Του θεολόγου Γιώργου Βλαντή
Σήμερα το «Γραφείο επί των αιρέσεων και των παραθρησκειών» της Ι. Μητροπόλεως Πειραιώς μού αφιέρωσε ένα κείμενο. Ευχαριστώντας για τη στήριξη που άθελά του δίνει στις απόψεις μου, διαβεβαιώ πως θα συνεχίσω να προσπαθώ να δίνω αφορμές για να ασχολούνται.
Ο αγαπητός φίλος και συνάδελφος Παναγιώτης Ανδριόπουλος έγραψε στο ιστολόγιό του υποστηρίζοντάς με. Τον ευχαριστώ βαθιά, διότι και πάλι αποδεικνύει έργοις τη φιλία του. Μεταξύ άλλων, επισημαίνει μια ενδιαφέρουσα τακτική, αυτή της ρητής ή λανθάνουσας απειλής των μηνύσεων. Ο π. Γεώργιος Τσέτσης κι εγώ δεχθήκαμε τα σχετικά μηνύματα μεταξύ των γραμμών αντίστοιχων άρθρων.
Περιορίζομαι σε ορισμένες παρατηρήσεις, κρίνοντας πως το κείμενο το «Γραφείου» δεν χρήζει λεπτομερούς σχολιασμού.
1. Προσωπικά, δεν έχω τίποτε να φοβηθώ. Στο κείμενό μου «Ο φόβος μπροστά στο Πνεύμα», το οποίο εισέπραξε τα επαινετικά σχόλια πλειάδας επισκόπων, πρεσβυτέρων, μοναχών, ακαδημαϊκών, συναδέλφων θεολόγων και πιστών της Εκκλησίας μας, επέλεξα να αποφύγω τις προσωπικές επιθέσεις και να στηλιτεύσω έναν συγκεκριμένο τύπο θρησκευτικής συμπεριφοράς, τον φονταμενταλιστικό, όπως απαντάται (και) στην Ορθοδοξία. Αλίμονο αν φτάσουμε στο σημείο να με εγκαλέσει κανείς γι᾽ αυτό.
2. Το «Γραφείο» επιλέγει να απαντήσει με έναν τρόπο, ο οποίος δεν περιορίζεται στην παρανόηση των θέσεών μου, αλλά επεκτείνεται και στη χρήση μειωτικών χαρακτηρισμών για το πρόσωπό μου και στη διατύπωση υπονοουμένων εναντίον μου.
Ενδεικτική είναι η άγνοιά του αναφορικά προς το Συμβούλιο των Εκκλησιών της Βαυαρίας και το ρόλο του. Στο κείμενό τους παρουσιάζομαι ως «διευθυντικό στέλεχος των (πολλών) ''Εκκλησιών'' της Βαυαρίας» και λέγεται πως «Όντας μέλος της ''Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας'', ταυτόχρονα τυγχάνει διευθυντής ''Χριστιανικών Εκκλησιών'', πέραν της Μίας Εκκλησίας, ήτοι της πανσπερμίας των αιρετικών κοινοτήτων της παραφθαρμένης χριστιανοσύνης της Δυτικής Ευρώπης!». Οι άνθρωποι αυτοί, οι οποίοι αποδείχθηκαν ανίκανοι και για την απλή αντιγραφή του τίτλου μου (γράφουν ''geshaftsfuhner'' αντί για το παρατιθέμενο στο άρθρο μου ορθό ''Geschäftsführer'') παρουσιάζονται με μεγάλη ευκολία ως τιμητές προσώπων και πραγμάτων που αγνοούν.
3. Για να βάλουμε εν ολίγοις τα πράγματα στη θέση τους: Δεν είμαι διευθυντής των Εκκλησιών, αλλά διευθυντής (ο όρος Geschäftsführer δεν είναι εύκολα μεταφράσιμος στα ελληνικά και σημαίνει κάτι μεταξύ Direktor και Sekretär) του Συμβουλίου των Εκκλησιών της Βαυαρίας, το οποίο είναι ένα forum που συντονίζει την επικοινωνία πολλών Εκκλησιών (επικαλούμενος τη μακραίωνη παράδοση της Ορθοδοξίας και την πρόσφατη σχετική απόφαση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου περί ιστορικής ονομασίας των ετεροδόξων δεν θα μπω εν προκειμένω σε μια εκκλησιολογική συζήτηση για τον όρο «Εκκλησίες», αλλά θα τον χρησιμοποιήσω δίχως σκανδαλισμό) και προωθεί τον οικουμενικό διάλογο για την πραγμάτωση της Kυριακής εντολής της ενότητας στο επίπεδο του εν λόγω γερμανικού κρατιδίου. Από την πλευρά των Ορθοδόξων στο Συμβούλιο αυτό εκπροσωπούνται, μεταξύ άλλων, το Οικουμενικό Πατριαρχείο δια της Ι.Μ. Γερμανίας, όπως και τα Πατριαρχεία Ρωσίας, Σερβίας και Ρουμανίας δια των εν Γερμανία Μητροπόλεών τους. Στο αντίστοιχο Συμβούλιο της πόλης του Μονάχου (στη Γερμανία υπάρχουν τέτοια Συμβούλια σε επίπεδο ομοσπονδίας, κρατιδίων και μεγάλων πόλεων) εκπροσωπείται και το Πατριαρχείο Βουλγαρίας. Όσον αφορά το Συμβούλιο της Βαυαρίας, διεξάγονται μάλιστα συνομιλίες για τη συμμετοχή σε αυτό και της εν Γερμανία Μητροπόλεως του Πατριαρχείου Αντιοχείας, το οποίο πολλοί υμνούν συχνά αγνοώντας την οικουμενική του δραστηριότητα, ακόμη και αυτό τούτο το γεγονός πως ο Μακαριώτατος Προκαθήμενός του τυγχάνει από το 2013 ένας από τους οκτώ Προέδρους του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών. Σημειώνω πως όλοι ο Ορθόδοξοι αντιπρόσωποι συμμετέχουν με την ευλογία και την έγγραφη συγκατάθεση-διορισμό των οικείων επισκόπων τους.
Όλες αυτές οι Εκκλησίες και οι ιεράρχες, λοιπόν, έχουν προφανώς μια αντίληψη για το ρόλο αυτού του οργάνου διαφορετική από την πλήρως απαξιωτική που εκφράζουν με περισσή ευκολία οι του «Γραφείου». Αναρωτιέμαι αν οι κύριοι αυτοί αισθάνονται υπεράνω και αυτών των Ορθοδόξων Εκκλησιών ή αν θεωρούν πως επιτρέπεται να εκφράζουν εύκολες κρίσεις για πράγματα που εναπόκεινται στη δικαιοδοσία ιεραρχών και Συνόδων πέραν εκείνων όπου αυτοί αμέσως αναφέρονται. Μήπως θα ήταν καλύτερο εν αγάπη και σεβασμώ να ερωτήσουν και να μιλήσουν κατόπιν, ξεκινώντας με τη δέουσα προσοχή κατά το γράφειν και αντιγράφειν;
4. Δεν νομίζω πως χρειάζεται να επιμείνω στο σχολιασμό της μομφής πως δεν επιθυμώ καμία άλλη άποψη έναντι της δικής μου, όταν οι ίδιοι οι συντάκτες του κειμένου καταδεικνύουν πως η θέση μου έναντι της Αγίας Συνόδου δεν είναι τόσο μονολιθικά θετική όσο πολλοί θα ήθελαν. Αγνοούν, επίσης, και τις κριτικές παρατηρήσεις που επανειλημμένα εξέθεσα στη γερμανόφωνη αρθρογραφία μου, σε διαλέξεις μου και στο πλαίσιο της διδασκαλίας μου στο Τμήμα Ορθόδοξης Θεολογίας του Πανεπιστημίου του Μονάχου. Αυτό που καλό θα ήταν να γίνει αντιληπτό, είναι πως δεν απαξιώνω κάθε κριτική, αλλά επικρίνω εκείνη που ερείδεται σε φονταμενταλιστικές, τ.ε. αιρετικές προϋποθέσεις. Πολύ συγκεκριμένα εξέφρασα τις πνευματολογικές, εκκλησιολογικές και εσχατολογικές εκκρεμότητες των φονταμενταλιστών, τις οποίες το κείμενο του «Γραφείου» με βιασύνη αντιπαρέρχεται.
5. Φαίνεται πως οι συντάκτες του κειμένου μού αποδίδουν πως στιγματίζω τους ορθόδόξους ως «σκοταδιστές», «φανατικούς», «φονταμενταλιστές», «κήρυκες του μίσους», «αρνητές της χριστιανικής αγάπης», «ψυχοπαθείς», και «αιρετικούς». Λογικά αυτό θα προϋπέθετε την ταυτότητα Ορθοδοξίας και φονταμενταλισμού, κάτι που ακριβώς αρνούμαι, διότι θεωρώ τον δεύτερο ως το αντίθετο της πρώτης, γι᾽ αυτό το λόγο και βάζω σε εισαγωγικά τη λέξη «Ορθόδοξοι» όταν μιλώ για φονταμενταλιστές. Όταν διαβάζω αυτή την κριτική, λοιπόν, αναρωτιέμαι αν άρα γε γινώσκουν αυτά που αναγινώσκουν οι του «Γραφείου».
6. Θα κλείσω επισημαίνοντας και πάλι κάτι που προανέφερα. Στο κείμενό μου επέλεξα την οδό τη αφαίρεσης, την καταδίκη ενός συγκεκριμένου τύπου «θεολογήσεως» και ενός «ήθους». Θα μπορούσα να τεκμηριώσω τις θέσεις μου με πληθώρα υλικού από πολλά διαφορετικά ορθόδοξα συμφραζόμενα, θεώρησα όμως άγονη τη λογική των προσωπικών αντιπαραθέσεων και της περιπτωσιολογίας. Υποθέτω πως πολλοί και διαφορετικοί θα μπορούσαν να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους πίσω από της διατυπώσεις μου. Γιατί όμως νιώθει το «Γραφείο» θιγμένο και αναλαμβάνει με τέτοιο πάθος το ρόλο της αναίρεσης των θέσεών μου; Γιατί πιστεύει πως προσβάλλεται; Γιατί θεωρεί πως η επίθεσή μου στρέφεται εναντίον του;
Ο λαός μας λέει πως «μυγιάζεται όποιος έχει τη μύγα». Η διατύπωση σίγουρα δεν αποκλείει πως δύναται να μυγιαστεί και κάποιος δίχως ιδιαίτερη σχέση με το εν λόγω έντομο, επιτρέπω όμως στον εαυτό μου το ερώτημα: Μήπως κάποιοι στη Μητρόπολη του όμορφου επινείου των Αθηνών μυγιάζονται επειδή νιώθουν πως έχουν κάποια μύγα; Και, αν ναι, μήπως θα ήταν καλό να κάνουν την αυτοκριτική τους;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου