Ο ΗΧΟΣ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ
Μια αναφορά στο σύγχρονο – πρωτοποριακό έργο του Νίκου Μαμαγκάκη με την ευκαιρία της σημερινής (10/10) συναυλίας στο Μέγαρο Μουσικής.
Η Ορχήστρα και η Χορωδία της ΕΡΤ συν το σύνολο «Ιδαία» θα ερμηνεύσουν μελοποιημένη ποίηση των Κορνάρου, Καβάφη, Ρίτσου, Πολυδούρη, Καζαντζάκη, Πρεβελάκη κ.α., σε διεύθυνση του Ιωακείμ Μπαλτσαβιά.
Η Ορχήστρα και η Χορωδία της ΕΡΤ συν το σύνολο «Ιδαία» θα ερμηνεύσουν μελοποιημένη ποίηση των Κορνάρου, Καβάφη, Ρίτσου, Πολυδούρη, Καζαντζάκη, Πρεβελάκη κ.α., σε διεύθυνση του Ιωακείμ Μπαλτσαβιά.
Στον χώρο της “σύγχρονης κλασικής” ή “λόγιας” ή “έντεχνης ή “σοβαρής”, όπως έλεγαν παλιότερα, μουσικής (όλοι οι χαρακτηρισμοί είναι από συζητήσιμοι έως αμφισβητήσιμοι αλλά αυτό είναι άλλη συζήτηση) υπάρχουν πολλοί συνθέτες. “Μουσουργοί” όπως αυτοαποκαλούνται για να ξεχωρίζουν από τους τραγουδοποιούς που αυτοαποκαλούνται “συνθέτες”, αλλά κι αυτό είναι άλλη συζήτηση... Οι περισσότεροι από αυτούς τους δημιουργούς, προέρχονται από αστικό-μεσοαστικό περιβάλλον, σπουδάζουν πιάνο ή κάποιο άλλο όργανο σ' ένα Ωδείο, κι αν η οικογένεια διαθέτει ρευστό, σπουδάζουν στο εξωτερικό και επιστρέφουν μετά. Αν είναι ευκατάστατοι φιλοσοφούν τεμπελιάζοντας ή δέχονται παραγγελίες από φορείς και οργανισμούς κρατικούς - ημικρατικούς. Αν δεν είναι τόσο πολύ, διδάσκουν σ' ένα Ωδείο σαν κι αυτά όπου σπούδασαν... Η περίπτωση του Μαμαγκάκη είναι ενδιαφέρουσα γιατί δεν έχει την παραμικρή σχέση με τα προηγούμενα. Ανήκει στην κατηγορία των μουσικών που (κυριολεκτικά) “έχουν ανακαλύψει τον εαυτό τους” καθώς διέτρεξε μεγάλες αποστάσεις για να φτάσει ώς εκεί που έφτασε.
Όταν, εικοσάρης και κάτι, ξεκίνησε να παίρνει υποτροφίες από την Ανωτάτη Ακαδημία Μουσικής του Μονάχου, την Ελληνική Κυβέρνηση και την Πόλη του Βερολίνου, ήταν ένας νέος με βιώματα από την κρητική μουσική, το ρεμπετολαϊκό τραγούδι και τις όποιες σπουδές του στο Ελληνικό Ωδείο στην Αθήνα. Αγνοούσε την (τότε) σύγχρονη πρωτοπορία, όπως την αγνοούσαν όλοι σχεδόν οι συνθέτες της κατεστραμένης εμφυλιοπολεμικής χώρας. Ευκαιρίας δοθείσης, σε περίπου - μηδέν χρόνο, έμαθε γερμανικά και ρεπερτόριο 20ού αιώνα, παρακολουθώντας σύνθεση με τους Γκένταμερ και Καρλ Ορφ (πρόκειται για τον συνθέτη των “Κάρμινα Μπουράνα”), ενώ στο Στούντιο Ηλεκτρονικής Μουσικής της Siemens διδάχτηκε από τον μαιτρ Γιόζεφ Άντον Ρήντλ. Μαζί με τον Ξενάκη και τον Μιχάλη Αδάμη είναι ένας από τους πρώτους ντόπιους μουσικούς που ασχολήθηκαν με την ηλεκτρονική μουσική. Ήδη από τη δεκαετία του '50, χειριζόμενος με προσωπικό όσο και πρωτότυπο τρόπο τα υπάρχοντα μέσα της πρώιμης ηλεκτροτεχνολογίας, ακολούθησε ένα (με δικά του λόγια) “...προχωρημένο μουσικό ιδίωμα, βασισμένο μερικά πάνω σε στοιχεία της ελληνικής δημοτικής παράδοσης με πολλά όμως προσωπικά χαρακτηριστικά και στη δομή του ήχου, και στην οργάνωσή του, καθώς και στην μορφολογική διάρθρωση”.
Ο Νίκος Μαμαγκάκης με τον Μάνο Χατζιδάκι |
Λεπτομέρειες πάνω στη ζωή και το έργο του Ν.Μ. κατά την εποχή των σπουδών του, υπάρχουν στη βιογραφία “Μουσική Ακούω, Ζωή Καταλαβαίνω” όπου, μεταξύ άλλων, περιγράφεται ένα έντονα θερμό επεισόδιο σε μια τυχαία συνάντηση του συνθέτη με κάποιον Ναζί πρώην στρατιωτικό διοικητή της Κρήτης.... Έργα της δεκαετίας του '50 τα “Μουσική για 4 Πρωταγωνιστές” για φωνές και δεκαμελές σύνολο, πάνω σε ένα κείμενο του Καζαντζάκη και “Konstruktione” για φλάουτο και κρουστά, ένα δεκάλεπτο πυκνό και σύνθετο έργο που έχει ηχογραφηθεί με την Στέλλα Γαδέδη και τον Νίκο Λαβράνο. Σε αυτές τις δύο παρτιτούρες και σε πολλές άλλες που θα ακολουθήσουν, διαφαίνεται η προσωπικότητα και η ιδιωματική γραφή με τα οποία καταπιάστηκε στην πορεία του ο συνθέτης. Όπως σημειώνει ο κορυφαίος μουσικολόγος Γιάννης Γ. Παπαϊωάννου “Η έντονη, ατομική πρωτοτυπία κάνει τον Μαμαγκάκη να ξεχωρίζει όχι μόνο ανάμεσα στους άλλους -ακόμα και τους μεγαλύτερους – Έλληνες συνθέτες, αλλά και στην διεθνή σκηνή”.
Κατά τη δεκαετία του '60 ο κατάλογος θα μεγαλώσει: “Συνδυασμοί” για έναν εκτελεστή κρουστών και ορχήστρα, “Γλωσσικά Σύμβολα” για σοπράνο, βαθύφωνο και μεγάλη ορχήστρα, “Κασάνδρα” για σοπράνο και 6 όργανα, “Θέαμα-Ακρόαμα” για φωνή, ηθοποιούς και όργανα, “Σενάριο για δύο αυτοσχέδιους Τεχνοκρίτες” για ένα ερμηνευτή, ενόργανο σύνολο και μαγνητοταινίες, “Αντινομίες” για σοπράνο, σύνολο και χορωδία. Από την πρώιμη εργογραφία του ο συνθέτης ξεχωρίζει ακόμη την “Άσκηση” για σόλο βιολοντσέλο, την “Περίληψη” για (επίσης σόλο) φλάουτο, συν τα σκηνικά του έργα όπως το ηλεκτρονικό μπαλέτο “Βάκχες”, την “Παράσταση” (φωνή, μαγνητοταινίες, φλάουτα) και μια μονόπρακτη πρώτη γραφή της “Ερωφίλης” σε μορφή λαϊκής όπερας. Όλα αυτά τα έργα κυκλοφορούν σε έκδοση-πακέτο 5 Cds με τίτλο “Αvant – Garde. Koρφολόγημα από το Πρωτοποριακό Έργο (ΙΔΑΙΑ).
Σημαντική θέση στην παραγωγή του έχει ο Κύκλος Αριθμών, μια ομάδα ανεξάρτητων έργων που διερευνούν τη σχέση μουσικής – μαθηματικών. Κομμάτια απαιτητικά, δύσκολα, “στριφνά” ίσως (για όσους δεν έχουν οικειότητα με το είδος) αλλά πολύ ενδιαφέροντα και ιδιαιτέρως καλογραμμένα από τεχνικής πλευράς. 1 : “Μονόλογος” για σόλο τσέλο,, 2: “Ανταγωνισμοί” ένας διάλογος τσέλου-κρουστών με τον περκασιονίστα να παίζει σε πάρα πολλά ιδιόφωνα που είναι τοποθετημένα τοξοειδώς στη σκηνή, 3: “Τριττύς” για κιθάρα, σαντούρι, κρουστά και δύο κοντραμπάσα, 4: “Τετρακτύς” για κουαρτέτο εγχόρδων.
Πρέπει να συμπληρώσουμε ότι ο Νίκος Μαμαγκάκης του '60 δεν γράφει τα, από κάθε άποψη, πρωτοποριακά του συνθέματα σε συνθήκες... μικροβιολογικού εργαστηρίου και μόνωσης, όπως ουκ ολίγοι συνάδελφοί του, αλλά “Με” τον κόσμο και “Μέσα” στον κόσμο. Εκτός από τον μελωδικορυθμικοηχοχρωματικό στοχασμό (με έμφαση στη φόρμα) γράφει τραγούδια που θέλουν και μπορούν να επικοινωνούν με τον κάθε ακροατή. Επιπλέον περνάει τη δοκιμασία τής -ας μας επιτραπεί η έκφραση- “υπέρτατης λαϊκότητας” που είναι ο, ανθηρός τότε, ελληνικός κινηματογράφος. Και δεν είναι μόνο τα μεγάλα σουξέ της Αλίκης αλλά και άλλα, πιο χαμηλόφωνα, όπως τα κυρίως κιθαριστικά σάουντρακς των ταινιών τού ευαίσθητου Τάκη Κανελλόπουλου (Εκδρομή, 1966 και Παρένθεση, 1968). Λίγο αργότερα θα ξεκινήσει η συνεργασία του με τον νεότατο-πρωτόβγαλτο Νίκο Περάκη δίνοντας πρωτότυπη μουσική στις πρώτες, γερμανόφωνες, κωμωδίες του, όπως “Ο Μπόμπερ και ο Παγκανίνι”.
Πρέπει να συμπληρώσουμε ότι ο Νίκος Μαμαγκάκης του '60 δεν γράφει τα, από κάθε άποψη, πρωτοποριακά του συνθέματα σε συνθήκες... μικροβιολογικού εργαστηρίου και μόνωσης, όπως ουκ ολίγοι συνάδελφοί του, αλλά “Με” τον κόσμο και “Μέσα” στον κόσμο. Εκτός από τον μελωδικορυθμικοηχοχρωματικό στοχασμό (με έμφαση στη φόρμα) γράφει τραγούδια που θέλουν και μπορούν να επικοινωνούν με τον κάθε ακροατή. Επιπλέον περνάει τη δοκιμασία τής -ας μας επιτραπεί η έκφραση- “υπέρτατης λαϊκότητας” που είναι ο, ανθηρός τότε, ελληνικός κινηματογράφος. Και δεν είναι μόνο τα μεγάλα σουξέ της Αλίκης αλλά και άλλα, πιο χαμηλόφωνα, όπως τα κυρίως κιθαριστικά σάουντρακς των ταινιών τού ευαίσθητου Τάκη Κανελλόπουλου (Εκδρομή, 1966 και Παρένθεση, 1968). Λίγο αργότερα θα ξεκινήσει η συνεργασία του με τον νεότατο-πρωτόβγαλτο Νίκο Περάκη δίνοντας πρωτότυπη μουσική στις πρώτες, γερμανόφωνες, κωμωδίες του, όπως “Ο Μπόμπερ και ο Παγκανίνι”.
Η δεκαετία του '80 θα φέρει έργα για σόλο όργανα (“Πένθημα” στη μνήμη του Γιάννη Χρήστου, “Εγκώμιο στον Νίκο Σκαλκώτα”) αλλά και μεγάλες ορχηστρικές συνθέσεις όπως ο “Κυκεών”, παραγγελία των Ολυμπιακών Αγώνων του Μονάχου (1972) και η “Αναρχία” (1970) παραγγελία του Φεστιβάλ Ντοναουέσιγκεν, για 5 κρουστούς και τεράστιο συμφωνικό σύνολο. Αυτό το μοναδικό στο είδος του μουσικό πόνημα, παρουσιάστηκε επίσης στις ΗΠΑ από τη διάσημη Συμφωνική της Βοστώνης.
Από το '80 και μετά, πέρα από αρκετές δεκάδες δίσκων, ένα σημαντικό μέρος της παραγωγής του εστιάζει στην όπερα: “Ερωφίλη”, “Όπερα των Σκιών”, “Ιερά τραγούδια του Έρωτα”, “Οδύσσεια”, “Ερωτόκριτος”. Εκτός από το μέγεθος και την πυκνότητά τους, πρόκειται για μελοποιήσεις πραγματοποιημένες πολλές φορές η καθεμία, αναθεωρήσεις, διασκευές για σύνολα διαφορετικών μεγεθών κ.α. Ειδικά ο Ερωτόκριτος και η Αρετούσα, στα χέρια του μαέστρου έχουν γνωρίσει περίπου μια δεκάδα (παρεμφερών και μη) εκδοχών. Πρέπει ακόμη να αναφέρουμε το εικοσάωρο(!) σάουντρακ για την 56 ωρών ταινία “Heimat” του Έντγκαρ Ράιτς. Οι αριθμοί, βεβαίως, ανήκουν στο βιβλίο Γκίνες!
Από την μετά το 2008 δισκογραφία του, πάντα στην ΙΔΑΙΑ, επιλέγουμε τέσσερα ενδεικτικά παραδείγματα: Τα “Σπαράγματα” της Σαπφούς και τον “Αόρατο Θίασο” ποιημάτων του Καβάφη (αμφότερα με τον εξαίρετο Τάση Χριστογιαννόπουλο), τα Κοντσέρτα με τον τσελίστα Ρενάτο Ρίπο και τον κιθαρίστα Παύλο Κανελλάκη και τέλος, τα ορχηστικά μέρη από το Ρέκβιεμ του Μπελογιάννη και της Παππά.
Επίλογος πάλι με τέσσερα σημεία, κοινά ίσως και για τον συνθέτη και για τον άνθρωπο: Κάθε αληθινή, ειλικρινής, αυθόρμητη ιδέα, προτείνεται αλογόκριτα, χωρίς γλυκασμούς, διπλωματίες και υπολογισμούς κόστους. Επαγγελματικό “τίμιο” γράψιμο, χωρίς εφέ και κόλπα εντυπωσιασμού. Τεχνικό οπλοστάσιο που τείνει να συνδυάζεται με αυθεντικά ευρήματα. Αποχή από ψευδοσυναισθηματισμούς και αποφυγή ευκόλων συγκινήσεων. Εν τέλει, μάλλον είχε δίκιο ο συνθέτης Γκύντερ Μπέκερ όταν τον τοποθετούσε δίπλα στους Ξενάκη, Χρήστου και Σκαλκώτα. Ακούγεται υπερβολικό αλλά η μελέτη των στοιχείων το κάνει ακριβές!
ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου