Όταν ο Μάνος Χατζιδάκις έγραφε για μια τραγική πλειοψηφία του ελληνικού λαού που δημιουργεί τη σύγχυση και την παλινωδία, αποφαινόνταν με εκπλήσσουσα κατηγορηματικότητα:
«Γι’ αυτό πρέπει να ‘ρθει μια νέα καταστροφή. Για να σκεφθούμε πάλι σοβαρά κι ίσως ξανά γνωρίσουμε πώς θ’ αποφύγουμε την πλάνη και την απάτη, έτσι όπως φανερώνονται στον τόπο μας ντυμένες μ’ εθνικές πολύχρωμες ενδυμασίες, κατασκευασμένες από μόδιστρους και από παράγοντες αθλητικούς. Η χώρα πρέπει να καταστραφεί. Να φάει τα τρωκτικά της. Κι ίσως σαν ξαναγεννηθεί, να γίνει άξια των ποιητών της».
Με περισσή ευκολία μπορεί ο καθένας να χαρακτηρίσει τον Χατζιδάκι και τους τυχόν ομοφρονούντας ως καταστροφολόγους, κινδυνολόγους, υπερβολικούς και άλλα τέτοια.
Όμως σκέφτομαι ότι πολλά, πάμπολλα από τα δεινά του τωρινού νεοελληνικού μας βίου, έχουν ενσκήψει ακριβώς διότι δεν είμαστε σε θέση να γνωρίσουμε – ακόμη χειρότερα: ίσως δε μας ενδιαφέρει πώς θ’ αποφύγουμε την πλάνη και την απάτη. Ο Έλληνας των αρχών του 21ου αιώνα αρνείται πεισματικά να περάσει απ’ όλες τις διεργασίες εκείνες που απαιτούνται για να μπορεί να διακρίνει πού κείται το καίριο. Αυτό είναι το ζητούμενο. Ο λόγος και η πράξη σήμερα αφορά στο περιορισμένο, το κοντόφθαλμο, το απελπιστικά μίζερο, το στενότατα συμφεροντολογικό. Αναλογίζομαι κι εγώ μαζί με τον Ελύτη πώς θα γινόταν «να επιφοιτούσε στα κοινά η ψυχή, και μια διαταγή του υπουργείου Υγείας να ξαπόστελνε στα εργοστάσια επεξεργασίας απορριμμάτων όλες τις πενταροδεκάρες των συμφερόντων, για να βγουν έστω και λίγα γραμμάρια ομορφιάς».
Ο δικός μας λαός παρήγαγε μέχρι πρότινος ακριβά προϊόντα, ακριβώς διότι μπορούσε να διακρίνει κάθε φορά με ασφάλεια και ευθύτητα την ομορφιά από την ασχήμια. Έτσι παρήγαγε ευγένεια, αρχοντιά, αλήθεια, εκζήτηση του αδύνατου, αστραποβόλα σκέψη, σύνδεση των νόμων της τέχνης με τους νόμους της ζωής, και άλλα θαυμαστά που δε χωράνε, όχι εδώ, μα πουθενά. Και σε πιάνει θλίψη και οργή σαν βλέπεις πια αυτή τη «λιγοσύνη» ή την πλουμιστή φτήνια.
Η επαγρύπνησή μας συνίσταται νομίζω στην απόκτηση των κριτηρίων εκείνων που θα μας οδηγούν κάθε φορά στο καίριο. Δηλαδή, στο αληθινά εθνικό, στο αυθεντικά παραδοσιακό, στο γνησίως ελληνικό.
Ίσως βέβαια όλα αυτά να μοιάζουν ουτοπικά ή τρελά, σε μια Ελλάδα τυχοδιωκτών και καιροσκόπων, που επιβάλλουν βιαίως τις πολιτικές και «αισθητικές» επιλογές τους. Όμως αυτή πρέπει να είναι η αντίσταση του Έλληνα πολίτη – ιδιώτη. Να είναι εναντίον κάθε πράξης που δεν αποσκοπεί στο καίριο και άρα αληθινό.
Ώσπου να καταντήσει νεφεληγερέτης! Και να αναφωνεί με τη ζωή του το του Ελύτη:
«Γι’ αυτό πρέπει να ‘ρθει μια νέα καταστροφή. Για να σκεφθούμε πάλι σοβαρά κι ίσως ξανά γνωρίσουμε πώς θ’ αποφύγουμε την πλάνη και την απάτη, έτσι όπως φανερώνονται στον τόπο μας ντυμένες μ’ εθνικές πολύχρωμες ενδυμασίες, κατασκευασμένες από μόδιστρους και από παράγοντες αθλητικούς. Η χώρα πρέπει να καταστραφεί. Να φάει τα τρωκτικά της. Κι ίσως σαν ξαναγεννηθεί, να γίνει άξια των ποιητών της».
Με περισσή ευκολία μπορεί ο καθένας να χαρακτηρίσει τον Χατζιδάκι και τους τυχόν ομοφρονούντας ως καταστροφολόγους, κινδυνολόγους, υπερβολικούς και άλλα τέτοια.
Όμως σκέφτομαι ότι πολλά, πάμπολλα από τα δεινά του τωρινού νεοελληνικού μας βίου, έχουν ενσκήψει ακριβώς διότι δεν είμαστε σε θέση να γνωρίσουμε – ακόμη χειρότερα: ίσως δε μας ενδιαφέρει πώς θ’ αποφύγουμε την πλάνη και την απάτη. Ο Έλληνας των αρχών του 21ου αιώνα αρνείται πεισματικά να περάσει απ’ όλες τις διεργασίες εκείνες που απαιτούνται για να μπορεί να διακρίνει πού κείται το καίριο. Αυτό είναι το ζητούμενο. Ο λόγος και η πράξη σήμερα αφορά στο περιορισμένο, το κοντόφθαλμο, το απελπιστικά μίζερο, το στενότατα συμφεροντολογικό. Αναλογίζομαι κι εγώ μαζί με τον Ελύτη πώς θα γινόταν «να επιφοιτούσε στα κοινά η ψυχή, και μια διαταγή του υπουργείου Υγείας να ξαπόστελνε στα εργοστάσια επεξεργασίας απορριμμάτων όλες τις πενταροδεκάρες των συμφερόντων, για να βγουν έστω και λίγα γραμμάρια ομορφιάς».
Ο δικός μας λαός παρήγαγε μέχρι πρότινος ακριβά προϊόντα, ακριβώς διότι μπορούσε να διακρίνει κάθε φορά με ασφάλεια και ευθύτητα την ομορφιά από την ασχήμια. Έτσι παρήγαγε ευγένεια, αρχοντιά, αλήθεια, εκζήτηση του αδύνατου, αστραποβόλα σκέψη, σύνδεση των νόμων της τέχνης με τους νόμους της ζωής, και άλλα θαυμαστά που δε χωράνε, όχι εδώ, μα πουθενά. Και σε πιάνει θλίψη και οργή σαν βλέπεις πια αυτή τη «λιγοσύνη» ή την πλουμιστή φτήνια.
Η επαγρύπνησή μας συνίσταται νομίζω στην απόκτηση των κριτηρίων εκείνων που θα μας οδηγούν κάθε φορά στο καίριο. Δηλαδή, στο αληθινά εθνικό, στο αυθεντικά παραδοσιακό, στο γνησίως ελληνικό.
Ίσως βέβαια όλα αυτά να μοιάζουν ουτοπικά ή τρελά, σε μια Ελλάδα τυχοδιωκτών και καιροσκόπων, που επιβάλλουν βιαίως τις πολιτικές και «αισθητικές» επιλογές τους. Όμως αυτή πρέπει να είναι η αντίσταση του Έλληνα πολίτη – ιδιώτη. Να είναι εναντίον κάθε πράξης που δεν αποσκοπεί στο καίριο και άρα αληθινό.
Ώσπου να καταντήσει νεφεληγερέτης! Και να αναφωνεί με τη ζωή του το του Ελύτη:
« Απερίσπαστος νέμεσαι την αντιδημοτικότητα
έτσι· με γενναιοδωρία· σαν να διαθέτεις
νομισματοκοπείο και να το κλείνεις
ν’ απολύεις όλο το προσωπικό
να κρατάς μια φτώχεια που δεν την έχει άλλος κανείς
εντελώς δική σου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου