Σελίδα από το χειρόγραφο του Βιβλίου του Ησαΐα
που βρέθηκε στο Κουμράν. Οι τελευταίες σειρές της σελίδας περιέχουν το απόσπασμα που διάβασε ο Ιησούς στη συναγωγή της Ναζαρέτ. |
Του Κοσμήτορα του Τμήματος Θεολογίας του Α.Π.Θ. Μιλτιάδη Κωνσταντίνου
Η 1η Σεπτεµβρίου χαρακτηρίζεται στην παράδοση της Ανατολικής Εκκλησίας ως
«Ἀρχὴ τῆς Ἰνδίκτου» και σηµατοδοτεί την έναρξη του νέου εκκλησιαστικού και
λειτουργικού έτους. Ο όρος «ίνδικτος» ή «ινδικτιών» είναι εξελληνισµένος τύπος της
λατινικής “indictio” (= διάταγµα) που στη Ρωµαϊκή Αυτοκρατορία δήλωνε µια
φορολογική περίοδο 15 ετών και από τον δ΄ µ.Χ. αιώνα καθιερώθηκε ως µονάδα
µέτρησης του χρόνου, για να καταλήξει να δηλώνει την έναρξη του έτους. Το
ευαγγελικό ανάγνωσµα της ηµέρας προέρχεται από την περικοπή Λου 4:16-22 που
αναφέρεται στην έναρξη της δηµόσιας δράσης του Ιησού µε το πρώτο κήρυγµά του
στη συναγωγή του χωριού του, της Ναζαρέτ.
Αµέσως µετά τη βάπτισή του και την αντιµετώπιση των πειρασµών στην έρηµο,
ο Ιησούς επιστρέφει στη Γαλιλαία και, αφού περιοδεύει για λίγο στην περιοχή,
φτάνει στη Ναζαρέτ. Εκεί επισκέπτεται τη συναγωγή, προκειµένου να
συµµετάσχει στην προσευχή του Σαββάτου. Ακολουθώντας το τυπικό των
συναγωγών της περιοχής, σύµφωνα µε το οποίο, µετά την ανάγνωση του Νόµου,
µπορούσε οποιοσδήποτε να διαβάσει κάποια περικοπή από τα βιβλία των
Προφητών και να τη σχολιάσει, ο Ιησούς σηκώθηκε, πήρε τον κύλινδρο από πάπυρο
που περιείχε το κείµενο του προφήτη Ησαΐα, τον ξετύλιξε και διάβασε όρθιος τα
δύο πρώτα εδάφια από το κεφάλαιο 61:
Το Πνεύµα µε κατέχει του Κυρίου,
µ’ αυτό µε έχρισε·
µ’ έστειλε µήνυµα χαρµόσυνο να φέρω στους φτωχούς,
τους τσακισµένους ψυχικά να θεραπεύσω·
στους αιχµαλώτους να αναγγείλω ότι θα λευτερωθούν,
και στους τυφλούς ότι θα βρουν το φως τους,
τους καταπιεσµένους ν’ απελευθερώσω,
ν’ αναγγείλω του καιρού τον ερχοµό, που χάρη ο Κύριος δίνει.
Έπειτα έδωσε στον χαζζάν (τον υπηρέτη που µεταξύ άλλων καθηκόντων είχε και
την ευθύνη των βιβλίων της συναγωγής) το βιβλίο και κάθισε για να κάνει ένα
µιδράς (σύντοµο ερµηνευτικό σχόλιο). Ήδη η φήµη του Ιησού ως δασκάλου και
θεραπευτή είχε προηγηθεί του ερχοµού του στην Ναζαρέτ, και έτσι όλων τα µάτια
ήταν προσηλωµένα πάνω του, περιµένοντας µε αγωνία να ακούσουν τα λόγια του.
Αυτό όµως που είπε ο Ιησούς τους άφησε κατάπληκτους, καθώς ξεπερνούσε κάθε
προσδοκία· χωρίς καθόλου περιστροφές ο Ιησούς δηλώνει ότι:
Σήµερα βρίσκει την εκπλήρωσή της η προφητεία που µόλις ακούσατε.
Αυτό που στην πραγµατικότητα λέει ο Ιησούς µε το σύντοµο κήρυγµά του στους
έκπληκτους συγχωριανούς του είναι ότι αυτός που όλοι γνώριζαν ως γιο του
ξυλουργού είναι ο µεσσίας, ο χρισµένος, δηλαδή, από τον Θεό απεσταλµένος του
που ανέµεναν γενιές και γενιές για να λυτρώσει τους Ισραηλίτες από όλα τους τα
δεινά. Εύκολα µπορεί κανείς, µετά από µια τέτοια δήλωση, να κατανοήσει την
αντίδραση των κατοίκων της Ναζαρέτ.
Το κήρυγµα του Ιησού στη συναγωγή του χωριού του περιγράφεται και από τους
άλλους δύο συνοπτικούς ευαγγελιστές αλλά µε κάποιες διαφορές. Δεν θεωρείται αφετηριακό σηµείο της δράσης του Ιησού (στο Ματ 13:54-58 τίθεται µετά τις
παραβολές για τη “βασιλεία των ουρανών” και στο Μαρ 6:1-6 µετά το θαύµα της
ανάστασης της κόρης του Ιαείρου) ούτε γίνεται αναφορά στο περιεχόµενο του
κηρύγµατός του, ούτε και στην απόπειρα των συγχωριανών του να οδηγήσουν τον
Ιησού στην άκρη ενός γκρεµού και να τον δολοφονήσουν (Λου 4:28-29).
Για να ερµηνεύσει κανείς αυτή τη διαφορετική θεώρηση των γεγονότων από τους
τρεις ευαγγελιστές, πρέπει να λάβει υπόψη του τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του
Κατά Λουκάν Ευαγγελίου. Πρόκειται για ένα ευαγγέλιο που δεν απευθύνεται όπως
τα άλλα δύο σε ισραηλίτες που έγιναν χριστιανοί αλλά σε πρώην ειδωλολάτρες.
Αυτός είναι και ο λόγος που ο συγγραφέας του αποφεύγει τη χρήση εβραϊκών όρων
και λέξεων (τα ελληνικά του Λουκά είναι τα καλύτερα της Καινής Διαθήκης) και
δεν δείχνει παρόµοιο µε τους άλλους ευαγγελιστές ενδιαφέρον -παρά µόνο σε
ελάχιστες εξαιρετικές περιπτώσεις- να αποδείξει ότι ο Ιησούς είναι ο από τους
Ιουδαίους αναµενόµενος µεσσίας. Παρ’ όλα αυτά, το ευαγγέλιο αυτό σηµατοδοτεί
τόσο την αρχή όσο και το τέλος της δράσης του Ιησού µε µια αναφορά στους
προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Έτσι, όπως στο πρώτο δηµόσιο κήρυγµά του ο
Ιησούς χρησιµοποιεί ένα παράθεµα από το βιβλίο του προφήτη Ησαΐα, για να
περιγράψει το έργο που πρόκειται να επιτελέσει πάνω στη γη, κατά ανάλογο τρόπο
και µετά την ανάστασή του, συµπορευόµενος µε δύο από τους µαθητές του προς το
χωριό Εµµαούς,
...
αρχίζοντας από τα βιβλία του Μωυσή και όλων των προφητών,
τους
εξήγησε όσα αναφέρονταν στις Γραφές για τον εαυτό του.
Ενώ, λοιπόν, ο ευαγγελιστής Λουκάς δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να αποδείξει
στους αναγνώστες του ότι ο Ιησούς είναι ο σύµφωνα µε τα κείµενα της Παλαιάς
Διαθήκης αναµενόµενος µεσσίας, δείχνει ξεχωριστό ζήλο να τους πείσει ότι τα
κείµενα αυτά µιλούν για τον Χριστό. Έτσι, αντί για οποιαδήποτε άλλη
προγραµµατική δήλωση του Ιησού, θεωρεί αρκετό το να παραθέσει ένα κείµενο του
προφήτη Ησαΐα, και να παρουσιάσει τον Ιησού απλώς να επιβεβαιώνει ότι το
κείµενο αυτό αναφέρεται στον ίδιο, χωρίς την παραµικρή προσπάθεια τεκµηρίωσης
ή οποιαδήποτε άλλη επιχειρηµατολογία. Το ίδιο ακριβώς κάνει και στο τέλος του
ευαγγελίου του. Αντί ο Ιησούς να υπενθυµίσει στους δύο µαθητές του που δεν τον
αναγνώρισαν τη µεταξύ τους σχέση και τα όσα έζησαν µαζί, τους προτρέπει να τον
αναζητήσουν µέσα στην Παλαιά Διαθήκη. Αλλά και σε άλλη µια περίπτωση ο ίδιος
ευαγγελιστής αναφέρει ότι όταν κάποιος ρώτησε τον Ιησού για το πώς θα κερδίσει
την αιώνια ζωή, εκείνος παρέπεµψε τον συνοµιλητή του σε δύο χωρία από τα
βιβλία Δευτερονόµιον (6:5) και Λευιτικόν (19:18) αντίστοιχα:
Να αγαπάς τον Κύριο τον Θεό σου µ’ όλη την καρδιά σου και µ’ όλη την
ψυχή σου, µ’ όλη τη δύναµή σου και µ’ όλο το νου σου· και τον πλησίον
σου όπως τον εαυτό σου.
Ο ζήλος αυτός του ευαγγελιστή Λουκά µπορεί εύκολα να εξηγηθεί, αν ληφθεί
υπόψη ότι για περισσότερο από έναν αιώνα χριστιανοί και ισραηλίτες
χρησιµοποιούσαν την ίδια ιερή Βίβλο, τα κείµενα της Παλαιάς Διαθήκης. Σε αυτήν
τη Βίβλο στηρίχτηκαν οι απόστολοι για να διακηρύξουν στα πέρατα της τότε
γνωστής οικουµένης το ευαγγέλιο του Χριστού. Σε αυτά τα κείµενα αναφέρονται οι
απόστολοι όταν µιλούν για το πρόσωπο και το έργο του Χριστού «κατὰ τὰς
Γραφάς». Ο αληθινός, λοιπόν, Ισραήλ για τον οποίο κάνουν λόγο οι συγκεκριµένες
Γραφές, και εποµένως και ο κληρονόµος των επαγγελιών του Θεού προς τον λαό
του, δεν είναι οι Ιουδαίοι της εποχής του Χριστού αλλά όσοι αναγνωρίζουν µέσα από
αυτές τις ίδιες Γραφές τον Ιησού ως Χριστό και Κύριο.
Η ευαγγελική αυτή περικοπή αποκτά ιδιαίτερη επικαιρότητα στη σύγχρονη
εποχή, καθώς σήµερα εµφανίζονται πολλοί, ακόµη και χριστιανοί, που επιχειρούν
να παρουσιάσουν τον Θεό που αποκαλύπτεται µέσα από την Παλαιά Διαθήκη
στους ανθρώπους εντελώς διαφορετικό από εκείνον που κηρύττει ο Ιησούς Χριστός
στην Καινή Διαθήκη. Μια τέτοια διάκριση όµως δεν κλονίζει απλώς τη βασική
αρχή που διαφοροποιεί τη χριστιανική πίστη από όλες τις θρησκείες, το ότι δηλαδή
ο Θεός αποκαλύπτεται µέσα στην ανθρώπινη Ιστορία, αλλά οδηγεί και σε µια
εντελώς διαφορετική εικόνα του Ιησού Χριστού. Αυτό το αντιλαµβάνεται κανείς
εύκολα, αν επιχειρήσει να αφαιρέσει από την Καινή Διαθήκη τα χωρία εκείνα που
αναφέρονται στην Παλαιά (στις περισσότερες εκδόσεις της Κ.Δ. τα συγκεκριµένα
χωρία επισηµαίνονται µε διαφορετικά γράµµατα). Θα διαπιστώσει τότε ότι δεν
αποµένει από το πρόσωπο του Χριστού παρά µόνον η εικόνα ενός περιπλανώµενου
θαυµατοποιού ή, στην καλύτερη περίπτωση, ενός δασκάλου φιλοσοφικών αληθειών,
ο οποίος κατορθώνει πάντοτε να ανατρέπει µε ετοιµότητα τα επίσης φιλοσοφικά
επιχειρήµατα των συνοµιλητών του. Αλλά µια τέτοια εικόνα του Ιησού είναι ξένη
προς την πίστη της Εκκλησίας γι’ αυτόν.
Στον βαθµό, εποµένως, που είναι ιστορικά βεβαιωµένο ότι για κάποιο χρονικό
διάστηµα υπήρξε χριστιανική Εκκλησία χωρίς Καινή Διαθήκη, ουδέποτε όµως
υπήρξε Εκκλησία χωρίς Παλαιά Διαθήκη, η σχέση των δύο Διαθηκών µεταξύ τους
είναι άρρηκτη. Άλλωστε, η Καινή Διαθήκη είναι “καινή”, επειδή υπάρχει η Παλαιά
Διαθήκη· διαφορετικά δεν θα µπορούσε να χαρακτηριστεί “καινή”, αλλά αν δεν
είναι καινή, τότε δεν είναι ούτε “διαθήκη”, εποµένως και ο Ιησούς δεν είναι
“Χριστός”, άρα και η σωτηρία που επαγγέλλεται καθίσταται άνευ περιεχοµένου. Η
µελέτη, κατά συνέπεια, της Παλαιάς Διαθήκης δεν συνιστά ένα απλώς συµβατικό,
µεταξύ άλλων θρησκευτικών υποχρεώσεων, καθήκον του σύγχρονου χριστιανού,
αλλά εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για µια ουσιαστική συνάντησή του µε τον
Χριστό.
1 σχόλιο:
"Η ΝΕΑ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ"
Αυτά που γράφει ο καθηγητής Κωνσταντίνου καλό είναι να τα ακούσουν πρώτοι οι εραστές της αρχαίας ελληνικής θρησκείας (οι νεοπαγανιστές), που αλλοιώνουν το πνεύμα των ιστορικών θεοπτικών συμβάντων με φρικώδη τρόπο και στη συνέχεια όλοι οι υπόλοιποι ορθόδοξοι χριστιανοί, που μάλλον δεν έρχονται και σε πολύ συχνή επαφή με τα κείμενα της Π.Δ και που όταν συμβαίνει αυτό -περισσότερο ευκαιριακά- δίνουν τις δικές τους αυθαίρετες ερμηνείες, χωρίς να τους απασχολεί η σύνδεση με το πρόσωπο του Θεανθρώπου Χριστού και τη νέα προοπτική- πραγματικότητα που αυτό δωρίζει σε όλα τα κτιστά όντα: την απελευθέρωσή τους από από τα δεσμά του θανάτου!
Διογένης__Ε.Μ
Δημοσίευση σχολίου