Κολάζ Οδυσσέα Ελύτη, Η γυναίκα με το κερί (1966) |
Διαβάζω στο Εκ του Πλησίον του ποιητή της Ιδιωτικής Οδού τον…παρθενικό στίχο:
Στηθήτω μία Παρθένος κατάστικτη φιλιών η αμώμητος.
Και διαβάζω στο τελευταίο τροπάριο της δ’ ωδής του περίφημου Κανόνα του Μ. Σαββάτου:
"Ο Άδης Λόγε, συναντήσας σοι, επικράνθη, βροτόν ορών τεθεωμένον, κατάστικτον τοις μώλωψι και πανσθενουργόν…"
Η Παρθένος του Ελύτη αμώμητος αν και κατάστικτη φιλιών!
Ο Λόγος του Μάρκου Υδρούντος (γιατί σ’ αυτόν αποδίδονται τα τροπάρια του κανόνα) πανσθενουργός αν και κατάστικτος τοις μώλωψιν!
Η εξ έρωτος παρθενία και η εξ ασθενείας παντοδυναμία. Το συναμφότερον; Τα, φαινομενικώς, διεστώτα εις έν; Ο Ελύτης αντιγράφει δημιουργικά τον μελωδό; Το πρότυπό του είναι ποιητικό ή οντολογικό; Η γραφή του ουτοπική ή υπαρξιακή; Η ματιά του παρθενική ή ευγενικά ηδονική;
Ο ίδιος μας δίνει μιαν απάντηση: «Τα πάντα εντέλει ανάγνωση επιδέχονται».
Και για να λυτρωθώ τον υιοθετώ, πάλι Εκ του πλησίον:
ΤΩΝ ΘΕΣΠΕΣΙΩΝ ΟΜΗΡΟΣ ΚΙ ΑΣ ΠΕΝΟΜΑΙ
ΓΛΥΚΙΑ Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΑΝΕΜΟΚΥΚΛΙΣΤΟΣ
Ή αλλιώς:
"Εξαποθρησκευμένος ο χώρος όπου ακεραιώνεται η τελειότητα, θα μπορούσε να ονομασθεί Παράδεισος".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου