Ἕλενα Χατζόγλου
Ἡ Νοσταλγία ὡς ἀναζήτηση τοῦ Εἶναι
Γιὰ τὴ νοσταλγία ὡς κοινὸ τόπο στὶς διάφορες λογοτεχνικὲς παραδόσεις ἔχουν γραφεῖ ἀρκετά, μὲ τελευταία ἀξιόλογη ἔκδοση τὸ βιβλίο τῆς Μπαρμπαρὰ Κασσέν, Ἡ Νοσταλγία. Πότε λοιπὸν εἶναι κανεὶς σπίτι του; (εἰσαγωγὴ - μετάφρ. – σημειώσεις Σεσὶλ Ἰγγλέση Μαργέλλου, ἐκδόσεις Μελάνι, Ἀθήνα 2015). Τὸ θέμα ἀπασχόλησε καὶ ἀπασχολεῖ τὴ λογοτεχνικὴ παραγωγὴ στὸν βαθμὸ ποὺ ἐνδιαφέρει τοὺς ἀνθρώπους κάθε ἐποχῆς γιὰ ποικίλους λόγους, ποὺ σχετίζονται μὲ τὴ μετανάστευση, τὴν προσφυγιά, τὸν ἑκούσιο ἢ ἀκούσιο ἐκπατρισμό, μὲ κίνητρα οἰκογενειακά, μορφωτικὰ κ.λπ.
Ἡ προσέγγιση τῆς νοσταλγίας σὲ λογοτεχνικὸ ἢ φιλοσοφικὸ ἐπίπεδο ἀποφέρει κάθε φορὰ διάφορα συμπεράσματα, ποὺ φωτίζουν τὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ καὶ τὰ κίνητρα τῶν πράξεών της. [Σχηματικὰ αὐτὰ συνοψίζονται στὸ ἐν λόγῳ βιβλίο στὶς σελ. 61-64]. Οἱ προσεγγίσεις συγκλίνουν περίπου στὸ ὅτι ὑπάρχει ἡ νοσταλγία «κλειστοῦ» τύπου, ποὺ ἀφορᾶ κάτι πολὺ συγκεκριμένο, ὅπως γιὰ παράδειγμα τὸν πόθο τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἐπιστρέψει στὴν «πατρίδα» καὶ νὰ ἐπανασυνδεθεῖ μὲ τὶς ρίζες του (ἀντιπροσωπευτικότερη εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ Ὀδυσσέα, στὴν Ὁμήρου Ὀδύσσεια)· στὴν περίπτωση αὐτὴ ἡ νοσταλγία ἀναφέρεται στὸ παρελθὸν τοῦ ἀνθρώπου καὶ σὲ παλαιὰ θετικὰ ἢ ὡραιοποιημένα βιώματα. Παράλληλα μὲ αὐτήν, κινεῖται καὶ ἡ νοσταλγία γιὰ τὸ ἐπιδιωκόμενο ‒συγκεκριμένο, ἀλλὰ διαρκῶς ἀνεκπλήρωτο‒ μέλλον (ὅπως στὴν περίπτωση τοῦ Μωϋσῆ καὶ τῶν Αἰγυπτίων, ποὺ νοσταλγοῦν, δηλαδὴ «λαχταροῦν», τὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας).
Σὲ ἕνα πιὸ προηγμένο ἐπίπεδο ὅμως, ἡ νοσταλγία μπορεῖ νὰ εἶναι «ἀνοιχτοῦ» τύπου, ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ ψυχὴ δὲν ἐπανέρχεται μὲν στὸν ἑαυτό της, δὲν ἐνεργοποιεῖ μηχανισμοὺς ἀνάμνησης, οὔτε ἀναπόλησης, ἀλλὰ ἀναζητᾶ διαρκῶς κάτι ἔξω ἀπὸ αὐτὴν –σὲ μία προσπάθεια πλήρωσής της–, ἀναζητᾶ τὴν αὐτοπραγμάτωση τοῦ ἀνθρώπινου Εἶναι, χωρὶς ὅμως νὰ προσδιορίζει ἀκριβῶς μὲ τί.
Αὐτή, νομίζω, ὅτι εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ Νεοέλληνα στὶς μέρες μας, ὁ ὁποῖος στὴν πλειοψηφία τῶν περιπτώσεων «νοσταλγεῖ» κάποιες καλὲς ἢ καλύτερες μέρες, ποὺ εὐελπιστεῖ ὅτι θὰ ἔρθουν. Δὲν μπορεῖ νὰ τὶς τοποθετήσει ἀναλογικὰ στὸ ἐγγὺς ἢ ἀπώτερο ἱστορικὸ παρελθόν του, γι’ αὐτὸ καί, τουλάχιστον σὲ ἐπίπεδο πολιτικῆς ζωῆς, πειραματίζεται διαρκῶς μὲ κάτι νέο, ἀμφιβόλου πάντως ποιότητας ἢ ἀποτελεσματικότητας. Ἐπὶ πλέον, δοκιμάζει πιθανὲς προκλήσεις, ὅπως μετανάστευσης, ἐπενδύσεων ‒μέσῳ δανεισμοῦ, κατὰ κόρον μέχρι πρό τινος‒, νομοθετικῆς σχοινοβασίας, οἰκιστικῆς «ἀναδόμησης», ἐκπαιδευτικῆς «ἀναμόρφωσης» κ.λπ. Ὅλα κατατείνουν περίπου στὴν ἴδια στοχοθεσία, τὴν πλήρωση τοῦ «κενοῦ» ποὺ ἡ «νοσταλγία» γιὰ κάτι καλύτερο φέρνει διαρκῶς στὴν ἐπιφάνεια. «Νοσταλγεῖ» τὸ καλύτερο γενικῶς καὶ ἀορίστως, γι’ αὐτὸ καὶ συνηθέστατα προβαίνει σὲ ἐνέργειες χωρὶς προοπτική, σχεδιασμὸ ἢ ὅραμα. Λειτουργεῖ μάλιστα ἔτσι, θὰ λέγαμε ἀνώριμα καὶ σπασμωδικά, σὲ ἀναγωγὴ μὲ τὴν ἐξίσου ἀνώριμη συμπεριφορὰ ποὺ ἐπιδεικνύει καὶ σὲ ἄλλα ἐπίπεδα, ὅπως τῆς προσωπικῆς του ζωῆς, τῆς ἐπαγγελματικῆς κ.λπ. Πρόκειται γιὰ μία νοσταλγία ὡς φυγὴ ἀπὸ τὴν πραγματικότητα καὶ τὶς εὐθύνες του, εὐθύνες ἀπέναντι στὸν ἑαυτό του ἢ τὶς γενιὲς ποὺ ἔρχονται.
Ἡ νοηματοδότηση μιᾶς τέτοιας «νοσταλγίας» ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο, τὶς ἀξίες καὶ τὸ αἴσθημα εὐθύνης ἢ ὄχι ποὺ τὸν διακρίνει. Αὐτὸ ἴσως εἶναι καὶ τὸ μέτρο ἀξιολόγησης τῆς «νοσταλγίας» του. Πρόκειται δηλαδὴ γιὰ νοσταλγία τοῦ βολέματος, τῆς τυχάρπαστης συμπεριφορᾶς, ἀνεξαρτήτως συνεπειῶν καὶ ἐπιβάρυνσης τῶν ἄλλων; Ἢ γιὰ νοσταλγία τῆς προόδου, τῆς ἀτομικῆς καὶ κοινωνικῆς ὑπευθυνότητας, ποὺ προϋποθέτει τὸ ζύγισμα τῶν ἐνεργειῶν, τὴ μακροπρόθεσμη προοπτική, τὴν «ἐξυπηρέτηση» τοῦ συνόλου καὶ ὄχι μόνον τῶν «ὀλίγων»;
Δυστυχῶς στὴ νεοελληνικὴ πραγματικότητα ἡ ἀναξιοκρατία, ὁ εὔκολος πλουτισμός, ἡ κατάληψη θέσεων χάρη στοὺς «ἡμετέρους», ὑποδηλώνουν ὅτι δὲν πρόκειται γιὰ μία κατάσταση «κρίσης» ‒ἀνθρωπιστικῆς ἢ ὅ, τι ἄλλο‒, ἀλλὰ γιὰ μία κατάσταση «παρακμῆς». Αὐτὴ ἔγκειται σὲ λάθος κριτήρια, σὲ λάθος κίνητρα, τέτοια ποὺ νὰ βουλιάζουν τὴ χώρα πρὸς τὰ κάτω, νὰ τὴ στεροῦν ἀπὸ δυνάμεις προόδου, νὰ συσκοτίζουν τὸ τοπίο τῆς ἀνάκαμψης. Ἡ κακῶς ἐννοούμενη «νοσταλγία» ἐξυπηρετεῖ τὸν ἀτομικισμό, τὸ εὔκολο κέρδος. Στὴν καλύτερη περίπτωση μάλιστα γίνεται νοσταλγία γιὰ τὴν ἐπίπλαστη εὐμάρεια τῆς προηγούμενης δεκαετίας ἢ εἰκοσαετίας, γιὰ τὰ πλουσιοπάροχα οἰκονομικὰ «πακέτα», γιὰ τοὺς καλύτερους μισθούς. Καὶ αὐτὸ ἐπίσης συνιστᾶ τὴν παρακμή, αὐτὴ ἡ ἀγκίστρωση σὲ κάτι μὴ αὐθεντικό, «εὔκολο», γρήγορο, χωρὶς προσωπικὴ ταυτότητα καὶ ἀξία.
Μὲ αὐτὲς τὶς σκέψεις ἀξίζει νὰ ἐπαναπροσδιορίσει κανεὶς τί ἀκριβῶς νοσταλγεῖ. Τὶς μέρες τῆς εὐημερίας ποὺ προηγήθηκαν, τῆς εὐκολίας, ποὺ λαχταρᾶ νὰ ξανάρθουν, ἢ τοῦ ἐπαναπροσδιορισμοῦ τοῦ Εἶναι μέσα ἀπὸ ἀξίες μὲ σημασία, μὲ διάρκεια καὶ μὲ ἀνθρωπιά;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου