάνει τόπο και να είναι πράγματι λυτρωτική πρέπει να λέγεται στην ώρα της, κι όχι όταν ο κόμπος έχει φτάσει πια στο χτένι. Αλλιώς, στην έσχατη στιγμή, ακόμα κι ο «καταλληλότερος» χειριστής του λόγου πληρώνει τα επίχειρα των επιλογών του. Τα πληρώνει, αλλά και τ΄ ακούει κιόλας. Απ΄ αυτούς, κυρίως, που μέχρι πρότινος τον χειροκροτούσαν κορυβαντιώντες, είτε τους διαβεβαίωνε πως «είχε πλήρη γνώση» είτε πως «είχε άγνοια». (Φαίνεται πως η απόσταση ανάμεσα στη δουλοπρέπεια και στο θράσος είναι ελάχιστη).
Ας τα βλέπουν οι καινούργιοι όλα αυτά κι ας παίρνουνε μαθήματα γιατί είναι εύκολη η διολίσθηση και δεν αργεί. Κι όσοι έχουν εξουσία, γρήγορα ξεχνούν. Πάντως, λέω, ο φόβος και ο δισταγμός να πει κανείς με παρρησία την πραγματικότητα σ΄ αυτόν που βρίσκεται στην εξουσία είναι μια εγγενής αδυναμία, ένα φαινόμενο της ελληνικής παθογένειας. Ανδρωμένοι σε μία κοινωνία που έχει στηριχτεί στον νεποτισμό και την πολιτική πατρωνία, ναι, δεν τολμάμε εύκολα (γιατί «δεν ξέρεις σε τι μπορεί να σου χρειαστεί!»). Άλλωστε αυτόν τον στόχο έχει το ρουσφέτι: τη δέσμευση, το φίμωμα, τον ηθικό εξανδραποδισμό των πολιτών. Τον έλεγχο της ατομικής ελευθερίας μέσω μιας αισχρής για όλους επαιτείας. Η πελατειακή εξάρτηση καταργώντας τα όρια της προσωπικής ευθύνης ακυρώνει τη σωστή λειτουργία των θεσμών και, πλέον, καμία σοβαρή προοπτική δεν μπορεί να ευοδωθεί. Ας μην ψάχνουμε λοιπόν αλλού τα αίτια της ελληνικής κακοδαιμονίας.
Γι΄ αυτό ξαφνιάστηκα ευχάριστα με τον ντρέτο λόγο της κυρίας Μπατζελή- υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης-, την ξεκαθαρισμένη θέση της: «Πάμε μαζί, αλλά όποιος δεν θέλει να εργαστεί, θα βρεθεί έξω απ΄ την πόρτα». Μακάρι, σκέφτηκα, να δείξουν την ίδια σοβαρότητα και όλοι οι άλλοι, βάζοντας εξ αρχής τα όρια της συν-ευθύνης. Και προπαντός να τα εφαρμόσουνε στην πράξη.
Γιατί και το πασοκικό σουξέ «Πάμε μαζί», λειψό κι αστήρικτο ήταν κι αυτό. (Παρ΄ ότι άλλη βαρύτητα έχει μια ανάλαφρη εκκίνηση, κι άλλη το βεβαρημένο παρελθόν των άλλων). Όμως μια υπόσχεση ειπωμένη πάνω σε μέλια και ντουζένια, απομένει να δοκιμαστεί στην πράξη. «Πάμε μαζί» αλλά όχι χωρίς να καθορίζονται οι όροι και τα όρια εκατέρωθεν. Ευθύνες και υποχρεώσεις, προϋποθέσεις κι απ΄ τις δυο μεριές, τόσο απ΄ την πλευρά της εξουσίας κι άλλο τόσο απ΄ το μέρος του πολίτη. Για να μην οδηγηθεί ούτε η εξουσία στην αυθαιρεσία, ούτε ο πολίτης στην ανευθυνότητα και την ασυδοσία.
Έτσι, ίσως, τα δικά τους τα παιδιά θα έπαυαν να τριγυρνάνε γύρω από τα υπουργεία για κοψίδια και φιλέτα. Κι επειδή διστάζω να πιστέψω πως αυτό μπορεί να είναι αληθινό, περιμένω ώσπου η υπόσχεση η δοσμένη πάνω στα μέλια της εκκίνησης να γίνει πράξη.
Στο κάτω της γραφής, την πάταξη της ευνοιοκρατίας την οφείλουν οι πολιτικοί σ΄ εκείνους τους πολίτες που αρνούνται να πιέσουν για ανταλλάγματα, αλλά και δεν πιστεύουν πως η Πολιτεία τούς χρωστάει χάρες. Απαιτούν μονάχα απ΄ αυτήν το αυτονόητο: την ίση μεταχείριση των πολιτών και την εφαρμογή των νόμων.
Του Κώστα Λογαρά
Δεν ήταν μόνο η παράλυση του κράτους στα πεντέμισι χρόνια της πρόσφατης διακυβέρνησης. Ακόμα χειρότερη ήταν η στρέβλωση της γλώσσας από έναν ικανό χειριστή της. Ο χωρίς αντίκρυσμα ηθικολογικός λόγος του χρησιμοποιήθηκε, στην πράξη, μόνο από ξεφτέρια και λογής ξεσκολισμένους για να εφορμήσουν στο δημόσιο χρήμα.
Αλλά και προεκλογικά ακόμα, η επιχειρηματολογία του στηρίχτηκε σε ένα αληθοφανές, και πάλι, σύνθημα «λέμε την αλήθεια στον λαό», που ως προς την ουσία του δεν είναι παρά μία ψευδεπίγραφη αλήθεια. Όταν έχει εξαντλήσει κάποιος όλα τα αποθέματα επικοινωνιακής οφθαλμαπάτης, ομολογεί την αλήθεια εξ ανάγκης κι όχι εκ πεποιθήσεως. Γίνεται θέλοντας και μη «ειλικρινής», επιλέγοντας την ομολογία σαν τελευταίο δόλωμα, σαν έσχατο ελαφρυντικό. Ήταν λοιπόν μια μορφή ευθανασίας που βαφτίστηκε «ειλικρίνεια».
Όμως η αλήθεια για να πιάνει τόπο και να είναι πράγματι λυτρωτική πρέπει να λέγεται στην ώρα της, κι όχι όταν ο κόμπος έχει φτάσει πια στο χτένι. Αλλιώς, στην έσχατη στιγμή, ακόμα κι ο «καταλληλότερος» χειριστής του λόγου πληρώνει τα επίχειρα των επιλογών του. Τα πληρώνει, αλλά και τ΄ ακούει κιόλας. Απ΄ αυτούς, κυρίως, που μέχρι πρότινος τον χειροκροτούσαν κορυβαντιώντες, είτε τους διαβεβαίωνε πως «είχε πλήρη γνώση» είτε πως «είχε άγνοια». (Φαίνεται πως η απόσταση ανάμεσα στη δουλοπρέπεια και στο θράσος είναι ελάχιστη).
Ας τα βλέπουν οι καινούργιοι όλα αυτά κι ας παίρνουνε μαθήματα γιατί είναι εύκολη η διολίσθηση και δεν αργεί. Κι όσοι έχουν εξουσία, γρήγορα ξεχνούν. Πάντως, λέω, ο φόβος και ο δισταγμός να πει κανείς με παρρησία την πραγματικότητα σ΄ αυτόν που βρίσκεται στην εξουσία είναι μια εγγενής αδυναμία, ένα φαινόμενο της ελληνικής παθογένειας. Ανδρωμένοι σε μία κοινωνία που έχει στηριχτεί στον νεποτισμό και την πολιτική πατρωνία, ναι, δεν τολμάμε εύκολα (γιατί «δεν ξέρεις σε τι μπορεί να σου χρειαστεί!»). Άλλωστε αυτόν τον στόχο έχει το ρουσφέτι: τη δέσμευση, το φίμωμα, τον ηθικό εξανδραποδισμό των πολιτών. Τον έλεγχο της ατομικής ελευθερίας μέσω μιας αισχρής για όλους επαιτείας. Η πελατειακή εξάρτηση καταργώντας τα όρια της προσωπικής ευθύνης ακυρώνει τη σωστή λειτουργία των θεσμών και, πλέον, καμία σοβαρή προοπτική δεν μπορεί να ευοδωθεί. Ας μην ψάχνουμε λοιπόν αλλού τα αίτια της ελληνικής κακοδαιμονίας.
Γι΄ αυτό ξαφνιάστηκα ευχάριστα με τον ντρέτο λόγο της κυρίας Μπατζελή- υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης-, την ξεκαθαρισμένη θέση της: «Πάμε μαζί, αλλά όποιος δεν θέλει να εργαστεί, θα βρεθεί έξω απ΄ την πόρτα». Μακάρι, σκέφτηκα, να δείξουν την ίδια σοβαρότητα και όλοι οι άλλοι, βάζοντας εξ αρχής τα όρια της συν-ευθύνης. Και προπαντός να τα εφαρμόσουνε στην πράξη.
Γιατί και το πασοκικό σουξέ «Πάμε μαζί», λειψό κι αστήρικτο ήταν κι αυτό. (Παρ΄ ότι άλλη βαρύτητα έχει μια ανάλαφρη εκκίνηση, κι άλλη το βεβαρημένο παρελθόν των άλλων). Όμως μια υπόσχεση ειπωμένη πάνω σε μέλια και ντουζένια, απομένει να δοκιμαστεί στην πράξη. «Πάμε μαζί» αλλά όχι χωρίς να καθορίζονται οι όροι και τα όρια εκατέρωθεν. Ευθύνες και υποχρεώσεις, προϋποθέσεις κι απ΄ τις δυο μεριές, τόσο απ΄ την πλευρά της εξουσίας κι άλλο τόσο απ΄ το μέρος του πολίτη. Για να μην οδηγηθεί ούτε η εξουσία στην αυθαιρεσία, ούτε ο πολίτης στην ανευθυνότητα και την ασυδοσία.
Έτσι, ίσως, τα δικά τους τα παιδιά θα έπαυαν να τριγυρνάνε γύρω από τα υπουργεία για κοψίδια και φιλέτα. Κι επειδή διστάζω να πιστέψω πως αυτό μπορεί να είναι αληθινό, περιμένω ώσπου η υπόσχεση η δοσμένη πάνω στα μέλια της εκκίνησης να γίνει πράξη.
Στο κάτω της γραφής, την πάταξη της ευνοιοκρατίας την οφείλουν οι πολιτικοί σ΄ εκείνους τους πολίτες που αρνούνται να πιέσουν για ανταλλάγματα, αλλά και δεν πιστεύουν πως η Πολιτεία τούς χρωστάει χάρες. Απαιτούν μονάχα απ΄ αυτήν το αυτονόητο: την ίση μεταχείριση των πολιτών και την εφαρμογή των νόμων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου